Κυριακή 11 Αυγούστου. Ας το ξεκαθαρίσουμε: από ιστορική περίοδο σε ιστορική περίοδο οι οδομαχίες με την αστυνομία γίνονταν όλο και πιο φορμαλιστικές – τα υποκείμενα άλλαζαν. Για τις γηπεδικές συνιστώσες αυτών των οδομαχιών (όλο και πιο έντονες απ’ τις αρχές των ‘90s) τόσο το «πανεπιστημιακό άσυλο» όσο και το κέντρο της πόλης ήταν ξένα. Οι νεαροί αυτοί αυτοεκπαιδεύονταν σε άλλου είδους συγκρούσεις με την αστυνομία μέσα ή έξω απ’ τα γήπεδα, συχνά στις γειτονιές τους, σε περιοχές που αν όχι όλοι σίγουρα αρκετοί ήξεραν καλά. Αντίθετα το αθηναϊκό κέντρο τους ήταν παντελώς άγνωστο. Κι ακόμα πιο ξένο τους ήταν το να κλειστούν σ’ ένα κτίριο μόνο και μόνο για να βομβαρδίζονται με δακρυγόνα, παγιδευμένοι σε βαθμό ασφυξίας.
Αν συμμετείχαν σε «μπάχαλα» στο κέντρο ήταν μόνο για την απόλαυση του πράγματος. Το να αποκλειστείς σ’ ένα πανεπιστημιακό ίδρυμα, μακριά απ’ την γειτονιά και τον φυσικό σου χώρο, χωρίς να μπορείς να κάνεις οτιδήποτε, αδιαφορώντας (προφανώς) για διαδικασίες όπως οι συνελεύσεις, ήταν μάλλον ανάθεμα παρά επιδίωξη για τέτοιες φιγούρες. Ήταν συχνά οι αστυνομικές τακτικές που απέκλειαν αυτούς τους νεαρούς στο «άσυλο» / μη άσυλο, συντηρώντας το θέαμα του «κέντρου που καίγεται» – παρά οι δικές τους επιλογές.
Ακόμα κι όταν το “κέντρο” δεν καιγόταν έπρεπε να καίγεται: στις οθόνες των τηλεοράσεων εμφανίζονταν πλάνα άλλων στιγμών – χωρίς, φυσικά, καμμία σχετική αναφορά… Το καθεστωτικό ψέμα απολάμβανε και απολαμβάνει εδώ και δεκαετίες και τα ηλεκτρικά ποδάρια του…