Δευτέρα 30 Οκτώβρη. Για να εξαλείψει, ή να μετριάσει, τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης επιτάχυνσης, το καπιταλιστικό σύστημα (οι ειδικοί του) κατασκευάζουν μια ιδέα ευρείας κατανάλωσης: το διαρκές «τώρα». Η ψευδής αιωνιότητα του παρόντος συνταιριάζεται με την εξίσου ψευδή αιωνιότητα του παρελθόντος, τις μυθοποιήσεις του, που δεν κοστίζουν τίποτα ή είναι φτηνότερες απ’ τα περισσότερα εμπορεύματα. Ακολουθεί η κατά βούληση μυθοποίηση του μέλλοντος.
Το κατασκεύασμα γίνεται με χαρά ή συγκατάβαση αποδεκτό απ’ τους υποτελείς: είναι (σχετικά) καταπραϋντικό. Τους επιτρέπει (αν δεν τους υποδεικνύει) να αγαπήσουν τις αλυσίδες τους: αυτό λέγεται νοσταλγία, και σημαίνει τον πόνο (αν είναι δυνατόν: την εξαγωγή του, τον πόνο των Άλλων) στο όνομα της Επιστροφής (στο μυθοποιημένο παρελθόν).
Ή λέγεται:
Συλλογιστείτε το σκοτάδι και την παγωνιά
Σε τούτη την κοιλάδα που ηχεί απ’ τους θρήνους.
Brecht, Η όπερα της πεντάρας
Ο Fustel de Coulanges συνιστά στον ιστορικό που θέλει να ξαναζήσει μια εποχή, πως πρέπει να βγάλει απ’ το μυαλό του όλα όσα γνωρίζει από τη μετέπειτα εξέλιξη της ιστορίας. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος χαρακτηρισμού της μεθόδου με την οποία ήρθε σε ρήξη ο ιστορικός υλισμός. Πρόκειται για μια διαδικασία ταύτισης. Αφετηρία της είναι η νωθρότητα της καρδιάς, η ακηδία, που αρνείται απεγνωσμένα να συλλάβει την αυθεντική ιστορική εικόνα, που τόσο φευγαλέα αστράφτει. Οι θεολόγοι του μεσαίωνα τη θεωρούσαν ως την πρωταρχική πηγή της θλίψης.
Ο Flaubert, που του ήταν οικεία, γράφει: “Peu de gens deνineront combien il a fallu etre triste pour ressusciter Carthage”*. H φύση αυτής της θλίψης γίνεται σαφέστερη όταν τίθεται το ερώτημα με ποιόν ταυτίζεται στ’ αλήθεια ο ακολουθητής του ιστορικισμού. Η απάντηση είναι αναμφισβήτητη: με τον νικητή.
Όμως οι εκάστοτε κυρίαρχοι είναι οι κληρονόμοι όλων όσων νίκησαν κατά το παρελθόν. Έτσι η ταύτιση με τον νικητή αποβαίνει κάθε φορά προς όφελος των εκάστοτε κυρίαρχων. Ο ιστορικός υλιστής ξέρει τι σημαίνει αυτό. Όποιοι μέχρι σήμερα αναδείχτηκαν νικητές βαδίζουν στη θριαμβευτική πομπή μαζί με τους σημερινούς κυρίαρχους πάνω από τους υποταγμένους. Τα λάφυρα συνοδεύουν, όπως συνέβαινε πάντοτε, τη θριαμβευτική πομπή. Ονομάζονται όλα αυτά πολιτιστική κληρονομιά και στο πρόσωπο του ιστορικού υλιστή θα συναντήσουν έναν αποστασιοποιημένο παρατηρητή. Γιατί, χωρίς εξαίρεση, οτιδήποτε εξετάζει από αυτά έχει μια καταγωγή που δεν μπορεί να τη σκεφτεί δίχως φρίκη.
Χρωστάνε την ύπαρξή τους όχι μόνο στον κόπο των μεγαλοφυών που τα δημιούργησαν, αλλά και στην ανώνυμη βαριά δουλική εργασία των συγχρόνων τους. Δεν έχει υπάρξει ποτέ τεκμήριο πολιτισμού που να μην είναι ταυτόχρονα τεκμήριο βαρβαρότητας. Κι όπως ένα τέτοιο τεκμήριο δεν στερείται βαρβαρότητας, το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία μεταβίβασης, με την οποία πέφτει από το ένα χέρι στο άλλο. Γι’ αυτό ο ιστορικός υλιστής απομακρύνεται από αυτό όσο γίνεται περισσότερο. Θεωρεί καθήκον του την κάθαρση της ιστορίας ενάντια στο ρεύμα**.
* Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να μαντέψουν πόσο χρειάστηκε να είναι κανείς θλιμμένος για να αναστηθεί η Καρχηδόνα.
** “…ακόμη και με πυρακτωμένη λαβίδα, αν χρειαστεί”. Έτσι ολοκλήρωνε το συλλογισμό ο Benjamin στις σημειώσεις του.
(Walter Benjamin, Θέσεις για την φιλοσοφία της Ιστορίας, 1940)