Μπορεί να υπάρχει ήδη (ή να υπάρξει σύντομα) ένα είδος αρχαιολογίας του τριτογενούς· όπως υπάρχει βιομηχανική αρχαιολογία. Οι αλλαγές στην οργάνωση (και στην εκμετάλλευση) της εργασίας, ειδικά οι τεχνικές αλλαγές, εξαφανίζουν συνήθως τα προηγούμενα “εργαλεία”, και η καθιέρωση των όποιων καινούργιων συνοδεύεται, συχνά, απ’ την φετιχιστική πεποίθηση ότι “έτσι και μόνον έτσι” γίνεται η α ή β δουλειά. Μ’ αυτήν την έννοια όλες οι “αρχαιολογίες” (είτε αφορούν τις αγροτικές / κτηνοτροφικές δουλειές και τα δικά τους εργαλεία, είτε τα εργαστήρια και τα εργοστάσια του δευτερογενούς, είτε τις δουλειές γραφείου) δεν είναι μόνο πλεύση σε “παρά-ξενες”, “αρχαίες” μεθόδους και εργαλεία, αλλά (κυρίως) επίγνωση της γενεαλογικής διαδρομής και σχέσης ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές οργάνωσης της δουλειάς και τα τα ανάλογα μέσα - μέχρι το κάθε φορά “σήμερα”.
Οπωσδήποτε δεν έχουμε εδώ, στο Sarajevo, τον χρόνο για πλήρεις αναφορές τέτοιου είδους. Ωστόσο το θέμα μας φαίνεται ενδιαφέρον. Κι όποτε τα καταφέρνουμε θα “πηγαίνουμε προς τα πίσω ξεθάβοντας” εργαλεία, μηχανές· και σχέσεις που έχουν αλλάξει ή/και εξαφανιστεί: μικρός φόρος τιμής στην ιστορία της τάξης μας...
το καρμπόν
Μέχρι ακόμα και την δεκαετία του 1980 (σίγουρα στην ελλάδα) το καρμπόν ήταν απαραίτητο στα γραφεία, για την δημιουργία αντιγράφων. Ένα κοινότοπο υλικό που αγοραζόταν σε δεσμίδες μερικών δεκάδων κομματιών και φυλασσόταν στη συσκευασία του.
Η εφεύρεση του καρμπόν αποδίδεται σ’ έναν άγγλο, ονόματι Ralph Wedgwood, που το 1806 πήρε δικαίωμα ευρεσιτεχνίας (“πατέντα”) για το στυλογραφικό χαρτί του. Η ιδέα του Wedgwood σκόπευε να βοηθήσει τους τυφλούς να γράφουν, σε μια εποχή που τα μέσα γραφής ήταν οι πένες και τα μελανοδοχεία [1Η πένα (και το μελανοδοχείο) θεωρούνται (στη δύση...) εφεύρεση των χριστιανών μοναχών, πίσω τον 7ο αιώνα.], πράγματα που δυσκόλευαν ιδιαίτερα ανθρώπους που δεν έβλεπαν, υποχρεώνοντάς τους να κάνουν “ζημιές”. Ο Wedgwood έβαζε για λίγο φύλλα χαρτιού μέσα σε μια λεκάνη με μελάνι, ύστερα τα στέγνωνε, και τελικά τα τοποθετούσε ανάμεσα σε φύλλα άγραφου χαρτιού. Εάν οι τυφλοί, αντί για την δύσχρηστη πένα, χρησιμοποιούσαν ένα μεταλλικό στυλό (κάτι σαν μεγάλο καρφί με στρογγυλεμένη μύτη) γράφοντας στο επάνω χαρτί του “σάντουιτς”, στο κάτω θα έβγαινε το γραφτό τους.
Η πρώτη μορφή στυλογραφικού χαρτιού είχε, λοιπόν, μελάνι και στις δύο όψεις του φύλλου. Λίγα χρόνια αργότερα ο Wedgwood εξέλιξε την αξιοποίηση του στυλογραφικού χαρτιού, εφευρίσκοντας μια μέθοδο για την παραγωγή αντιγράφου. Επάνω έμπαινε ένα φύλλο λεπτού, ημιδιαφανούς χαρτιού· από κάτω ένα φύλλο στυλογραφικού χαρτιού, και ακόμα πιο κάτω ένα φύλλο κανονικού χαρτιού. Γράφοντας με μεταλλικό στυλό, στο κάτω κάτω φύλλο έβγαινε κανονικά το κείμενο· κι αυτό ήταν εκείνο που θα χρησιμοποιούνταν. Στην πίσω όψη του επάνω φύλλου, το κείμενο είχε αποτυπωθεί ανάποδα· αλλά επειδή ήταν λεπτό και διαφανές θα μπορούσε κανείς να το διαβάσει εάν το σήκωνε στο φως κρατώντας το με την λευκή μεριά μπροστά του. Αυτό ήταν, κατά κάποιον τρόπο, το “αντίγραφο” που θα αρχειοθετούνταν.
