Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είναι ξανά στα σκοινιά - αν υποθέσουμε ότι έφυγαν ποτέ στ’ αλήθεια απο κει εδώ και 6 τουλάχιστον χρόνια. Χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση· αυτός είναι ο κομψός τρόπος για να ειπωθεί ότι χρειάζονται λεφτά, cash, δηλαδή ότι ουσιαστικά έχουν χρεωκοπήσει. Πάλι. Κι αν υπήρχαν “ιδιωτικά κεφάλαια” έτοιμα να ριχτούν στις περιπέτειες της ελληνικής τραπεζικής τέχνης, το πράγμα θα μας άφηνε μάλλον αδιάφορους. Αλλά δεν υπάρχουν. Έτσι το cash προσφέρεται απ’ το ελληνικό κράτος κατά κύριο λόγο, λεφτά δανεικά, λεφτά που μετριούνται σαν δημόσιο χρέος. Απ’ το καλοκαίρι του 2013 ως το καλοκαίρι του 2014 (για να μείνουμε μόνο στα πιο πρόσφατα bail out των ελληνικών τραπεζών), το “δημόσιο” έβαλε (αγοράζοντας μετοχές) 25 δισ. ευρώ (που τα δανείστηκε), και οι ιδιώτες λιγότερα από 12 δισ. Και τώρα, πάλι, οι τράπεζες - θέλουν - λεφτά. Δεν έχει υπολογιστεί το ποσό, οι ως τώρα εκτιμήσεις έχουν μεγάλο εύρος, από 10 δισ. έως 25. Εν τω μεταξύ, επειδή οι τιμές των μετοχών τους έχουν καταβαραθρωθεί, επειδή δηλαδή τα “ιδιωτικά κεφάλαια” των περίπου 12 δισ. που μπήκαν μεταξύ 2013 - 2014 έχουν “εξατμισθεί” προς το παρόν, είναι δύσκολο έως πολύ δύσκολο να πεισθούν ξανά “ιδιώτες επενδυτές” να αγοράσουν μετοχές ελληνικών τραπεζών. Συνεπώς υπάρχει το αρκετά σοβαρό ενδεχόμενο (που θα γίνει σχεδόν βεβαιότητα εάν τα τώρα χρειαζούμενα ποσά τείνουν προς τα 25 δισ.) να ξαναδανειστεί το ελληνικό κράτος, για να ξανασώσει τις συστημικές τράπεζες... Εύγε.
Όσοι / όσες διαβάζετε αυτές τις σελίδες από παλιά ξέρετε ότι έχουμε υποστηρίξει σχεδόν με φανατισμό, ανά τακτά διαστήματα, ότι το εμφανές κυρίως πρόβλημα της κρίσης α λα ελληνικά ήταν/είναι οι τράπεζες, όπως ήταν παντού στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, απ’ το 2006, το 2007 και σίγουρα το 2008 και μετά. Και για τους ίδιους χοντρικά λόγους. Το δημόσιο χρέος είναι επίσης ένα ζήτημα, αλλά έγινε πρόβλημα βαρύ απ’ την στιγμή που οι διαδοχικές κυβερνήσεις άρχισαν τις προσπάθειες να σώσουν τις τράπεζες, είτε “δανείζοντάς” τες είτε αγοράζοντας μετοχές· με δανεικά. Έχουμε τολμήσει επίσης μια απάντηση στην ερώτηση (που κανείς δεν έχει κάνει...) γιατί, αφού το πρόβλημα είναι οι τράπεζες, δεν ειπώθηκε αυτό καθαρά απ’ την αρχή; - όπως έγινε αλλού. Η απάντησή μας έχει διάφορα σκέλη που δεν θα τα επαναλάβουμε, ένα όμως είναι πάντα επίκαιρο, και τους τελευταίους μήνες δραματικά επίκαιρο. Σε αντίθεση με άλλα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη (π.χ. της ευρώπης / ευρωζώνης) η μαζική σχέση του ελληνικού λαού με το τραπεζικό σύστημα και τα κόλπα του είναι σχετικά πρόσφατη, μιας μόνο γενιάς. Ας πούμε απ’ τα τέλη των ‘90s και μετά. Από ποιοτική άποψη αυτή η σχέση σημαδεύτηκε απ’ την εύκολη, γρήγορη και συχνά πιεστική (εκ μέρους των τραπεζών) χορήγηση δανείων, για οτιδήποτε. Η μέση φαντασιακή παράσταση, λοιπόν, για το τι είναι μια τράπεζα (πως και γιατί δουλεύει, πως και γιατί δεν δουλεύει, ποια είναι η κοινωνική σημασία / λειτουργία της), πέρασε απ’ την παραδοσιακή εικόνα της “αποταμίευσης” στην εικόνα του διαρκώς “γεμάτου πορτοφολιού”. Μια τέτοια ιδέα, πρόσφατη (και υποχρεωτικά ρηχή) θα τραυμάτιζε σοβαρά και για καιρό την σχέση “εμπιστοσύνης” των υπηκόων προς τις τράπεζες εάν επίσημα αναγνωριζόταν (το 2010 ή το 2012) ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι χρεωκοπημένες.
