ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΒΑΓΔΑΤΗ Εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης Υπάρχει η διάχυτη αλλά και καλοστηριγμένη προπαγανδιστικά άποψη ότι ο αραβικός κόσμος είναι εκ των πραγμάτων «συντηρητικός», και η αιτια γι' αυτό είναι το («αναχρονιστικό») θρησκευτικό δόγμα του, ο ισλαμισμός. Ποιός το υποστηρίζει αυτό; Κάθε χριστιανός, ακόμα κι εκείνοι που δεν είναι ιδιαίτερα πιστοί: η (όχι ιδιαίτερα έξυπνη, αποτελεσματική ωστόσο) προβολή ορισμένων επιλεγμένων στιγμών της καθημερινής ζωής και των λατρευτικών πρακτικών των αράβων μουσουλμάνων εμφανίζεται σαν πειστική. Το αναγνωρίσιμο (στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά χριστιανικό βορρά) «πολιτιστικό φάσμα» γι' αυτά τα εκατομμύρια ανδρών και γυναικών κινείται μεταξύ της παθητικής υπακοής τους στις προσταγές (στις ιδέες) του λευκού χριστιανού και των αυτοκτονικών επιθέσεων των «φανατικά» πιστών. Αυτό είναι όλο κι όλο το ισλάμ (λέει το παραμύθι) και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό... Βέβαια, κάπου στα βαθιά κατάστιχα της βόρειας (ειδικά της ευρωπαϊκής) ιστορίας και στους αρμόδιους τουριστικούς οδηγούς υπάρχουν τα κατάλοιπα κάποιου υψηλής αισθητικής αραβικού ισλαμικού πολιτισμού, κάπου, κάποτε στο παρελθόν. Στην ιβηρική χερσόνησο συγκεκριμένα. Αλλά ο εύπιστος καταναλωτής των αναπτυγμένων καπιταλιστικά μυθολογιών για τον κόσμο μπορεί (και πρέπει) να υποθέσει πως τα αραβουργήματα ήταν το ευτυχές αποτέλεσμα της (σύντομης) ευρωπαϊκής προσγείωσης των αράβων, και της πολιτιστικής όσμωσης τους με τους αιώνια ανώτερους λευκούς χριστιανούς. Κάπου ακόμα βαθύτερα στις λεπτομέρειες της ιστορίας υπάρχουν σαν αδύναμα μνημεία μερικές λέξεις: αλχημεία, άλγεβρα... Αυτό το «αλ» θα μπορούσε κάπου να παραπέμπει - αλλά τέτοιες υπομνήσεις μοιάζουν πολύ χλωμές μπροστά στην (υποτιθέμενη) ιστορική πολιτιστική ανωτερότητα των βόρειων. Εξάλλου, ακόμα κι αν «κάποτε» υπήρξε κάποιος «ανώτερος» πολιτισμός των αράβων και του ισλάμ αυτό έγινε τόσο παλιά ώστε δεν έχει καμμία σημασία. Ο Έντουαρντ Σαιντ, διανοούμενος αραβικής καταγωγής, έχει δείξει πολύ καλά στο βιβλίο του Οριενταλισμός ότι οι διανοούμενοι της δύσης από παλιά (τόσο παλιά όσο και ο κάποτε «ανώτερος» αραβικός πολιτισμός) έφτιαξαν σχεδόν με ιερή λύσσα μια ορισμένη εικόνα για την Ανατολή. Την μυστηριώδη, ανορθολογική, σκοτεινή και συνάμα ελκυστική Ανατολή. Αυτό το κοσμοείδωλο φιλοτεχνήθηκε επίμονα από εκατοντάδες μυαλά - και υπηρέτησε χίλιους αφέντες: φιλάνθρωπους που λυπούνταν (και λυπούνται) τους δυστυχείς ιθαγενείς· ερευνητές κάθε είδους που έψαχναν (και ψάχνουν) το κατακάθι της ανθρώπινης ψυχής· εμπόρους που διακινούσαν (και διακινούν) την εξωτική - και προπάντων ιδιαίτερα φτηνή - παραγωγή αυτής της περιοχής του κόσμου· διανοούμενους που θέλουν να διδάξουν τις ανώτερες ιδέες (της δύσης) ή να λυτρωθούν απ' αυτές κυλώντας στον ηδονισμό της ανατολής· και φυσικά, παράλληλα με όλα αυτά, στρατηγούς και παπάδες που ήθελαν (και θέλουν) να «ελευθερώσουν» τους άραβες μουσουλμάνους απ' την υπανάπτυξη και την κακομοιριά. Όλα αυτά ήταν και είναι ισχυρά υπό την προϋπόθεση να είναι κανείς φανατικά προσηλωμένος στην σιγουριά πως ο αναπτυγμένος κόσμος «λέει την αλήθεια» - έστω με μερικές δευτερεύουσας σημασίας λαθροχειρίες. Αν βγει κανείς απ' αυτό το καθεστώς θα ανακαλύψει έκπληκτος (ή έντρομος) ότι η πρωτοκοσμική κατασκευή της εικόνας περί αράβων και ισλάμ αποτελεί την μεγαλύτερη στην παγκόσμια ιστορία ιδεολογική απάτη - πολύ μεγαλύτερη απ' την αντίστοιχη κατασκευή της εικόνας των «ινδιάνων». Γύρω στον 7ο (μετά Χριστόν αιώνα), και ενώ ο σήμερα αναγνωρισμένος σαν «πρώτος κόσμος», ειδικά επί του ευρωπαϊκού εδάφους, ήταν βαθιά νυχτωμένος στις ιδεολογικές σπηλιές του χριστιανισμού, οι Άραβες (αν και πιστοί της εξαιρετικά νέας θρησκείας, της θρησκείας που εγκαινίασε ο Μωάμεθ τον 6ο αιώνα) άρχισαν να δημιουργούν έναν πολιτισμό τον οποίο η Ευρώπη θα χρειαζόταν περίπου μια χιλιετία ακόμα για να πλησιάσει σε ποιότητα - σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια! Με εντυπωσιακά ανοικτό πνεύμα - δυσανάλογα ανοικτό σε σχέση με όσα συνέβαιναν τότε τόσο στην ανατολική όσο και στην δυτική πρώην ρωμαϊκή αυτοκρατορια (Ρώμη και Βυζάντιο) - οι πολιτικές και διανοητικές ελίτ της αραβικής αυτοκρατορίας, πήραν τις γνώσεις που είχαν δημιουργηθεί από τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, την ρωμαϊκό imperium, τους πέρσες, τους ινδούς, τους αιγυπτίους, τα αφομοίωσαν και τα εξέλιξαν. Το σημαντικότερο ίσως: τα διέδωσαν, φέρνοντας τα ακόμα και στην Ευρώπη... (Άλλωστε, εκτός από το δίκτυο «εκπαιδευτικών ιδρυμάτων» - πανεπιστήμια θα τα λέγαμε σήμερα - που δημιούργησαν οι χαλίφηδες, ανέπτυξαν επίσης και ένα σημαντικό σύστημα υγείας, με δημόσια νοσοκομεία / πτωχοκομεία που παρείχαν δωρεάν περίθαλψη σε όλους...) Επρόκειτο για τον αραβικό «χρυσό αιώνα», που κράτησε μερικούς αιώνες. Και - μιλώντας για την διανοητική παραγωγή - επρόκειτο για ένα τεράστιο έργο συλλογής, καταγραφής, σχολιασμού, αξιοποίησης και εξέλιξης της αφρόκρεμας των μέχρι τότε θεωριών, ιδεών, παρατηρήσεων, ακόμα και των πλέον τολμηρών, σε μια μεγάλη γκάμα γνωστικών πεδίων. Ένα τεράστιο έργο που, ασφαλώς, ήταν προϊόν ανθηρής (από οικονομική άποψη) εξουσίας. Αλλά επίσης και μιας πνευματικής συνθήκης με μεγάλη διάρκεια, που σαν ισλαμική ήταν χιλιάδες φορές πιο γόνιμη απ' την ανάλογη χριστιανική. Απ' αυτήν ακριβώς την θεωρητική και τεχνική δουλειά ήταν που επωφελήθηκε (να το ξαναπούμε: πολλούς αιώνες αργότερα) ο υποτιθέμενα «αιώνια πρώτος» κόσμος: την δουλειά των αράβων. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν έγραψε κάπου πως η ιστορία του πολιτισμού είναι ιστορία λεηλασίας. Ακόμα κιαν αυτό δεν ίσχυε πουθενά αλλού ισχύει για τον δυτικό πολιτισμό - και για τα κοσμοείδωλα που μαστόρεψε και μαστορεύει για εκείνους που λεηλάτησε. Αν η σημερινή κατάσταση του αραβικού και ισλαμικού κόσμου μοιάζει, έστω και στο ελάχιστο, στις παραστάσεις που οι λευκοί αναπτυγμένοι χριστιανοί διαδίδουν γι' αυτόν είναι επειδή αυτοί ακριβώς οι λευκοί έχουν δουλέψει επί αιώνες λεηλατώντας τον αραβικό κόσμο. Και όχι μόνο πολιτιστικά βέβαια. Το κείμενο που ακολουθεί είναι μεγάλα επιλεγμένα τμήματα του βιβλίου με τίτλο Greek Thought, Arabic Culture και υπότιτλο the Graeco-Arabic Translation Movement in Baghdad and Early Abbasid Societh (8th-10th centuries) του Δημήτρη Γούτα, που εκδόθηκε στα αγγλικά το 1998 από τον εκδοτικό οίκο Routledge (επιλογή κειμένων και μετάφραση: αντισχολείο.) Αναφέρεται στις απαρχές αυτού που ο ίδιος ονομάζει «pax islamica», απ' το 700 και μετά, και ειδικά στο μεταφραστικό κίνημα, δηλαδή στα πρώτα στάδια της μεγάλης κλίμακας μετάφρασης διάφορων θεωρητικών, επιστημονικών και φιλοσοφικών εργων στα αραβικά. Τα όσα περιγράφει διαδραματίζονται στην Βαγδάτη, την πόλη που σήμερα θεωρείται πρωτεύουσα του «φανατισμού» και του «σκοταδισμού», την πόλη που οι λευκοί επιχειρούν (άλλη μια φορά) να απελευθερώσουν.... Ο αναγνώστης / η αναγνώστρια θα πρέπει να λάβουν υπόψην τους πως η αναφορά στα (κλασσικά) ελληνικά έργα και στην ελληνική γλώσσα δεν έχει το νόημα χειροκροτήματος σε «αρχαία μεγαλεία» - κάτι που θα ήταν εύκολο για τον απρόσεκτο. Απλά, στη διάρκεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αλλά και μετά τα ελληνικά (όπως για ορισμένους τομείς και τα λατινικά) ήταν μια διεθνής γλώσσα μεταξύ των διανοούμενων στην ανατολική μεσόγειο (όπως σε άλλες εποχές τα γερμανικά ή τα γαλλικά). Κατά τα άλλα η εξιστόρηση έχει την τυπική δομή τέτοιων εγχειρημάτων: εξιστόρηση των κατορθωμάτων ατόμων και όχι κοινωνικών συνόλων. Αν και δεν είναι αυτός ο τρόπος που καταλαβαίνουμε την ιστορία, θεωρούμε πως έχει μια χρησιμότητα. Όπου υπάρχουν διπλές χρονολογίες, ο πρώτος αριθμός αφορά την ισλαμική χρονολόγηση. Ο δεύτερος είναι η χριστιανική.
