sarajevo

σημειώσεις στο φωτοτυπάδικο: ένταση εργασίας και απόλυτη υπεραξία στα φροντιστήρια

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τις συνθήκες εντός των οποίων εργάζονται οι καθηγητές/τριες στα φροντιστήρια - καθώς και τις σχέσεις που τις διέπουν - θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι ακριβώς “παράγουν” αυτές τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τους επιχειρηματίες του κλάδου τα φροντιστήρια προσφέρουν γνώση ή ακόμα και παιδεία. Στην πραγματικότητα, κι αυτό είναι γνωστό σε όσους/όσες έχουν περάσει απ’ αυτά, είτε ως μαθητές είτε ως εργαζόμενοι, τα φροντιστήρια προσφέρουν κατάρτιση. Μάλιστα η κατάρτιση αυτή έχει αυστηρά προσδιορισμένο περιεχόμενο και αφορά αποκλειστικά στην αντιμετώπιση των σχολικών εξετάσεων όπως και των αντίστοιχων πανελληνίων. Ας δώσουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα για την αντίθεση γνώσης-κατάρτισης. Ένας μαθητής που παρακολουθεί, επί τρία λυκειακά έτη, φροντιστηριακά μαθήματα φυσικής μπορεί να έχει καταρτιστεί στην επίλυση μιας ευρείας γκάμας ασκήσεων-προβλημάτων. Οι ασκήσεις αυτές σχετίζονται με διάφορους κλάδους της φυσικής και το επίπεδο δυσκολίας τους κυμαίνεται από εύκολο μέχρι αρκετά δύσκολο (επιπέδου πρώτου έτους πανεπιστημίου). Ταυτόχρονα, κατά κανόνα, είναι εντελώς ανίκανος να κάνει την παραμικρή σύνδεση μεταξύ της συσσωρευμένης γνώσης περί φυσικών νόμων και αρχών που έχει αποκτήσει και του φυσικού κόσμου μέσα στον οποίο ζει. Αντίστοιχα παραδείγματα μπορούμε να δώσουμε για τα μαθηματικά, για τα φιλολογικά, για τα μαθήματα οικονομικών.  Δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να επεκταθεί στον αντιπαιδαγωγικό - αντιεκπαιδευτικό χαρακτήρα αυτής της λειτουργίας των φροντιστηρίων. Είναι (πιστεύουμε) ολοφάνερο, ακόμα και απ’ αυτό το τόσο τετριμμένο παράδειγμα, σε τι είδους γνώση και παιδεία αναφέρονται τα αφεντικά της παραπαιδείας. Αξίζει όμως να κρατήσουμε αυτή την αυτονόητη αναφορά γιατί έχει κάποιες αόρατες επιπτώσεις πάνω στην εργασία των μισθωτών καθηγητών στα φροντιστήρια.

