Πέμπτη 4 Απρίλη. Μπορεί το κατά μέσο όρο 50% βοθρολυματικό σύστημα της εντόπιας δημόσιας τάξης να ήθελε εκείνη την ημέρα περισσότερα. Ποιά ήταν, όμως, τελικά η σοδειά του; Η περιφρούρηση! Εξήντα τέσσερα άτομα, όλα απ’ την περιφρούρηση της διαδήλωσης!!! (Εδώ που τα λέμε: εύκολη, τεμπέλικη σοδειά…) Επ’ αυτού υπάρχει ένα πολύ σοβαρό θέμα – ακόμα κι αν μοιάζει (πια, δυστυχώς) παράδοξο. Και ανάξιο αναφοράς – πολύ περισσότερο υπεράσπισης. Αναγκαστικά η ασταμάτητη μηχανή θα κάνει δυο άλματα πίσω στο χρόνο.
Η δεκαετία του ’70 τελείωσε με μια μειοψηφική μεν αλλά δυναμική άποψη ότι η εκτροπή (δυναμικών μεν αλλά ειρηνικών διαδηλώσεων), δηλαδή αυτό που πολύ πολύ αργότερα ονομάστηκε “μπάχαλα”, είναι ο δρόμος της ριζοσπαστικοποίησης. Γιατί; Επειδή (έλεγε εκείνο το θεώρημα) η συλλήβδην καταστολή φέρνει ακόμα και τους ειρηνικούς (: “ξενέρωτους”) διαδηλωτές μπροστά (δηλαδή κάτω) απ’ την κρατική βία. Κι έτσι γίνονται … επαναστάτες!
Δέκα χρόνια μετά, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μερικές δεκάδες αναρχικών, αρκετά έμπειρων και δραστήριων (για να το πούμε κομψά…) καταλήξαμε στο οριστικό συμπέρασμα πως είναι αναξιοπρέπεια και δειλία να κάνουμε την αστυνομία συνεταίρο στη ριζοσπαστικοποίηση του οποιουδήποτε. Κουβαλώντας κάθε στιγμή των “σοσιαλιστικών” / αστυνομικών ‘80s, ειδικά απ’ το ’84 και μετά, ήρθε μια στιγμή (δεν έχει σημασία εδώ ποια ήταν αυτή…) που επιβεβαιώσαμε με δυο ματιές ο ένας στον άλλον ότι η αστυνομική καταστολή των διαδηλώσεων εξαιτίας της όποιας δυναμικής επιλογής μιας (πάντα) μικρής μειοψηφίας (ημών συμπεριλαμβανομένων…), δεν ριζοσπαστικοποιούσε κανέναν και καμμία! Φόβιζε – αυτό… Και έστελνε τον κόσμο σπίτι του… Τελεία και παύλα.
Αυτή η ξινή μεν αλλά πραγματική και τίμια εμπειρία, γέννησε φυσιολογικά δύο συμπεράσματα. Πρώτον, ότι ο χαρακτήρας οποιασδήποτε διαδήλωσης θα προσδιορίζεται αποκλειστικά απ’ τους οργανωτές της και όχι απ’ τους καλεσμένους· και θα είναι είτε δυναμική / βίαιη είτε όχι, αλλά ποτέ ένα υβρίδιο, λίγο απ’ το ένα και λίγο απ’ το άλλο, επειδή «έτσι μας βολεύει». Για να το πούμε διαφορετικά: μερικές δεκάδες αξιόλογων και μαχητικών κινηματικών στα τέλη των ‘80s αποφάσισε ότι το να χρησιμοποιούμε τους «ξενέρωτους» των διαδηλώσεων σαν ανθρώπινη ασπίδα τέλειωσε! Πέθανε! Θέμα αξιοπρέπειας – αν λέει κάτι αυτή η λέξη…
Δεύτερον, ότι με δεδομένη την μόνιμα προβοκατόρικη τακτική της αστυνομίας (τότε, όπως τώρα, όπως πάντα), η περιφρούρηση μιας διαδήλωσης για την οποία οι οργανωτές της έχουν αποφασίσει ότι θα είναι δυναμική αλλά ειρηνική, είναι σημαντικό καθήκον· ειδικά για εκείνους κι εκείνες που είχαν (ήθελαν να έχουν) και άλλες επιλογές. Για να το πούμε αλλιώς: την περιφρούρηση δεν την ζήτησαν ποτέ οι «ξενέρωτοι». Αυτοί θα ήταν ο.κ. με μια “πιο ανθρωπινη αστυνομία”…. Την περιφρούρηση σαν καθήκον, την οργάνωσαν και την έθεσαν σε εφαρμογή (όπου έγινε αυτό) οι «νερωμένοι». Γιατί μόνον αυτοί μπορούσαν να καταλάβουν τον πολιτικό / ιδεολογικό ρόλο της καταστολής· συνεπώς θα μπορούσαν να συλλάβουν (δυστυχώς συχνά στιγμιαία) την σημασία της περιφρούρησης του πλήθους που ετερόκλητο ή όχι διαδηλώνει.