Ο Wedgwood έφτιαξε μια εταιρεία για να παράξει το στυλογραφικό χαρτί του για χρήση από ιδιώτες ή επιχειρήσεις που θα ήθελαν να κρατούν αντίγραφα των επιστολών του. Πούλησε μερικές παρτίδες, αλλά η ιδέα δεν έπιασε. Υπήρχε διαθέσιμη άφθονη εργασία γραφείου, και χρόνος, ώστε τα αντίγραφα να φτιάχνονται με διπλό γράψιμο, με πένα και μελανοδοχείο. Πολλοί επιχειρηματίες φοβούνταν ότι αυτή η “αυτόματη” (αν μπορούμε να την ονομάσουμε έτσι με τα σημερινά δεδομένα...) μέθοδος παραγωγής πρωτότυπου / αντίγραφου θα οδηγούσε σε αύξηση των κρουσμάτων πλαστογραφίας. Αυτός ο φόβος εμπόδισε τα δικαστήρια να κάνουν δεκτά σαν “γνήσια έγγραφα” εκείνα που προέκυπταν με την μέθοδο του Wedgwood.
Αρκετά νοτιότερα, και την ίδια εποχή με την εφεύρεση του Wedgwood, ένας ιταλός ονόματι Pellegrino Turri, έκανε ακριβώς την ίδια, αλλά όχι μόνη της. Ερωτευμένος με τη νεαρή κοντέσσα Carolina Fantoni που τυφλώθηκε στην εφηβεία της, και για να κάνει κατορθωτή την ιδιωτική αλληλογραφία μεταξύ τους, ο Turri μαζί με κάποια μορφή στυλογραφικού χαρτιού κατασκεύασε και μια μορφή γραφομηχανής (το 1806) έτσι ώστε να μπορεί η κοντέσσα να γράφει μόνη της, αντί να υπαγορεύει σε άλλους. Εννοείται ότι ο Turri, εκτός απ’ το δώρο της γραφομηχανής [2Η οποία χάθηκε (προφανώς καταστράφηκε) μετά τον θάνατο της Fantoni, το 1841.] ήταν και ο μοναδικός προμηθευτής της κοντέσσας σε “μαύρο χαρτί”.
Για μερικές δεκαετίες οι μόνοι ενδιαφερόμενοι (και αγοραστές) στυλογραφικού χαρτιού για την δημιουργία αντιγράφων ήταν τα μεγάλα αμερικανικά ειδησειογραφικά πρακτορεία. Στα τέλη της δεκαετίας του 1860 ένας αμερικάνος αλευροβιομήχανος, ονόματι Lebbeus Rogers έδινε συνέντευξη σ’ έναν δημοσιογράφο του Associated Press, και πρόσεξε το στυλογραφικό χαρτί που χρησιμοποιούσε. Θεώρησε ότι αυτό το είδος έχει εμπορική προοπτική· έφτιαξε μια εταιρεία· και το 1870 εξασφάλισε τον πρώτο καλό πελάτη: το αμερικανικό υπουργείο πολέμου. Εκείνο που θα εκτόξευε τις πωλήσεις (του Rogers και των επόμενων που τον μιμήθηκαν) και θα βελτίωνε την τεχνολογία του καρμπόν ήταν ωστόσο η εμπορική αξιοποίηση μιας άλλης εφεύρεσης: της γραφομηχανής.
η γραφομηχανή
Παρότι το ότι το στυλογραφικό χαρτί που είχαν εφεύρει οι Wedgwood και Turri ήταν η μοναδική δυνατότητα να δημιουργούνται αντίγραφα σε κλίμακα και για τις ανάγκες γραφείων (δηλαδή χωρίς χρήση της μαζικής παραγωγής που ήταν ήδη εφικτή μέσω της τυπογραφίας), δεν μπορούσε να συναγωνιστεί εύκολα τα χειρόγραφα αντίγραφα με κριτήρια ποιότητας. Θα έπρεπε κάποιος που χρησιμοποιούσε στυλογραφικό χαρτί να είναι εξαιρετικά προσεκτικός (και ανάλογα αργός) για να μην το πιέζει σε άσχετα σημεία: οι μουτζούρες ήταν ένας μόνιμος μπελάς εάν επρόκειτο για επίσημα έγγραφα. Η καλλιγραφία σαν έκφραση μιας τάξης, της αστικής, για την οποία η γραφή και ο γραφικός χαρακτήρας ήταν οι δύο όψεις του ίδιου (ανώτερης ποιότητας πολιτιστικού) νομίσματος άντεχε, όχι χωρίς λόγο. Όμως, απ’ την άλλη μεριά, η εμπορική αλληλογραφία και η κρατική γραφειοκρατία εστίαζαν όλο και περισσότερο στη λειτουργικότητα, όλο και λιγότερο στην (προσωπική, χειροποίητη) αισθητική.