Στη διάρκεια αυτών των τελευταίων χρόνων, προκειμένου να “στηριχτούν” οι παραπέουσες τράπεζες, εκτός απ’ την κρατική ενίσχυση, με δάνεια ή αγορές μετοχών, χρησιμοποιήθηκαν και άλλα κόλπα. Ένα απ’ αυτά είναι η υποχρεωτική πληρωμή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα μέσω των τραπεζών. Η επίσημη εξήγηση / δικαιολογία που χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτόν τον άθλιο καταναγκασμό ήταν ότι “έτσι θα κτυπηθεί η μαύρη εργασία”! Γελοίο, γελοιοδέστατο!!! Όποιος δουλεύει “μαύρα” προφανώς πληρώνεται στο χέρι, και δεν υπάρχει τρόπος να εμποδιστεί αυτό! Ο πραγματικός λόγος της καταναγκαστικής τραπεζικής γενικής μεσολάβησης στις πληρωμές των μισθών ήταν το να διακρατούν οι τράπεζες ρευστό που διαφορετικά δεν θα τις πλησίαζε. Έτσι, ο καθένας και η καθεμιά μας, εργάτες και εργάτριες στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να ρωτηθούμε, χωρίς να συμφωνούμε, με (μαζική) εξαπάτηση και καταναγκασμό, γίναμε “στηρίγματα” των τραπεζών. Και το τι σήμαινε αυτό φάνηκε στις ουρές του Ιούλη μπροστά στα ΑΤΜ, για να πάρουμε σε πολλές δόσεις και σε πολλές ημέρες αυτό που δικαιούμασταν: τους μισθούς μας.
Ως τον περασμένο Ιούλη, η εμπιστοσύνη των ελλήνων υπηκόων προς τις τράπεζες δεν ήταν στα καλύτερά της. Όμως η αιτία δεν είναι αυτή καθ’ εαυτή η επίγνωση ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν χρεωκοπήσει και διατηρούνται στη ζωή διασωληνωμένες με την ε.κ.τ. Η αιτία ήταν η ανησυχία για το νόμισμα. Απ’ τα τέλη του 2011 ως το φθινόπωρο του 2012, και απ’ τα τέλη του 2014 και μετά, οι έλληνες (όχι όλοι!) “σήκωναν” τις καταθέσεις τους απ’ την ανησυχία μη βρεθούν με χαρτοπετσετούλες / δραχμούλες αντί για ευρώ στους λογαριασμούς τους. Δεν ήταν η αιτία, σα να λέμε, οι αμφιβολίες για το τραπεζικό σύστημα· ήταν οι αμφιβολίες για το πολιτικό σύστημα και τους σχεδιασμούς του. Γι’ αυτό, όταν η κατάσταση (η πολιτική...) ομαλοποιούνταν, οι καταθέσεις ξαναγυρνούσαν στα τραπεζικά ενεργητικά.
