Τι γίνεται όταν η πρωτοκοσμική αριστερά του κράτους και του κεφάλαιου συμφωνεί με γίγαντες του νεοφιλελευθερισμού, όπως ο Φρίντμαν και ο Χάγιεκ; Τότε γεννιέται κάτι που εμφανίζεται σαν ανθρωπιστικό, πολύ ανθρωπιστικό, ενώ είναι εξαιρετικά δηλητηριώδες: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που χορηγείται απ’ τα κράτη για την “καταπολέμηση της φτώχιας και του κοινωνικού αποκλεισμού”.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη (Οκτώβρης 2014) έκθεση της επιτροπής προϋπολογισμού της ελληνικής βουλής, η ελλάδα είναι ένα απ’ τα ελάχιστα ευρωπαϊκά κράτη που δεν έχει καθιερώσει ακόμα την γενική χορήγηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Συνεπώς θα πρέπει να το καθιερώσει το γρηγορότερο - είναι, άλλωστε, “μνημονιακή υποχρέωση” πια. Υπάρχουν διάφορες παραλλαγές σε μερικά χαρακτηριστικά αυτών των προγραμμάτων μεταξύ διαφορετικών κρατών, υπάρχει όμως ένας κοινός βασικός πυρήνας. Που περιγράφεται δημαγωγικά σαν “φροντίδα των φτωχών και των αδυνάτων”. Είναι έτσι;
Κατ’ αρχήν το ελάχιστο εγγυμένο εισόδημα, που σαν ποσό είναι (και έτσι “πρέπει” να είναι) πολύ κάτω απ’ αυτό που ορίζεται σαν όριο επιβίωσης είτε για τα άτομα είτε για τις οικογένειες στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, αντικαθιστά όλα ή σχεδόν όλα τα προνοιακά επιδόματα διάφορων μορφών και τύπων (π.χ. το επίδομα ανεργίας), με μια μεγάλη ποικιλία αποδεκτών, όπως αυτά τα επιδόματα διαμορφώθηκαν στις περασμένες δεκαετίες του κράτους πρόνοιας. Αυτός είναι ένας απ’ τους κυριότερους λόγους που οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρίζουν θερμά το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα: μια γενική, ενιαία παροχή, με κοινά κριτήρια, λιγοστεύει κατά πολύ την προνοιακή κρατική γραφειοκρατία (λένε) και γι’ αυτό είναι μια “οικονομική λύση” για να μην πεθαίνει κόσμος στους δρόμους.
Για κάποιους (υπάρχουν πάντα τέτοιοι απρόσεκτοι ή/και αφελείς) το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα είναι μια μορφή του περιβόητου κοινωνικού μισθού, μια ιδέα που εμφανιζόταν σαν επαναστατική ακόμα και πριν λίγα χρόνια. Σύμφωνα μ’ αυτήν την ιδέα, εφόσον στις καπιταλιστικές κοινωνίες παράγεται πολύς πλούτος και μάλιστα με έναν γενικό, καθολικό τρόπο (είτε δουλεύει κανείς είτε όχι) θα έπρεπε, υπό την αιγίδα και την ευθύνη των κρατών, ο “μισθός” να αποσυνδεθεί απ’ την εργασία, και να παρέχεται στους πάντες σε ένα ορισμένο βασικό ποσό.
Η ρητορική του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος αντιγράφει κάτι απ’ την αύρα της πιο πάνω λογικής (“όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή”, “είναι ντροπή να υπάρχουν άνθρωποι που πεινάνε στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες”) όμως αφενός δεν μιλάει για “μισθό” αλλά για “εισόδημα” (κι αυτό έχει αιτία), ενώ αφετέρου συνδέει ρητά την καταβολή του με την εργασία (τόσο γενικά όσο και σε συγκεκριμένες μορφές της) - εκτός απ’ τις περιπτώσεις εκείνες που οι “ευεργετούμενοι” είναι πραγματικά αδύνατο να δουλέψουν, για ιατρικούς λόγους.
