Δευτέρα 20 Αυγούστου. Ας αποκωδικοποιήσουμε την διαπίστωση του δντ-τεχνοκράτη: όταν «μεταρρυθμίζεται η αγορά εργασίας» (δηλαδή: υποτιμώνται μαζικά και οργανωμένα μεγάλα τμήματα της εργασίας, πρώτα δια νόμου και στη συνέχεια μέσω της μόνιμης πειρατείας των αφεντικών / μαύρης εργασίας) αλλά δεν «μεταρρυθμίζεται η αγορά εμπορευμάτων» (δηλαδή: δεν σπάνε τα οργανωμένα καρτέλ σε όλους τους τομείς), τότε οι τιμές των εμπορευμάτων (ακόμα και εκείνων για την απλή επιβίωση) μένουν σταθερές ή και ανεβαίνουν· ενόσω οι μισθοί (ξεκινώντας απ’ τον βασικό) γκρεμοτσακίζονται. Αυτό κάνει την «φτώχεια» ακόμα πιο έντονη.
Οι τρισκατάρατοι δανειστές (είναι απόλυτα βέβαιο) ζητούσαν απ’ την αρχή και τις δύο «μεταρρυθμίσεις». Μέχρις ενός χρονικού σημείου – μετά κατάλαβαν ότι δεν γίνεται… Όλες οι αντιστάσεις / αντιδράσεις, η «αντιμνημονιακή» ρητορική, αφορούσαν μόνο την υπεράσπιση των αφεντικών, ασχέτως μεγέθους. Ο τρόπος που το έκαναν ήταν απλός: πετώντας την μπάλα όσο πιο μακρυά γινόταν απ’ την κύρια, την βασική πρακτική αντίθεση της ιστορικής περιόδου: κεφάλαιο εναντίον εργασίας!! Οι «μεταρρυθμίσεις» που έθιγαν τ’ αφεντικά ήταν που είτε δεν έγιναν καν, είτε απλά ψηφίστηκαν (για να μην εφαρμοστούν). Αντίθετα, η υποτίμηση της εργασίας (και όχι μόνο των μισθών) έγινε αμέσως, ακαριαία και στην εντέλεια. (Θα επανέλθουμε στη συνέχεια).
Κατά τον Traa αυτή η «μεταρρυθμιστική» ανισορροπία μετατοπίζει τους συσχετισμούς εξουσίας υπέρ του κεφάλαιου. Έχει δίκιο, αλλά μόνο σε δεύτερο χρόνο. Σε πρώτο χρόνο, το γεγονός ότι αποδείχθηκε πανεύκολο να υποτιμηθεί άγρια η εργασία στην ελλάδα («κι αυτό ήταν όλο» απ’ την άποψη της «θεραπείας»…) δείχνει πως εξ αρχής τα ντόπια αφεντικά είχαν το πάνω χέρι – χάρη στην βοήθεια όχι μόνο των φανερών αλλά κυρίως των «αφανών» λακέδων τους. Μέσα απ’ την διαχείριση της κρίσης / αναδιάρθρωσης α λα ελληνικά αυτό που πέτυχαν ήταν να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο την κυριαρχία τους.