Εκείνο που δεν έπρεπε να γίνει (μια σοβαρή κρίση εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες σαν τέτοιες) έγινε, τελικά, στις αρχές του περασμένου Ιούλη. Με μια έννοια θα ήταν σωστό να πούμε ότι επιβλήθηκε απ’ την παρατεταμένη και ορμητική έφοδο του κόμματος της δραχμής. Οι τράπεζες άδειασαν με γρηγορότερο ρυθμό και σε μεγαλύτερο βαθμό από ποτέ, κι έτσι οι έλεγχοι κεφαλαίων (capital controls) έγιναν μονόδρομος. Φυσικά η απαγόρευση δεν ήταν ίδια για όλους, έστω κι αν έτσι φαινόταν. Οι “μυημένοι” πρόλαβαν να βγάλουν μεγάλα ποσά την τελευταία στιγμή, ενώ υπαρχουν σοβαρές (αλλά θαμμένες) καταγγελίες ότι ο νόμος για τους ελέγχους άφησε ορισμένα εξειδικευμένα παράθυρα για τους πολύ - μέσα - στα - κόλπα.
Όπως και να ‘χει, αυτοί οι έλεγχοι έθεσαν σε ριζική αμφιβολία την αξιοπιστία του ίδιου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, και σε άπειρα ερωτηματικά την εμπιστοσύνη που θα έπρεπε να του δείχνει κανείς. Η κρίση αυτή ήταν διαταξική. Ξεκινούσε απ’ τους μισθωτούς (της λευκής αγοράς εργασίας) και τους συνταξιούχους, που έπρεπε να στήνονται σε ουρές για να πάρουν μισθούς και συντάξεις με το σταγονόμετρο, και έφτασε στα αφεντικά που είχαν “μείνει ελλάδα” τραπεζικά, που βρέθηκαν με πάμπολλα προβλήματα ρευστότητας.
Το τι σημαίνει μια τέτοια κρίση εμπιστοσύνης σ’ ένα σύστημα που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην “πίστη” αποκρύβεται. Όμως αυτό που μένει κρυφό συμβαίνει. Οι επιχειρηματίες, αναγκαστικά, θα ξαναβρούν ένα μοντέλο σταθερότητας μόλις (και αν...) οι τράπεζες ξαναφουσκώσουν απ’ τις ενέσεις της ανακεφαλαιοποίησης. Όμως το πόπολο και οι καταθέσεις του (που είναι η βασικότερη εισροή χρήματος στο τραπεζικό σύστημα) “δεν”! Άμα τρομάξει κανείς μια φορά ότι η κρυψώνα που θεωρούσε ασφαλή για τα λεφτά του δεν είναι καθόλου τέτοια, τρομάζει για καιρό. Κι αν ο φόβος δεν είναι στιγμιαίος αλλά διαρκής (όπως τώρα) ακόμα χειρότερα. Μ’ άλλα λόγια οι καταθέσεις που έφυγαν, είτε για να κρυφτούν σε στρώματα είτε για να φυγαδευτούν σε τράπεζες του εξωτερικού, δεν θα ξαναγυρίσουν - παρά, ίσως, μετά από πολλά πολλά χρόνια “σταθερότητας” και “ανάπτυξης”.
Προκειμένου να μπαλωθεί, όπως όπως, αυτό το θανάσιμο τραύμα, οι δημαγωγοί του κράτους και του χρηματοπιστωτισμού μηχανεύονται διάφορα κόλπα. Ένα απ’ αυτά είναι η “διαφήμιση” του “πλαστικού χρήματος”. Χρήση, δηλαδή, των καρτών σε αγορές και πληρωμές. Πως διαφημίζεται αυτή η παπαριά; Σαν μέθοδος για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής!!! Το ίδιο γελοίο όσο το επιχείρημα περί καταπολέμησης της μαύρης δουλειάς: διότι όποιος θέλει να πουλάει ή να αγοράζει “μαύρα” (ελαφρώς φτηνότερα δηλαδή) απλά θα πληρώνεται / θα πληρώνει cash. Μετρητά. Απλό.
Η αιτία αυτής της διαφήμισης είναι φυσικά κατανοητή: να μην φεύγουν τα λεφτά (των μισθών ή/και των συντάξεων) απ’ τις τράπεζες καν και καν... Η δημαγωγία υπέρ του “πλαστικού χρήματος” κινείται, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, στα ύψης της τερατολογίας: μέσα στα capital controls (λέει) οι έλληνες τριπλασίασαν την χρήση των καρτών για αγορές.... Μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς αφού δεν γινόταν να πάρουν τους μισθούς και τις συντάξεις τους στο χέρι; Όχι.