Αυτό που κάνει η ιδέα και η εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι να αποσυνδέσει αρχικά την επιβίωση απ’ την δουλειά (προσπερνώντας το “ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω” του κατασκευαστή του χριστιανισμού Παύλου)· όμως αυτή η αποσύνδεση γίνεται για λίγο, μόνο και μόνο για να υπάρξει στη συνέχεια μια καινούργια σύνδεση με την δουλειά, με όρους σκληρά αντιεργατικούς / αντιπρολεταριακούς.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την έκθεση της επιτροπής της βουλής, σχεδόν το σύνολο των ευρωπαϊκών νομοθεσιών για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα συνδέουν την παροχή του με την “είσοδο”, την “ένταξη” ή, έστω “την ειλικρινή προσπάθεια ένταξης” στην αγορά εργασίας. Εννοούμε στην “λευκή” τέτοια. Υπάρχουν θεσμοί επιτήρησης και ελέγχου όσων λαμβάνουν αυτό το ε.ε.ε., με μια γκάμα αυστηρότητας· αλλά υπάρχουν. Στο κέντρο αυτών των θεσμών βρίσκονται οι “ο.α.ε.δ.” ή αντίστοιχοι οργανισμοί, που είναι οι γενικοί κομανταδόροι των “ροών εργασίας” στις αντίστοιχες κοινωνίες.
Στη νορβηγία, για παράδειγμα αυτοί οι οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν σαν όρο για την λήψη του ε.ε.ε. την εργασία σε κάποιο πόστο στον δήμο... Στη ρουμανία, όταν το ε.ε.ε. το λαμβάνει οικογένεια, ένα απ’ τα μέλη της υποχρεώνεται πάλι να δουλέψει σε θέση που θα του προτείνει ο δήμος· το ίδιο ισχύει και στην βουλγαρία. Στο βέλγιο το “δημόσιο κέντρο κοινωνικής στήριξης” έχει το δικαίωμα να προτείνει δουλειές στους λήπτες του ε.ε.ε., υπό την δική του εργοδοσία, για να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία· μπορεί ακόμα να “παραχωρήσει” λήπτες του ε.ε.ε. σε ιδιώτες εργοδότες.
Η “ένταξη” ή “μη ένταξη” στην αγορά εργασίας δεν αφήνεται στα γούστα των ληπτών του ε.ε.ε. και με μια στενή, χρηματική έννοια: δεν μπορεί κανείς να ζήσει μόνο μ’ αυτά τα λεφτά, εκτός αν τρώει σκουπίδια, ντύνεται απ’ τα σκουπίδια, και κοιμάται σε κάποια τρύπα. Στην ατμομηχανή της καπιταλιστικής ανάπτυξης της ευρώπης, στη γερμανία, το ε.ε.ε. για ένα άτομο είναι 345 ευρώ (331 ευρώ στο ανατολικό τμήμα του κράτους), για ένα ζευγάρι 552 ευρώ (530 ευρώ ανατολικά) και για ένα ζευγάρι με ένα παιδί άνω των 14 χρόνων 828 ευρώ (795 στα ανατολικά). Στη γαλλία είναι 388 ευρώ για ένα άτομο, 555 για ένα ζευγάρι, και 663 για ένα ζευγάρι με παιδί. Συνεπώς το ε.ε.ε. είναι σχεδιασμένο, ακριβώς, σαν ελεημοσύνη: πρέπει να “συμπληρώνεται” το λιγότερο 60% επιπλέον, αν είναι να βρεθεί κάποιος απ’ τους λήπτες του στο “όριο φτώχιας”.
Εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο, όπου τελειώνουν τα λεφτά του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και μένουν μόνο οι οδοδείκτες του. Υπάρχουν δύο δρόμοι για να το “συμπληρώσει” κανείς: είτε η λευκή αγορά εργασίας είτε η μαύρη (συμπεριλαμβανόμενου σ’ αυτήν του οργανωμένου εγκλήματος). Στις άσπρες δουλειές, είτε αυτές προτείνονται / επιβάλλονται απ’ τους τύπου ο.α.ε.δ. οργανισμούς είτε όχι, ο “μισθός” είναι πράγματι “συμπληρωματικός” της ε.ε.ε., κι αυτό συμβαίνει ειδικά στις δουλειές - στους - δήμους και σε κοινωνικές υπηρεσίες γενικά. (Υπάρχει, φυσικά, πάντα η δυνατότητα κάποιος / κάποια να βρει μια σχετικά καλοπληρωμένη δουλειά, οπότε παύει να παίρνει το ε.ε.ε.). Για τις μαύρες δουλειές δεν χρειάζεται υποθέτουμε να πούμε κάτι. Υπάρχουν (σε μερικά ευρωπαϊκά κράτη) και εκείνες οι “ενεργητικές πολιτικές αντιμετώπισης της ανεργίας” που επιδοτούν γενναία τους εργοδότες για να προσλαμβάνουν άτομα που παίρνουν ε.ε.ε. πληρώνοντας κάτι τις ακόμα...
