Φεβρουάριος 2011 Rock the Casbah! Πρώτα η Τυνησία, μετά η Αίγυπτος. Η κοινωνική θύελλα που ξέσπασε τον προηγούμενο Δεκέμβρη κι ακόμη συνεχίζεται, συγκλονίζει τον αραβικό κόσμο, τον κόσμο αυτό ακριβώς που η Δύση νόμιζε ότι (και ήθελε να) βρίσκεται σε διαρκή ύπνωση, χάρη στους σύγχρονους φαραώ. Αλλά η ιστορία αλλιώς λογαριάζει και η απόδειξη βρίσκεται στην Τύνιδα, την Σφαξ, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο... Στην πλατεία της Απελευθέρωσης. Οι άραβες προλετάριοι δείχνουν να απολαμβάνουν το πεδίο που τους ανοίγεται, τον δρόμο, και την συνθήκη που τους αρμόζει, τον αγώνα! Μην περιμένετε ενδελεχείς εκτιμήσεις και βεβαιότητες για το μέλλον, εξάλλου ο στρατός και οι σωτήρες καραδοκούν. Αλλά αυτό που ξέρουμε με βεβαιότητα είναι ότι τέτοιων διαστάσεων γεγονότα δεν συμβαίνουν ούτε «αυθόρμητα», ούτε στο κενό. Έχουν προϊστορία και οι τυφλοπόντικες της τάξης μας μπορεί για χρόνια να δουλεύουν υπομονετικά και με πείσμα. Στην Αίγυπτο λοιπόν, πριν κάποια χρόνια... ~*~
25 Μαρτίου 2007 Οι αιγύπτιοι εργάτες ιματισμού αντιμέτωποι των Joel Beinin και Hossam el-Hamalawy
Τα τελευταία 10 χρόνια ο Μουχαμάντ Αττάρ, 36 χρόνων, δουλεύει στο γιγαντιαίο εργοστάσιο των Κλωστηρίων - Υφαντουργείων Μισρ στην Μαχαλά Αλ Κούμπρα, στο δέλτα του Νείλου. Επιστρέφει σπίτι του μ’ ένα βασικό μηνιαίο μισθό 30 δολαρίων. Με το μέρισμα από τα κέρδη και τα επιδόματα, η καθαρή αμοιβή του φτάνει τα 75 περίπου δολάρια τον μήνα. Η 33χρονη σύζυγός του, η Νάσρα, βγάζει περίπου 70 δολάρια τον μήνα στο τμήμα ετοίμων ενδυμάτων της ίδιας εταιρείας. Οι μισθοί αυτοί με δυσκολία επαρκούν για νοίκι, διατροφή, ρουχισμό και πληρωμή των υποχρεωτικών φροντιστηρίων των τριών παιδιών τους. Το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας Αττάρ είναι σχεδόν διπλάσιο από τα 975 δολάρια, το απόλυτο όριο της φτώχιας για μια οικογένεια των πέντε σε αστική ζώνη στο δέλτα του Νείλου, αλλά πολύ πιο κάτω από το διεθνές όριο της φτώχιας που έχει ορίσει η Παγκόσμια Τράπεζα. Ο Σαΐντ Χαμπίμπ ξεκίνησε να δουλεύσει στην εταιρεία το 1964, όταν ήταν 18. Μετά από 44 χρόνια υπηρεσίας, κερδίζει έναν βασικό μισθό περίπου 40 δολαρίων, συν ένα μέρισμα από τα κέρδη και τα επιδόματα. Εργάτες όπως ο Αττάρ και ο Χαμπίμπ υπομένουν τόσο μικρούς μισθούς, επειδή η εταιρεία Μισρ είναι τμήμα του εκτεταμένου δημόσιου τομέα της Αιγύπτου. Οι εργάτες και οι υπάλληλοι του δημοσίου είναι μόνιμοι και έχουν δικαίωμα σε μία σύνταξη ίση περίπου με το 80% του μισθού τους. Από το 2004 όμως, η αιγυπτιακή κυβέρνηση έκανε επανεκκίνηση της διαδικασίας ιδιωτικοποίησης της βιομηχανίας ιματισμού. Οι εργάτες φοβούνται ότι οι νέοι επενδυτές, οι περισσότεροι από την Ινδία, δεν θα εγγυηθούν την ίδια ασφάλεια ή τα πλεονεκτήματα που αυτοί και άλλοι εργάτες του δημοσίου απολαμβάνουν, από τότε που οι περισσότερες υφαντουργικές επιχειρήσεις (μαζί με άλλες μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις κάθε τομέα της οικονομίας) εθνικοποιήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1960 από τον Νάσερ. Οι φόβοι αυτοί έχουν οδηγήσει σε ένα απρόσμενο κύμα άγριων απεργιών, οι οποίες, μετά