Παρά την προπαγανδιστική φήμη ότι “η πληρωμή με κάρτες” (κυρίως debit, “χρεωστικές”: πρόκειται για τις κάρτες με τις οποίες γίνονται οι αναλήψεις μισθών και συντάξεων) είναι διεθνώς πολύ must, η αλήθεια είναι ότι η παγκόσμια κρίση έχει προκαλέσει διεθνώς αμφιβολίες για το αν είναι σωστό να είναι μισθοί και συντάξεις στο έλεος των τραπεζών. Οι πληβείοι όλων των κοινωνιών προτιμούν να έχουν τα λίγα λεφτά τους στο πορτοφόλι τους παρά σε κάποια “μαμά - τράπεζα”.
Στην αγγλία, της οποίας η κοινωνία “παράγει” μακράν τον μεγαλύτερο αριθμό αγορών με debit cards, το 2013 έγιναν “κατά κεφαλήν” [1Σ’ αυτές τις στατιστικές υπολογίζεται το σύνολο του πληθυσμού και όχι το “οικονομικά ενεργό” τμήμα του. Αν γινόταν έτσι τα νούμερα θα ήταν μεγαλύτερα. Όμως από μια (μικρή) ηλικία και μετά και τα παιδιά είναι άμεσοι καταναλωτές (και σ’ αυτά κανείς γονιός δεν θα εμπιστευόταν την κάρτα του!), οπότε η αναγωγή στο σύνολο του πληθυσμού έχει την συγκριτική αξία της.] 138 αγορές όλο τον χρόνο μ’ αυτόν τον τρόπο.Κάτι λίγο παραπάνω από 10 τον μήνα. Η σχετική στατιστική που βρήκαμε δεν ανέφερε τα ποσά αυτών των αγορών σε σχέση με το σύνολο, κι αυτό έχει εξήγηση: πρόκειται για στατιστική διαφήμισης του “πλαστικού χρήματος”, δηλαδή της στήριξης των τραπεζών. Όμως σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη υπάρχουν βενζινάδικα που δουλεύουν (κατ’ επιλογή του πελάτη ή αποκλειστικά) “αυτόματα”, με πληρωμές μέσω καρτών, με μια αξιοσημείωτη μείωση της τιμής. Σε τέτοιες συνθήκες 10 πληρωμές των μήνα δεν είναι κάτι σπουδαίο.
Μετά την αγγλία, η δεύτερη στη σειρά γερμανική κοινωνία (δεύτερη στο σύνολο των αγορών), είχε να επιδείξει 36 αγορές όλο το χρόνο με debit card. Η ολλανδική, τρίτη στη σειρά, έχει μεγαλύτερή “κατά κεφαλήν” χρήση: 161 αγορές όλο το χρόνο. Η σουηδική, τέταρτη, είναι ακόμα πιο ψηλά: 185 αγορές όλο το χρόνο. Η ιταλική, πέμπτη, βρίσκεται χαμηλά: μόνο 20 αγορές τον χρόνο. Φαίνεται καθαρά πως ακόμα και στα κράτη του ευρωπαϊκού βορρά, όπου η κρατική / καπιταλιστική / τραπεζική σταθερότητα και η εμπιστοσύνη των υπηκόων σ’ αυτά θεωρούνται πέρα από κάθε αμφισβήτηση, το “πλαστικό χρήμα” είναι μειοψηφικής χρήσης. Η σουηδία είναι η κορυφή στο θέμα. Αν αφαιρέσει κανείς την πληρωμή λογαριασμών (ρεύμα, νερό, τηλεπεπικοινωνίες, ασφάλειες) μ’ αυτόν τον τρόπο, σίγουρα δεν είναι οι κάρτες ο τρόπος “καταπολέμησης της φοροδιαφυγής” που χρησιμοποιούν όλα αυτά τα κράτη!! Είναι όμως ένας τρόπος ενίσχυσης της ρευστότητας των τραπεζών τους.