Τώρα το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα δείχνει την καθαρή μορφή του. Είναι ένα είδος “γενικού επιδόματος μη-θανάτου” (δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε για “επιβίωση”) με υψηλή πολιτική αξία: δημιουργεί μια σχέση “εμπιστοσύνης” / εξάρτησης ανάμεσα στις κατώτερες βαθμίδες της σύγχρονης εργατικής τάξης και την κρατική “στοργή”, μορφοποιεί την υπόσχεση δεν - θα - σε - αφήσω - να - πεθάνεις. Στη βάση αυτής της σχέσης ο μισθός μετατρέπεται όσο πιο επίσημα και καθαρά γίνεται σε “συμπλήρωμα” της κρατικής πρόνοιας· η εργασία, φυσικά, είναι πάντα εργασία. Είτε πρόκειται για τον δημόσιο τομέα είτε για τα πάμπολλα προγράμματα “μαθητείας”, “απασχόλησης” ληπτών του ε.ε.ε. στον ιδιωτικό τομέα (ξέρουμε διάφορα τέτοια και στα μέρη μας) η εκμετάλλευση γίνεται ακόμα πιο έντονη και συστηματική, και το κράτος στέκεται στο πλάι αυτής της διαδικασίας φροντίζοντας να κουκουλώνει τόσο αυτήν καθ’ εαυτήν την σχέση εκμετάλλευσης όσο και τις αναπόφευκτες ασυνέχειές της. Γιατί ακόμα και οι πιο σκατοπληρωμές δουλειές δεν είναι “μόνιμες”.
Κάποιος σκληρά ρεαλιστής θα πει: Ωραία... Και τι να κάνουμε δηλαδή; Να μείνει ο κόσμος να σέρνεται σε συσσίτια ή να πηδάει απ’ τις ταράτσες στην απελπισία του; Τα προβλήματα της κρίσης και της ανεργίας είναι άμεσα και επείγοντα, και οι κριτικές δεν λύνουν τίποτα. Η έκθεση της επιτροπής προϋπολογισμού της βουλής επισημαίνει αυτήν την αναγκαιότητα κοινωνικής πρόνοιας, ειδικά λόγω της κρίσης (της διαχείρισής της θα λέγαμε εμείς), τονίζοντας και τις αιτίες που τα ως τώρα ελληνικά προγράμματα πρόνοιας είχαν περιορισμένη επιτυχία ή και καθόλου σε διάφορες κατηγορίες “αναξιοπαθούντων”. Ο σκληρός ρεαλιστής δεν χρειάζεται καν επιχειρήματα υπέρ του ε.ε.ε.: η πραγματικότητα “φωνάζει μόνη της” θα πει...
Όμως όχι, η πραγματικότητα είναι μουγκή! Και την σκεπάσει η φωνή της ελεημοσύνης, κρατικής ή ιδιωτικής. Όπως επί 3 χρόνια ανέλυσε και προπαγάνδισε η συνέλευση του πλάνου 30/900, η ανεργία και η φτώχια (μάρτυρας η θάλασσα των εργαζόμενων φτωχών) ΔΕΝ είναι φυσικά φαινόμενα. Είναι τα αποτελέσματα συγκεκριμένων κινήσεων των αφεντικών. Επειδή η μέση παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνεται ραγδαία εδώ και πολλά χρόνια, θα ήταν ο ιδανικός (για την τάξη μας) τρόπος αντιμετώπισης της ανεργίας η γενική μείωση του νορμάλ εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας απ’ τις 40 ώρες στις 30· αν χρειαζόταν ακόμα πιο κάτω. Εξάλλου η ανεργία (η “δουλειά μηδέν” όπως την ονόμασε το 30/900) είναι μόνο η μία άκρη του φάσματος του μονοπωλίου που έχουν τ’ αφεντικά πάνω στο πόσο και αν δουλεύουμε· η άλλη άκρη είναι οι 50, 60, 70 ή 80 ώρες δουλειάς την βδομάδα. Το κυριολεκτικό ξεπάτωμα.
Ανάλογα σε ότι αφορά τους μισθούς, και ειδικά τον κατώτερο (“βασικό”) μισθό. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος εκτός απ’ την συντήρηση της κερδοφορίας των αφεντικών για να μην είναι ο βασικός μισθός (για 30 ώρες “ανειδίκευτης” δουλειάς) στην ελλάδα 900 ευρώ καθαρά· κι αν σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη το κόστος της καθημερινής ζωής είναι μεγαλύτερο, 1000 ή 1200 ευρώ. Οι μισθοί για μεγάλο μέρος της τάξης μας έχουν πάει στα τσακίδια για να γίνουν τα αφεντικά “ανταγωνιστικότερα” στον μεταξύ τους εμπορικό / οικονομικό πόλεμο. Και ποια είναι η τελευταία πράξη σ’ αυτό το “ανταγωνιστικότερα”; Ο κανονικός πόλεμος, με την τάξη μας σαν κρέας.