Ποια είναι όμως τα απαιτούμενα μέσα παραγωγής για την παροχή αυτής της κατάρτισης; Από τη μία έχουμε τις υλικοτεχνικές υποδομές (σταθερό κεφάλαιο) οι οποίες περιορίζονται στις αίθουσες, τα θρανία, τις καρέκλες, τους πίνακες και τους μαρκαδόρους. Από την άλλη έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό, καθηγητές/τριες, γραμματείς και καθαρίστριες (μεταβλητό κεφάλαιο). Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι μιλάμε για επιχειρήσεις οι οποίες έχουν περιορισμένα και συγκεκριμένα έξοδα για την συντήρηση, την ανανέωση και την επέκταση του σταθερού τους κεφαλαίου. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται νοίκια, ρεύμα, τηλεφωνία-internet, νερό, αντικατάσταση μαρκαδόρων και πινάκων σε περίπτωση φθοράς και έκδοση φωτοτυπιών ή σημειώσεων σε μορφή βιβλίων. Ο μεγαλύτερος όγκος των εξόδων αυτών των επιχειρήσεων αφορά στο μισθολογικό κόστος, άμεσο (μισθοί) και έμμεσο (ασφαλιστικές εισφορές). [1Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε συγκεκριμένες μελέτες ή έστω αναφορές για την κατανομή του κόστους μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου στα φροντιστήρια. Βρήκαμε όμως μια αναφορά του πρόεδρου του Συνδέσμου Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων, Χαράλαμπου Κυραιλίδη. Αναφέρεται στα ιδιωτικά σχολεία, αλλά οι συνθήκες προσομοιάζουν αρκετά με τα φροντιστήρια. Λέει λοιπόν ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος των σχολαρχών “Το 70% των εξόδων ενός ιδιωτικού σχολείου είναι μισθοδοσία και ασφαλιστικές εισφορές, με το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου να είναι πετρέλαιο κίνησης για τα σχολικά λεωφορεία…” (καθημερινή 23/8/2015). Σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλά φροντιστήρια με μαθητικό δυναμικό πάνω από 200 παιδιά (σαν σχολεία δηλαδή) και χωρίς έξοδα για πετρέλαιο κίνησης…] Μιλάμε δηλαδή ξεκάθαρα για επιχειρήσεις έντασης εργασίας και μάλιστα με τη βούλα και την “εγκυρότητα” των επίσημων εκπροσώπων των αφεντικών. [2Σύμφωνα με την “Μελέτη στρατηγικής των ελληνικών επιχειρήσεων για την ανάπτυξη πρακτικών λειτουργικής ευελιξίας και οργανωτικής καινοτομίας” του σ.ε.β, “ως έντασης εργασίας χαρακτηρίζεται μια επιχείρηση στην οποία το ύψος και το κόστος παραγωγής ή της αποδοτικότητας των υπηρεσιών εξαρτάται κυρίως από τον παράγοντα «εργασία», με την έννοια της ανθρώπινης προσπάθειας που καταβάλλεται για παραγωγικούς σκοπούς, καθώς και από τον μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό εργαζομένων”.
Και συνεχίζει η εργοδοτική μελέτη: “ο βαθμός έντασης εργασίας μετριέται κατ’ αναλογία με το ποσό του κεφαλαίου και το ποσό των υλικών που απαιτείται για την παραγωγή ορισμένης ποσότητας προϊόντος. Όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των εργατικών δαπανών που απαιτούνται, τόσο υψηλότερης εντάσεως εργασίας χαρακτηρίζεται η επιχείρηση”.
] Η παρεχόμενη “ποσότητα”, ποιότητα και η οργάνωση των υπηρεσιών, η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης με τον πελάτη, η “εμπορικότητα” της επιχείρησης και εν γένει η συνολική λειτουργία των φροντιστηρίων εξαρτώνται σε τεράστιο βαθμό από την εργασία που παρέχουν οι μισθωτοί καθηγητές/τριες και οι γραμματείς. Η εργασία μάλιστα αυτή δεν διαμεσολαβείται, στην περίπτωση των καθηγητών/τριων, από κανενός είδους μηχανή. Μιλάμε για “γυμνή” από οποιαδήποτε τεχνολογία εργασία. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι προσομοιάζει με την εργασία στην συγκομιδή αγροτικών προϊόντων. Για να μαζευτούν οι φράουλες ή τα ροδάκινα το μόνο που χρειάζεται είναι χέρια. Γυμνή εργατική δύναμη δηλαδή. Για να κάνεις μάθημα δεν απαιτούνται πολλά παραπάνω πράγματα. [3Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις: δεν ισχυριζόμαστε, με την αναφορά αυτή στον πρωτογενή, ότι από την άποψη της υποτίμησης της εργασίας (και όχι μόνο) οι μισθωτοί των φροντιστηρίων βρίσκονται στην ίδια θέση της ταξικής διαστρωμάτωσης με τους, κατά κανόνα μετανάστες, εργάτες γης. Χρησιμοποιούμε την αφαίρεση αυτή για να δείξουμε ακριβώς την σημασία του παράγοντα “εργασία” στα φροντιστήρια.]

