Πέμπτη 27 Ιούλη. Κάποιοι φίλοι της ασταμάτητης μηχανής ζήτησαν να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι σε σχέση με το χθεσινό σχολιό μας, για την θρυλική «έξοδο στις αγορές 2.0». Ειδικά σε σχέση με τις κατηγορίες μας κατά των φαιορόζ (“μαλάκες” τους αποκαλέσαμε…). Ας το επιχειρήσουμε, λοιπόν.
Κατ’ αρχήν η ορολογία «αγορές» είναι σκόπιμα μεταφυσική. Φτηνά μεταφυσική. Δεν υπάρχουν «αγορές». Υπάρχουν έμποροι χρήματος. Τράπεζες, ιδιώτες, funds ιδιωτών, επιχειρήσεις, ακόμα και ασφαλιστικά ταμεία εργαζόμενων. Απ’ την θέση του ο καθένας, όταν δανείζει, επιδιώκει το μέγιστο κέρδος.
Δεύτερον, το εμπόριο χρήματος δεν είναι πια η ήρεμη θάλασσα όπου κάθε κράτος μπορούσε να πλέει, άλλο με το γιώτ του κι άλλο με την πιρόγα του. Ήταν άλλωστε αυτό το διεθνές εμπόριο χρήματος που πέταξε τον πελάτη του ελλαδιστάν στα βράχια, στις αρχές του 2010. Είχαν σοβαρές δικαιολογίες γι’ αυτό οι έμποροι χρήματος, καμία αμφιβολία. Όπως είχαν και ένα συγκεκριμένο και αδιαπραγμάτευτο κίνητρο: το κέρδος τους. Με μεγάλη λύσσα, τότε. Μπορεί και αύριο. Κτυπώντας εδώ ή εκεί – δεν έχει σημασία…
Τρίτον, όλες σχεδόν οι πολιτικές βιτρίνες της διαχείρισης της κρίσης (και ανάμεσά τους οι τωρινές) βογγάνε για τα «ζόρια» των διαπραγματεύσεων του πολιτικού δανεισμού τους απ’ την ευρώπη. Στις «αγορές», όμως, δεν υπάρχουν «διαπραγματεύσεις»! Γλυτώνεις τον μπελά, αλλά πληρώνεις! Ή, αν δεν έχεις, σε παίρνει ο διάολος. Απόδειξη, αντεστραμμένη ίσως, είναι αυτό το γελοίο: και οι φαιορόζ και όλο το σύμπαν των «αγανακτισμένων» αποκαλούν τοκογλύφους τους ευρωπαίους δανειστές του 1,2% ή 1,3% επιτόκιο (του esm), ακόμα και το 3,5% του δντ ή το λίγο μικρότερο της ε.κ.τ. – και ταυτόχρονα θεωρούν «απελευθερωτικό» το 4,65% του προχθεσινού δανεισμού… Τι να πει κανείς; Και ο θεός, αν υπήρχε, θα σήκωνε τα χέρια.
Τέταρτον. Το ρολάρισμα του ομολόγου των φαιοπράσινων, του 2014, μείωσε μεν λίγο το επιτόκιο (από 4,95% σε 4,65%) αλλά αύξησε την διάρκεια της αποπληρωμής· άρα και το συνολικό ποσό των τόκων που θα πληρωθούν. Το ομόλογο του 2014 έληγε το 2019 (έχουν πληρωθεί τόκοι 3 χρόνων…) το προχτεσινό θα λήξει το 2022. Τρία χρόνια παραπάνω. Κάποιοι «ειδικοί» υποστηρίζουν ότι μ’ αυτήν την «πετυχημένη έξοδο στις αγορές» το ελληνικό δημόσιο θα επιβαρυνθεί (δηλαδή θα πληρώσει παραπάνω) γύρω στα 40 μύρια ευρώ – αυτό θα είναι επιπλέον κέρδος για τους εμπόρους χρήματος. Οι δικοί μας πρόχειροι υπολογισμοί δείχνουν ότι για κάθε 1000 ευρώ του ομολόγου του 2014, μετά το προχθεσινό ρολάρισμα, θα πληρωθούν 132 ευρώ παραπάνω τόκοι. Το νούμερο αυτό δείχνει να συμπίπτει με τους υπολογισμούς των «ειδικών», στο βαθμό που το σύνολο των παλιών ομολογιούχων των 3 δις του 2014 έκαναν τράμπα με το καινούργιο ομόλογο. Δεν είμαστε όμως σίγουροι ότι έγινε αυτό. Συνεπώς η τελική συνολική ζημιά μπορεί να είναι μικρότερη απ’ τα 40 μύρια. Μπορεί να είναι 30 ή 20.
Αυτό έχει σχετικά μικρή σημασία – οι έλληνες, ως γνωστόν, είναι χουβαρντάδες. Μεγαλύτερη σημασία έχει ότι όποιος παρακολούθησε από ουδέτερη θέση την περήφανη «έξοδο στις αγορές» δεν μπορεί παρά να παρατήρησε ότι μ’ αυτόν τον τρόπο το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξήθηκε. Κατά 40 μύρια; Κατά 30; Κατά 20; Πάντως αυξήθηκε. Ίσως κάποτε στο μέλλον, έξοδο την έξοδο και ρολάρισμα το ρολάρισμα, τα επιτόκια να πέσουν τόσο ώστε να μειωθεί… Ως τότε όμως αυτός ο ουδέτερος μπορεί να αναρωτιέται αυτό που έκανε φωναχτά μια γερμανική καθεστωτική εφημερίδα: μα καλά… αυτοί ζητούν να μειωθεί το χρέος τους προς τα ευρωπαϊκά κράτη και ταυτόχρονα το αυξάνουν προς ιδιώτες; Πάνε καλά;
Τι σημαίνει αυτό; Ενόσω τα (δημαγωγικά) εσωτερικά αποτελέσματα της «εξόδου στις αγορές» είναι αμφίβολα, ενόσω τα καθαρά οικονομικά αποτελέσματα δεν μπορούν να θεωρηθούν ευχάριστα μεσοπρόθεσμα, υπάρχει ένα τουλάχιστον άμεσο «διεθνές» αποτέλεσμα: άλλη μια απόδειξη ότι οι έλληνες (οπωσδήποτε οι πολιτικές τους βιτρίνες) κοροϊδεύουν τον κόσμο.
Υπάρχει αντίλογος; Ναι. Η φαιορόζ κυβέρνηση χρειαζόταν επειγόντως ρευστό για να πληρώσει το μερδικό της στα χρέη της σε προμηθευτές της, ώστε να βάλουν και οι καταραμένοι δανειστές το δικό τους μερδικό. Δεν ξέρουμε αν στέκει· έστω. Όμως αυτό δεν είναι για πανηγύρια. Έχει περισσότερη σχέση μ’ αυτό που σχολίασε κάποιος: πληρώσαμε με την μία κάρτα φεσώνοντας την άλλη…