Σάββατο 4 Μάη. Μετά από έναν αιώνα μοιάζει ίσως δύσκολο να συνειδητοποιηθεί σήμερα το βάθος και η ένταση των μαζικών αλλαγών («ψυχολογικών»; «συναισθηματικών»; «οντολογικών»; – πείτε τις όπως θέλετε) που έφερε και ξανάφερε και διαρκώς ξαναφέρνει η «οργανωμένη δημιουργία της μη ικανοποίησης». Έχουν γίνει ως τώρα 3 τουλάχιστον πραγματικές «επαναστάσεις» στην «οργανωμένη δημιουργία της μη ικανοποίησης». Η μία, η αρχική, στη δεκαετία του 1920. Η δεύτερη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στα ‘80s. Η τρίτη στα ‘90s και στα ‘00s. Η τέταρτη έχει ξεκινήσει ήδη. Δεν υπάρχει κανένα «ιστορικό παράδοξο» στο ότι η αφηρημένη κενότητα κατακλύζει ξανά, με άγριο και βασανιστικό τρόπο, τα σώματα, τα μυαλά και τις καρδιές εκατοντάδων εκατομυρίων πρωτοκοσμικών υπηκόων αρρωσταίνοντάς τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Ο Rifkin αναφέρεται σε διάφορα παραδείγματα της πρώτης «καταναλωτικής επανάστασης». Να ένα:
… Πολλές εταιρείες αναζητούσαν νέους τρόπους για να αναπροσανατολίσουν την παραγωγή τους, προκειμένου να αυξήσουν τις πωλήσεις. Η κόκα κόλα εμφανίστηκε αρχικά στην αγορά σαν φάρμακο για τον πονοκέφαλο. Στη συνέχεια τη διοχέτευσαν ξανά στην αγορά σαν ένα λαοφιλές αναψυκτικό. Ο Έισα Κάντλερ, που αγόρασε την πατέντα σε αυτό το διάστημα από έναν φαρμακοποιό της Ατλάντας, έκανε τη σκέψη ότι «αυτοί που πάσχουν από χρόνιους πονοκεφάλους μπορεί να υποφέρουν μια φορά την εβδομάδα. Πολλοί παθαίνουν πονοκέφαλο μόνο μια φορά το χρόνο. Υπήρχε, όμως, μια άλλη φοβερή πάθηση που έπληττε τους ανθρώπους … καθημερινά … η οποία, έξι με οχτώ μήνες το χρόνο, μπορούσε να αντιμετωπιστεί και να ανακουφιστεί, για να επανεμφανιστεί σε λιγότερο από μια ώρα. Η ασθένεια αυτή ήταν η δίψα…
Αυτά τα έλεγε ο Κάντλερ μόλις το 1908. Το ότι σκόπευε να μετατρέψει την δίψα σε μια «ασθένεια», που θα «ανακουφίζεται για λίγο και θα επανεμφανίζεται σε λιγότερο από μια ώρα» θα μπορούσε να θεωρηθεί τρομακτικό – αλλά το πέτυχε! Όμως δεν θα μπορούσε να είναι μια μοναχική επιτυχία. Ήταν μία απ’ τις μορφές της μαζικής «οργανωμένης δημιουργίας της μη ικανοποίησης».
Ωστόσο προκύπτει ένα ερώτημα, για τότε και για τώρα: πώς είναι δυνατόν να γίνει «πειστική», «ελκυστική» ή έστω ανεκτή η μη ικανοποίηση;