Πέμπτη 2 Αυγούστου. Ο ελληνικός καπιταλισμός, στην ευρεία κοινωνική έδρασή του, σαν manual όχι μόνο των «μεγάλων αφεντικών» αλλά κάθε κλίμακας της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, είναι μια συγκεκριμένη παραλλαγή του γενικού μοντέλου. Είναι ένας καπιταλισμός σε ανελέητο πόλεμο απέναντι σε οτιδήποτε «κοινό», απ’ το πεζοδρόμιο μέχρι το εκπαιδευτικό σύστημα, όταν αυτό δεν βολεύει τον οποιοδήποτε ιδιοκτήτη ατομικά.
Αλλού, είτε επειδή υπήρξαν ηγεμονικές αστικές τάξεις, είτε επειδή η προστασία των «κοινών» ήταν αδιαπραγμάτευτη ανάγκη των πληβείων, ο καπιταλισμός σα σύστημα ενσωμάτωσε αυτήν την μέριμνα υπέρ κάποιων “κοινών”, ηθικά, ιδεολογικά, θεσμικά, χωρίς να χάσει τίποτα απ’ την γενική κερδοφορία του. Όχι, όμως, στις καπιταλιστικές παραλλαγές της γεωπροσόδου, της πολιτικής προσόδου, της γεωπολιτικής προσόδου, όπως είναι ο ελληνικός καπιταλισμός. Εδώ το δόγμα είναι «όποιος προλάβει να αρπάξει την έκανε λαχείο»: μια μόνιμη κατάσταση πρωταρχικής, άγριας συσσώρευσης με διάφορες μορφές, ξεκινώντας απ’ τα αυθαίρετα εξοχικά μέσα στα δημόσια δάση και τελειώνοντας εκεί που είναι η αρχή, δηλαδή στην άγρια εκμετάλλευση μεγάλων τμημάτων της σύγχρονης εργατικής τάξης.
Το να είσαι σε πόλεμο ενάντια στα κοινά είναι αποδοτικό, ευχάριστο, διασκεδαστικό, μέχρις ότου κάποια δασική πυρκαγιά, κάποια πλημμύρα, κάποιος σεισμός, πέσουν στο κεφάλι σου. Όμως τι διαφορετικό είναι ένας πόλεμος; Έχει και νεκρούς (σαν ενδεχόμενο μεν, αλλά…) απ’ την δική σου μεριά. Τελικά ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, ακόμα και για τον στρατό των νικητών.
Για τους μικροαστούς οι νεκροί αυτού του πολέμου, μετά τα αρχικά συγκινησιακά μελό, είναι πάντα των άλλων. Κι έτσι τελειώνει το πράγμα: μέσα στη βολική λήθη…: ευτυχώς που εμείς δεν πάθαμε τίποτα.
(Αν, μάλιστα, μπορούμε να βγάλουμε λεφτά απ’ το πένθος των άλλων, και υπάρχουν πάντα τρόποι γι’ αυτό, ακόμα καλύτερα….)