Απ’ αυτήν την σύντομη επισκόπηση της επιχείρησης-φροντιστήριο μπορούν να εξαχθούν ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Η απόσπαση της υπεραξίας από τα αφεντικά μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την απόλυτη μορφή της και σε καμία περίπτωση με την σχετική της. Υπό την έννοια ότι οι εργοδότες δεν μπορούν να επιβάλλουν μια αύξηση της παραγωγικότητας με την εισαγωγή νέων, πιο σύγχρονων και αποτελεσματικών μηχανών. Ώστε με την χρήση τους, στην ίδια ώρα εργασίας, ο εργαζόμενος να αυξήσει την ποσότητα του παραγόμενου προϊόντος-υπηρεσίας. Η απόσπαση λοιπόν της υπεραξίας γίνεται με τρόπο απόλυτο. Και όχι αποκλειστικά με έναν, αλλά με όλους τους δυνατούς.
Κατ’ αρχήν με τη συμπίεση του εργατικού κόστους. Τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση μορφή του. Μέσα στο ξέσπασμα της κρίσης, με πρόχειρους υπολογισμούς, το άμεσο εργατικό κόστος έπεσε τουλάχιστον κατά 30%. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι πριν την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων ο νεοεισερχόμενος στα φροντιστήρια καθηγητής πληρωνόταν, ή τουλάχιστον έπρεπε να πληρωνόταν,  με 11 ευρώ την ώρα, ενώ στην “μετα-συμβασιακή” περίοδο η ώρα κυμαίνεται στα 7 με 8 ευρώ.  Όσο για τη διαχείριση του έμμεσου εργασιακού κόστους από τα αφεντικά τα πράγματα πάνε ακόμα χειρότερα. Έχουν επιτύχει να εδραιώσουν ένα παράνομο καθεστώτος δραστικής μείωσης έως και εξαφάνισης του σε ορισμένες περιπτώσεις. Η  γκάμα της μείωσης του ξεκινά από την απολύτως μαύρη εργασία, περνά από τη ζώνη της “γκρίζας” απασχόλησης, που σημαίνει μερικώς αδήλωτη εργασία και με πλασματικές (πάντα προς τα κάτω βέβαια) αποδοχές και μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις φτάνει μέχρι την απολύτως νόμιμη εργασία. Τα δώρα και τα επιδόματα τείνουν να καταργηθούν στην πράξη, έστω κι αν νομοθετικά βρίσκονται ακόμα σε ισχύ. Αλλά ακόμα κι αν δίνονται είναι υπολογισμένα επί των πλασματικών ωρών και ωρομισθίων, συνεπώς πολύ κατώτερα από αυτά που νομίμως προβλέπονται.
Οι παραπάνω επεμβάσεις στον άμεσο και στον έμμεσο μισθό δεν αποτελούν τέκνα της κρίσης ή των “μνημονίων”. Υπήρχαν στην φαρέτρα των εργοδοτών πολύ πριν το ξέσπασμά της. Αποτέλεσαν συστηματικά χρησιμοποιούμενα εργαλεία για την διατήρηση ή και την αύξηση της κερδοφορίας καθώς και για την “επιβίωση” των επιχειρήσεων στα πλαίσια του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Δίπλα και παράλληλα με τις παραπάνω τακτικές μείωσης του εργατικού κόστους, οι οποίες δεν αφορούν μόνο στα φροντιστήρια αλλά επεκτείνονται σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα της μισθωτής εργασίας, βρίσκουμε και τακτικές ιδιαίτερες του κλάδου. Η πιο διαδεδομένη είναι η παροχή άμισθης εργασίας για διάφορες δραστηριότητες που πλαισιώνουν την κυρίως εργασία του μαθήματος. Ενημερώσεις γονέων τα σαββατοκύριακα και εκτός ωρολογίου προγράμματος, συγγραφή σημειώσεων, συνευρέσεις για την σύνταξη διαγωνισμάτων, διορθώσεις κτλ αποτελούν ένα σεβαστό κομμάτι της καθηγητικής δουλειάς που μένει απλήρωτο. Κάτι σαν δωρεάν προσφορά των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις.