ΤΟ BACKGROUND ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ Οι συγκεκριμένες υλικές συνθήκες που έδρασαν σαν προϋποθέσεις ώστε να γίνει εφικτό το μεταφραστικό κίνημα προέκυψαν εξαιτίας δύο σοβαρότατων ιστορικών γεγονότων: των πρώτων αραβικών κατακτήσεων στη διάρκεια της περιόδου των Umayyad, και της επανάστασης των Abbasid που κορυφώθηκε το 134/750. Λιγότερο από τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Προφήτη Μωάμεθ το 10/632, οι στρατοί των Αράβων κατέκτησαν στη νοτιοδυτική Ασία και στη βορειοανατολική Αφρική τα εδάφη που μια χιλιετία νωρίτερα είχαν πέσει στον Αλέξανδρο. Οι Άραβες τερμάτισαν την Περσική αυτοκρατορία των Σασανιδών (224 -651), που ήταν διάδοχη των Μήδων και των Πάρθων οι οποίοι είχαν ανακτήσει σε βάρος της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου τις εκτάσεις ανατολικά του Ευφράτη, ενώ απώθησαν οριστικά τους διαδόχους διαχειριστές της Αλεξανδρινής αυτοκρατορίας (που ήταν πλέον οι Βυζαντινοί και οι Ρωμαίοι) από τα εδάφη της Γόνιμης Ημισελήνου και την Αίγυπτο. Τελικά, αν και στα 100/732 η νέα αυτοκρατορία που θεμελειώθηκε και οργανώθηκε στη βάση της θρησκείας του Μωάμεθ, στη βάση του Ισλάμ είχε επεκταθεί ακόμα περισσότερο - από την κεντρική Ασία και την Ινδική υποήπειρο μέχρι την Ισπανία και τα Πυρηναία - η καρδιά του νέου πολιτισμού που διέδοσε παρέμενε στα κέντρα των αρχαίων πολιτισμών, από την Περσία ως την Μεσοποταμία, και από την Συρο-Παλαιστίνη ως την Αίγυπτο. Η ιστορική σημασία των Αραβικών κατακτήσεων πρέπει να ληφθεί πολύ σοβαρά υπόψη. Η Αίγυπτος και η Γόνιμη Ημισέληνος ξαναενώθηκαν με την Περσία και την Ινδία πολιτικά, διοικητικά, και το πλέον σημαντικό οικονομικά, για πρώτη φορά απ' την εποχή του Αλεξάνδρου, και για μια περίοδο που έμελλε να διαρκέσει σημαντικά περισσότερο απ' την δική του σύντομη ζωή. Η μεγάλη οικονομική και πολιτιστική διαίρεση που χώριζε τον πολιτισμένο κόσμο για χιλιάδες χρόνια πριν την άνοδο του Ισλάμ, τα σύνορα ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση όπως διαμορφώνονταν απ' τα δύο μεγάλα ποτάμια (τον Τίγρη και τον Ευφράτη) προκαλώντας ανταγωνισμούς σε κάθε μια απ' αυτές τις πλευρές, όλα αυτά τελείωσαν. Αυτό επέτρεψε την ελεύθερη κυκλοφορία πρώτων υλών και μεταποιημένων αγαθών, αγροτικών προϊόντων και ειδών πολυτελείας, ανθρώπων και υπηρεσιών, τεχνικών και επιδεξιοτήτων, ιδεών, μεθόδων και τρόπων σκέψης. Η θριαμβευτική σημασία αυτού του γεγονότος μεγεθύνθηκε επιπλέον από το γεγονός ότι συνέπεσε με το τέλος των καταστροφικών Βυζαντινο - Περσικών πολέμων (570 - 630) που ερήμωσαν την περιοχή, ξεσπίτωσαν του ντόπιους πληθυσμούς και κατέστρεψαν το εμπόριο. Εκείνοι οι πόλεμοι, όπως και γενικά οι αλλεπάλληλες αναμετρήσεις μεταξύ ελλήνων, ρωμαίων και βυζαντινών από την μια μεριά και περσών από την άλλη, τροφοδοτούνταν από τα οικονομικά σύνορα που προκαλούσε η πολιτική διαίρεση της Εγγύς Ανατολής σε ανατολική και δυτική. Ιδιαίτερα η ελεύθερη πρόσβαση στους εμπορικούς δρόμους ανατολής δύσης πρέπει να εννοηθεί σαν η καρδιά εκείνων των συγκρούσεων. Πριν ξεσπάσουν οι νέες μάχες μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού το 565, ο διάδοχος του Ιουστίνος ο 2ος (βασιλιάς από το 565 ως το 578), συνειδητοποιώντας το καταστροφικό αποτέλεσμα του πολέμου πάνω στο εμπόριο, προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τους τούρκους Oghuz της κεντρικής Ασίας έτσι ώστε να μπορέσουν οι βυζαντινοί να χρησιμοποιούν τον βόρειο δρόμο του μεταξιού, βόρεια από την Κασπία. Μια ιδιαίτερη πλευρά της οικονομικής ευημερίας που έφερε η επανένωση ανατολή και δύσης χρειάζεται ειδική μνεία. Αν και, όπως θα το περίμενε ο καθένας, το εμπόριο ωφελήθηκε ιδιαίτερα από τις καινούργιες συνθήκες που δημιούργησε η «pax Islamica», ήταν η γεωργία στην οποία έγινε πραγματική επανάσταση. Η κατάργηση των συνόρων ανάμεσα στην Ινδία και την ανατολική Μεσόγειο οδήγησε στη συστηματική ανταλλαγή μεταξύ νοτιοδυτικής Ασίας και Μεσογείου πλήθους από είδη φυτών, οσπρίων και φρούτων, και την ανάπτυξη νέων ποικιλιών όπως επίσης οδήγησε στην διασταύρωση αγροτικών τεχνικών και της γνώσης για εντατική γεωργία και πλήρη αξιοποίηση των εδαφών. Έτσι, περισσότερο και από το εμπόριο, που πράγματι άρχισε να απολαμβάνει μια σταθερότητα άγνωστη μέχρι τότε και μια διαρκή επέκταση, αλλά του οποίου τα οφέλη κατέληγαν αναγκαστικά στα χέρια της τάξης των εμπόρων, ήταν η αγροτική επανάσταση των πρώτων αιώνων μετά τις Αραβικές κατακτήσεις που προσέφερε μεγάλο μέρος του πλούτου στη νεαρή αυτοκρατορία ωφελώντας όλες τις κοινωνικές τάξεις: τις ανώτερες που ήταν ιδιοκτήτες των γαιών και ωφελούνταν από την αύξηση της παραγωγής, των αγροτών που την καλλιεργούσαν, και των χαμηλότερων τάξεων που είδαν την διατροφή τους να βελτιώνεται σημαντικά. Ένα εξίσου σημαντικό αποτέλεσμα των Αραβικών κατακτήσεων, και ο πλέον σημαντικός παράγοντας στην κυκλοφορία της γνώσης γενικά στην αραβική αυτοκρατορία, ήταν η εισαγωγή της τεχνολογίας κατασκευής χαρτιού στον ισλαμικό κόσμο από κινέζους αιχμάλωτους πολέμου το 134/751. Το χαρτί αντικατέστησε πολύ γρήγορα όλα τα άλλα μέσα γραφής τις πρώτες δεκαετίες της περιόδου των Αββασιδών, οπότε η χρήση του προστατεύτηκε και προωθήθηκε από την διοικητική ελίτ. Είναι ενδιαφέρον ότι διάφορα είδη χαρτιού που αναπτύχθηκαν αυτήν την περίοδο είχαν τα ονόματα διάφορων επιφανών υποστηρικτών του μεταφραστικού κινήματος: ga fari από το όνομα του Ga far al Barmaki, και talhi και tahiti από δύο μέλη της ομάδας Tahirid. Πέρα από την εισαγωγή του χαρτιού, η κατάργηση των συνόρων μεταξύ της ανατολικής και της δυτικής Μεσοποταμίας μετά τις αραβικές κατακτήσεις είχε και μια εξαιρετικά ωφέλιμη, αν και προφανώς απρογραμμάτιστη, πολιτισμική συνέπεια. Ενώθηκαν περιοχές και πληθυσμοί που για μια χιλιετία, από την εποχή του Αλεξάνδρου, υπόκεινταν μορφωτικά σε κάποιου είδους «ελληνοποίηση», ενώ ταυτόχρονα απομονώθηκαν πολιτικά και γεωγραφικά οι Βυζαντινοί, δηλαδή η ελληνόφωνη Χαλκηδονιακή ορθόδοξη εκκλησία. Αυτό είχε διπλή σημασία. Πρώτον, ήταν οι εκλεκτικές θεολογικές πολιτικές και πρακτικές της Κωνσταντινουπολίτικης «ορθοδοξίας» που προκαλούσαν θρησκευτικά σχίσματα κατ' αρχήν, οδηγώντας τους μεν χριστιανούς που μιλούσαν συριακά σε διάσπαση και, στην περίπτωση των Νεστοριανών, στις αγκαλιές της Περσίας. Η αποτελεσματική διαχείριση αυτής της πηγής εντάσεων και πολιτιστικού σεχταρισμού από την ισλαμική πολιτική (την Dar al-Islam) και η ενοποίηση όλων των πλευρών κάτω από έναν ηγεμόνα που δεν έπαιρνε το μέρος κάποιου στις πολιτιστικές διαφορές (το ισλαμικό κράτος) άνοιξε τον δρόμο για μεγαλύτερη πολιτιστική συνύπαρξη και συνεργασία. Και δεύτερον, η πολιτική και γεωγραφική απομόνωση των βυζαντινών προστάτεψε τις χριστιανικές κοινότητες που βρίσκονταν υπό μουσουλμανική διοίκηση, όπως και όλους τους ελληνόφωνους της ισλαμικής επικράτειας από τα μαύρα χρόνια και την αποστροφή προς την ελληνική φιλολογία στην οποία κύλησε το Βυζάντιο τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα. Ενόσω λοιπόν οι Χαλκηδόνιοι χριστιανοί καυγάδιζαν για τις εικόνες και κατηγορούσαν οι μεν τους δε για επιστροφή στις παραδόσεις του παγανισμού, οι χριστιανοί που μιλούσαν συριακά, έχοντας πλέον κάτω από την αραβική κυριαρχία τόσο θρησκευτική όσο και πολιτική ανεξαρτησία απ' το Βυζάντιο, ακολούθησαν διαφορετική πολιτιστική πορεια. Η μάθηση λόγιων ελληνικών προωθήθηκε από διανοούμενους που μιλούσαν συριακά στα πιο σημαντικά κέντρα των ανατολικών χριστιανών, από την Εδεσσα και το Qinnasrim στα δυτικά, ως την Nisibis και την Mosul στη βόρεια Μεσοποταμία, ως την Gundisabur στη δυτική Περσία, για να θυμίσουμε τα πλέον διάσημα κέντρα. Η ίδια ατμόσφαιρα αναμφίβολα υπήρχε στις Μονοφυσίτικες και στις Νεστοριανές κοινότητες σε όλη την περιοχή, αν κρίνουμε από την εμφάνιση λογίων στις αρχές της περιόδου των Αββασσιδών που είχαν καλή γνώση των ελληνικών. Παράδειγμα στο Dayr Qunna βόρεια της Βαγδάτης, στον Τίγρη, υπήρχε ένα μεγάλο και με επιρροή Νεστοριανό μοναστήρι, όπου εκπαιδεύτηκε και δίδαξε ο Abu Bisr Matta ibn-Yunus, ο θεμελειωτής του Αριστοτελικού σχολείου της Βαγδάτης στις αρχές του δέκατου αιώνα. Εκτός από θρησκευτικά κέντρα, άλλα σημαντικά σημεία της περιόδου προ του Ισλάμ προσέφεραν διδασκαλία των ελληνικών ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι το al-Hira κοντά στον Ευφράτη στο νότιο Ιράκ, η πρωτεύουσα των Lahmid, το οποίο, παρά το γεγονός ότι έχασε τα προνόμια του μετά την άνοδο του Ισλάμ συνέχισε να είναι η πατρίδα των διάσημων Hunayn ibn-Ishaq. Σ' αυτά θα πρέπει να προστεθούν δύο ακόμα σημαντικά κέντρα εκμάθησης των ελληνικών, στον αντίποδα το ένα του άλλου, τα οποία κατά κάποιον τρόπο έμελλε να δημιουργήσουν ορισμένες απ' τις προϋποθέσεις για το κίνημα μεταφράσεων από τα ελληνικά στα αραβικά στη διάρκεια της βασιλείας των Αββασσιδών: το Harran (Carrhae) στη βόρεια Μεσοποταμία, ακριβώς νότια από την Έδεσσα, και το Marw στην βορειοανατολική Περσία, στις πύλες της κεντρικής Ασίας. Το πρώτο παρέμεινε παγανιστικό μέχρι και τον δέκατο αιώνα, διαφυλάττοντας ορισμένες ελληνικές ιδέες, δοξασίες και πρακτικές που χάθηκαν στις περισσότερες απ' τις άλλες περιοχές, ενόσω το δεύτερο έκανε ένα συνδυασμό ελληνικών και Ζοροαστρισμού που έμελλε να παίζει σημαντικό ρόλο τα πρώτα χρόνια των Αββασσιδών, μαζί με το εξίσου δυναμικό Νεστοριανισμό. Δεν έχουμε παρά ελάχιστη άμεση πληροφόριση για το είδος των εκπαιδευτικών δομών και μεθόδων που χρησιμοποιούνταν σ' αυτά τα μορφωτικά κέντρα. Αλλά παίρνουμε μια ιδέα για το τι συνέβαινε την εποχή του Hunayn ibn-Ishaq από την ίδια του την γραφή, καθώς συγκρίνει την εκπαίδευση στην Αλεξάνδρεια στο τέλος της αρχαιότητας και εκείνην των καιρών του:
Το απόσπασμα αυτό του Hunayn αναφέρεται ειδικά στην ιατρική εκπαίδευση, και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως η περιγραφή του απηχεί αυτό που συνέβαινε γενικότερα, σε άλλα μορφωτικά πεδία. Η λογική, από τους πρώτους τρεις ή τέσσερεις τόμους του Αριστοτελικού Όργανον, οπωσδήποτε περιλαμβανόταν στην επίσημη εκπαίδευση. Η Πτολεμαϊκή αστρονομία και αστρολογία μπορεί επίσης να ήταν αντικείμενο σπουδής, αν και αυτά τα δέματα δουλεύτηκαν ιδιαίτερα από Πέρσες διανοούμενους που είχαν επαφή, για την περαιτέρω ανάπτυξη των θεωριών τους, με τους Ινδούς ομολόγους τους. Με την κυριαρχία του Ισλάμ, όλα αυτά τα κέντρα ενώθηκαν πολιτικά και διοικητικά, και, το πλέον σημαντικό, δάσκαλοι από όλα αυτά μπορούσαν να ανταλλάξουν τις γνώσεις και τις απόψεις τους αλληλοεπιδρώντας ο ένας στον άλλο χωρίς να χρειάζεται να παίζουν κρυφτό απέναντι σε κάποια διοικητική άποψη περί «ορθοδοξίας», άσχετα από θρησκευτικά πιστεύω. Έτσι μπορούμε να δούμε σε ολόκληρη την περιοχή, και για όλη την διάρκεια του έβδομου και όγδοου αιώνα, πολυάριθμους «διεθνείς» επιστήμονες να δραστηριοποιούνται στα πεδία τους και να δουλεύουν σε διάφορες γλώσσες. Σαν παραδείγματα τέτοιων μελετητών μπορούμε να αναφέρουμε, για τον έβδομο αιώνα, τον Severus από το Nibisis (πέθανε το 666/7) που ήταν το ίδιο καλά εξοικειωμένος με τα περσικά όσο με τα ελληνικά και τα συριακά, και τον μαθητή του Ιάκωβο από την Έδεσσα (πέθανε το 708), που ήταν ο κυριότερος αντιπρόσωπος του «χριστιανικού ελληνισμού». Λιγότερο γνωστοί αλλά εξίσου σημαντικοί για τις προόδους της αστρολογίας είναι δύο διανοούμενοι του όγδοου αιώνα. Ο Θεόφιλος από την Έδεσσα (πέθανε το 785) και ο Στέφανος ο Φιλόσοφος (πέθανε μετά το 800) που ήταν και οι δύο ιδιαίτερα εξοκειωμένοι με ελληνικές, συριακές, παχλαβί και (μέσω των παχλαβί) ινδικές πηγές. Ο Θεόφιλος ήταν ο αστρολόγος της αυλής του Abbasid al-Mahdi και στρατιωτικός σύμβουλος, όπως και συγγραφέας ανάμεσα στα άλλα ενός βιβλίου στρατιωτικής αστρολογίας. Ο Στέφανος, πιθανότατα μαθητής ή συνεργάτης του Θεόφιλου, δούλεψε στην Μεσοποταμία και επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη τη δεκαετία του 790 όπου συνέγραψε μια πραγματεία υπέρ της αστρολογίας που φαίνεται πως ξαναεισήγαγε τις επιστήμες των μαθηματικών στο Βυζάντιο. Ο Masa allah και ο Nawbaht, σύγχρονοι των προηγούμενων και κοσμοπολίτες, είναι περισσότερο γνωστοί μέσω αραβικών πηγών. Ο πρώτος ήταν εβραίος από την Basra περσικής καταγωγής και ο δεύτερος πέρσης· συνεργάστηκαν στην κατασκευή του ωροσκόπιου με το οποίο υπολόγισαν για λογαριασμό του Abbsi al-Mansur την ημέρα (30 Ιούλη του 762) κατά την οποία θα έπρεπε να αρχίσει η κατασκευή της πόλης της Βαγδάτης. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε σχετικά με αυτούς τους διανοούμενους που βρέθηκαν κάτω από τις καινούργιες συνθήκες της Αραβικής κατάκτησης και της άρσης των πολιτικών και θρησκευτικών εμποδίων είναι πως ήταν αντιπροσωπευτικοί ζωντανών επιστημονικών παραδόσεων του καιρού τους και ειδικοί στα επιστημονικά τους πεδία· ήταν πολύγλωσσοι και μπορούσαν να μελετήσουν επιστημονική φιλολογία γραμμένη και σε άλλες γλώσσες πέραν των ελληνικών· είχαν επαφή μεταξύ τους, είτε απευθείας μέσω ταξιδιών είτε μέσω αντιπροσώπων και, το πλέον σημαντικό, εξαιτίας της πολυγλωσσίας τους ήταν σημαντικοί στην μετάδοση της γνώσης χωρίς να μεσολαβεί μετάφραση. Αυτό μπορεί να εξηγήσει την εμφάνιση, σχεδόν «εν μια νυκτί» πολυάριθμων ειδικών στην αυλή των Αββασιδών από την στιγμή που αυτοί πήραν την πολιτική απόφαση να ευνοήσουν την αναπαραγωγή των επιστημονικών γνώσεων και να υποστηρίξουν την μετάφραση των γραπτών πηγών. Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ABBASID Ο ερχομός στην εξουσία της δυναστείας των Abbasid και η συνακόλουθη μεταφορά της πρωτεύουσας του χαλιφάτου από την Δαμασκό στη Βαγδάτη είχε σπουδαίες συνέπειες στην δημιουργία ενός δημογραφικού background που ευνόησε το μεταφραστικό κίνημα. Η βάση της εξουσίας της εκδιωχθείσας δυναστείας, των Umayyad, ήταν η Συρο-Παλαιστίνη, και πρωτεύουσα τους ήταν η Δαμασκός. Μετά τις αραβικές κατακτήσεις και κατά την διάρκεια της περιόδου των Umayyad (661 - 750), πιθανότατα ακόμα και μετά τα μέσα του όγδοου αιώνα, τα ελληνικά ήταν αρκετά διαδεδομένα στην Συρία και την Παλαιστίνη, σαν η ομιλούμενη γλώσσα σημαντικών μερίδων του ντόπιου πληθυσμού, σαν η lingua franca του εμπορίου και των επιχειρήσεων, και σαν η γλώσσα εκπαίδευσης των χριστιανών κληρικών, ειδικά των Μελκιτών. Κατά συνέπεια τα ελληνικά ήταν μια γλώσσα που μιλιόταν σε μια ποικιλία νέων ζητημάτων και λογοτεχνικών στυλ, μέσα σε ένα κοινωνικό, πολιτικό και θεολογικό περιβάλλον που άλλαζε γρήγορα. Η κεντρική γραφειοκρατία των Umayaad στη Δαμασκό ακολουθούσε βυζαντικές πρακτικές διοίκησης και σε μεγάλο βαθμό, μέχρι την μεταρρύθμιση του Abd al-Malik (κυβέρνησε από το 65/685 