το 2004, έχουν εστιάσει στον τομέα του ιματισμού, αλλά έχουν εξαπλωθεί και σε άλλες βιομηχανίες. Από τα τέλη του 2006 και το 2007, το απεργιακό κύμα έχει φτάσει σ’ ένα ιδιαίτερα υψηλό σημείο. Μετά την ψήφιση του ενοποιημένου νόμου για την εργασία του 2003, είναι θεωρητικά δυνατό για τους εργάτες να απεργήσουν, αλλά μόνο αν η απεργία έχει εγκριθεί από την ηγεσία της αιγυπτιακής Γενικής Ομοσπονδίας Σωματείων. Στο βαθμό όμως που η ομοσπονδία, όπως και τα δευτεροβάθμια και τα πρωτοβάθμια σωματεία, είναι υπό τον ασφυκτικό έλεγχο του κυβερνώντος Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος (NPD), όλες οι απεργίες από το 2003 έχουν κηρυχτεί «παράνομες». Ο Μουχαμάντ Αττάρ και ο Σαΐντ Χαμπίμπ ήταν μεταξύ των ηγετών της απεργίας του Δεκεμβρίου 2006 στα κλωστήρια Μισρ, μια από τις πιο καλά οργανωμένες και πολιτικά σημαντικές απεργίες στο τελευταίο κύμα. Αυτή η έκρηξη της συλλογικής εργατικής δράσης συνέβη μέσα σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικού αναβρασμού που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2004, με διαδηλώσεις που έσπασαν τα ταμπού και στόχευσαν στον πρόεδρο Μουμπάρακ προσωπικά, απαιτώντας να μην κατέβει στις εκλογές του 2005 (το έκανε) και να μην τον διαδεχτεί ο γιος του Γκαμάλ στην προεδρία. Μια τροποποίηση του συντάγματος που επέτρεψε τις πρώτες προεδρικές εκλογές με περισσότερους του ενός υποψήφιους, καλλιέργησε προσδοκίες ότι οι βουλευτικές και προεδρικές εκλογές του 2005 θα ήταν δίκαιες και δημοκρατικές. Οι ελπίδες αυτές κατεδαφίστηκαν. Παρόλα αυτά, ένα ευρύ φάσμα των πολιτών, που μέχρι ήταν απασχολημένο στον αγώνα για την επιβίωση, άρχισε να δίνει σημασία στην πολιτική. Με την εκλογή 88 Αδελφών Μουσουλμάνων το 2005, το αιγυπτιακό κοινοβούλιο που συνήθως κοιμάται, απόκτησε ένα υπολογίσιμο αντιπολιτευτικό μπλοκ που ασκούσε διαρκή πίεση στο καθεστώς. Άπειρο καθώς ήταν στην διαχείριση δημόσιων αντιπαραθέσεων, το καθεστώς ξέσπασε αδιάκριτα με βία εναντίον των πολιτών - από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, μέχρι μπλόγκερς και δημοσιογράφους. Η ψήφιση μια δεύτερης δόσης συνταγματικών αναθεωρήσεων τον Μάρτιο του 2007, θα κάνει ακόμη πιο δύσκολη την κάθοδο στις εκλογές των Αδελφών Μουσουλμάνων και των ανεξάρτητων και θα επιτρέψει σε μόνιμη βάση τις βίαιες αστυνομικές πρακτικές, οι οποίες μέχρι τώρα είναι θεωρητικά «παράνομες» ή προσωρινά επιτρεπτές υπό το «προσωρινό» καθεστώς έκτακτης ανάγκης που έχει τεθεί σε εφαρμογή από το 1981. Ακόμη και πριν την καταστολή από το καθεστώς, είχε σημειωθεί μια κάμψη στις δραστηριότητες του κινήματος kifaya (:φτάνει) και των υπολοίπων εξωκοινοβουλευτικών σχημάτων της αντιπολίτευσης. Αλλά το απεργιακό κύμα και οι άλλες μορφές της συλλογικής εργατικής δράσης συνέχισαν να φουσκώνουν. Αντιπροσωπεύουν την πιο ουσιαστική και μαζική αντίσταση στο καθεστώς - και θα πρέπει να αντιμετωπιστούν εξαιρετικά προσεκτικά, εάν ο Μουμπάρακ ελπίζει να διατηρήσει την «σταθερότητα» που χρειάζεται προκειμένου να περάσει την προεδρία στον γιό του, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι αιγύπτιοι ότι επιδιώκει.
