Κυριακή 4 Φλεβάρη. Η επανάσταση του Ίλιν-Ντεν θα αναγκάσει την ελληνική κυβέρνηση να συρθεί στο λεγόμενο μακεδονικό αγώνα (1904 – 1908). Στέλνοντας αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες του ελληνικού στρατού να συγκροτήσουν στα μακεδονικά βουνά αντάρτικες ομάδες, στρατολογώντας αμφιλεγόμενα άτομα και γνωστούς ληστές, θα επιδιώξει για τέσσερα χρόνια να ανακόψει τη μαζική προσχώρηση των σλάβων χωρικών στις επαναστατικές οργανώσεις και στην Εξαρχία. Οι έλληνες κομιτατζήδες, καθοδηγούμενοι από τα ελληνικά προξενεία Βιτωλίων και Θεσσαλονίκης, μακριά από τα αστικά μακεδονικά κέντρα όπου η παρουσία του ελληνισμού ήταν αισθητή, θα επικεντρώσουν τη δράση τους στην τρομοκράτηση και τιμωρία των σχισματικών ή ρουμανίζοντων χωριών και στη σποραδική εμπλοκή σε αψιμαχίες με ολιγάριθμα αντίπαλα σώματα. Η εντολή της Αθήνας ήταν να αποφεύγουν τη συνάντηση με οθωμανικά αποσπάσματα, να προβάλουν σε άμυνα σ’ αυτά μονάχα όταν δεν μπορούν να διαφύγουν· εντολή που τηρήθηκε από την όχι και τόσο ηρωϊκή περιοδεία του Παύλου Μελά στη μακεδονία μέχρι το κίνημα των νεότουρκων, την παροχή αμνηστίας και την ανακήρυξη του συντάγματος.
Ο δεύτερος σε ισχύ και πλήθος εχθρός του ελληνισμού στον αγώνα του για κυριαρχία στη μακεδονία υπήρξε ο ρουμάνος. Το κουτσοβλαχικό κίνημα των ρουμανιζόντων, εμπνευσμένο από τη φυσιογνωμία του Απόστολου Μαργαρίτη, θα βρεθεί πολλές φορές αντιμέτωπο στην εκκλησιαστική και εκπαιδευτική πολιτική του πατριαρχείου και της ελληνικής κυβέρνησης. Οι ρουμανοβλάχοι νομάδες, αγωγιάτες και έμποροι, από μόνοι τους ή σε συνεργασία με τους βούλγαρους και σκλαβομακεδόνες αντάρτες (ή ακόμα και την οθωμανική διοίκηση) θα υπονομεύσουν στο μέτρο των δυνάμεών τους κάθε ελληνική προσπάθεια στις περιοχές που ζούσαν.