Η επίθεση στους μισθούς για την ελαχιστοποίηση της χασούρας, για την διατήρηση ή/και την αύξηση των κερδών αποτελεί την μια πλευρά του νομίσματος της εργασιακής εκμετάλλευσης. Η άλλη έχει να κάνει με τον χρόνο εργασίας και παραμένει σχετικά αθέατη αν συγκριθεί με τις άμεσες μειώσεις μισθών. Κι αυτό διότι δεν φαίνεται να έχει απ’ ευθείας σχέση με το τι μπαίνει στην τσέπη. Η διδακτική ώρα είναι κατοχυρωμένο να διαρκεί 45 λεπτά. Ακολουθεί δεκάλεπτο διάλειμα και ξεκινά η επόμενη ώρα. Υπάρχουν φροντιστήρια τα οποία διαφημίζουν διδακτική ώρα 60 λεπτών. Αλλά και σε φροντιστήρια που έχουν κρατήσει το 45λέπτο πολύ συχνά γίνονται συμπτύξεις (για οικονομία χρόνου…) και τα δύο 45λέπτα μετατρέπονται σε ένα μιαμισάωρο χωρίς διάλλειμα. Δεν λείπουν και οι περιπτώσεις πλήρους εξαφάνισης των διαλλειμάτων. Τμήμα μπαίνει, τμήμα βγαίνει δηλαδή.
Ας το δούμε πιο αναλυτικά. Έστω ότι ένα φροντιστήριο πληρώνει 8 ευρώ την ώρα. Αν η διδακτική του ώρα είναι 60λεπτη αυτό σημαίνει ότι ο καθηγητής πληρώνεται με 6 ευρώ το 45λεπτο. Not bad at all. Με μια 15λεπτη αύξηση της διδακτικής ώρας ο εργοδότης πέτυχε 25% μείωση του ωρομισθίου. Φαίνεται μαγικό αλλά δεν είναι. Είναι στοιχειώδεις μαθηματικές πράξεις συνδυασμένες με μπόλικη ταξική συνείδηση, από την μεριά των αφεντικών όμως. Οι αυξήσεις στην διδακτική ώρα πάνε χέρι-χέρι με την συμπίεση έως και την εξαφάνιση των διαλειμάτων. Αναφερόμαστε σε 6, 7, 8 ή 9 ώρες συνεχούς μαθήματος με 5λεπτα ή ακόμα μικρότερα διαλλείματα. Αν συνδυαστεί αυτή η συμπύκνωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου με τον “καταρτησιακό” χαρακτήρα της παρεχόμενης εκπαίδευσης τότε μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητός ο βαθμός εντατικοποίησης της εργασίας. Γιατί η προετοιμασία για τις όποιες εξετάσεις δεν σηκώνει, κατά κανόνα, χαλαρούς ρυθμούς μαθήματος, συζητήσεις εκτός διδακτέου αντικειμένου ή οποιαδήποτε είδους λούφα την ώρα του μαθήματος.
Και κάτι τελευταίο για τον χρόνο εργασίας. Το πλήρες ωράριο των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης στο δημόσιο σχολείο είναι 21 ώρες την εβδομάδα. Το ίδιο ίσχυε και για τα φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης βάση της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Οι εργοδότες βέβαια δεν καταλαβαίνουν από τέτοιες ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας. Όταν λοιπόν ένας καθηγητής ξεπερνά τις 21 ώρες εβδομαδιαίως σε ένα φροντιστήριο τα αφεντικά δεν προσλαμβάνουν άλλο καθηγητή. Αντίθετα φορτώνουν όλο και περισσότερες ώρες σ’ αυτόν που έχει ήδη πλήρες ωράριο. Και απ’ αυτό κερδίζουν. Γιατί αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι από τις αρχικές 21 ώρες κατά βάση μόνο ορισμένες είναι δηλωμένες, όλες οι επιπλέον των 21 ώρες είναι μαύρες. Γλιτώνουν δηλαδή επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές, δώρα και επιδόματα. Ενώ εάν είχαν κάνει προσλήψεις θα έπρεπε τουλάχιστον να δηλώσουν ορισμένες ώρες για τους νεοπροσλαμβανόμενους. Σαν συνέπεια μειώνονται οι θέσεις εργασίας, οι καθηγητές δουλεύουν εξαντλητικά ωράρια που μπορεί να υπερβαίνουν τις 40 ώρες τη βδομάδα και η αδήλωτη εργασία επεκτείνεται.