Ένα μαχητικό πνεύμα Οι 24.000 εργάτες των κλωστηρίων Μισρ στην πόλη Μαχαλά Αλ Κούμπρα είχαν ενθουσιαστεί όταν έμαθαν στις 3 Μαρτίου 2006 ότι ο πρωθυπουργός Αχμάντ Ναζίφ είχε εγκρίνει την αύξηση του ετήσιου επιδόματος που δίνεται σε όλους τους βιομηχανικούς εργάτες του δημοσίου τομέα από 100 λίρες Αιγύπτου (17 δολάρια) σε δύο μηνιάτικα. Η τελευταία φορά που είχε δοθεί αύξηση ήταν το 1984 - από 75 σε 100 λίρες. «Διαβάσαμε την ανακοίνωση κι αρχίσαμε να διαδίδουμε τα νέα στο εργοστάσιο» λέει ο Αττάρ. «Κατά ένα ειρωνικό τρόπο, ακόμη και οι κρατικοί συνδικαλιστές ανακοίνωναν την απόφαση ως δικό τους επίτευγμα. Ο Δεκέμβρης [που πληρώνεται το επίδομα] έφτασε κι όλοι ήταν ανήσυχοι. Τελικά ανακαλύψαμε ότι μας κορόιδευαν. Μας έδωσαν ξανά τις ίδιες παλιές 100 λίρες. Στην πραγματικότητα 89 λίρες, για να είμαι πιο ακριβής, αφού είχαν αυξηθεί οι κρατήσεις.» Η ατμόσφαιρα άρχισε να μυρίζει πόλεμο. Τις επόμενες δύο ημέρες, ομάδες εργατών αρνήθηκαν να παραλάβουν τους μισθούς τους σαν διαμαρτυρία. Μετά, στις 7 Δεκέμβρη, χιλιάδες εργάτες της πρωινής βάρδιας άρχισαν να μαζεύονται στην πλατεία Ταλάτ Χαρμπ, απέναντι από την είσοδο των κλωστηρίων. Ο ρυθμός της εργασίας είχε αρχίσει ήδη να πέφτει, αλλά η παραγωγή σταμάτησε εντελώς όταν περίπου 3.000 εργάτριες εγκατέλειψαν τα πόστα τους κι έκαναν διαδήλωση στα τμήματα του εργοστασίου όπου οι άντρες συνάδελφοί τους δεν είχαν ακόμη σταματήσει τις μηχανές. Οι γυναίκες έμπαιναν δυναμικά μέσα φωνάζοντας «Που είναι οι άντρες; Εμείς οι γυναίκες είμαστε εδώ!» Όπως ήταν αναμενόμενο, οι άντρες καταντροπιασμένοι πήραν μέρος στην απεργία. Γύρω στους 10.000 εργάτες μαζεύτηκαν στην πλατεία, φωνάζοντας το σύνθημα «Δύο μήνες! Δύο μήνες!» για να επιβεβαιώσουν ότι διεκδικούν αυτά που τους είχαν υποσχεθεί. Μαυροντυμένα ματ αναπτύχθηκαν γρήγορα γύρω από το εργοστάσιο και σε όλη την πόλη, αλλά χωρίς ακόμη να επεμβαίνουν. «Είχαν πάθει σοκ από το πλήθος των εργατών» λέει ο Αττάρ. «Είχαν την ελπίδα ότι θα τα παρατούσαμε την νύχτα ή την επόμενη μέρα». Με την μεσολάβηση της ασφάλειας, η διοίκηση πρόσφερε ένα μπόνους 21 ημερομισθίων. Αλλά, όπως θυμάται γελώντας ο Αττάρ «οι γυναίκες σχεδόν λυντσάρισαν κάθε αντιπρόσωπο της διοίκησης που ήρθε να διαπραγματευτεί». Καθώς έπεφτε η νύχτα, λέει ο Σαΐντ Χαμπίμπ, οι άντρες «με τίποτε δεν μπορούσαν να καταφέρουν τις γυναίκες να πάνε σπίτια τους. Ήθελαν να μείνουν και να κοιμηθούν στην πλατεία. Μας πήρε ώρες να τις πείσουμε να πάνε για λίγο στις οικογένειές τους και να επιστρέψουν την επόμενη μέρα.» Ο Αττάρ συμπληρώνει ότι «οι γυναίκες ήταν πιο αποφασισμένες από τους άντρες. Είχαν ν’ αντιμετωπίσουν χειρότερους εκβιασμούς και απειλές, αλλά κράτησαν». Πριν την πρωινή προσευχή, τα ματ παρατάχτηκαν στις πύλες του εργοστασίου. Εβδομήντα εργάτες, ανάμεσά τους ο Αττάρ και ο Χαμπίμπ, κοιμόνταν στο υφαντουργείο για περιφρούρηση, έχοντας κλειδωθεί μέσα. «Οι ασφαλίτες μας έλεγαν πώς είμαστε λίγοι και καλύτερα να τα παρατήσουμε» λέει ο Αττάρ, «αλλά δεν ήξεραν πόσοι ήμασταν πραγματικά». «Τους λέγαμε ότι ήμασταν εκατοντάδες κλεισμένοι μέσα» λέει ο Χαμπίμπ. Για να μπερδέψουν την αστυνομία, οι εργάτες άρχισαν να χτυπάνε βαρέλια για να κάνουν φασαρία. «Ξυπνήσαμε τους πάντες, συναδέλφους και γείτονες. Οι τηλεκάρτες μας τελείωσαν παίρνοντας