Ό,τι και να λέει η ντόπια δημαγωγία για το “πλαστικό χρήμα” στο μυαλό της είναι οι τράπεζες. Όμως σιωπηλά όλοι οι “ειδικοί” το παραδέχονται: τα δισεκατομμύρια των καταθέσεων που έφυγαν απ’ τα τέλη του 2014 και μετά, και εντονότερα την άνοιξη του 2015, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν. Όχι, σίγουρα, στο ορατό μέλλον, δηλαδή τον επόμενο 1 ή τα επόμενα 2 χρόνια. Όμως οι ελληνικές τράπεζες καίγονται. Καίγονται για ρευστό που δεν θα είναι δανεικό από τον e.l.a. Ένας άνθρωπος της πιάτσας περιγράφει την κατάσταση απ’ την μεριά του [2Ο Εμμ. Βλαχογιάννης, έμπορος υφασμάτων, αντιπρόεδρος του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης - “καθημερινή” 27/9.] ως εξής:
...
Ας δούμε όμως τι συνέβη καθ’ όλο το διάστημα των πρώτων μηνών του 2015, κατά το οποίο ανελλιπώς και σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση αυξάνονταν τα όρια του ela προς το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Δυστυχώς δεν αποκαταστάθηκε η χρηματοπιστωτική ισορροπία, η οποία θα γινόταν εμφανής με τη σταθεροποίηση των καταθέσεων, αλλά αντιθέτως δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για τη διευκόλυνση της απόσυρσης καταθέσεως δίχως όμως να τίθεται σε κίνδυνο η ρευστότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Το αποτέλεσμα αυτό είναι θεωρητικά παράδοξο. Δημιουργείται όμως, επειδή ακριβώς συντρέουν δύο ταυτόχρονα ισχυρές επιδράσεις: πρώτον, η εμπιστοσύνη του αποταμιευτικού κοινού προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα εμφανίζεται να έχει υπονομευθεί βαρύτατα για λόγους προφανώς κατανοητούς, αλλά που δεν θα εξεταστούν εδώ και δεύτερον, η εκδοτική τράπεζα αποτελεί ένα θεσμό που λειτουργεί πέραν των στενών ορίων ενός εθνικού κράτους, όπως η Ελλάδα. Συμπερασματικά, η επιμονή, εκ των πραγμάτων αναγκαία, στη στήριξη του χρηματοπιστωτικού συστήματος στη χώρα μέσω του ela οδήγησε στην απόσυρση των καταθέσεων και στον αποθησαυρισμό. Με όρους αυστηρά αφαιρετικούς, η ζήτηση φυσικού χρήματος προσομοιάζει με ζήτηση εξωτερικού συναλλάγματος, σε συνθήκες έντονης αβεβαιότητας.
Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι τον πρώτο μήνα επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, δηλαδή τον Ιούλιο του 2015, τετραπλασιάστηκε η συνολική ανάληψη καταθέσεων, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2014 και η όποια διατήρηση της σχετικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας επιτεύχθηκε στην ουσία με τη δραστική περιοριστική παρέμβαση στην εφοδιοαστική αλυσίδα και στην πραγματική κατάσταση.
Προφανώς αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η διατήρηση αυτών των συνθηκών, κάτω από τις οποίες δεν προσελκύονται ιδιωτικές καταθέσεις, σημαίνει ότι είναι εξαρετικά δύσκολο να χαλαρώσουν περαιτέρω οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων.
...
Τέτοιου είδους σοβαρές κρίσεις εμπιστοσύνης προς τις τράπεζες δεν είναι πρωτοφανείς στην ιστορία του χρηματοπιστωτισμού. Και όσο κι αν κουκουλώνονται (όπως συμβαίνει στα μέρη μας...) το κουκούλωμα δεν λύνει τίποτα. Η λύση είναι γνωστή: εμφανίζεται - κάποιος - με - πολλά - λεφτά - και - μεγάλο - κύρος, ώστε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των (πάντα αφελών και πάντα προδομένων) υπηκόων σε μια “καινούργια προσπάθεια”. Αυτός ο “κάποιος” μπορεί να είναι μια μεγάλη (γαλλική ή, για τους έλληνες - που μισούν τους γερμανούς και αγαπούν να μισούν κάποιους - γερμανική· άντε και αμερικανική) τράπεζα, που αγοράζει μια τουλάχιστον ελληνική· αυτή η αλλαγή ιδιοκτησίας θα γίνει η αρχή αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην τράπεζα σαν ιδέα / θησαυροφυλάκιο. Ή, την δουλειά αυτή πρέπει να την κάνει το κράτος· κάποιο κράτος τέλος πάντων....