έως το 86/705) τα ελληνικά ήταν η γλώσσα της διοίκησης. Πάμπολλοι υψηλοί αξιωματούχοι και γραμματείς μιλούσαν ελληνικά, είτε επειδή αυτή ήταν η μητρική τους γλώσσα είτε επειδή ήταν άραβες με ελληνικές σπουδές. Οι Umayyad χρησιμοποιούσαν σε καίρια διοικητικά πόστα μέλη των αραβικών φυλών της Συρίας και της Παλαιστίνης που είχαν μεγάλη πείρα με την βυζαντινή πολιτική: απόγονους των Salihids, βυζαντινών foederati του πέμπτου αιώνα, και των Gassanids, που ήταν οι διάδοχοι τους τον έκτο και στις αρχές του έβδομου αιώνα. Ο Ιωάννης της Δαμασκού, τελικά, είναι πιθανόν ο πιο διάσημος ανάμεσα στους άραβες που μιλούσαν ελληνικά στην αυλή των Umayyad. Ποιά ήταν η πολιτιστική καταγωγή όλων αυτών των ομιλούντων ελληνικά ομάδων που περιέβαλαν την δυναστεία των Umayyad η οποία διατηρούσε βυζαντινά διοικητικά μοντέλα; Πιο συγκεκριμένα ποια ήταν η διάθεση τους απέναντι στα «εθνικά», δηλαδή στα κλασσικά ελληνικά και την σπουδή τους; Είναι σαφές ότι η κοινωνική και θρησκευτική κατάσταση τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα στην ανατολική Μεσόγειο είναι εξαιρετικά σύνθετη και δεν επιτρέπει εύκολες γενικεύσεις - κάποιοι μελετητές μιλούν ακόμα και για κρίση ταυτότητας μεταξύ των απλών ανθρώπων της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνόφωνων. Εν τούτοις, και για τις ανάγκες του θέματος που θίγουμε, μπορούμε να πούμε ότι είναι σχετικά καθαρό πως οι διανοούμενοι, ειδικά ανάμεσα στις ελληνόφωνες ομάδες με τις οποίες οι Umayyad είχαν σχέση, ανήκαν βασικά στην ελληνική ορθόδοξη χριστιανοσύνη που ασπαζόταν τον ιμπεριαλισμό της Κωνσταντινούπολης. Η βυζαντινή γραφειοκρατία της Δαμασκού δεν μπορούσε παρά να ακολουθεί και να αντανακλά τις ιδεολογικές ζυμώσεις που γίνονταν στην Κωνσταντινούπολη, και ο Ιωάννης της Δαμασκού δεν μπορούσε παρά να είναι αντιπρόσωπος, στο πεδίο της θεολογίας, Κωνσταντινουπολίτικων τάσεων μεταξύ των χριστιανών αράβων. Τον έβδομο αιώνα αυτή η βυζαντινή υψηλή κουλτούρα ήταν εχθρικά αδιάφορη απέναντι στον ελληνικό παγανισμό, έχοντας μόλις αφήσει πίσω της την φάση της ανοικτής αντιπαράθεσης που χαρακτήριζε την πρόσφατη περίοδο της εκκλησιαστικής πρακτικής. Ο κλασσικός ελληνισμός ήταν πλέον ένας ηττημένος εχθρός, και μπορούσε να γίνει αντικείμενο περιφρονητικής αδιαφορίας αφού ήταν ακίνδυνος: η ελληνόφωνη χριστιανοσύνη, όπως είχε διακηρυχτεί στην Κωνσταντινούπολη, μπορούσε πλέον να ασχοληθεί με τον εαυτό της, ή με αυτό που θεωρούσε εσωτερικούς εχθρούς, και να προσπαθήσει, με μια σειρά συνόδων που κράτησαν όλον τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα, να ξεκαθαρήσει με την μεγαλύτερη κατά το δυνατόν ακρίβεια πως εννοούσε την ορθόδοξη πίστη. Αυτή η απορριπτική διάθεση απέναντι σε οτιδήποτε (αρχαιο)ελληνικής προέλευσης 8α πρέπει να ήταν κοινή μεταξύ των ελληνόφωνων χριστιανών την εποχή των Umayyad, ακόμα και από ομάδες που δεν ήταν Χαλκηδόνιοι χριστιανοί, όπως οι Gassanids που ήταν μονοφυσίτες την εποχή πριν το Ισλάμ. Η πλήρης απόρριψη του ελληνικού μη χριστιανικού πνεύματος μεταξύ των ελληνόφωνων χριστιανών μπορεί να εξηγήσει επίσης την αποστροφή απέναντι στα κλασσικά ελληνικά θέματα και στυλ και την καθιέρωση λογοτεχνικών ειδών που αντιπροσώπευαν τις προκαταλήψεις και τα ενδιαφέροντα μιας χριστιανικής κοινωνίας: το κήρυγμα, η φιλονικία, ιστορίες θαυμάτων και αγιογραφίες. Μέσα σ' αυτό το ευρύτερο διανοητικό περιβάλλον, θα ήταν αδύνατο να υπάρξει ένα μεταφραστικό κίνημα, στηριγμένο σε ελληνόφωνους χριστιανούς, με αντικείμενο την μετάφραση των εγκόσμιων έργων απ' τα ελληνικά στα αραβικά· θα ήταν εφικτό μόνο κάτω από την ισχυρή επιβολή της δυναστείας των Umayyad, η οποία δεν είχε τέτοιους σκοπούς. Με άλλα λόγια αν η δυναστεία των Abbasid δεν είχε πάρει την εξουσία κι αν δεν είχε μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Βαγδάτη αυτό το κίνημα δεν θα είχε υπάρξει. Με την επανάσταση των Αββασιδών, την θεμελείωση της Βαγδάτης και την μεταφορά της έδρας του χαλιφάτου στο Ιράκ, η κατάσταση στην αραβική αυτοκρατορία σε σχέση με τις πολιτιστικές παραμέτρους της άλλαξε δραστικά. Μακριά από τις βυζαντινές επιρροές στη Δαμασκό, δημιουργήθηκε στην Βαγδάτη μια καινούργια πολυπολιτιστική κοινωνία, βασισμένη στην εντελώς διαφορετική δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού του Ιράκ. Τον πληθυσμό αυτόν τον συνέθεταν α) χριστιανοί και εβραίοι που μιλούσαν αραμαϊκά, οι οποίοι αποτελούσαν την πλειονότητα του ντόπιου πληθυσμού· β) περσόφωνοι, συγκεντρωμένοι κυρίως στις πόλεις· γ) άραβες, εν μέρει εγκατεστημένοι και χριστιανοί, όπως εκείνοι στην al-Hira και στον Ευφράτη, και εν μέρει νομάδες, στα βοσκοτόπια του βόρειου Ιράκ. Οι άραβες μουσουλμάνοι, εκτός φυσικά εκείνων που ήρθαν να μείνουν στη νέα πρωτεύουσα, ήταν εγκατεστημένοι στο βορρά, στο εμπορικό κέντρο της Mosul (Mawsil) και στη Sawad στο νότο, όπως και στις στρατιωτικές πόλεις που δημιούργησαν οι ίδιοι, την Kufa, την Basra και την Wasit, εκ των οποίων οι δύο πρώτες προκάλεσαν από το δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα και μετά σημαντικές επιδράσεις στην διαμόρφωση μιας καινούργιας κουλτούρας / χωνευτηρίου. Υπήρχαν φυσικά και άλλες εθνοτικές ομάδες την περίοδο εκείνη στο Ιράκ, και από παλαιότερα, ειδικά στο Ιράν (για παρά- δειγμα οι Κούρδοι στο βόρειο Ιράκ και στα βουνά Ζάγρος, οι Balushi στο βορειοανατολικό Ιράν, κλπ) αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία για τον ρόλο που έπαιξαν αυτές οι φυλές στην διαμόρφωση του θέματος που μας απασχολεί. Όλες αυτές οι ομάδες συμμετείχαν πάντως, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στην κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της νέας πρωτεύουσας, και αυτό που ονομάζεται κλασσικός Ισλαμικός πολιτισμός είναι το αποτέλεσμα και η σύνθεση πολλών διαφορετικών στοιχείων, με διαφορετική καταγωγή, πεποιθήσεις, πρακτικές και αξίες. Όπως η δυναστεία των Umayyad έπρεπε να στηριχτεί στους ντόπιους βυζαντινούς και χριστιανούς άραβες της Δαμασκού για να στελεχώσει την διοίκηση της, έτσι και οι πρώτοι Αββασίδες έπρεπε να στηριχτούν στους ντόπιους πέρσες, χριστιανούς άραβες και αραμαίους για την δική τους γραφειοκρατία. Η κουλτούρα των διανοούμενων ιρακινής προέλευσης, σε αντίθεση με τους χριστιανούς της Δαμασκού, είχε εξοικείωση με τα ελληνικά χωρίς την έχθρα απέναντι στον σχετικό πολιτισμό που προερχόταν από τους εκκλησιαστικούς κύκλους του Βυζαντίου. Έτσι, η μεταφορά του χαλιφάτου από την Δαμασκό στη Βαγδάτη και στο κεντρικό Ιράκ - δηλαδή από μια περιοχή που υπήρχε ευρεία χρήση των ελληνικών σε μια άλλη με πολύ μικρότερη χρήση τους - είχε το παράδοξο αποτέλεσμα να δημιουργήσει το περιθώριο για την απελευθέρωση των κλασσικών ελληνικών κειμένων από τον ασφυκτικό κλοιό στον οποίο τα είχαν αποκλείσει οι βυζαντινοί. ΑΙ-ΜΑΝSUR Οι πολιτικές των πρώτων χαλιφών της δυναστείας των Αββασιδών, και ειδικά του al-Mansur (κυβέρνησε από το 754 μέχρι το 775) και του γυιού του αΙ-Mahdi (κυβέρνησε από το 775 μέχρι το 785) είναι ιδιαίτερης σημασίας για την έρευνα των απαρχών του μεταφραστικού κινήματος από τα ελληνικά στα αραβικά. Ήταν αυτοί οι δύο που το σχεδίασαν σαν τέτοιο· υπό την δυναστεία των Umayyad, όπως είπαμε ήδη, οι όποιες μεταφραστικές δραστηριότητες δεν είχαν τον κοινωνικά σημαντικό ρόλο που απέκτησαν υπό