τηλέφωνα στα σπίτια μας και σε φίλους. Τους λέγαμε να ανοίξουν όλα τα παράθυρα για να ξέρουν οι ασφαλίτες ότι τους παρακολουθούνε. Ειδοποιήσαμε όσους εργάτες μπορέσαμε να τρέξουν αμέσως στο εργοστάσιο». Μέχρι τότε η αστυνομία είχε κόψει το νερό και το ρεύμα στο εργοστάσιο. Ασφαλίτες ήταν σε κάθε στάση και προσπαθούσαν να διώξουν τους εργάτες από άλλα μέρη λέγοντάς τους ότι το εργοστάσιο έκλεισε προσωρινά λόγω τεχνικών προβλημάτων. Αλλά το κόλπο δεν έπιασε. «Περισσότεροι από 20.000 εργάτες εμφανίστηκαν» θυμάται ο Αττάρ. «Οργανώσαμε μια μαζική διαδήλωση και στήσαμε ψεύτικες κηδείες για τ’ αφεντικά μας. Οι οικογένειες μας μάς έφεραν φαγητό και τσιγάρα και πήραν μέρος στην διαδήλωση. Η ασφάλεια δεν τόλμησε να επέμβει. Οι μαθητές από τα σχολεία κατέβηκαν στο δρόμο για υποστήριξη στην απεργία». Την τέταρτη μέρα της κατάληψης των κλωστηρίων, η κυβέρνηση πανικοβλημένη πρόσφερε επίδομα 45 ημερομισθίων κι έδωσε διαβεβαιώσεις ότι η εταιρία δεν θα ιδιωτικοποιηθεί. Η απεργία σταμάτησε, αλλά η ελεγχόμενη από το κράτος Γενική Ομοσπονδία είχε γελοιοποιηθεί από αυτή την ανεξέλεγκτη δράση των εργατών.
Το μεγάλο χτύπημα Το επόμενο διάστημα, μαχητικοί εργάτες όπως ο Αττάρ και ο Χαμπίμπ θα κατάφερναν εναντίον της Γενικής Ομοσπονδίας ένα ακόμη μεγαλύτερο χτύπημα. Οι ηγέτες της απεργίας ξεκίνησαν μια καμπάνια απαιτώντας την καθαίρεση των συνδικαλιστών του τοπικού σωματείου που είχαν εναντιωθεί στην απεργία και διατηρούσαν στενές σχέσεις με την ασφάλεια. Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, 12.800 εργάτες είχαν υπογράψει το αίτημα για καθαίρεση της διοίκησης και διενέργεια νέων εκλογών. Οι εργάτες έδωσαν διορία στην ομοσπονδία μέχρι τις 15 Φλεβάρη να δεχτεί τα αιτήματά τους, αλλιώς θα προχωρούσαν σε μαζικές παραιτήσεις από το σωματείο, ένα πρώτο βήμα για την συγκρότηση μιας αυτόνομης εργατικής ένωσης. Τα αφεντικά της ομοσπονδίας αντιτάχτηκαν με πείσμα στο αίτημα της καθαίρεσης, φοβούμενοι ότι θα προκαλέσει ανάλογες πρωτοβουλίες αλλού. Οι διαπραγματευτές της ομοσπονδίας έριξαν την ιδέα για μια «επιτροπή αντιπροσώπων» που θα δουλεύει στο πλάι της διοίκησης, την οποία ήθελαν να καθαιρέσουν οι εργάτες. Η επιτροπή των αντιπροσώπων θα περιλάμβανε 105 εργάτες, εκλεγμένους κατευθείαν από τα τμήματα του εργοστασίου. Ένας απεργός εργάτης που συμμετείχε στις συναντήσεις είπε ότι οι αντιπρόσωποι της ομοσπονδίας υποστήριζαν ότι η παλιά διοίκηση θα «περιθωριοποιηθεί» κι ότι η επιτροπή των αντιπροσώπων θα έχει «περισσότερο λόγο στο πώς πάνε τα πράγματα στο εργοστάσιο». Η ομοσπονδία αρνήθηκε πάντως να καταθέσει οτιδήποτε γραπτώς. Οι εργάτες, είπε ο Αττάρ, είχαν την υποψία ότι «οι αντιπρόσωποι θα είναι τσιράκια της ομοσπονδίας». Μόλις οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν, οι εργάτες άρχισαν να στέλνουν τις παραιτήσεις τους στην Γενική Ένωση Εργατών Ιματισμού σε καθημερινή βάση, λένε ο Αττάρ και ο Χαμπίμπ. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου, οι δύο εργάτες εκτιμούν ότι είχαν υποβληθεί 6.000 παραιτήσεις. Η αντίδραση των συνδικαλιστών θα φανεί στο τέλος του Μαρτίου, επειδή τότε θα πρέπει να σταματήσει η Ένωση να εισπράττει αυτόματα από τους μισθούς τις εισφορές των εργατών. Αλλά οι εργάτες εκτιμούν ότι οι παραιτήσεις τους δεν θα ληφθούν υπόψη.