Η πρώτη εμπορικά πετυχημένη γραφομηχανή άρχισε να κατασκευάζεται το 1868 απ’ τους αμερικάνους επιχειρηματίες Christopher Latham Sholes, Carlos Glidden και Samuel W. Soule. Απ’ την γραφομηχανή έχει απομείνει σήμερα (ακόμα...) το πληκτρολόγιο των υπολογιστών· όμως η ιστορία κρατάει μια θέση στην εφεύρεσή της όχι για επιχειρηματίες. Κι αν μοιάζει σήμερα παράδοξο, πρέπει να το τονίσουμε: η εφεύρεση της γραφομηχανής θα έπρεπε να θεωρείται ιταλική [3Μια ιστορία της εταιρείας olivetti (μεταξύ άλλων κατασκευάστριας και γραφομηχανών, αλλά, στη συνέχεια, και υπολογιστών) θα μπορούσε να φωτίσει περισσότερο την “ιταλική εφευρετικότητα” σε ότι αφορά την τυπογραφία. ]:
- νωρίς, πολύ νωρίς στην ιστορία, το 1575, ο ιταλός τυπογράφος Francesco Rampazzetto εφηύρε κάτι που θα μπορούσε να ονομαστεί γραφομηχανή·
- το 1802 ο Agostino Fantoni κατασκεύασε μια γραφομηχανή για χάρη της τυφλής αδελφής του·
- το 1808 ο Pellegrino Turri, είπαμε ήδη τι κατασκεύασε, για χάρη της τυφλής κοντέσσας που ερωτεύτηκε· [4Ο προσανατολισμός να υπηρετηθούν οι τυφλοί έχει χαθεί απ’ την χρήση των πληκτρολογίων - να, όμως, κάτι που ξέμεινε ως τώρα: το τυφλό σύστημα... ]
- το 1823 ο Pietro Conti di Cilavegna κατασκεύασε μια πιο εξελιγμένη γραφομηχανή, που ονομάστηκε tachigrafo ή/και tachitipo....
- το 1855 ο Giuseppe Ravizza έφτιαξε ένα πρωτότυπο γραφομηχανής, το οποίο ονόμασε cembalo scrivano o macchina da scrivere a tasti.
Η σχετική ιστορία καταγράφει τουλάχιστον 50 διαφορετικούς εφευρέτες της γραφομηχανής, σε διάφορα σημεία του πλανήτη, το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Αλλά η εμπορική αξιοποίηση ήταν αμερικάνικη. Η πρώτη εταιρεία που παρήγαγε μαζικά γραφομηχανές ήταν μια βιομηχανία που έφτιαχνε όπλα (αλλά και ραπτομηχανές): η remington. Ο πρώτος πελάτης / αγοραστής γραφομηχανών; Και πάλι ο αμερικανικός στρατός.
Στις γραφομηχανές το καρμπόν, σαν καρμπονοταινία βρήκε μια οριστική χρήση με όλα τα πλεονεκτήματα της εφεύρεσης και, ουσιαστικά, χωρίς κάποια απ’ τα μειονεκτήματα της χειρωνακτικής γραφής.
Τι ήταν εκείνο που έκανε την γραφομηχανή την καινούργια θεότητα στις δουλειές γραφείου; Καθώς προχωρούσε ο 19ος αιώνας και η γραφειοκρατία (είτε κρατική είτε ιδιωτική, σε διάφορες δουλειές του τριτογενούς) ογκωνόταν, η ποιότητα και η καλαισθησία των χειρόγραφων και της καλλιγραφίας υποχωρούσε σαν ζητούμενο, μπροστά στην ταχύτητα της γραφής και την δυνατότητα ενός ή περισσότερων αντιγράφων. Προκειμένου να υπηρετηθεί η ταχύτητα του γραψίματος με το χέρι είχε αναπτυχθεί ήδη η στενογραφία· αλλά αυτή αφορούσε έναν τρόπο επαρκών σημειώσεων (πάνω σε μια ομιλία, για παράδειγμα) παρά τα τελικά κείμενα. Η μέγιστη ταχύτητα γραψίματος με το χέρι (μέσω αντιγραφής) έφτασε να είναι περίπου 20 λέξεις το λεπτό. Με την χρήση της γραφομηχανής η ταχύτητα διπλαστιάστηκε, και μια πεπειραμένη δακτυλογράφος θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και τις 60 ή 70 λέξεις το λεπτό.
