Στην αρχή το πράγμα ήταν εντυπωσιακό. Ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός ανθρώπων, 6.140.000 και κάτι έλληνες και ελληνίδες, μέσα σε ελάχιστο χρόνο (μια βδομάδα) μελέτησαν εξονυχιστικά δύο πολυσέλιδα κείμενα, με τους εξής τίτλους:
- Reforms for the completion of the current program and beyond· και
- Preliminary debt sustainability analysis.
Ήταν μια λαϊκή έκρηξη ανάγνωσης και αυτοεκπαίδευσης, πάνω σε στριφνά κείμενα σε οικονομικούς και τεχνικούς όρους. Οι περισσότεροι / ες είχαν σοβαρά προβλήματα, αφού τα αγγλικούλια του σχολείου (κάτι lower με το ζόρι) δεν βοηθούσαν. Ευτυχώς, υπήρχαν πολλοί με proficiency (και ακόμα περισσότεροι με πτυχία οικονομικών σπουδών) που ανέλαβαν να βοηθήσουν. Όλη η χώρα έγινε ένα απέραντο φροντιστήριο. Κάθε γειτονιά και ένα σοβιέτ ανάγνωσης, εξηγήσεων, συζητήσεων, αντεγκλίσεων. Μικροί και μεγάλοι ήθελαν να έχουν στέρεη γνώμη, να κατασταλάξουν με σιγουριά. Κι έτσι ακριβώς έγινε - όπως άλλωστε ταιριάζει σε βαθιά δημοκρατικούς λαούς. Πρώτα η ενημέρωση, ύστερα η επεξεργασία, στο τέλος η διαμόρφωση γνώμης. Σημαντική ήταν η βοήθεια όλων των οργανώσεων που υποστήριζαν είτε το “ναι” είτε το “όχι”: πολλές εκατοντάδες χιλιάδες μπροσούρες, με τα κείμενα σε πιστή μετάφραση και εύστοχα εκλαϊκευμένα σχόλια υπέρ και κατά, μοιράστηκαν σ’ όλη την επικράτεια. Σε σχολεία, καφενεία, λαϊκές αγορές, κομμωτήρια, μπαρ, νοσοκομεία, στάσεις, στο δρόμο... ακόμα και σε κηδείες.
Ή μήπως δεν έγινε έτσι, ούτε κατά διάνοια, ούτε κατά φαντασία; Ας το παραδεχτούμε. Ούτε από απλή περιέργεια δεν ασχολήθηκε κανείς με κάτι που είχε ξεπεραστεί, και άλλωστε ξεπερνούσε τον ψυχισμό των ψηφοφόρων. Έξι εκατομμύρια και λίγες χιλιάδες συνέλληνες έπαιξαν σαν κομπάρσοι στην απόλυτη υπερπαραγωγή ever: “ναι” ή “όχι”; Σε τι; Σε οτιδήποτε! Το ελληνικό “ναι” ή “όχι” του 2015 πρόκειται να αντικαταστήσει για πάντα το σαιξπηριανό “to be or not to be?”. Έξι εκατομμύρια κομπάρσοι που πλήρωσαν κιόλας για να παίξουν, σ’ ένα έργο του οποίου αγνοούν την πλοκή, την σκηνοθεσία (και τους σκηνοθέτες) - και, φυσικά, το τέλος.
Δεν ήταν πράξη αυτογνωσίας· ήταν πράξη αυτοχειρίας. Δεν ήταν έκρηξη δημοκρατίας· ήταν έκρηξη συναισθηματικών πειθαναγκασμών που σερβίρονται με σαντιγύ και πολλούς υπαινιγμούς. Φυσικά υπήρχαν και συμφέροντα – όπως τα καλαβαίνει ο καθένας. Το “ναι” υποτίθεται ότι σήμαινε ναι στο ευρώ και την ευρώπη αλλά χωρίς αυστηρούς όρους... Το “όχι” υποτίθεται ότι σήμαινε ναι στο ευρώ και την ευρώπη αλλά χωρίς αυστηρούς όρους... Υπήρξαν, βέβαια, σ’ ότι αφορά το “όχι” κι άλλες ερμηνείες: “εθνική ανεξαρτησία”, “εθνική υπερηφάνεια”, “η επανάσταση δεν τέλειωσε το ‘21", “η έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα δεν τέλειωσε το ‘17”... Μια κάποια διαφοροποίηση θα ήταν αναγκαία (του είδους “μπααα”, “τσου”, “αποκλείεται σου είπα, αποκλείεται σου λέω”). Όμως όλοι προτίμησαν το ίδιο μονολεκτικό “όχι”. Είναι σα να δίνει ο καθένας ένα δηνάριο (προσοχή: σκόπιμη αποφυγή αναφοράς σε νόμισμα) για κάποιον διακηρυγμένο “κοινό σκοπό"... Τελικά όμως το ταμείο το κρατάει ένας, και το κάνει ό,τι θέλει. Παίρνει τα λεφτά και τρέχει.
Ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες ο μεταμοντερνισμός και το θέαμα δεν ισοπέδωσαν σε έξι εκατομμύρια κεφάλια, τόσο εύκολα, τόσο χαρωπά, οποιαδήποτε στοιχειωδώς λογική σκέψη· κι ας μην πούμε για αμφιβολία και καχυποψία. Ή μήπως είχε ήδη εξαφανιστεί κάθε δυνατότητα ελέγχου του θυμικού; Μάλλον αυτό. Στο πτώμα της κριτικής ικανότητας χορεύουν τα φαντάσματα.