Αντηχήσεις Τα αποτελέσματα αυτής της μάχης, που μπορεί να κρατήσει μήνες ακόμη, μπορεί να καθορίσει την πορεία του εργατικού κινήματος τα επόμενα χρόνια. Η νίκη των απεργών της Μαχαλά αντηχεί ήδη σε όλο τον κλάδο ιματισμού. Τους μήνες μετά την απεργία του Δεκεμβρίου 2006, περίπου 30.000 εργάτες σε περισσότερα από 10 εργοστάσια στο δέλτα του Νείλου και την Αλεξάνδρεια συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις, από απεργίες και μπλοκάρισμα της παραγωγής μέχρι απειλές για συλλογική δράση εάν δεν ικανοποιούνταν τα αιτήματά τους. Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις η κυβέρνηση υποχώρησε. Όπως και στην Μαχαλά Αλ Κούμπρα, τα ματ αναπτύχθηκαν γύρω από τα κλωστήρια και πολιόρκησαν τα εργοστάσια, αλλά ούτε μία φορά δεν κατάφεραν να σπάσουν τις απεργίες με την βία. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι επίσημοι συνδικαλιστές ήταν αντίθετοι στις απεργίες και προσπάθησαν να τις σαμποτάρουν. Μάλιστα στα κλωστήρια της Μισρ στην Καφρ Αλ Νταουάρ, οι απεργοί κλείδωσαν τους συνδικαλιστές μέσα στα εργοστάσια για να τους υποχρεώσουν να πάρουν μέρος στην απεργία. Η εχθρότητα εναντίον της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας κυριαρχεί παντού, όμως μόνο στην Καφρ Αλ Νταουάρ και στην Σιμπίν Αλ Κουμ οι απεργοί επέβαλαν το αίτημα της Μαχαλά για καθαίρεση των συνδικαλιστών. Έχουν γίνει σχετικές συζητήσεις και σ’ άλλα εργοστάσια, αλλά μέχρι τώρα δεν έχουν υλοποιηθεί. Σε μία περίπτωση, οι εργάτες παράτησαν το αίτημα μόλις έληξε η απεργία. Σε μια άλλη έκαναν μηνύσεις, αλλά δεν έχει γίνει κινητοποίηση στην βάση για υποστήριξη τέτοιων νομικών ενεργειών. Σύμφωνα με τους ίδιους τους εργάτες στην Καφρ Αλ Νταουάρ, την Μαχαλά και το Κάιρο, τα πιο μαχητικά στελέχη της απεργίας δεν ανήκουν σε κάποια πολιτική οργάνωση και αντιμετωπίζουν τα κόμματα με εξαιρετική καχυποψία. Αν και δεν υπάρχουν ενδείξεις για οργανωμένο συντονισμό μεταξύ των εργατών, οι ειδήσεις για νέες απεργίες κυκλοφορούσαν άμεσα ανάμεσα στα εργοστάσια προκαλώντας ενθουσιασμό. Σύμφωνα με μία αναφορά από την Καφρ Αλ Νταουάρ, μαθαίνοντας τα νέα για τους συναδέλφους τους στην Ζίφτα, οι απεργοί χαιρέτησαν τη νίκη με το σύνθημα «Απεργία μέχρι να πληρωθούμε! Απεργία μέχρι θανάτου!» Η απεργία στο εργοστάσιο της Μισρ είχε επίσης απήχηση στους αγώνες των εργατών έξω από τον ιματισμό, αν και δεν υπήρξε ουσιαστικός συντονισμός. Τον Δεκέμβριο, τα εργοστάσια τσιμέντου στην Χελουάν και την Τούρα κατέβηκαν σε απεργία. Τον ίδιο καιρό απεργία έκαναν και οι εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας στην Μαχαλά Αλ Κούμπρα. Τον Ιανουάριο, οι μηχανικοί του σιδηροδρόμου κατέβηκαν σε απεργία, σταματώντας το δρομολόγιο με τραίνα πρώτης θέσης από το Κάιρο στην Αλεξάνδρεια που χρησιμοποιούν κυρίως επιχειρηματίες και επαγγελματίες. Στην συνέχεια απείλησαν με πανεθνική απεργία, μέχρι που η κυβέρνηση συμφώνησε σε πολλά αιτήματά τους και υποσχέθηκε να συμβιβαστεί σε περισσότερα. Κατά τη διάρκεια