την δυναστεία των Αββασιδών. Για να καταλάβουμε τα κίνητρα τους είναι αναγκαίο να ερευνήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν στην αυτοκρατορική ιδεολογία της πρώτης περιόδου της δυναστείας αυτής ή, πιο ειδικά, τον ρόλο που έπαιξε το Ζοροαστρικό Σασανικό στοιχείο στην διαμόρφωση αυτής της ιδεολογίας. Αρχικά πρέπει να θυμηθούμε πως η δυναστεία των Αββασιδών πήρε την εξουσία σαν αποτέλεσμα ενός εμφυλίου πολέμου που ξέσπασε μεταξύ αντίπαλων φραξιών του οίκου του προφήτη Μωάμεθ, ενός πολέμου που συνήθως αναφέρεται σαν η επανάσταση των Αββασιδών. Το καθήκον που είχαν οι πρώτοι χαλίφηδες των Αββασιδών (καθήκον το οποίο με πολύ ενεργητικό τρόπο εξετέλεσε ο al-Mansur) ήταν, εύλογα όχι μόνο η συμφιλίωση με τους πρώην αντιπάλους, αλλά επίσης ο διακανονισμός με όλες τις διαφορετικών συμφερόντων ομάδες που συμμετείχαν στην επανάσταση, η κάθε μία για τους δικούς της σκοπούς, υπό την αρχηγεία των Αββασιδών. Η διαχείριση της συμφιλίωσης και της ενότητας έπρεπε να αποκρυσταλλωθεί τόσο στο πολιτικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο. Η ιστορική έρευνα σχετικά με την επανάσταση των Αββασιδών έχει δείξει με πειστικό τρόπο πως η επιτυχία του al-Mansur και των διαδόχων του στο να κρατήσουν ενωμένο και ακμαίο το καινούργιο κράτος εξαρτήθηκε από τις μεγάλες ικανότητες τους να κάνουν συμμαχίες με εντελώς διαφορετικές σέντες και ομάδες, πείθοντας τες πως το συμφέρον τους ήταν η διατήρηση του κράτους τους. Στηρίχτηκε και στην ικανότητα τους να αποδυναμώνουν ιδεολογικά εκείνα τα στοιχεία που θεωρούσαν διαλυτικά ή ακραία. Παράλληλα με την πολιτική διαχείριση, ο al-Mansur και οι διάδοχοίι του έπρεπε να νομιμοποιήσουν την δυναστεία τους και μια εξουσία που είχε κερδηθεί σε εμφύλιο πόλεμο στα μάτια των πλέον σημαντικών συμμάχων τους· να την νομιμοποιήσουν και ιδεολογικά. Μ' αυτή την έννοια η τάση εκείνη που έπρεπε να μείνει περισσότερο ικανοποιημένη ήταν εκείνη που έπαιξε τον σημαντικότερο ρόλο στην συμμαχία για να κερδίσουν οι Αββασίδες: οι «πέρσες». Κάτω απ' αυτόν τον όρο περιλαμβάνονταν βασικά οι αραβικές φυλές που είχαν μετακινηθεί στο Hurasan στην αρχή των ισλαμικών κατακτήσεων και οι οποίες είχαν αναμιχθεί με τους ντόπιους πληθυσμούς· πέρσες άραβες και αραμαίοι που ζούσαν πριν την άνοδο του Ισλάμ υπό την αυτοκρατορία των Σασανιδών· πέρσες που είχαν πιστέψει στο ισλάμ και επίσης πέρσες οπαδοί του Ζαρατούστρα - την εποχή του al-Mansur αυτοί οι τελευταίοι αποτελούσαν την πλειονότητα των περσικής καταγωγής υπηκόων της αυτοκρατορίας - οι οποίοι είχαν δεχτεί πως η κατάκτηση τους από τους άραβες ήταν αναπόφευκτη. Γίνεται λοιπόν καθαρό πως ο τρόπος για να νομιμοποιήσουν οι πρώτοι Αββασίδες χαλίφες τον ρόλο της δυναστείας τους στα μάτια όλων αυτών των ιδεολογικών τάσεων της αυτοκρατορίας τους ήταν να επεκτείνουν την αυτοκρατορική ιδεολογία τους με τρόπο ώστε να περιλαμβάνει τις βασικές παραμέτρους της «περσικής» συνείδησης. Αυτό έγινε με την διακήρυξη της άποψης πως η δυναστεία των Αββασιδών, πέραν του να είναι απόγονοι του προφήτη (έτσι ώστε να ικανοποιούν τις απαιτήσεις τόσο των Sunni όσο και των Shi’i μουσουλμάνων) ήταν την ίδια στιγμή διάδοχοι των αρχαίων αυτοκρατορικών δυναστειών του Ιράκ και του Ιράν, από τους Βαβυλώνιους μέχρι τους Σασανίδες. Αλλά για να είναι κάτι τέτοιο πειστικό και λειτουργικό 8α έπρεπε να εσωτερικεύσουν τα βασικά στοιχεία της κουλτούρας των Σασανιδών, που παρέμενε η κυρίαρχη κουλτούρα μεγάλου μέρους του πληθυσμού στα ανατολικά του Ιράκ, ενσωματώνοντας τα μέσα στις δικές τους αντιλήψεις. Ο al-Mansur ήταν ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής. Ο al-Mansur, ο δημιουργός της Βαγδάτης, ο δεύτερος χαλίφης της δυναστείας των Αββασιδών και ο πραγματικός δεμελειωτής του κράτους της, και οι πολιτικές του που το σταθεροποίησαν με αξιοσημείωτη διάρκεια, θεωρείται γενικά από Άραβες συγγραφείς σαν ο εμπνευστής του μεταφραστικού κινήματος. Ας αρχίσουμε με δύο ανεξάρτητους ιστορικούς που αποτελούν τις βασικότερες πηγές για τα πρώτα χρόνια της δυναστείας. Ο ένας είναι ο ιστορικός al-Masudi (πέθανε το 956) που αναφέρει μια συζήτηση μεταξύ ενός απογόνου του al-Mansur, του χαλίφη al-Qahir (κυβέρνησε από το 932 έως το 934) και ενός ιστορικού, ή πιο σωστά προφορικού μεταφορέα της παράδοσης (ahbari), ονομαζόμενου Muhammad ibn-Ali al-Abdi al-Hurasani al-Ahbari. Έτσι λοιπόν ο al-Ahbari διηγείται τα εξής για τον al-Mansur:
Η δεύτερη αναφορά προέρχεται από τον ανδαλουσιανό ιστορικό Said (πέθανε το 1070) ο οποίος, αφού μελέτησε την συνεισφορά των αρχαίων πολιτισμών σε διάφορες επιστήμες, αναφέρει τα εξής για την ανάπτυξη των επιστημών από τους άραβες:
Υπάρχουν πολλές άλλες αναφορές στην υποστήριξη που έδωσε ο al-Mansur στο κίνημα των μεταφράσεων. Πολλούς αιώνες αργότερα ο Ibn-Haldun (πέθανε το 1406) αναγνώριζε την συμβολή του al-Mansur στην μετάφραση των Στοιχείων του Ευκλείδη:
Ο al-Mansur περιγράφεται απ' όλες τις πηγές σαν ένας ηγεμόνας που είχε ο ίδιος άμεση προσωπική εμπλοκή σε όλα τα καθήκοντα της εξουσίας του, τα διοικητικά, τα στρατιωτικά, τα οικονομικά, κλπ - ενώ στην περίπτωση της οικοδόμησης της Βαγδάτης είχε άμεση εποπτεία των τοπογραφικών και αρχιτεκτονικών εργασιών. Απ' την άλλη μεριά, με όλη την φυσική ευφυΐα του και τα ενδιαφέροντα του για τον πολιτισμό, ο al-Mansur δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί διανοούμενος με την συμβατική έννοια. Έτσι η προώθηση εκ μέρους του του μεταφραστικού κινήματος, που αποδείχθηκε μια μεγάλη στιγμή για τις πολιτιστικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις της αυτοκρατορίας, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία. Το ερώτημα είναι λοιπόν γιατί ο al-Mansur υιοθέτησε μια τέτοια πολιτική, και ποια ήταν τα κίνητρα του. Ένα στοιχείο που θεωρείται βασικό για την εκ μέρους του al-Mansur προώθηση των επιστημών και των σχετικών μεταφράσεων είναι η προσωπική του προσήλωση και πίστη στην αστρολογία. Είναι γεγονός πως δεν υπάρχουν αναφορές για ύπαρξη κάποια προϊσλαμικής αστρολογίας στην κοινωνία των αράβων. Και ενώ υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις για την ύπαρξη αστρολόγων στην αυλή των τελευταίων χαλιφών της δυναστείας των Umayyad, η παρουσία τους γίνεται κυρίαρχη στη διάρκεια της βασιλείας του al-Mansur. Απ' την άλλη μεριά η αστρολογία ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένη την τελευταία περίοδο της κυριαρχίας των Σασανιδών, και μεταξύ των απόγονων αυτής της δυναστείας μέσα στις ισλαμικές κοινωνίες: όχι μόνο αναπτυσσόταν τόσο με επιστημονικό όσο και με λαϊκό τρόπο, αλλά ήταν η βάση ενός ευρύτερου κοσμοειδώλου. Στην πραγματικότητα λοιπόν η κουλτούρα των Σασανιδών προμήθευσε στον al-Mansur βασικά στοιχεία της ζοροαστρικής αυτοκρατορικής ιδεολογίας και της πολιτικής χρήσης της αστρολογίας. Αξίζει εδώ μια παρενθετική αναφορά στην εξιστόρηση του πως «μετακινήθηκε» στην ευρύτερη περιοχή της ανατολής η επιστημονική γνώση έως την εποχή του al-Mansur. Παρακάτω είναι η εκδοχή του Abu-Sahl ibn-Nawbaht, γυιού και διαδόχου της θέσης του επίσημου αστρολόγου του al-Mansur, ο οποίος αναπαράγει την Ζοροαστρική ιστορία για την διακίνηση των επιστημονικών γνώσεων στο βιβλίο του Kitab an-Nahmutan. Το σχετικό κεφάλαιο ήταν μετάφραση από pahlavi (ινδικές) πηγές.