‘Ωσπου να γίνει κάτι απ’ τα δύο (αν γίνει...) οι ελληνικές τράπεζες θα χαροπαλέψουν. Για κάμποσο καιρό [3Χαροπαλεύουν ήδη: οι μετοχές τους είναι φτηνότερες από χαρτοπετσέτες.]. Και σε κάθε “κακό νέο”, ακόμα και κούτσα κούτσα, οι αποταμιευτές θα βγάζουν όσα έχουν απομείνει [4Όταν, προκειμένου να μαζέψει κανά φόρο απ’ τους “απο κάτω”, το κράτος μειώνει το όριο του ακατάσχετου (κατατεθημένου στην τράπεζα) ποσού του μισθού ή της σύνταξης απ’ τα 1500 ευρώ στα 1200 ή στα 1000, τι περιμένει αυτό το κράτος να συμβεί σε ότι αφορά την σχέση των υπηκόων με τις τράπεζες; Όχι μόνο εκείνων που έχουν χρέη προς την εφορία αλλά και όλων των υπόλοιπων (π.χ. εκείνων που βλέπουν ότι μπορεί να αποκτήσουν) - ε;
Αν δεν έχει συμβεί ήδη, θα συμβεί. Ένα καινούργιο είδος “παραεμπορίου”, όπου κάποιοι θα αγοράζουν με την debit κάρτα τους πράγματα που δεν χρειάζονται, ίσια ίσια για να φύγουν τα λεφτά τους απ’ τον λογαριασμό τους πριν κατασχεθούν, και θα τα πουλάνε “με έκπτωση” σε άλλους που τα χρειάζονται.
Τέλεια.].
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Σ’ αυτές τις στατιστικές υπολογίζεται το σύνολο του πληθυσμού και όχι το “οικονομικά ενεργό” τμήμα του. Αν γινόταν έτσι τα νούμερα θα ήταν μεγαλύτερα. Όμως από μια (μικρή) ηλικία και μετά και τα παιδιά είναι άμεσοι καταναλωτές (και σ’ αυτά κανείς γονιός δεν θα εμπιστευόταν την κάρτα του!), οπότε η αναγωγή στο σύνολο του πληθυσμού έχει την συγκριτική αξία της.
[ επιστροφή ]
2 - Ο Εμμ. Βλαχογιάννης, έμπορος υφασμάτων, αντιπρόεδρος του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης - “καθημερινή” 27/9.
[ επιστροφή ]
3 - Χαροπαλεύουν ήδη: οι μετοχές τους είναι φτηνότερες από χαρτοπετσέτες.
[ επιστροφή ]
4 - Όταν, προκειμένου να μαζέψει κανά φόρο απ’ τους “απο κάτω”, το κράτος μειώνει το όριο του ακατάσχετου (κατατεθημένου στην τράπεζα) ποσού του μισθού ή της σύνταξης απ’ τα 1500 ευρώ στα 1200 ή στα 1000, τι περιμένει αυτό το κράτος να συμβεί σε ότι αφορά την σχέση των υπηκόων με τις τράπεζες; Όχι μόνο εκείνων που έχουν χρέη προς την εφορία αλλά και όλων των υπόλοιπων (π.χ. εκείνων που βλέπουν ότι μπορεί να αποκτήσουν) - ε;
Αν δεν έχει συμβεί ήδη, θα συμβεί. Ένα καινούργιο είδος “παραεμπορίου”, όπου κάποιοι θα αγοράζουν με την debit κάρτα τους πράγματα που δεν χρειάζονται, ίσια ίσια για να φύγουν τα λεφτά τους απ’ τον λογαριασμό τους πριν κατασχεθούν, και θα τα πουλάνε “με έκπτωση” σε άλλους που τα χρειάζονται.
Τέλεια.
[ επιστροφή ]