Όλα τα παραπάνω μπορεί να μοιάζουν εντελώς αποκαρδιωτικά για την κατάσταση των σχέσεων εργασίας των καθηγητών και  των καθηγητριών στα φροντιστήρια. Και όντως είναι. Όπως το ίδιο συμβαίνει και σε ένα κάρο άλλες δουλειές. Δουλειές περισσότερο ή λιγότερο ειδικευμένες. Δουλειές περισσότερο ή λιγότερο υποτιμημένες. Δουλειές περισσότερο ή λιγότερο “διανοητικές”. Δουλειές περισσότερο ή λιγότερο χειρωνακτικές. Δουλειές σε γραφεία ή σε χωράφια. Δουλειές έντασης εργασίας. Όπου η απόσπαση υπεραξίας από τα αφεντικά πραγματοποιείται με την τόσο “πρωτόγονη” μέθοδο της μείωσης των μισθών, της ρύθμισης των ωρών εργασίας και την εντατικοποίηση της δουλειάς. Όπου η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον εργατικό μόχθο, στην εργατική προσπάθεια. Όπου η τεχνολογία και οι μηχανές παίζουν μικρό ή και κανέναν ρόλο. Μέσα στις δουλειές αυτές και στον αντίποδα της μαυρίλας των συνθηκών εργασίας μπορεί κανείς να δει όσο πιο καθαρά γίνεται ποιοι και πως παράγουν τον πλούτο αυτού του κόσμου. Σε μια εποχή που ακόμα και οι ίδιοι οι παραγωγοί του  αρνούνται τους εαυτούς τους, μέσα σ’ αυτές τις δουλείες δεν χωρά καμία αμφιβολία για τον ρόλο και την αξία της εργασίας. Δεν είναι οι μηχανές, δεν είναι η ανταγωνιστικότητα, δεν είναι το επιχειρηματικό δαιμόνιο που παράγουν αξία. Είναι αποκλειστικά και μόνο η εργασία.
Και ακριβώς εκεί, δίπλα στις τόσο παλιές μα τόσο σύγχρονες μεθόδους εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης, φανερώνεται η τεράστια δύναμη της τάξης μας γυμνή από κάθε τεχνολογική μεσολάβηση. Αρκεί να τολμήσει κάποιος/α να την αντικρύσει.

special pf.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε συγκεκριμένες μελέτες ή έστω αναφορές για την κατανομή του κόστους μεταξύ σταθερού και μεταβλητού κεφαλαίου στα φροντιστήρια. Βρήκαμε όμως μια αναφορά του πρόεδρου του Συνδέσμου Ιδρυτών Ελληνικών Ιδιωτικών Εκπαιδευτηρίων, Χαράλαμπου Κυραιλίδη. Αναφέρεται στα ιδιωτικά σχολεία, αλλά οι συνθήκες προσομοιάζουν αρκετά με τα φροντιστήρια. Λέει λοιπόν ο συνδικαλιστικός εκπρόσωπος των σχολαρχών “Το 70% των εξόδων ενός ιδιωτικού σχολείου είναι μισθοδοσία και ασφαλιστικές εισφορές, με το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου να είναι πετρέλαιο κίνησης για τα σχολικά λεωφορεία…”  (καθημερινή 23/8/2015). Σκεφτείτε ότι υπάρχουν πολλά φροντιστήρια με μαθητικό δυναμικό πάνω από 200 παιδιά (σαν σχολεία δηλαδή) και χωρίς έξοδα για πετρέλαιο κίνησης…
[ επιστροφή ]

2 - Σύμφωνα με την “Μελέτη στρατηγικής των ελληνικών επιχειρήσεων για την ανάπτυξη πρακτικών λειτουργικής ευελιξίας και οργανωτικής καινοτομίας” του σ.ε.β, “ως έντασης εργασίας χαρακτηρίζεται μια επιχείρηση στην οποία το ύψος και το κόστος παραγωγής ή της αποδοτικότητας των υπηρεσιών εξαρτάται κυρίως από τον παράγοντα «εργασία», με την έννοια της ανθρώπινης προσπάθειας που καταβάλλεται για παραγωγικούς σκοπούς, καθώς και από τον μεγαλύτερο ή μικρότερο αριθμό εργαζομένων”.
Και συνεχίζει η εργοδοτική μελέτη: “ο βαθμός έντασης εργασίας μετριέται κατ’ αναλογία με το ποσό του κεφαλαίου και το ποσό των υλικών που απαιτείται για την παραγωγή ορισμένης ποσότητας προϊόντος. Όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό των εργατικών δαπανών που απαιτούνται, τόσο υψηλότερης εντάσεως εργασίας χαρακτηρίζεται η επιχείρηση”.
[ επιστροφή ]

3 - Για να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις: δεν ισχυριζόμαστε, με την αναφορά αυτή στον πρωτογενή, ότι από την άποψη της υποτίμησης της εργασίας (και όχι μόνο) οι μισθωτοί των φροντιστηρίων βρίσκονται στην ίδια θέση της ταξικής διαστρωμάτωσης με τους, κατά κανόνα μετανάστες, εργάτες γης. Χρησιμοποιούμε την αφαίρεση αυτή για να δείξουμε ακριβώς την σημασία του παράγοντα “εργασία” στα φροντιστήρια.
[ επιστροφή ]

κορυφή