Πέμπτη 20 Σεπτέμβρη. Όταν το 2001 έγινε δεκτή η αίτηση του Πεκίνου να γίνει μέλος του «παγκόσμιου οργανισμού εμπορίου» (ΠΟΕ) τα δυτικά καπιταλιστικά κράτη (οι βασικοί αποδέκτες του αιτήματος και εκείνοι που είπαν ουσιαστικά το μεγάλο «ναι») παρέβλεψαν την «έλλειψη δημοκρατίας» εκεί· ένα επιχείρημα που έχουν χρησιμοποιήσει κατά κόρον για πολύ πιο light ζητήματα, όταν τα βόλευε… Ο κινεζικός καπιταλισμός προοριζόταν τότε να γίνει το «εργοστάσιο του κόσμου» για τα είδη κατανάλωσης της καθημερινής ατομικής εργατικής αναπαραγωγής στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Ρούχα, παπούτσια, χαμηλής ποιότητας οικιακές ηλεκτρικές συσκευές, παιχνίδια, χαμηλής ποιότητας γκάτζετ, κλπ… Αν αυτά μπορούσαν να μείνουν φτηνά (και έτσι θα συνέβαινε με δεδομένο το εξαιρετικά χαμηλό κόστος του κινεζικού προλεταριάτου) τότε θα ήταν εύκολη, και πάντως όχι εκρηκτική, η μισθολογική υποτίμηση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης στον πρώτο κόσμο.
Απ’ την άλλη μεριά (έτσι πήγαινε ο υπολογισμός των δυτικών αφεντικών) το να γίνει η κίνα το παγκόσμιο εργοστάσιο των «φτηνών» και των «απομιμήσεων» θα δημιουργούσε μια ευάριθμη κινεζική «μεσαία τάξη» αρκετών δεκάδων εκατομυρίων καταναλωτών, που θα αποτελούσαν την αγορά για τα πρωτοκοσμικά αναβαθμισμένα (τεχνολογικά, ποιοτικά) εμπορεύματα.
Συνεπώς η ένταξη του κινεζικού καπιταλισμού, το 2001, στην «παγκόσμια αγορά / παραγωγή / κατανάλωση» ήταν για τον πρωτοκοσμικό / δυτικό καπιταλισμό η σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα επανάληψη της διεξόδου των «τίγρεων της ασίας» των ‘90s, που είχαν γονατίσει όμως με το ξέσπασμα της κρίσης του 1997. Η ένταξη της κίνας ήταν, λοιπόν, η προσπάθεια εξόδου απ’ την μόνιμη δομική κρίση των δυτικών καπιταλισμών που κατάγεται ήδη απ’ τα ‘80s, και αφορά το όλο και μεγαλύτερο «άνοιγμα» ανάμεσα στη μέση εργατική παραγωγικότητα και στους μισθούς του μεγαλύτερου μέρους των δυτικών εργατικών τάξεων.
Στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν όπως περίπου τα ήθελαν τα δυτικά αφεντικά…