της απεργίας των σιδηροδρομικών, οι οδηγοί του μετρό του Καΐρου είχαν μειώσει την ταχύτητα των συρμών από τα 55 στα 20 χιλιόμετρα για συμπαράσταση. Οι απεργοί σιδηροδρομικοί μιλούσαν για το «πόσο είχαν ενθαρρυνθεί από την νίκη στην Μαχαλά». Οργανώθηκαν επίσης άγριες απεργίες από τους οδηγούς των λεωφορείων, τους εργάτες των πτηνοτροφείων, τους σκουπιδιάρηδες, τους κηπουρούς και τους εργάτες της καθαριότητας. Υπάρχουν σημάδια ότι οι μαχητικοί εργάτες του ιματισμού προωθούν το φτιάξιμο ενός δικτύου πανεθνικής συνεργασίας. Ένα μήνα μετά την νίκη της απεργίας στην Καφρ Αλ Νταουάρ, μια προκήρυξη με την υπογραφή «Εργάτες για την αλλαγή» μοιράστηκε στο εργοστάσιο, καλώντας σε έναν «εκτεταμένο συντονισμό μεταξύ των εργατών σε εταιρείες που απέργησαν μαζί μας, για να δημιουργήσουμε τους απαραίτητους δεσμούς αλληλεγγύης και για να ανταλλάξουμε εμπειρίες». [ ... ] Το κομμάτιασμα Η συλλογική εργατική μνήμη των καλύτερων μισθών και συνθηκών εργασίας, συνέχισε να τροφοδοτεί την εργατική δράση καθώς το καθεστώς Μουμπάρακ κομμάτιαζε το κοινωνικό σύστημα που είχε εγκαθιδρύσει ο Νάσερ. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, η δομική κρίση της αιγυπτιακής βιομηχανίας ιματισμού οξύνθηκε, καθώς οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίες χειροτέρευαν. Το ποσοστό των εργατών ιματισμού στην συνολική βιομηχανική εργατική δύναμη άρχισε να υποχωρεί από το 1960. Σε απόλυτους αριθμούς, οι εργάτες ιματισμού άρχισαν να μειώνονται από το 1976. Ο πραγματικός μισθός των εργατών ιματισμού έπεσε από τις 100 μονάδες βάσης το 1986 στις 61 το 1994, μια πτώση ακόμη μεγαλύτερη από την συνολική μείωση των μισθών στον βιομηχανικό τομέα ως σύνολο. Εξαιτίας έλλειψης επενδύσεων, η παραγωγικότητα της αιγυπτιακής βιομηχανίας ιματισμού ήταν στην πραγματικότητα χαμηλότερη το 1999 από το 1985. Τώρα είναι ακόμη χαμηλότερη απ’ ότι στην Τυνησία ή την Τουρκία. Το ένα τέταρτο του μηχανολογικού εξοπλισμού είναι απαρχαιωμένο και πρέπει να αναβαθμιστεί ή να αντικατασταθεί. Ο πόλεμος του Κόλπου το 1991 δημιούργησε τις συνθήκες για να υπογράψει η Αίγυπτος μια συμφωνία «δομικής αναδιάρθρωσης» με το Δ.Ν.Τ. και την Παγκόσμια Τράπεζα. Η συμφωνία άνοιξε τον δρόμο της ιδιωτικοποίησης του δημόσιου τομέα, μια προοπτική που οι διεθνείς οργανισμοί πίεζαν την Αίγυπτο για πάνω από δέκα χρόνια. Αφού είχε αντισταθεί από το 1974 στις ιδιωτικοποιήσεις, η ηγεσία της Γενικής Ομοσπονδίας των σωματείων τελικά τις υιοθέτησε. Πολλές κρατικές βιομηχανίες ιματισμού πουλήθηκαν σε αιγύπτιους και ξένους στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αποφέροντας το 12% των συνολικών εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις. Από το 1992 ως το 2000, το μερίδιο του ιδιωτικού τομέα στον κλάδο του ιματισμού αυξήθηκε από 8 σε 58%. Οι ιδιωτικοποιήσεις ούτε στο ελάχιστο δεν ωφέλησαν τους εργάτες. Οι μισθοί των αιγύπτιων εργατών ιματισμού είναι μεταξύ των χαμηλότερων στον κόσμο: 85% του μισθού στο Πακιστάν και 60% του