Τρίτη 8 Αυγούστου. Φυσικά, τους άυπνους φύλακες αυτής της γραμμής, τους ανησυχεί λίγο (ή πολύ· σιωπηλά πάντως…) η «συμφωνία φιλίας και καλής γειτονίας» που υπέγραψαν πριν μια βδομάδα, στις 1 Αυγούστου, ο Zaev (πρωθ. της μακεδονίας) και ο Borissov (πρωθ. της βουλγαρίας) στη Σόφια. Την συμφωνία την χειροκρότησε ο Johannes Hahn (μικρό το κακό: είναι ο αρμόδιος επίτροπος για την διεύρυνση της ε.ε., μια διεύρυνση που έχει παγώσει εδώ και πολύ καιρό, λίγο πολύ άεργος δηλαδή – στην Αθήνα κάτι τέτοιους τους κάνει μια μπουκιά ο αντ’ αυτού, στον “πρωϊνό καφέ”… ) και ο Sigmar Gabriel (εδώ το κακό είναι αισθητά μεγαλύτερο: πρόκειται για τον υπ.εξ. της ανθελληνικής γερμανίας…). Εννοείται ότι στην Αθήνα δεν χάρηκε κανείς…
Από τότε που η άνοιξε η εθνική ελληνική όρεξη για την διάλυση της μεταγιουγκοσλαβικής επικράτειας του μακεδονικού κράτους και την μοιρασιά του, στις αρχές των ‘90s, η Αθήνα ποτέ δεν ήθελε να μπει σ’ αυτόν τον λογαριασμό η Σόφια. Στις κορυφαίες στιγμές του πρώτου μισού εκείνης της δεκαετίας, όταν η λεηλασία της μακεδονικής επικράτειας ήταν δημόσιο θέμα και κουβεντιαζόταν με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου, η Αθήνα έκανε deal με το Βελιγράδι. Μπορούσε να ανεχτεί και τα Τίρανα (στη μοιρασιά), υπό την προϋπόθεση βέβαια κάποιων «ανταλλαγμάτων»: εδάφη της νότιας αλβανίας. Όμως η Σόφια ποτέ δεν περιλαμβανόταν στους επιτρεπόμενους διεκδικητές και υποψήφιους καταπατητές. Η Αθήνα ήταν η πλέον «κάθετη» σ’ αυτόν τον αποκλεισμό. Στο συγκεκριμένο χασάπικο δεν χωρούσαν τέσσερεις… Και σε καμία περίπτωση δεν χωρούσε η Σόφια – για λόγους που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε εδώ.
Το σχέδιο του πλιάτσικου απέτυχε. Το ’95 ήρθαν αυτοπροσώπως οι αμερικάνοι να βάλουν τάξη στα δυτικά βαλκάνια σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα. Το ελληνικό βαθύ κράτος και ο σοσιαλεθνικιστής Παπαντρέου ο Β κατάπιαν με πίκρα το σάλιο τους, και αναγκάστηκαν να υπογράψουν την περιβόητη “ενδιάμεση συμφωνία”, υπό την επιτήρηση της Ουάσιγκτον, που αναγνώριζε κάπως την ύπαρξη μακεδονικού κράτους. Οι ελληνικοί εθνικιστικοί / στρατόκαβλοι τόνοι έπεσαν, οι μπίζνες άρχισαν να γίνονται αλλιώς, το μακεδονικό κράτος έμεινε για την Αθήνα “fyrom”, “πρώην γιουγκοσλαβικό κάτι”, κάτι που με τον καιρό απέμεινε σαν ελληνικό καραγκιοζιλίκι. Πάντως για την Αθήνα η Σόφια παρέμεινε ο εν δυνάμει ανταγωνιστής στο «μακεδονικό». Και ποτέ σύμμαχος ή συνεταίρος.
Το βουλγαρικό κράτος, ακόμα και στην περίοδο της μετασοσιαλιστικής παρακμής του (‘90s), αν και σε αδυναμία, κράτησε μια γραμμή αντίθετη με εκείνη του ελληνικού. Αφενός αναγνώρισε αμέσως το μακεδονικό κράτος με το συνταγματικό όνομά του: δημοκρατία της μακεδονίας. Αφετέρου δεν αναγνώρισε την ύπαρξη «μακεδονικής εθνότητας», όπως υποστηρίζει η εθνική μυθολογία των Σκοπίων, θεωρώντας το “μακεδονία” και τα παράγωγά του, συμπεριλαμβανομένης της σλαβικής διαλέκτου, de facto, γεωγραφικό προσδιορισμό – με τον οποίο δεν έχει κανένα πρόβλημα. Θεωρεί όσους αυτοπροσδιορίζονται “εθνοτικά” σαν «μακεδόνες» βουλγαρικό φύλο. Κι αυτό το στηρίζει στο γεγονός ότι ένα μέρος της γεωγραφικής μακεδονίας (και άρα της, ας πούμε, εδαφικής μήτρας των «μακεδόνων»), η μακεδονία του Πιρίν, είναι βουλγαρικό έδαφος. Και οι κάτοικοί της θεωρούνται, φυσιολογικά, βουλγαρικής εθνικότητας. Έχει έτσι η Σόφια την άνεση (αυτό ειπώθηκε απ’ τον Borissov μετά την υπογραφή της φιλίας) να δηλώνει “το πως αυτοπροσδιορίζεται ο καθένας είναι δικό του θέμα – δεν μας αφορά”. Αβυσσαλέα απόσταση απ’ την ελληνική γραμμή που θέλει να “αυτοπροσδιορίσει” τους άλλους σύμφωνα με τα συμφέροντά και τις εθνικές παράνοιές της.
Προφανώς υπάρχει μια καλή δόση εθνικιστικής βουλγαρικής αυθαιρεσίας σε κάποια απ’ αυτά. Που έχει, όμως, ένα τακτικό (ίσως και στρατηγικό) πλεονέκτημα: η Σόφια δεν τρομάζει με τους μακεδόνες έξω απ’ τα δυτικά σύνορά της. Γιατί δεν καβαλάει έναν Βουκεφάλα… Οπότε δεν χρειάζεται να κρύβει τα τανκς της πίσω από μπακάλικα και τα γαλανόλευκα μπακάλικα πίσω απ’ τον μεγΑλέκο. Απλούστατα δεν χρειάζεται τίποτα απ’ αυτά – οπότε δεν γελοιοποιείται! Δεν ασχολείται με τα “π.Χ.” – έχει μεταγενέστερα και πιο στέρεα επιχειρήματα…
Απ’ τα τέλη των ’90s και μετά, όταν το ελληνικό βαθύ κράτος / κεφάλαιο έκανε την επέκτασή του στα βαλκάνια με «οικονομικά μέσα», το βουλγαρικό δεν είχε τέτοιες δυνατότητες. Έκανε, όμως, κάτι καλύτερο: άρχισε να δίνει αφειδώς βουλγαρικά διαβατήρια σε όσους κατοίκους του μακεδονικού κράτους ήθελαν να ταξιδεύουν χωρίς περιττές διατυπώσεις στην ευρώπη. Αρκετές χιλιάδες υπηκόων του μακεδονικού κράτους έχουν πια τέτοια διαβατήρια· και αντίστοιχα η Σόφια έχει, αν θα ήθελε να το χρησιμοποιήσει, ένα καλό επιχείρημα για το ότι «μα ιδού, είναι βούλγαροι!».
Μ’ άλλα λόγια: η Σόφια έχει εδραιώσει την επιρροή της στην μακεδονική επικράτεια, αφήνοντας την Αθήνα να βγάζει αφρούς…