Στον βαθμό που η ιστορία και οι περιπέτειες της γνώσης ήταν η ιστορία και οι περιπέτειες της ανόδου και της πτώσης διάφορων εξουσιών στην ευρύτερη περιοχή, η συγκέντρωση, η κατοχή και η επίδειξη (διασπορά) των γνώσεων από την δυναστεία των Αββασιδών έγινε οργανικό στοιχείο της αυτοκρατορικής ιδεολογίας της. Κεντρική θέση σ' αυτόν τον θρίαμβο είχε η αστρολογική γνώση, κι αυτός ήταν ο λόγος της μετάφρασης της ζοροαστρικής ιστορίας των γνώσεων στα αραβικά από τον Abu-Sahl. Το νόημα ήταν σαφές: με την θέληση του θεού τα αστέρια είχαν διατάξει πως ήταν τώρα η σειρά των Αββασιδών να ανανεώσουν την επιστημονική γνώση, στην θέση των Σασανιδών που το έκαναν αυτό μέχρι πρόσφατα. Η εντολή να εξαπλωθεί η γνώση, που πρωτοδόθηκε από τον Χορσόη τον 1o; μετατέθηκε στον θεό και στ' αστέρια. Κι από κει «ισλαμοποιήθηκε». Κατά συνέπεια πίσω από την αστρολογική γνώση και ιστορία υπήρξε συγκεκριμένη πολιτική ιδεολογία. Αυτό ήταν κρίσιμο για την αυγή της κυριαρχίας των Αββασιδών, καθώς εκπλήρωνε δύο ουσιαστικά καθήκοντα. Ένα πολιτικό με την έννοια πως η κυριαρχία του κράτους των Αββασιδών της οποίας ο κύκλος μόλις άρχιζε εμφανιζόταν σαν θέληση του θεού εκφρασμένη μέσα από τις κινήσεις των αστεριών· κατά συνέπεια οποιαδήποτε πολιτική δραστηριότητα εναντίον του θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει. Και ένα ιδεολογικό με την έννοια πως η ηγεμονία των Αββασιδών εμφανιζόταν, μέσα στην τάξη του κόσμου που καθοριζόταν από την κίνηση των αστεριών, σαν ο νόμιμος και μοναδικός διάδοχος των αρχαίων αυτοκρατοριών της Μεσοποταμίας και του Ιράν, ιδιαίτερα μάλιστα εκείνης των Σασανιδών. Ο al-Mansur είχε σημαντικούς λόγους να υιοθετήσει μια στάση που είχε το πολιτικό μήνυμα πως η εξουσία των Αββασιδών ήταν ακλόνητη και το ιδεολογικό μήνυμα πως η καινούργια δυναστεία ήταν κληρονόμος των Σασανιδών: γιατί είνε να παλέψει με την αντίσταση στην εξουσία των Αββασιδών, κυρίως με την αναβίωση περσικών και ζοροαστρικών κινημάτων. Στην μακριά περίοδο κυοφορίας της επανάστασης των Αββασιδών στο Ιράν και στο Hurasan ανάμεσα στους βασικά περσικούς πληθυσμούς, τα δύο κύρια συστατικά του μηνύματος που διασκορπιζόταν απ' τους ανθρώπους των Αββασιδών ήταν πως η δυναστεία των Umayyad πρόκειται να καταρρεύσει, και ότι πρέπει να αντικατασταθεί από έναν ηγέτη απ' την οικογένεια του προφήτη που να είναι αποδεκτός από όλους (al-rida). Για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού που δεν είχαν προσηλυτιστεί στο ισλάμ αυτές οι δύο πλευρές δεν είχαν αναγκαστικά το ίδιο βάρος. Ήταν πολλοί εκείνοι που ήθελαν να απαλλαγούν από την αραβική κυριαρχία των Umayyad όπως ήθελαν και οι Αββασίδες, αλλά είχαν άλλες απόψεις για το ποιος θα έπρεπε να τους αντικαταστήσει. Με άλλα λόγια η προπαγάνδα των Αββασιδών για την επικείμενη επανάσταση προκάλεσε προσδοκίες περί επικείμενης πτώσης της εξουσίας των αράβων, και μαζί ελπίδες για μια νέα πολιτικοθρησκευτική τάξη την οποία δεν φαντάζονταν όλοι σαν ισλαμική και Αββασιδική. Με την ευκαιρία της προετοιμαζόμενης επανάστασης διάφορες ομάδες πιστών των περσικών εθνικών θρησκειών δούλευαν τα δικά τους σχέδια και την δική τους ιδεολογία, εκφρασμένα με όρους θρησκείας κατ' αναλογία αλλά και κατ' αντίθεση με τους μουσουλμάνους. Η πρώτη απειλή στην δυναστεία των Αββασιδών προερχόταν από πολλές ομάδες ή τάξεις του ντόπιου πληθυσμού των οποίων τα συμφέροντα είχαν κτυπηθεί από τον άμεσο μουσουλμανικό έλεγχο του Hurasan, κόσμος που ήταν σχεδόν έτοιμος, με την πρώτη ευκαιρία να δημιουργήσει αυτονομιστικά κινήματα. Οι εξεγέρσεις που οργάνωσαν εναντίον της ηγεμονίας του al-Mansur είχαν σκοπό να απαλλαγούν από τον αραβικό έλεγχο και να αποκαταστήσουν διάφορες μορφές περσικών θρησκειών, ή ενός μίγματος ζοροαστρισμού και μαζντανισμού. Οι εξεγέρσεις συνδέθηκαν με το όνομα του Abu-Muslim al Hurasani, του επικεφαλής του επαναστατικού στρατού των Αββασιδών στο Hurasan. Ο σημαντικός ρόλος του στην επιτυχία της επανάστασης και η μεγάλη υποστήριξη που είχε στην ευρύτερη περιοχή, με επίκεντρο την Marw, έκανε την δολοφονία του απαραίτητη - αλλά η συνέπεια ήταν η εξέγερση του στρατού, με επικεφαλής τον Sunbad, αξιωματικό του Abu-Muslim, το 755. Την εξέγερση του Sunbad την ακολούθησαν εκείνες του Baraz το 759 και του Ishaq του τούρκου το 759 επίσης. Μια δεύτερη απειλή στην ηγεμονία των Αββασιδών προερχόταν από την ντόπια αριστοκρατία της γης, τους dehqans. Προς το τέλος της αυτοκρατορίας των Σασανιδών αυτή η τάξη είχε κερδίσει σημαντική εξουσία, παραχωρημένη από τον πέρση αυτοκράτορα, και τα μέλη της κυβερνούσαν τον τοπικό πληθυσμό στις περιοχές τους σαν πραγματικοί άρχοντες. Κάτω από την εξουσία των αράβων, την οποία το μεγαλύτερο μέρος τους δέχτηκε με την υπογραφή συνθηκολογήσεων, κράτησαν τα προνόμια τους. Η πολιτική της δυναστείας των Umayyad για την περίπτωση τους ήταν να τους επιτρέψει να συνεχίσουν να δρουν σαν τοπικοί άρχοντες των μη μουσουλμανικών πληθυσμών, απ' τους οποίους μπορούσαν να παίρνουν φόρους. Οι μουσουλμάνοι - είτε άραβες είτε προσηλυτισμένοι πέρσες - φυσικά δεν ενέπιπταν στην αρμοδιότητα αυτών των γαιοκτημόνων, αλλά αυτό ήταν μικρό πρόβλημα για τους ίδιους στη διάρκεια της δυναστείας των Umayyad λόγω του μικρού αριθμού των προσήλυτων. Με τους Αββασίδες ωστόσο, και την εκστρατεία τους για μια ισλαμική κοινωνία ισότητας, η εξουσία των dehqans άρχισε να μειώνεται δραματικά λόγω της αυξανόμενης ισλαμοποίησης. Τελικά η αντίθεση τους στους Αββασίδες εκδηλώθηκε όχι μόνο με την πολύ μικρή συμμετοχή αριστοκρατικών οικογενειών στην επανάσταση, αλλά και με την εξέγερση τους στη συνέχεια εναντίον του al-Mansur το 767. Η ιδεολογία όλων αυτών των αντιτιθέμενων στους άραβες ομάδων ήταν, σε διάφορους βαθμούς και με ποικιλία ερμηνειών, υπέρ της αναγέννησης του ζοροαστρισμού. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και του ξεσπάσματος της επανάστασης των Αββασιδών αλλά και μετά οι μεταφράσεις διάφορων κειμένων έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις προσπάθειες των επικεφαλής αυτών των ομάδων να πλησιάσουν τους πληθυσμούς, να κερδίσουν κόσμο, να απλώσουν την προπαγάνδα τους. Το ζητούμενο γι' αυτούς τους ιδεολόγους ήταν να μπορέσουν να προσεγγίσουν τους αραβόφωνους με τα θρησκευτικά κείμενα του ζοροαστρισμού ώστε να τους πείσουν πως η πτώση της δυναστείας των Umayyad θα έπρεπε να οδηγήσει στην αναβίωση της ζοροαστρικής παράδοσης, όχι μόνο θρησκευτικής αλλά και πολιτικής. Όλες αυτές οι ανταρσίες δεν απετέλεσαν στον ίδιο βαθμό σοβαρό κίνδυνο για την επιβίωση της δυναστείας των Αββασιδών. Αλλά ο al-Mansur ήταν πραγματιστής. Σκόπευε στο να ελέγξει ή και να αφομοιώσει την ιδεολογική βάση τους, γιατί ήξερε το προφανές, ότι δηλαδή ακόμα κι αν όσοι παίρνουν τα όπλα σε μια εξέγερση είναι σχετικά λίγοι οι συμπαθούντες και υποστηρικτές τους είναι πολύ περισσότεροι. Έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην Marw σαν κέντρο των ζυμώσεων των ζοροαστρικών ιδεολογιών. Για να ελέγχει την κατάσταση τοποθέτησε σαν τοποτηρητή της Husaran τον γυιό του al-Mahdi μεταξύ 759 και 769. Από την άλλη μεριά καταλάβαινε πώς όσο κιαν ήταν εύκολο να περιορίσει την δράση των σκληροπυρηνικών δεν θα ήταν το ίδιο εφικτό, και σε τελευταία ανάλυση ούτε επιθυμητό να ξεριζώσει το πολιτιστικό υπόβαθρο των ντόπιων πληθυσμών. Μ' αυτήν την έννοια η επιλογή του al-Mansur να υιοθετήσει την