Και γιατί αυτό αναδύθηκε σαν σημαντικό καθήκον ανθρώπων που καθόλου δεν «καταδίκαζαν την βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»; Επειδή μετά από τα special κινηματικά χρόνια στα ‘80s τους είχε ξεκαθαριστεί πως το «θέαμα του χάους» (δηλαδή των διαλυμένων διαδηλώσεων και των διαδηλωτών που τρέχουν σαν κατσίκια επειδή, ακριβώς, δεν είχαν προετοιμαστεί) ήταν βούτυρο στο ψωμί του κράτους! Αν οι λέξεις «κρατική τρομοκρατία» έχουν απτό νόημα (και έχουν!) αυτό είναι ακριβώς εκείνο που συμβαίνει σε διαδηλωτές, την ώρα που πνίγονται απ’ τα δακρυγόνα και δεν υπάρχει δίπλα τους τεχνική βοήθεια (ενώ η διεθνής εμπειρία δείχνει αδιαπράγματευτα ότι σε μια καλά οργανωμένη και περιφρουρημένη διαδήλωση αυτή η βοήθεια είναι υποχρέωση των οργανωτών να υπάρχει…)· σε διαδηλωτές που τρέχουν, παραπατάνε, και ξυλοφορτώνονται (ή και συλλαμβάνονται) επειδή κανείς δεν φρόντισε να πάρει την ευθύνη να μην τους συμβεί αυτό.
Πράγμα που σήμαινε ότι η διαδήλωση σαν μέσο θα έπρεπε να επανεφευρεθεί και να προστατευτεί. Στα τέλη των ‘80s… Και μάλιστα αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει απ’ τους «ξενέρωτους» (επειδή δεν ξέρουν να το κάνουν και επειδή προσέρχονται κατά μόνας και περιστασιακά) αλλά απ’ τους «άλλους», τους “οργανωμένους”· από εκείνους κι εκείνες δηλαδή που έχουν μια βασική συλλογική οργανωτική / πολιτική υπόσταση τέτοια ώστε να μπορούν να προβλέψουν, και άρα να αντιμετωπίσουν τις αστυνομικές προβοκάτσιες.
Μαζί, όμως, με την προστασία της δυναμικής / ειρηνικής διαδήλωσης, θα προστατεύονταν και οι μαζικές κινηματικές επιλογές της ριζοσπαστικής αντι-βίας! Πρώτον, επειδή θα έπρεπε να αναμετρηθούν με το βάρος τους, αντί να κρυφτούν παιδιάστικα πίσω απ’ την μάζα των «ξενέρωτων»… Δεύτερον, επειδή θα σταματούσε (το όποιο συλλογικό υποκείμενο ριζοσπαστικής «βίας στη βία των αφεντικών») να λογαριάζει την καταστολή σαν συνεταίρο της δήθεν ριζοσπαστικοποίησης των άλλων· αυτό το είδος μαζοχισμού α λα “οι χριστιανοί στα λιοντάρια”, που ποτέ δεν υπήρξε “επαναστατικό”… Τρίτον, επειδή θα αναλάμβανε όλα μα όλα τα οργανωτικά καθήκοντα της επίδειξης της αντι-βίας· ξανανενώνοντας το νήμα με εκείνες τις υπέροχες στιγμές της οργανωμένης πολιτικής αναρχίας στις αρχές των ‘80s (περισσότερα δεν θα πούμε…)