Αν δεν το είχαμε υποστηρίξει γραπτά, δημόσια και έγκαιρα (ένα μήνα πριν τις εκλογές του Γενάρη) ότι ένα καλό μέρος των ντόπιων αφεντικών θέλει να απαλλαγεί απ’ τα “μνημόνια” αφού πρώτα πήρε απ’ αυτά ό,τι τα συνέφερε (δηλαδή την άγρια υποτίμηση της εργασίας) θα είμασταν “εκ των υστέρων προφήτες”. Αν δεν είχαμε μιλήσει δημόσια και έγκαιρα (μια μέρα πριν την ανακοίνωση του “δημοψηφίσματος”) για το “κόμμα του ευρώ” και το “κόμμα της δραχμής”, την συμπληρωματικότητά τους, την εσωτερική αντίφαση του πρώτου και την εσωτερική ένταση του δεύτερου, θα είμασταν κάποιοι ανάμεσα στους συνηθισμένους “έξυπνάκηδες”. Αν δεν είχαμε αναλύσει γραπτά και έγκαιρα ποια αφεντικά βρίσκονται απ’ την μια μεριά και ποια απ’ την άλλη, με την πιθανότητα ωστόσο να βρουν “κοινούς τόπους”, θα είμασταν άτοποι. Κι αν δεν είχαμε περιγράψει ξανά και ξανά τους κινδύνους απ’ την γενικευμένη συγκινησιακή πανούκλα εδώ και χρόνια, θα είμασταν άστοχοι.
Όμως αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία (λένε οι εξουσίες) έχει ο “λαός”. Τρία ζήτω λοιπόν!!!
Επίμονοι καθώς είμαστε ωστόσο θα θέλαμε να σφίξουμε το χέρι σ’ εκείνες και εκείνους που είτε μετά από ώριμη σκέψη είτε, απλά, από ένστικτο, αρνήθηκαν να βάλουν το κεφάλι τους στον ντορβά. Σε εκείνες κι εκείνους που είχαν την κατάλληλη όσφρηση για να μυρίσουν την “βρώμα”. Σε εκείνες κι εκείνους που δεν έγιναν συνένοχοι στα εγκλήματα που έχουν ήδη γίνει και σ’ αυτά που θα γίνουν. Σε εκείνες κι εκείνους που δεν έβγαλαν τα μάτια τους με τα χέρια τους. Σε εκείνες κι εκείνους που αρνήθηκαν να διαλέξουν (και να νομιμοποιήσουν) την μέθοδο της εκμετάλλευσής τους: “μνημόνιο” ή “εθνικό νόμισμα”; Σε εκείνες κι εκείνους που κράτησαν τον θυμό τους μακριά απ’ τα γυάλινα κουτιά.
Δεν θα πρέπει να ήταν πολλοί μέσα στο πάνω από εκατομμύριο (οι νεκροί αφαιρούνται) της αποχής. Ίσως μερικές δεκάδες χιλιάδες σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες. Αλλά είναι αρκετοί. Γιατί ξέρουμε ότι δεν πήραν εύκολη απόφαση. Είχαν απέναντί τους τους εκβιασμούς εργοδοτών, συγγενών, φίλων, γνωστών. Και δεν υπέκυψαν.
Τα παπαγαλάκια του καθεστώτος προσπάθησαν (και θα ξαναπροσπαθήσουν) να εξαφανίσουν αυτήν την σιωπηλή άρνηση. Οι ιδεολογικά διεφθαρμένοι θα προσπαθήσουν να πουν ότι η αποχή στο “δημοψήφισμα” ήταν “ανεύθυνη” - για άλλους “αντεθνική”, για άλλους “αντεπαναστατική”. Ας αφήσουμε τον κουρνιαχτό της σκόνης να κατακάτσει. Τόσο το “ναι” όσο και το “όχι” ήταν μια τεράστια κατάφαση στις εναλλακτικές της εξουσίας, των αφεντικών, του ντόπιου καπιταλισμού και κράτους, του ντόπιου οργανωμένου εγκλήματος. Ένα και μόνον ένα “όχι” είχε αξία στις 5 Ιούλη του 2015. Κι αυτό ήταν η άρνηση στους πολιτικούς και συναισθηματικούς εκβιασμούς του συστήματος. Η άρνηση στην υποτίμηση της νοημοσύνης μας.
Κατά τα υπόλοιπα οι μικρές και μεγάλες ψευδαισθήσεις θα συνεχίσουν να δουλεύουν για όσους τις έχουν. Όπως πάντα: σαν κρεατομηχανές.
Δεν το μάθατε πια; Στου κρεμασμένου το σπίτι αγόρασαν κι άλλο σκοινί...
(Ας το θυμίσουμε κι αυτό, δεν είναι λεπτομέρεια. Ένα καλό μέρος της τάξης μας, οι μετανάστες και οι μετανάστριες, δεν ρωτήθηκαν τίποτα. Ποτέ δεν ρωτιούνται. Ίσως είναι κι αυτό μια υπενθύμιση πως όταν η καλοσυνάτη “δημοκρατία” των αφεντικών απευθύνεται σ’ εμάς, δήθεν για να μάθει τη γνώμη μας, είναι μόνο για να δούμε με θαυμασμό τους κυνόδοντές της…)
Αθήνα, 6 Ιούλη 2015