ζοροαστρική ιδεολογία και να την μεταφέρει στην Βαγδάτη αποδείχθηκε όχι σοφή αλλά απλά ρεαλιστική. Από την στιγμή που η ζοροαστρική κουλτούρα των Σασανιδών έγινε δεκτή στη νέα πρωτεύουσα μετά την κατασκευή της, οι μεταφράσεις όλης της κοσμικής γνώσης στα αραβικά έγιναν σημαντικό τμήμα της ιδεολογικής παραγωγής του νέου κράτους. Αυτή είναι τελικά η εξήγηση για τα κίνητρα της πρώτης φάσης του μεταφραστικού κινήματος, από τους πρώτους χαλίφες των Αββασιδών. Αποδεικνύεται εξάλλου από τα ίδια τα γεγονότα: οι αρχικές μεταφράσεις κλασσικών ελληνικών κειμένων δεν έγιναν από τα ελληνικά κατευθείαν αλλά από τα pahlavi, και ήταν κυρίως αστρολογικού περιεχομένου. Η προσοχή που έδινε ο al-Mansur σε κάθε λεπτομέρεια του πολιτικού και διοικητικού του ρόλου έχει φανεί με τα προηγούμενα. Η πολιτική του για στρατιωτική εκμηδένιση των αντιπάλων του μέσω της αφομοίωσης της ιδεολογίας τους ήταν στο ίδιο μοτίβο. Είναι χαρακτηριστικό το ότι υιοθέτησε το όνομα «al-Mansur» που σημαίνει «αυτός στον οποίο ο θεός έδωσε τη νίκη» ή, πιο σύντομα, «αυτός που είναι προορισμένος να νικάει». Οι μεσσιανικές παραδηλώσεις αυτού του ονόματος είναι προφανείς, και πρέπει να υιοθετήθηκε για να ελεγχθούν οι αντιδράσεις των Σιιτών ύστερα από την τελική νίκη του al-Mansur τον Μάρτιο του 763 επί της σιιτικής διεκδίκησης της εξουσίας του χαλιφάτου. Παράλληλα όμως διάλεξε για τον γυιό και διάδοχο του al-Mahdi τον τίτλο «ο μεσσίας», έναν τίτλο με σιιτική καταγωγή. Ποιό δύσκολο να ερευνηθεί η εφαρμογή της αυτοκρατορικής ιδεολογίας του al-Mansur είναι στην περίπτωση της καινούργιας πρωτεύουσας που έκτισε, της Βαγδάτης. Υπάρχουν αντικρουόμενες ερμηνείες επ' αυτού του θέματος. Αλλά είναι γεγονός ότι το κυκλικό σχήμα της πόλης με το παλάτι στο κέντρο της αποτελεί έναν συμβολισμό της κεντρικότητας με την οποία επένδυσε ο al-Mansur την εξουσία του. Οι πηγές αναφέρουν πως διάλεξε αυτό το σχήμα γιατί έτσι έδειχνε ότι κρατάει ίσιες αποστάσεις από κάθε κομμάτι της πόλης. Κάτι τέτοιο μοιάζει να είναι εφαρμογή στο σχεδιασμό μιας πόλης του Ευκλίδειου ορισμού του κύκλου - και ο al-Mansur είχε δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μετάφραση των Στοιχείων του Ευκλείδη. Τα οποία είτε είχε διαβάσει ο ίδιος είτε είχε αναθέσει σε άλλους να διαβάσουν και να του εξηγήσουν. Εν πάσει περιπτώσει, για το μορφωμένο μέρος των κατοίκων της Βαγδάτης, η αναλογία του σχεδίου της πόλης με το έργο του Ευκλείδη δεν 8α μπορούσε παρά να σημαίνει πως ο χαλίφης εφάρμοζε πράγματι την αρχαία γνώση. Επιπλέον το σημείο στο οποίο κτίστηκε η Βαγδάτη, τόσο κοντά στην Κτησιφώνα (την παλιά πρωτευσα των Σασανιδών) δεν θα μπορούσε παρά να δείχνει, σε όσους ή8ελαν να το αντιληφθούν, πως η νέα δυναστεία ήταν συνέχεια των παλιών περσικών αυτοκρατοριών. Οι ιστορικές πηγές δίνουν έμφαση στις πύλες που κατασκευάστηκαν στην Κυκλική Πόλη, μερικές απ' τις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί από τον βιβλικό Σολομώντα σε μια πόλη που έκτισε κοντά στην Wasit, και στη συνέχεια από τον al-Haggag στην ίδια την Wasit. Μια άλλη πύλη, που μεταφέρθηκε από την Συρία, είχε κατασκευαστεί από αιγυπτίους φαραώ. Οι συμβολισμοί αυτών των επιλογών δεν είναι δύσκολοι. Αν η εγγύτητα με την Κτησιφώνα και το κυκλικό σχήμα της Βαγδάτης ήθελε να παραπέμψει στην ιστορική συνέχεια πολιτικής και επιστήμης, οι πύλες ήταν σημαντικές για τους Λαούς της Βίβλου, τους εβραίους, τους χριστιανούς, τους αιγυπτίους. Ο al-Mansur δεν πρόβαλε την Βαγδάτη απλά σαν κέντρο της εξουσίας του· αλλά μέσω αυτής παρουσίασε την δυναστεία των Αββασιδών σαν το πολιτικό αποκορύφωμα του μωσαϊκού των λαών, των θρησκειών και των παραδόσεων της ευρύτερης περιοχής. 0Ι ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ: Πέρα απ' την αστρολογία η οποία είχε ιδιαίτερη σημασία στα πρώτα στάδια της δημιουργίας του κράτους των Αββασιδών, υπήρχαν κι άλλες σημαντικές κοινωνικές ανάγκες που έδωσαν ώθηση στο μεταφραστικό κίνημα σαν απαραίτητου εξοπλισμού για την μόρφωση των στρωμάτων εκείνων που χρειάζονταν για την στελέχωση της διοίκησης. Τα θέματα τα οποία οι υπουργοί έπρεπε να χειριστούν στα πλαίσια των καθηκόντων τους ήταν πρακτικά: λογιστική, τοπογραφία, μηχανική, χρονομέτρηση - για παράδειγμα. Ήταν η σύνδεση με τέτοιες ανάγκες που έβαλε το σύνολο των μαθηματικών επιστημών της εποχής (αριθμητική, γεωμετρία, τριγωνομετρία, αστρονομία) στην καρδιά των μεταφράσεων. Η καλύτερη αναφορά σ' αυτές τις πρακτικές ανάγκες μόρφωσης των διοικητικών υπαλλήλων υπάρχει στο βιβλίο ενός επιστήμονα που μίλησε γι' αυτά ακριβώς τα θέματα. Πρόκειται για τον Ibn-Qutayba (πέθανε το 276/889) και το Adab al-katib (Εκπαίδευση των υπουργών), ένα βιβλίο που γράφτηκε σχεδόν έναν αιώνα μετά την έναρξη του μεταφραστικού κινήματος, σαν οδηγός για την αναγκαία φιλολογική εκπαίδευση των κρατικών στελεχών. Στον διάσημο πρόλογο του ο Ibn-Qutayba κάνει έναν κατάλογο των θεμάτων για τα οποία ένα στέλεχος της διοίκησης οφείλει να έχει γνώσεις:
Οι πέρσες έλεγαν πως αυτός που δεν ξέρει τα πιο κάτω δεν θα είναι αποτελεσματικός σαν κρατικός λειτουργός: αυτός που δεν ξέρει τις αρχές του ανοίγματος καναλιών (igra al-miyah), το να ανοίγει σωστούς δρόμους για το νερό και να παραμερίζει τα εμπόδια στη ροή του· αυτός που δεν ξέρει να μετράει την διαφορετική διάρκεια των ημερών, την περιστροφή του ήλιου, τα σημεία του ορίζοντα απ' τα οποία ανατέλουν τα αστέρια, και τις φάσεις του φεγγαριού με τις συνέπειες τους· αυτός που δεν ξέρει τις μονάδες μέτρησης· αυτός που δεν ξέρει την χαρτογραφία με τρίγωνα, τετράγωνα και πολύγωνα διάφορων γωνιών αυτός που δεν ξέρει πως κατασκευάζονται τοξωτές πέτρινες γέφυρες και άλλου είδους γεφυριών, φτερωτές νερόμυλων αυτός που δεν ξέρει την φύση των εργαλείων που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες και οι κατασκευαστές· αυτός που δεν ξέρει να κάνει λογαριασμούς. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο Ibn-Qutayba επιμένει εδώ όχι μόνο στα είδη των γνώσεων σε όλες τις βασικές μαθηματικές επιστήμες που είναι απαραίτητα για ένα ανώτερο διοικητικό στέλεχος, αλλά και στο ότι είναι απαραίτητο αυτές οι γνώσεις να είναι εφαρμοσμένες. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό επειδή δεν ήταν συναρτημένη, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, η θεωρητική επιστημονική ενασχόληση με τις πρακτικές της εφαρμογές. Έτσι, ένας κατάλογος των γνώσεων των απαραίτητων για τα διοικητικά στελέχη της αυτοκρατορίας των Αββασιδών μας υποδεικνύει επίσης την κοινωνική αξιοποιηση τους. Περίοπτη θέση στις υποδείξεις του Ibn-Uutayba έχει η γεωμετρία. Όπως έχει ήδη αναφερθεί τα Στοιχεία του Ευκλείδη μεταφράστηκαν στα αραβικά για πρώτη φορά κατά την διάρκεια της βασιλείας του al-Mnasur. Συναφές είναι πως στα αραβικά αυτής της εποχής η λέξη muandis, μια αραβική λέξη με περσική προέλευση, σήμαινε ταυτόχρονα γεωμέτρης και μηχανικός. Στο λεξικό τεχνικών όρων για όλες τις επιστήμες που έφτιαξε ο al-Hwarizmi, έναν αιώνα μετά τον Ibn-Gutayba, ο γεωμέτρης / μηχανικός (muhandis) ορίζεται σαν αυτός που μετράει και ετοιμάζει σχέδια (yuqaddiru) για την κατεύθυνση που θα πάρουν τα αδρευτικά κανάλια και τις περιοχές στις οποίες πρέπει αυτά να ανοιχτούν. Μια άλλη μαθηματική επιστήμη που αναπτύχτηκε πολύ νωρίς και είχε σκοπό πρακτικές ανάγκες ήταν η άλγεβρα. Ήταν το ίδιο χρήσιμη με την γεωμετρία, για παρόμοιους με εκείνην λόγους. Επιπλέον στα πρώτα χρόνια της δυναστείας των Αββασιδών αναπτύχθηκε γρήγορα η ισλαμική νομοθεσία, κι εκεί η άλγεβρα έγινε ένα βασικό εργαλείο για την διευθέτηση των πολύπλοκων λεπτομερειών του οικογενειακού δικαίου για τις κληρονομιές. Και οι δύο αυτές κατηγορίες εφαρμογών αναφέρονται από τον Muhammand ibn-Musa al-Hwarizmi στην εισαγωγή της Άλγεβρας του. Γράφει:
