Πέμπτη 26 Οκτώβρη. Αν στην κινέζικη περίπτωση η απάντηση είναι καταφατική, κι αν στην γιαπωνέζικη περίπτωση η επίσημη «σύνθεση» ανάμεσα σε κράτος, κεφάλαιο και οργανωμένο έγκλημα («γιακούζα») είναι επίσης οργανική και γνωστή, ας μην βιαστεί κανείς να μιλήσει για ασιατικές ιδιαιτερότητες και «εξαιρέσεις του κανόνα» της αναγκαιότητας και της γραμμικής σχέσης του «δημοκρατικού εποικοδομήματος» για την «ανάπτυξη της καπιταλιστικής βάσης».
Το «ερώτημα της δημοκρατίας» (και της αναγκαιότητάς της…) ποτέ δεν έπαψε να μπαίνει στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Η τελευταία τέτοια περίοδος, όπου όχι μόνο έχει ξανατεθεί μεταξύ των αφεντικών το ερώτημα αλλά απαντιέται κιόλας με τους τρόπους που τα βολεύει, είναι απ’ την δεκαετία του 1980 και μετά, ως σήμερα. Αν θα ήθελε κανείς να είναι ακριβής, το «πολίτευμα» στα περισσότερα δυτικά κράτη (συμπεριλαμβανόμενων των πρώην «σοσιαλιστικών») είναι ολιγαρχία.
Αυτό δεν έχει επιβληθεί μέσα από ανοικτές απαγορεύσεις. Συμβαίνει, κυρίως, μέσα από την «κοινή συναινέσει» (πληθυσμών και αφεντικών) υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης (νεοφιλελεύθερης) ιδέας περί «κεντρικής εξουσίας»: εξαιτίας της συνθετότητας των ζητημάτων είναι μια τεχνικο-γραφειοκρατική διαδικασία, που διεκπεραιώνεται από ειδικούς των αφεντικών, και μπορεί να επηρεαστεί μόνο απ’ την δράση συγκεκριμένων ομάδων «πίεσης». (Αναλυτικότερα στα Sarajevo νο 78, 80 και 90: κοινοβουλευτισμός, εξουσία, κράτος).
Αυτή η παραδοχή δεν διαφέρει ριζικά απ’ την λειτουργία του μονοκομματικού κράτους τύπου κίνας: κι εκεί οι φράξιες του κόμματος μπορούν να λειτουργούν σαν «ομάδες πίεσης». Στο βαθμό που λειτουργεί (και έτσι συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες) αποδεικνύει ότι οι περιβόητες «μεσαίες τάξεις» δεν έχουν κάποια υπαρξιακή καούρα υπέρ της δημοκρατίας. Κυρίως αναζητούν την κατανάλωση που τροφοδοτεί την αυτοπεποίθησή τους. Και άρα τις καταναλωτικές ελευθερίες.
Απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και ως τις αρχές της επόμενης (όταν άρχισε ο «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας»), η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ είχε ταΐσει μια θηριωδώς αυτάρεσκη ρητορική για την «απόλυτη υπεροχή της δυτικής δημοκρατίας» και την «έμφυτη τάση των μεσοστρωμάτων» να την διεκδικούν. Το «κέντρο» («κέντρο» απ’ την άποψη της ταξικής διαστρωμάτωσης: «μεσαία τάξη», «κέντρο» και ως προς το δίπολο «δεξιά – αριστέρα») είχε αναχθεί σε σπονδυλική στήλη και εγγύηση αυτής της περίφημης «δημοκρατίας». Αυτά ενόσω η υπόγεια κρίση και η φανερή αναδιάρθρωση αναδιαμόρφωναν τις σχέσεις εξουσίας, μακριά από τέτοια εύπεπτα, ύπουλα και ναρκισσιστικά σχήματα.
Τελικά, στα τέλη μόλις της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, οι πρωτοκοσμικές μικροαστικές και μεσοαστικές μάζες (τα αδιαφοροποίητα σύνολα των Εγώ…) δείχνουν μια ισχυρή τάση προς τον εξουσιαστικό αυταρχισμό. Μπορεί να μην αναζητούν το κόμμα / κράτος α λα κίνα. Μια χαρά όμως θεωρούν ότι θα υπηρετηθούν τα συμφέροντά τους απ’ το κράτος / μαφία. Η ιαπωνία μπορεί να είναι το ανομολόγητο μοντέλο…