μισθού στην Ινδία. Ο υφαντής σε μια επιτυχημένη ιδιωτική επιχείρηση βγάζει περίπου 1.000 λίρες τον μήνα· ο πλέκτης περίπου 800. Οι πιο κακοπληρωμένες θέσεις ανήκουν στις γυναίκες. Οι μισθοί αυτοί είναι σχεδόν διπλάσιοι του δημοσίου τομέα, αλλά οι εργάτες ιματισμού στον ιδιωτικό τομέα εργάζονται σε 12ωρες βάρδιες (ενώ στον δημόσιο 8) και σπανίως καλύπτεται το ασφαλιστικό τους και άλλα κοινωνικά επιδόματα, τα οποία θεωρητικά δικαιούνται. Ακριβείς πληροφορίες για τις συνθήκες εργασίες στις ιδιωτικές επιχειρήσεις ιματισμού είναι δύσκολο να βρεθούν. Σύμφωνα με τον Αττάρ «οι συνθήκες εργασίας στον ιδιωτικό τομέα είναι τρομακτικές. Όταν ένας εργάτης προσλαμβάνεται σε μια εταιρεία, συνήθως υπογράφει τρία χαρτιά. Την απόλυση του χωρίς ημερομηνία, μία λευκή επιταγή και την πρόσληψή του.» Μέχρι το 1999, 137 από τις 314 δημόσιες επιχειρήσεις είχαν ιδιωτικοποιηθεί. Αν και η νομοθεσία του 1991 απαγόρευε τις μαζικές απολύσεις μετά την ιδιωτικοποίηση, οι μάνατζερς των υποψήφιων για ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων, συχνά προσπαθούσαν να τις κάνουν ελκυστικότερες προχωρώντας σε απολύσεις πριν την πώληση. Ο φόβος της ανεργίας και πιθανές άλλες συνέπειες από τις ιδιωτικοποιήσεις, προκάλεσαν μια αναζωπύρωση των απεργιών στα μέσα της δεκαετίας του ’90. Μεγάλες απεργίες έγιναν στην Καφρ Αλ Νταουάρ τον Νοέμβριο του ’94 και στην Χελουάν τον Αύγουστο του ’98. Στα κλωστήρια της Χελουάν δόθηκε άδεια 3 εβδομάδων σε όλους τους 8.700 εργάτες. Στην συνέχεια η διοίκηση ανακοίνωσε ότι μόνο οι 2.800 θα επέστρεφαν στην δουλειά. Στο ξεκίνημα του τωρινού απεργιακού κύματος, περίπου 400 υφαντές στην Κουαλγιούμπ έκατσαν μέσα στο εργοστάσιο από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2005 διαμαρτυρόμενοι για την πώληση της επιχείρησης σ’ έναν ιδιώτη επενδυτή, επειδή ούτε η κυβέρνηση, ούτε ο νέος ιδιοκτήτης έδιναν εγγυήσεις για το ύψος του μισθού, τα επιδόματα και τις συντάξεις. Λίγες ιδιωτικές εταιρείες έχουν σωματείο. Προσπάθειες οργάνωσης των εργατών έγιναν σε δύο ιδιωτικές υφαντουργικές επιχειρήσεις στην Μαχαλά. Σωματείο στήθηκε στην εταιρεία Σαμουλί (3.500 εργατών) το 2003. Ο ιδιοκτήτης αρχικά συμφώνησε να διαπραγματευτεί με το σωματείο, αλλά μετά από πολλές αντιπαραθέσεις, απέλυσε 18 εργάτες, ανάμεσά τους και τους 3 εκλεγμένους αντιπροσώπους. Στην εταιρεία Αμπού Αλ Σιμπάι (1.500 εργατών) ο ιδιοκτήτης κατάφερε να εξαγοράσει τους τρεις επικεφαλής του σωματείου με 20.000 λίρες στον καθένα και το σχέδιο οργάνωσης απέτυχε. Παρά τους χαμηλούς μισθούς και τις «ευέλικτες» σχέσεις εργασίας, η αιγυπτιακή βιομηχανία ιματισμού παραμένει μη ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά. Οι εξαγωγές άρχισαν να μειώνονται το 1990 και η πτώση επιταχύνθηκε από την παγκόσμια κρίση στον κλάδο το 1991. Εξαιτίας έλλειψης επενδύσεων, ιδιωτικών ή δημόσιων, η αξία της συνολικής παραγωγής άγγιξε το 2001 το χαμηλότερο σημείο, από το 1996 που η κυβέρνηση άρχισε να καταγράφει τα στοιχεία.