Ανάλογα σημαντική ήταν η μετάφραση έργων σχετικών με τις αγροτικές εργασίες. Υπάρχουν αναφορές ότι το Eclogae του Κασσιανού Βάσσου μεταφράστηκε δύο φορές: την πρώτη φορά από τα pahlavi στις αρχές του έβδομου αιώνα, και την δεύτερη κατευθείαν απ' τα ελληνικά, από τον Sirgis ibn-Hiliya ar-Rumi, ο οποίος μετέφρασε επίσης το Almagest το 212/827. Η Συναγωγή του Anatolius μεταφράστηκε κι αυτή δυο φορές. Αυτό που δείχνουν οι περιπτώσεις διπλών μεταφράσεων των ίδιων έργων από διαφορετικές πηγές και γλώσσες είναι ότι η μεταφραστική πολιτική των Αββασιδών διέθετε άφθονα μέσα και χρήματα ώστε να αναζητούνται οι πλέον ασφαλείς και αξιόπιστες εκδοχές των αρχικών κειμένων. Αυτό που πιστοποιούν οι πρώιμες μεταφράσεις είναι πως παράλληλα με τις ιδεολογικές ανάγκες της νέας αυτοκρατορίας υπήρχαν και συγκεκριμένες πρακτικές αναγκαιότητες που ευνόησαν την ανάπτυξη του μεταφραστικού κινήματος. Από την στιγμή που ο al-Mansur ανέλαβε την χρηματοδότηση αυτής της κίνησης αναπτύχτηκε με δύο τρόπους: κατ' αρχήν στην κατεύθυνση της ακριβούς επιστημονικής καταγραφής των γνώσεων που υπήρχαν στα βασικά γνωστικά πεδία, και ύστερα προς νέες περιοχές και θεματολογίες που κρίνονταν ενδιαφέρουσες. Πρέπει να έχει κανείς κατά νου πως σε συγκεκριμένα πεδία όπως η αστρολογία και η αστρονομία υπήρχαν ειδικοί πριν απ' την έναρξη της μορφωτικής επανάστασης των Αββασιδών, πριν από την δημιουργία της Βαγδάτης. Αλλά η επιλογή του al-Mansur και των διαδόχων του έδωσε χώρο, χρόνο και χρήμα στην προϋπάρχουσα γνώση και στους φορείς της γενικεύοντας την δυνατότητα δημιουργίας μιας αρχικής κρίσιμης μάζας επιστημόνων στην Βαγδάτη. Η ώθηση των μεταφράσεων επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα σώμα αραβόφωνων ειδικών με υψηλή ομογενοποίηση, οι οποίοι στη συνέχεια αναπαρήγαγαν έναν όλο και αυξανόμενο αριθμό διανοούμενων: αστρολόγων και αστρονόμων, μαθηματικών, γιατρών, και τελικά φιλοσόφων. Μπορεί έτσι να αντιληφθεί κανείς την ιστορική διαλεκτική ανάμεσα στην αναζήτηση διεθνών ειδικών σε κάθε επιστημονικό πεδίο της εποχής, την μετάφραση των έργων τους, την παραπέρα έρευνα και την ανανέωση της ανάγκης για καινούργιες μεταφράσεις. Τα μαθηματικά είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Το διάσημο βιβλίο του al-Hwarizmi για την άλγεβρα, που έδωσε επαναστατική ώθηση στις μαθηματικές σπουδές, εμφανίστηκε κάπου ανάμεσα στο 813 και το 830, περίπου μισόν αιώνα μετά την μετάφραση των Στοιχείων του Ευκλείδη. Η διατύπωση εκ μέρους του al-Hwarizmi διαφορετικών αλγεβρικών διατυπώσεων σε διάφορες λύσεις εμπνεόταν από τον Ευκλείδη, και ειδικά το αξίωμα του για την ισότητα των μερών. Η εργασία του al-Hwarizmi προκάλεσε με την σειρά της την μετάφραση στα αραβικά της Αριθμητικής του Διόφαντου και, αυτό είναι αρκετά ενδιαφέρον, παρότι η Αριθμητική του Διόφαντου είχε θέμα ακριβώς την αριθμητική, μεταφράστηκε με τεχνικούς όρους της Άλγεβρας του al-Hwarismi. Ένα παρόμοιο παράδειγμα προέρχεται από το πεδίο της φυσικής οπτικής. Τα βιβλία του Διοκλή, του Ανθέμιου του Τραλλέα και του Δίδυμου μεταφράστηκαν στα αραβικά σαν αποτέλεσμα του πρακτικού ενδιαφέροντος των διανοούμενων και των αρχόντων για την χρήση καθρεφτών ως όπλο πρόκλησης εμπρησμών. Ο θρύλος του Αρχιμήδη που έβαλε φωτιά στον στόλο του Μάρκελου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Συρακουσών, ένα θρύλος πολύ γνωστός στους Άραβες, προκαλούσε τους μαθηματικούς στο να δοκιμάσουν να ξανακάνουν κάτι τέτοιο. Η διαθέσιμη κειμενογραφία στα ελληνικά σχετικά μ' αυτό το θέμα συγκεντρώθηκε και μεταφράστηκε στα αραβικάα ενώ ο al-Kindi έγραψε μια ανεξάρτητη πραγματεία επί του θέματος κάνοντας πολλές διορθώσεις στα λεγόμενα των προηγούμενων. Τέτοιες οικογένειες δημιούργησαν μια διακριτή κοινωνική ομάδα στη Βαγδάτη. Πέραν από το να προμηθεύουν με γιατρούς την αυλή των Αββασιδών, ασχολήθηκαν με την ιατρική έρευνα, έγραψαν ιατρικά εγχειρίδια, και διεκπεραίωσαν ανάλογες μεταφράσεις. Αυτά με τη σειρά τους επέτρεψαν την ανάπτυξη ενός ευρύτερου ιατρικού σώματος που στελέχωσε τα δημόσια νοσοκομεία του αραβικού κόσμου. Ο ibn-Masawayh είχε παντρευτεί μια κόρη του Abdallah al-Tayfuri και είχε έναν γυιό απ' αυτήν. Η γυναίκα, γράφει ο ίδιος, ήταν εξαιρετικής ομορφιάς αλλά και πολύ ανόητη, και ο γυιός τους ήταν κι αυτός βλάκας, παίρνοντας σύμφωνα με τα λόγια του ibn-Masawayh τα χειρότερα απ' τον πατέρα και την μητέρα του και τίποτα καλό. Έτσι ο ibn-Masawayh συνεχίζει:
Παρηγοριά για τον ibn-Masawayh ήταν οι μεταφράσεις των έργων του Γαληνού για την ανατομία, τις οποίες έκανε ο μαθητής του και διάσημος μεταφραστής Hunayn ibn-Ishaq. Ο Hunayn μετέφρασε τουλάχιστον εννιά βιβλία του Γαληνού, κι ανάμεσα του δύο ακριβώς για το θέμα που ενδιέφερε τον ibn-Masawayh: Περί της ανατομίας των φλεβών και των αρτηριών, και Περί της ανατομίας των νεύρων. Υπήρξε, τελικά και η φιλοσοφία. Ήταν ένα γνωσιολογικό πεδίο με την μικρότερη πρακτική διάσταση, με την έννοια πως η φιλοφοφία δεν είναι το ίδιο «εφαρμόσιμη» όπως η γεωμετρία, η αστρολογία ή ιατρική. Εν τούτοις θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνική χρήση της φιλοσοφίας· και φαίνεται πως αυτή ήταν πράγματι μια διάσταση της ανάπτυξης της στον αραβικό κόσμο. Η εισαγωγή της φιλοσοφίας στο Ισλάμ έχει συνδεθεί με το όνομα του αΙ-Kindi (πέθανε το 870), που θεωρείται ο πρώτος φιλόσοφος των αράβων, και με τον κύκλο των επιστημόνων και συνεργατών που συγκέντρωσε γύρω του. Ο al-Kindi δεν ήταν ωστόσο φιλόσοφος. Ήταν μάλλον ένας πολυμαθής στις επιστήμες, και σαν τέτοιος ήταν γέννημα της εποχής του. Έγραψε σχετικά με όλες τις επιστήμες που αναφέραμε πριν: αστρολογία, αστρονομία, αριθμητική, γεωμετρία, ιατρική. Η πλατεία και πανοπτική γνώση του απ' όλες τις επιστήμες, μαζί με το πνεύμα του εγκυκλοπαιδισμού που είχε αναπτυχθεί μέσα από το μεταφραστικό κίνημα ήδη μισόν αιώνα πριν απ' την εποχή του, οδήγησαν τον al-Kindi στο να αναπτύξει ένα πολυσχιδές ερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό να συμπληρώσει και να αναβαθμίσει τις γνώσεις και τις επιστήμες που έρχονταν από τους αρχαίους. Ο στόχος του al-Kindi όπως τον επαναλάμβανε σε πολυάριθμες εισαγωγές δοκιμίων του ήταν η ανάπτυξη των επιστημών και όχι η απλή επανάληψη και απομνημόνευση των ήδη υπαρχόντων συμπερασμάτων. Ήθελε κάθε επιχείρημα να έχει μαθηματική υποστήριξη και θεωρούσε τις μαθηματικές ή/και τις γεωμετρικές αποδείξεις σαν την ανώτερη τάξη στον κόσμο. Ήταν τέτοια η επιρροή και το ιδεώδες της αποδειξιμότητας ώστε ο al-Kindi έφτασε να δοκιμάσει τέτοιες προσεγγίσεις στις θεολογικές και θρησκευτικές συζητήσεις του καιρού του. Με τον σκοπό αυτό προσπάθησε να δοκιμάσει πιο «επιστημονικές», δηλαδή πιο στοιβαρές μεθοδολογικά αναλύσεις θεμάτων της φιλοσοφίας. Αλλά κάτι τέτοιο, μέσα στο πνευματικό περιβάλλον της εποχής του στην Βαγδάτη, δεν ήταν κάτι ακραίο. Τέτοιες απόπειρες γίνονταν ευμενώς δεκτές από τους διανοούμενους των ανώτερων τάξεων της αραβικής κοινωνίας. |
|||
Sarajevo