Το ε.ε.ε. και ο σκληρός (φιλανθρωπικός) ρεαλισμός που το συνοδεύει δεν είναι απλά μια “οικονομική παροχή”, μια “καλωσύνη”, ένα “όχι - και - τόσο - γενναιόδωρο - αλλά - τέλος - πάντων - επίδομα” εκ μέρους του κράτους (δηλαδή των αφεντικών). Όχι. Δεν είναι μόνο λεφτά· τα λεφτά είναι πολύ λίγα. Το ε.ε.ε. είναι κυρίως πολιτική· πολιτική οικονομία. Επειδή η “φτώχια” και η “ανεργία” έχουν μια τελείως διαφορετική, εμπόλεμη απάντηση απ’ την μεριά της τάξης μας (δυστυχώς “θεωρητικά” προς το παρόν...) και επειδή ούτε η “φτώχια” ούτε η “ανεργία” είναι προσωρινά φαινόμενα, τα κράτη θέλουν να ξεμπερδεύουν μια και καλή με τον κίνδυνο να καταλάβουμε κάποια στιγμή τι ακριβώς συμβαίνει. Ο πιο αποτελεσματικός και στα μέτρα τους τρόπος, ως τώρα, είναι αυτός: να εξαφανίσουν απ’ τον ορίζοντα τα θέματα του χρόνου εργασίας και της τιμής του εμπορεύματος εργατική δύναμη, και να βάλουν στο κέντρο την “λογική”, την “ηθική” και την “ιδεολογία” της κρατικής πρόνοιας. Με δουλειά, φυσικά!!! Δουλειά υποτιμημένη άγρια, που (θα) είναι τυλιγμένη κι αυτή με την αύρα της πρόνοιας, της φροντίδας, της μέριμνας... μην σκουριάσουμε τεμπελιάζοντας.
Μπορεί ο καθένας να δει την αλήθεια των πιο πάνω ακόμα και με νούμερα· αν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Σε ένα πιλοτικό πρόγραμμα παροχής ε.ε.ε. σε 13 ελληνικούς δήμους που ξεκίνησε η πρασινομαύρη (ν.δ. / πα.σο.κ.) κυβέρνηση προς τα τέλη του 2014 (συνολικός προϋπολογισμός: 20 μύρια ευρώ), το ε.ε.ε. κατά κεφαλήν ήταν 200 ευρώ... Για ζευγάρι το ε.ε.ε. γινόταν 300 ευρώ, και 50 ευρώ επιπλέον για κάθε παιδί. Συνεπώς ένα ζευγάρι με δύο παιδιά και κανένα περιουσιακό στοιχείο που να “τρώγεται”, έπαιρνε σαν ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα το εντυπωσιακό ποσό των 400 ευρώ το μήνα· για να την βγάλει... (Για γεμιστά, που κατά την υπουργό είναι μια φτηνή λύση, μπορεί να μην φτάνουν. Ίσια ίσια που φτάνουν για friskies...)
Και τι περιμένει κανείς πως θα έκαναν οι ενήλικοι του ζευγαριού αν, παρ’ ελπίδι, δεν ήταν τόσο νοικοκύρηδες για να βάζουν στην άκρη κάτι τις κάθε μήνα απ’ αυτά τα 400 ευρώ; Εκτός απ’ την περίπτωση να βρουν ο καθένας μια δουλειά με 1000 ή 1100 μισθό, θα εκλιπαρούσαν για κανά σκοτωμένο μεροκάματο κάποιου “προγράμματος” στο δήμο, ή θα έκαναν οποιοδήποτε μαύρη δουλειά μπορούσαν να βρουν. Αυτή ακριβώς είναι η διάταξη του ε.ε.ε.: σκατά δουλειές και ευγνωμοσύνη για το κράτος.
Μα (θα πει ο λακές του ρεαλισμού) το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα φταίει; Δεν είναι καλύτερο απ’ το τίποτα; Η απάντησή μας δεν είναι “μα φυσικά, τι λέτε; αλλοίμονο!” Η απάντησή μας είναι ερώτηση: τι σημαίνει να έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα στο “τίποτα” και στα ψίχουλα; Τι σημαίνει να αποδεχόμαστε μια τέτοια υποτίμηση;
Ε; Άσχετα με το αν έχουμε ανάγκη ή όχι τα 200 ευρώ κρατικό χατζιλίκι, δεν θα έπρεπε να μας ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι;