Rawd L. Rowwen Εδώ και αρκετό καιρό, σε κύκλους συντρόφων έχει αναπτυχθεί η συζήτηση γύρω από την “κρίση” και την ερμηνεία της. Ο καπιταλισμός υποφέρει, η οικονομία είναι άρρωστη, η μηχανή δυσκολεύεται, τ' αφεντικά εξοπλίζονται... τέλος πάντων, τέτοια συνηθισμένα πράγματα στην άγρια ιστορία αυτού του άσχημου κόσμου. Όσοι σύντροφοι και συντρόφισσες έχουν μιλήσει για τα ζητήματα αυτά, πέρα απ' τις διαφωνίες και διαφορετικές οπτικές στην μία ή την άλλη πτυχή της κρίσης, συμφωνούν σε ένα κεντρικό-καθοριστικό σημείο που διαχέει όλες τις ερμηνείες και τις δίνει νόημα: η απαρχή και το κλειδί κατανόησης των σημερινών συνθηκών είναι οι ταξικές συγκρούσεις και κεντρικά η ανταγωνιστική δραστηριότητα του προλεταριάτου*. Όμως, η ανάδειξη του ανταγωνισμού (ή πληρέστερα, των αρνήσεων που γεννούν τον ανταγωνισμό) στο κέντρο της ιστορίας περισσότερα ερωτήματα θέτει, παρά απαντήσεις δίνει. Να ένα πρώτο ζήτημα. Η επίκληση του ανταγωνισμού ως ερμηνευτικό κλειδί της ιστορίας έχει νόημα μόνο εφόσον του αναγνωρίζουμε έστω μια στοιχειώδη υλικότητα. Ας εξηγηθούμε. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν πιστεύαμε γενικά ότι υπάρχει μια αδυσώπητη αντικειμενική δύναμη που κινεί τα νήματα κι ότι οι “δομές” ακολουθούν τη δική τους λογική (μέχρι την καταστροφή τους). Η πολιτική δράση θα ήταν περιττή και θα αρκούσε να περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή που θα ωρίμαζαν οι συνθήκες (εξουθένωσης του καπιταλισμού) ώστε να εξαπολύσουμε την μεγαλειώδη και νικηφόρα επίθεσή μας. Η ιστορία όμως έχει διανύσει πολύ δρόμο για να πιστεύουμε ακόμη σε τέτοιες ανοησίες. Θα ήταν εξίσου εύκολο κι αυτή νομίζω είναι μια παγίδα που δεν θα ήταν για κανέναν μας δύσκολο να πέσει- να ξεκινάμε τις ερμηνείες μας με μια τυπική αναφορά στον ανταγωνισμό, σαν ν' αποδίδουμε τιμές, κι από κει και πέρα να ακολουθούμε σχήματα στα οποία πρέπει να γίνει κατάδυση σε βάθος αρκετών “επιπέδων ανάγνωσης” για να αποκαλυφθεί κάπως σαφώς πλην εμμέσως η βαρύτητα της προλεταριακής δραστηριότητας, των αρνήσεων, των αγώνων, των συγκρούσεων... Να κι ένα δεύτερο ζήτημα. Επιστέφουμε στην κρίση. Αν ισχύει ότι το κέντρο είναι ο ανταγωνισμός, ας αναρωτηθούμε: είναι άλμα η θεώρηση ότι οι έμπρακτες, υλικές αρνήσεις έχουν βάλει βαθιά, πολύ βαθιά, το χεράκι τους για να την προκαλέσουν, να την επιδεινώσουν και να εξαναγκάσουν τους κακούς του έργου να δοκιμάζουν το ένα ή το άλλο για να βρουν διέξοδο; Αν όντως ισχύει το πρώτο μέρος της ερώτησης, τότε τα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι έτσι. Ας το δούμε πιο απλά (όσο απλά μπορούν να γίνουν τέτοιες ιστορίες). Πάνω-κάτω υπάρχει μια γενική παραδοχή ότι κάπου εκεί στα '70 ξεκινάει η κρίση. Μέχρι τότε ένα συνολικό σύστημα μεσολαβήσεων, ενσωματώσεων (αλλά και αποκλεισμών) είχε εκτεταμένα εφαρμοστεί για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ο ανταγωνισμός να πάρει κρίσιμες διαστάσεις και για να εξασφαλίσει έτσι την απόδοση της καπιταλιστικής μηχανής. Μάλλον δεν είναι απαραίτητο να αναφερθούν λεπτομέρειες για τα χαρακτηριστικά αυτού του συστήματος (πόσο φορντιστικό ήταν, πόσο κεϋνσιανό, αν το κράτος ήταν πρόνοιας ή κάτι άλλο), γιαυτό ας συνεχίσουμε. Για ποιο λόγο αυτό το σύστημα μπήκε σε κρίση, έτσι ώστε σήμερα να μιλάμε για ένα “πριν” κι ένα “μετά” και μάλιστα ένα “μετά” βουτηγμένο στην αγριότητα των αναδιαρθρώσεων, του πολέμου, της εξαθλίωσης, της έντασης του ελέγχου και της καταπίεσης; Αν απορρίπτουμε τη λογική που θέλει τους καπιταλιστές να οδηγούνται στην καταστροφή εν απουσία των αντιπάλων τους υποκειμένων, μπορεί να προκύψει ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα: το σύστημα για το οποίο μιλήσαμε μπόρεσε να λειτουργήσει αποδοτικά για μια μακρά περίοδο έχοντας στο κέντρο του τον ανταγωνισμό έτσι όπως τον γνώριζε. Ήταν ένα σύστημα που για να εξασφαλίσει την υγεία της μηχανής, οργάνωσε μια τεράστια γκάμα θετικών αποκρίσεων στις προλεταριακές αρνήσεις έτσι όπως αυτές προκύψανε ιστορικά μια συγκεκριμένη περίοδο, κάποιες δεκαετίες πριν. Τι γίνεται όμως όταν η φαντασία που διακρίνει αυτούς που βρίσκονται στις χαμηλές κλίμακες της κοινωνικής ιεραρχίας σκαρφίζεται νέες και πρωτότυπες αρνήσεις; Τι γίνεται όταν οι αρνήσεις αυτές είναι έξω από όσες το σύστημα έχει εκπαιδευτεί να αντιλαμβάνεται; Tilt! Ξανά απ' την αρχή! Μέσα από μια σταδιακή διαδικασία μετάλλαξης το όλο το πλέγμα των μεσολαβήσεων κατάντησε δαπανηρό, ασύμφορο, και αβέβαιης αποδοτικότητας με υλικούς και διανοητικούς όρους**. Η μηχανή των κερδών αρχίζει να χάνει στροφές και μια τεράστια ανησυχία κατέλαβε τα κυρίαρχα θηλαστικά του πλανήτη. Ας προσπαθήσουμε να γίνουμε πιο “ιστορικοί”. Γενικά μιλώντας, για κάποιες δεκαετίες οι προλεταριακές αρνήσεις εκφράστηκαν κύρια μέσα από τους μαζικούς, οργανωμένους εργατικούς αγώνες. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα εργατικά κόμματα με την πλατιά βάση συμμετοχής, οι αγώνες μέσα στην παραγωγή αποτέλεσαν από τα βασικά μέσα και περιεχόμενα των αρνήσεων κι η αλήθεια είναι ότι σε ιστορικές στιγμές έθεσαν ευθέως το ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής. Προκειμένου να απαντηθεί αυτή η μορφή που πήρε ο ανταγωνισμός, μια σειρά διαδικασιών μεσολάβησης έκαναν την είσοδό τους στο κοινωνικό πεδίο και κατάφεραν (αλλού με περισσότερη επιτυχία, αλλού με λιγότερη, αλλά σε κάθε περίπτωση βέβαια όχι απόλυτα) να εμφανίσουν αποτελέσματα. Από τον κρατικό συνδικαλισμό, μέχρι την εγγυημένη επιβίωση κι από το όνειρο της όλο και μεγαλύτερης κατανάλωσης μέχρι τους αγώνες με σύνορο την διεκδίκηση αυξήσεων, το σύστημα των μεσολαβήσεων κατάφερε να καρφώσει τα δόντια του στην καρδιά του ανταγωνισμού. Όσο ο ανταγωνισμός ακολουθούσε γνωστά μοτίβα, το σύστημα δούλευε. Λέμε όμως ότι προκύψανε νέες καταστάσεις, που συνέβαλαν σημαντικά στην αποσταθεροποίησή του. Κάποιες τις γνωρίζουμε. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι αυτό που ονομάστηκε “άρνηση της εργασίας”. Οι νεαροί προλετάριοι αδιαφορούν για τους τρόπους ενός ολόκληρου κόσμου, οι βετεράνοι της αριστεράς τα χάνουν και οι καπιταλιστές για να απαντήσουν αναδιαρθρώνουν τις παραγωγικές σχέσεις εισάγοντας την ελαστικότητα, την προσωρινότητα, την κινητικότητα... (μια αναδιάρθρωση, να σημειώσουμε, που δεν έγινε με μικρό κόστος κι ευκολία, χρειάστηκε αρκετό καιρό για να ρυθμιστεί και ίσως να μην είναι ό,τι καλύτερο για τα αφεντικά). Ίσως θεωρηθεί υπερβολή, αλλά έχοντας ακούσει ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές, υποψιαζόμαστε ότι ένας από τους λόγους που οι διαστάσεις αυτής της άρνησης νέας ποιότητας έχουν γίνει ευρύτερα γνωστές, είναι απλούστατα γιατί είναι από τις λίγες περιπτώσεις που οι καπιταλιστές κατάφεραν να απαντήσουν, αναδιαρθρώνοντας τις σχέσεις εργασίας. Θα ήταν εξίσου υπερβολικό αν λέγαμε ότι για πολλές άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις οι αξιότιμοι διανοητές της κυριαρχίας κρατήσανε κλειστά τα στόματά τους, μόνο και μόνο για να μην εκθέσουν τις αδυναμίες του συστήματος; Μπορούμε να προσθέσουμε κάτι παραπάνω; Η απάντηση είναι... όχι! Δύσκολα θα μπορούσαμε να αναφερθούμε με πειστικότητα σε άλλες ανταγωνιστικές δραστηριότητα που να εμπνέονται από νέες και πρωτότυπες αρνήσεις. Ή έστω, υπάρχουν κάποιες υποψίες για “μοριακές” πρακτικές, για καταστάσεις που δεν “γράφουν” με έντονο τρόπο στα βιβλία της ιστορίας, ίσως να διακρίνονται κάποιες χειρονομίες μιας διαφορετικής βαρύτητας, αλλά θα ήταν δύσκολο να διατυπωθούν ισχυρά επιχειρήματα που να συνηγορούν σε μια τέτοια υπόθεση. Απ' την άλλη πάντως, ο κόσμος μας είναι αρκετά μεγάλος. Ποιος θα επιχειρούσε αβίαστα να απορρίψει το ενδεχόμενο μιας ριζικά νέας ποιότητας ανταγωνισμού χωρίς να εντάξει στο συλλογισμό του τους πιο πρόσφατους “τομείς” αντιπαράθεσης, όπως το γυναικείο ή το οικολογικό ζήτημα και χωρίς πρώτα να αναρωτηθεί για το τι συμβαίνει, για παράδειγμα, με τους εργάτες γης στη νότια αμερική, με τους ανήλικους προλετάριους της κεντρικής ασίας, τους no future νεολαίους των πρωτοκοσμικών γκέτο...; Αν, λοιπόν, μπαίνει σε κρίση ένα ολόκληρο σύστημα μεσολαβήσεων και ενσωματώσεων που μέχρι κάποια ιστορική στιγμή λειτουργούσε αποτελεσματικά... Ας επιστέψουμε στην αφετηρία μας: τον τρόπο που διατυπώνουμε τις ερμηνείες μας. Δεν παραγνωρίζουμε ότι κουβαλάμε ένα βαρύ φορτίο από ήττες, ούτε ότι πολλές από τις νέες προλεταριακές δραστηριότητες που υποψιαζόμαστε είναι πιθανόν αδύναμες και κατακερματισμένες, και ίσως γιαυτό ευάλωτες. Αλλά νομίζουμε, ότι πέρα από την ανάγκη της αυτοκριτικής και της κριτικής στην ιστορία, είναι εξίσου ήττα μια ερμηνεία που μιλάει διαρκώς για την ήττα. Δεν ερμηνεύουμε τον κόσμο για να τον κατανοήσουμε, αλλά για να τον αλλάξουμε, που σημαίνει ότι δεν κάνουμε κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στα φαινόμενα, αλλά πολιτικές. Είμαστε στη μέση μιας κρίσιμης διαδικασίας, που το αύριο μπορεί να διαφέρει αισθητά από το χτες και μόνο το αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας να μένει απαράλλαχτο. Αν οι καπιταλιστές περνούν δύσκολες ώρες, αλλάζουν τα σχέδια τους και υπάρχει κίνδυνος (όπως έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν) η ανθρωπότητα να ζήσει τον τρόμο, τουλάχιστον ας το σκεφτούμε αυτό σαν αποτέλεσμα ενός πολέμου μέσα στον οποίο κάθε αντεπίθεση προκαλεί ισχυρές αντιδράσεις (μέχρι το τέλος, όποιο κι αν είναι αυτό). * Η αναφορά στο προλεταριάτο δεν σημαίνει ότι του αναγνωρίζουμε “αντικειμενικά χαρακτηριστικά”, ούτε ότι οι δραστηριότητες του περιορίζονται αυστηρά στην παραγωγή. Η προσπάθεια γίνεται ώστε να το συλλάβουμε ως δρων υποκείμενο μες στις συγκρούσεις που προκαλεί ο ανταγωνισμός. ** Δεν απαξιώνουμε τη δυναμική των “παλιότερων” αρνήσεων, ούτε πιστεύουμε ότι έχασαν την ικανότητα να ανταγωνίζονται τις προσταγές του συστήματος. Ακόμα και στις πιο “άνυδρες” περιόδους της ιστορίας, ο ανταγωνισμός δεν στριμώχτηκε ποτέ με ολοκληρωτικό τρόπο στο περιθώριο. Εξάλλου, ας έχουμε στο μυαλό μας πως ένας από τους λόγους που το προηγούμενο σύστημα βραχυκύκλωσε ήταν και το γεγονός ότι προκειμένου να κρατήσει “ενεργές” τις μεσολαβήσεις, απαιτούσε όλο και μεγαλύτερους πόρους και εκροές, φορτώνοντας μεγάλα βάρη στη μηχανή της οικονομίας. ~ * ~ Εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη τον χειμώνα του 2003. |
|||
Sarajevo