Κυριακή 2 Ιούνη. Αφήνει προς στιγμήν η ασταμάτητη μηχανή την ροή της αντιπληροφόρησης για να θυμίσει (;) μερικά βασικά – απ’ αυτά τα δυσοίωνα, που πάντα απωθούνται.
Το κομμουνιστικό μανιφέστο, απ’ το μακρινό 1848, μυθοποιήθηκε, αγιοποιήθηκε, απωθήθηκε. Δεν θα μπορούσε να συμβεί ίσως κάτι διαφορετικό με ένα κείμενο μόλις 23 σελίδων, που ξεκινούσε, εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα, με τόση αισιοδοξία: Ένα φάντασμα πλανιέται στην Ευρώπη: το φάντασμα του κομμουνισμού. Όλες οι δυνάμεις της γερασμένης Ευρώπης ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα: ο πάπας και ο τσάρος, ο Μέτερνιχ κι ο Γκιζό, γάλλοι ριζοσπάστες και γερμανοί αστυνομικοί.
Με την ίδια αισιοδοξία ο Μαρξ και ο Έγκελς ήθελαν να προβλέπουν το τέλος του καπιταλισμού, εξαιτίας (αν και όχι μόνο) των εσωτερικών δομικών αντινομιών του. Η πιο κάτω παράγραφος απ’ το κομμουνιστικό μανιφέστο δεν έγινε το ίδιο διάσημη με την εισαγωγική φράση για το φάντασμα που πλανιέται, και δεν έχει σπουδαία “τύχη” εδώ και πολλά χρόνια, ούτε καν μεταξύ εκείνων που (κοροϊδεύοντας) πουλάνε εαυτούς σαν “επαναστάτες”. Όμως στο κατώφλι της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, που είναι συνέχεια της 3ης (την οποία ελάχιστοι συνειδητοποίησαν και ανέλυσαν σαν τέτοια, δηλαδή σαν καπιταλιστική), με οριακές συμπληρώσεις ή διορθώσεις, το “πνεύμα της κριτικής” αντέχει ακόμα να είναι ο απρόσκλητος αγγελιοφόρος:
… Μπροστά στα μάτια μας … οι αστικές συνθήκες της παραγωγής και της ανταλλαγής, οι αστικές σχέσεις ιδιοκτησίας, η νεώτερη αστική κοινωνία που παρουσίασε με τα μάγια της τόσο τεράστια μέσα παραγωγής και ανταλλαγής, μοιάζει με τον μάγο που δεν μπορεί να υποτάξει τις καταχθόνιες δυνάμεις που κάλεσε ο ίδιος να τον βοηθήσουν.
Εδώ και κάμποσες δεκαετίες η ιστορία της βιομηχανίας και του εμπορίου δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η ιστορία της ανταρσίας των νεώτερων παραγωγικών δυνάμεων ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας, που είναι οι ζωτικοί όροι της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της. Φτάνει ν’ αναφέρουμε τις εμπορικές κρίσεις, που καθώς παρουσιάζονται κάθε τόσο καταντούν πάντα προβληματικότερη την ύπαρξη ολόκληρης της αστικής τάξης. Το καιρό που ξεσπούν οι εμπορικές κρίσεις καταστρέφεται κανονικά ένα σημαντικό μέρος όχι μόνο από τα έτοιμα προϊόντα μα κι απ’ τις δημιουργημένες κιόλας παραγωγικές δυνάμεις. Μια κοινωνική επιδημία ξεσπά, που σε όλες τις περασμένες εποχές θα φαινόταν παραλογισμός: η επιδημία της υπερπαραγωγής. Η κοινωνία έξαφνα βρίσκεται πισωδρομημένη σε μια κατάσταση στιγμιαίας βαρβαρότητας.
Νομίζει κανείς πως της κόπηκαν όλα τα μέσα της διατροφής από καμιά πείνα ή από κανένα εξολοθρευτικό πόλεμο. Η βιομηχανία και το εμπόριο φαίνονται νεκρωμένα. Και γιατί; Επειδή η κοινωνία έχει πάρα πολύ πολιτισμό, πολλά μέσα διατροφής, πάρα πολλή βιομηχανία, πάρα πολύ εμπόριο. Οι παραγωγικές δυνάμεις που έχει στη διάθεσή της δεν ευνοούν πια την ανάπτυξη των σχέσεων της αστικής ιδιοκτησίας… οι αστικές σχέσεις έχουνε στενέψει πολύ για να χωρέσουν τον πλούτο που δημιούργησαν.
Με ποιόν τρόπο ξεπερνά η μπουρζουαζία τις κρίσεις; Απ’ τη μια μεριά καταστρέφοντας αναγκαστικά ένα σωρό παραγωγικές δυνάμεις και απ’ την άλλη με το να κατακτά νέες αγορές και να εκμεταλλεύεται πιο εντατικά, πιο πλατιά όλες τις παλιές αγορές.
Ο Μαρξ και ο Έγκελς τα έγραφαν αυτά σε μια εποχή σχετικής διακρατικής ειρήνης στην Ευρώπη (που τότε ήταν ή νόμιζε πως είναι το “κέντρο του κόσμου”). Δεν έζησαν στον 20ο αιώνα για να δουν πόσο καταστροφική μπορεί να είναι η δύναμη του καπιταλισμού – πάντα “ανάλογη” της παραγωγικής δυνατότητας της εργασίας, ενισχυμένης απ’ τις “καταχθόνιες δυνάμεις”, δηλαδή τις επιστήμες και τις τεχνολογικές εφαρμογές… Ούτε πρόλαβαν να δουν ότι αυτό το ολοένα αυξανόμενο (με άλματα) καταστροφικό δυναμικό μπορεί να κρατάει όρθιες τις σχέσεις ιδιοκτησίας (όχι υποχρεωτικά “αστικές” πια) ανανεώνοντάς τες σ’ ένα “ανώτερο επίπεδο” εκμετάλλευσης…
Όμως την σπειροειδή διαλεκτική ανάμεσα στην “παραγωγικότητα” και την “καταστροφικότητα” του καπιταλισμού, την κατάλαβαν πολύ σωστά. Πολύ σωστότερα από ό,τι δείχνουν να καταλαβαίνουν σήμερα εκατοντάδες εκατομμύρια υπηκόων.