Σάββατο 11 Αυγούστου. Με «δημόσιο χρέος» το 2017 28,3% επί του αεπ, εξαιρετικά χαμηλό δηλαδή (το ελληνικό είναι 180% του αεπ και το ιταλικό 132%) τι ακριβώς πρόβλημα έχει ο τουρκικός καπιταλισμός;
Το πρόβλημα εμφανίζεται κατ’ αρχήν σαν πρόβλημα δανεισμού των τουρκικών επιχειρήσεων. Πράγματι, το συνολικό επιχειρηματικό χρέος των τουρκικών αφεντικών στα τέλη του 2017 ήταν 215 δισεκατομμύρια δολάρια (453 μαζί με το δημόσιο χρέος). Τα ποσά μπορεί να μην είναι τεράστια για έναν δυναμικό καπιταλισμό του τουρκικού μεγέθους· δείχνουν όμως μια υπερεπέκταση στον κατασκευαστικό τομέα («μεγάλα έργα» εντός και εκτός τουρκίας) την οποία οι διεθνείς δανειστές χρήματος δεν θεωρούν βιώσιμη. Ή δεν θέλουν να την θεωρούν: αυτό μεταφράζεται σε δυσκολίες «ανακύκλωσης» των (επιχειρηματικών) δανείων… Αν προσθέσει κανείς ότι πολλά απ’ αυτά έχουν την «κάλυψη» τουρκικών τραπεζών, κρατικών και ιδιωτικών, τότε η αδυναμία αποπληρωμής (ή «ανακύκλωσης») αυτών των χρεών τους επόμενους μήνες κινδυνεύει να μετατραπεί σε σοβαρό τραπεζικό πρόβλημα. Και ένα τραπεζικό «κράχ» κτυπάει άσχημα οποιονδήποτε (εθνικό) καπιταλισμό… (Ωστόσο μια απ’ τις μεγαλύτερες τουρκικές τράπεζες είναι ισπανικής ιδιοκτησίας…)
Εδώ το «οικονομικό» σκέλος του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού συναντάει το «πολιτικό», κι αυτό είναι αναπόφευκτο. Όσο πιθανό είναι οι διεθνείς έμποροι χρήματος να έχουν αμιγώς οικονομικά κριτήρια για το αν θα δανείσουν ή όχι τις τουρκικές επιχειρήσεις, άλλο τόσο πιθανό είναι να ερμηνεύουν κατά τα συμφέροντά τους (δηλαδή: ζητώντας μεγαλύτερα επιτόκια) ζητήματα όπως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Ουάσιγκτον. Συμβαίνουν κι αυτά… Δεν έχει λοιπόν εντελώς άδικο το καθεστώς Ερντογάν όταν δείχνει προς την μεριά της Ουάσιγκτον για την «αιτία του κακού». Δεν έχει, όμως, και εντελώς δίκιο: προφανώς η επιχειρηματική υπερέκθεση στον διεθνή δανεισμό είναι μια εν δυνάμει «αχίλλειος φτέρνα», ειδικά σε συνθήκες όξυνσης του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού.
Έχει έξοδο κινδύνου ο τουρκικός καπιταλισμός; Ορισμένοι υποστηρίζουν (όχι αβάσιμα) πως έχει. Τον κινεζικό καπιταλισμό. Κινεζικές (κρατικές) εταιρείες έχουν ήδη «δουλειές» στην τουρκική επικράτεια: η cosco έχει το 65% του 3ου σε μέγεθος λιμανιού κοντέινερ, στο Kumport, κοντά στην Istanbul, ενώ η τηλεπικοινωνιακή Huawei, σε συνεργασία με την Turk Telecom, αναπτύσσει δίκτυα 5G, cloud computing, το internet of things, και άλλα παρόμοια της 4ης βιομηχανικής επανάστασης. Η Alibaba επένδυσε πρόσφατα (και ενώ το «τουρκικό πρόβλημα» ήταν ήδη γνωστό, εδώ και σχεδόν 2 χρόνια) στην τουρκική πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου Trendyol. Κι αυτές είναι οι μεγαλύτερες “δουλειές” – όχι οι μοναδικές…
Το κινεζικό κράτος / κεφάλαιο είναι πραγματιστικό· δεν χαρίζει λεφτά. Αλλά επίσης ποντάρει στην οικονομική (και πολιτική) «σταθερότητα» της τουρκίας, ειδικά τώρα που «ορμάει» στην ανοικοδόμηση της συρίας ελπίζοντας ότι θα εξασφαλίσει ως τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου τους οδικούς και σιδηροδρομικούς «άξονες του μεταξιού».
Εάν υπάρχουν τομείς κινεζικού ενδιαφέροντος στον τουρκικό καπιταλισμό (και είναι αρκετά πιθανό να υπάρχουν), τότε οι κινεζικές άμεσες επενδύσεις μπορεί να εξασφαλίσουν τις τουρκικές τράπεζες· κι αυτό, με τη σειρά του, να μειώσει την «πίεση» κατά των τουρκικών αφεντικών…
(φωτογραφία: Το ψόφιο κουνάβι υπέγραψε τον διπλασιασμό των δασμών στο ατσάλι και στο αλουμίνιο που εισάγουν οι ηπα απ’ την τουρκία… Επειδή (λέει) η λίρα έχει πέσει πολύ, και οι τουρκικές πρώτες ύλες ξαναέγιναν φτηνές.
Η υποτίμηση της τουρκικής λίρας διευκολύνει πολύ τις τουρκικές εξαγωγές, στο σύνολό της, αρκεί να μην χρειάζονται εισαγόμενες – άρα ανάλογα ακριβότερες – πρώτες ύλες. Όσο για τις σχέσεις μεταξύ των δύο καθεστώτων; Ίσως ήρθε η στιγμή να επαναλάβει και ο Ερντογάν αυτό που λένε άλλοι, ειρωνικά: Μωρέ ο Τραμπ είναι καλός… Οι άλλοι δεν τον αφήνουν…)