Κυριακή 30 Ιούλη. Έπρεπε να μιλήσουμε μια λέξη δική μας. Δική μας ολόκληρη. Όχι κομμάτια. Όχι αποσπάσματα. Όχι φθόγγοι. Λέξη ολόκληρη. Να σε αγίξω με το πρώτο σου χάδι, ζεστή σάρκα μήτρας. Να καθρεφτίσω στα μάτια λυγμική οργή. Αντανάκλαση οριγμένου λυγμού στα μάτια. Τα μάτια μου. Και με έναν τρόπο τα μάτια σου. Και τα μάτια όλου του κόσμου. Του κόσμου τουλάχιστον που θα γνωρίζαμε. Που θα μαθαίναμε να τον γνωρίζουμε. Του τρομαγμένου. Του κρυμμένου στις αγκαλιές και στα χέρια μας.
…
«Άμα κάτσεις φρόνιμος θα σου δείξω και πτώματα» είπαν. Και έκατσαν όλοι φρόνιμοι. Και βλέπουν τα πτώματα. Που είναι τα δικά τους, οι ίδιοι είναι… Κι έτσι έχουν μόνιμους κόμπους και πόνους μέσα τους. Και φοβούνται διαρκώς κι αόριστα…