Οι απεργοί στην μεγάλη εικόνα Οι εργάτες της Μαχαλά, μαζί με χιλιάδες άλλους, άρπαξαν την ευκαιρία του πολιτικού ανοίγματος που τους έδωσαν οι διαδηλώσεις κατά του Μουμπάρακ το 2004-2005 και πίεσαν για τα δικά τους αιτήματα. Παρά την δέσμευση για ιδιωτικοποιήσεις, το καθεστώς Μουμπάρακ δεν θα αντέξει να αποξενώσει και να περιθωριοποιήσει ένα τόσο μεγάλο και στρατηγικά σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Το καθεστώς είναι ιδιαίτερα ανήσυχο για την πρόκληση των εργατών της Μαχαλά κατά της ηγεσίας της Γενικής Ομοσπονδίας Σωματείων, επειδή η ομοσπονδία είναι το κυριότερο μέσο «κοινωνικής υποστήριξης» στο καθεστώς. Οι «υποστηρικτές» του NPD που μεταφέρονταν σε επαρχιακά εκλογικά τμήματα για να γεμίσουν τις κάλπες στις εκλογές του Νοεμβρίου 2005 ήταν κυρίως κακοπληρωμένοι εργάτες του δημοσίου, που τους έσερναν συνδικαλιστικοί γραφειοκράτες, μέλη του NPD. Τα αφεντικά των σωματείων έστηναν επίσης τα πλήθη που «ζητωκραύγαζαν» τον πρόεδρο στις περιοδείες του και τις «μαζικές διαδηλώσεις» στις ελεγχόμενες από το κράτος «διαμαρτυρίες» κατά του πολέμου στον Ιράκ το 2003. Στο παρελθόν, η ομοσπονδία (μαζί με την Αραβική Σοσιαλιστική Ένωση, πρόγονο του NPD) «παρείχε» τις μάζες στις «μεγάλες» συγκεντρώσεις υπέρ του Νάσερ μετά την ήττα στον πόλεμο του 1967, και μετά ξανά το 1977. Σε δημόσιες συγκεντρώσεις και προσωπικές συνεντεύξεις, οι μαχητικοί εργάτες και οι ηγέτες των απεργιών στον ιματισμό και τους σιδηροδρόμους, συχνά ανέφεραν την φράση για μια «ανεξάρτητη και παράλληλη εργατική ένωση». Διάφορες αριστερές οργανώσεις συζητούν το χτίσιμο μιας τέτοιας ένωσης: οι τροτσκιστές, το νασερικό κόμμα, τα υπολείμματα του κομμουνιστικού κόμματος, το λαϊκό σοσιαλιστικό κόμμα, το κέντρο για τα εργατικά δικαιώματα και η επιτροπή συντονισμού των εργατών (σχεδόν απούσα από αυτές τις συζητήσεις είναι η «νόμιμη» αριστερά, το «εθνικό προοδευτικό ενωτικό κόμμα»). Μέχρι τώρα, πάντως, δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια. Η επιτυχία αυτών των προσπαθειών θα εξαρτηθεί από το αν θα κρατήσει η μαχητικότητα των εργατών, αν οι πολιτικοποιημένοι αγωνιστές μπορέσουν να παρέμβουν θετικά στις απεργίες κι αν οι εργάτες καταφέρουν να συντονιστούν αποτελεσματικά. Θα εξαρτηθεί επίσης από το εάν οι εργάτες στην εταιρεία Μισρ καταφέρουν τελικά να εγκαταλείψουν την κυβερνητική Γενική Ένωση. Αν καταφέρουν να σημειώσουν μια τέτοια νίκη κατά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, τότε κι άλλοι εργάτες θα ενθαρρυνθούν να τους ακολουθήσουν. Δεν είναι μυστικό ότι είναι μεγάλη η οργή κατά των συνδικαλιστικών ηγετών στους κλάδους των σιδηροδρόμων, αλλά και αλλού. Εξαιτίας των υψηλών τιμών του πετρελαίου και της πώλησης κρατικών επιχειρήσεων, η κυβέρνηση έχει μεγάλα αποθέματα σε κεφάλαια και μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των εργατών. Το κάνει μέχρι τώρα με την ελπίδα ότι οι εργάτες θα επιστρέψουν πειθήνιοι στις δουλειές τους. Αλλά μερικοί εργάτες, και δεν είναι ξεκάθαρο πόσοι, έχουν αρχίσει να συνδέουν την φτώχια τους με τις ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες - την σκλήρυνση του απολυταρχισμού, την εκτεταμένη κρατική διαφθορά, την δουλοπρέπεια προς τις ΗΠΑ, την ανικανότητα της κυβέρνησης να υποστηρίξει αποτελεσματικά του παλαιστίνιους ή να αντιταχτεί ουσιαστικά στον πόλεμο στο Ιράκ, το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Πολλοί αιγύπτιοι έχουν αρχίσει να μιλούν ανοιχτά για την ανάγκη αλλαγής. Οι εργάτες του δημοσίου είναι αυτοί που βρίσκονται στην καλύτερη θέση να παίξουν έναν κομβικό ρόλο, εάν καταφέρουν να οργανώσουν τους εαυτούς τους σε όλη την χώρα. |
|||
Sarajevo