Δεν είναι επίσης συμπτωματικό ότι η χρήση γραφομηχανών (η δακτυλογράφηση) απευθύνθηκε κυρίως σε γυναίκες. Μπορεί να ήταν προκατάληψη μπορεί και να μην ήταν, αλλά τα γυναικεία χέρια / δάκτυλα θεωρήθηκαν καταλληλότερα να κτυπούν τα στριμωγμένα πλήκτρα της γραφομηχανής: οι λεπτές γυναικείες δουλειές, το ράψιμο, το κέντημα, αποδείχθηκαν προϋπηρεσία στον λεπτό και προσεκτικό χειρισμό των γραφομηχανών. Η γραμματέας εγκαθιδρύεται λοιπόν στα γραφεία μπροστά (και) στην γραφομηχανή.
γραφολόγοι και αστυνομικοί
Για τον έλεγχο της αυθεντικότητας και την διαπίστωση του / της συγγραφέα ενός χειρόγραφου, κυρίως για νομική χρήση, αναπτύχθηκε ένας τεχνοεπιστημονικός κλάδος, αυτός των γραφολόγων. Η καθιέρωση των γραφομηχανών και η μείωση του όγκου των χειρογράφων έτεινε να περιορίσει σημαντικά την χρησιμότητά τους· ωστόσο ο έλεγος και η πιστοποίηση πέρασαν σε άλλη φάση. Καθώς κάθε κατασκευαστής είχε τα δικά του χαρακτηριστικά (και ενδεχομένως τις δικές του μικρές ατέλειες) στο ανάγλυφο των γραμμάτων, ο τύπος της γραφομηχανής (με την οποία γράφτηκε το α ή β χαρτί) έγινε αντικείμενο έρευνας και ταυτοποίησης.
Κι όχι μόνον αυτό. Το άλλοτε στυλογραφικό χαρτί, με την μορφή της καμπονοταινίας, έγινε κρίσιμο αστυνομικό πειστήριο: μετρώντας τα “σημάδια” απ’ το κτύπημα των διαδοχικών γραμμάτων / λέξεων πάνω στην ταινία (σαν μείωση της πυκνότητας του μελανιού) οι ειδικοί των εγκληματολογικών γραφείων επιδίωκαν (και συχνά έφταναν στο σημείο) να βρίσκουν όχι μόνο το μοντέλο μιας “ένοχης” γραφομηχανής, αλλά και το συγκεκριμένο “ένοχο” μηχάνημα [5Οι προκηρύξεις της ε.ο. “17 Νοέμβρη” την δεκαετία του ‘70 γράφονταν με την ίδια γραφομηχανή, κι αυτό ήταν το αποδεικτικό της γνησιότητάς τους, τουλάχιστον απ’ την μεριά των εγκληματολογικών εργαστηρίων της αστυνομίας. Η γραφομηχανή αυτή (και το 45άρι της οργάνωσης το ίδιο διάστημα) δεν βρέθηκαν ποτέ.]. Ενώ η γραφομηχανή εξαφάνιζε τον προσωπικό γραφικό χαρακτήρα, έγινε η ίδια στόχος ταυτοποίησης. Φυσικά θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αλλάζει καρμπονοταινίες... Ώσπου να γίνει αυτό κοινοτοπία, διάφορα εγκλήματα (εκβιασμοί, παράνομες οικονομικές δοσοληψίες, κλπ) είχαν διαλευκανθεί χάρη και στην “ομολογία” του καρμπόν.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Η πένα (και το μελανοδοχείο) θεωρούνται (στη δύση...) εφεύρεση των χριστιανών μοναχών, πίσω τον 7ο αιώνα.
2 - Η οποία χάθηκε (προφανώς καταστράφηκε) μετά τον θάνατο της Fantoni, το 1841.
3 - Μια ιστορία της εταιρείας olivetti (μεταξύ άλλων κατασκευάστριας και γραφομηχανών, αλλά, στη συνέχεια, και υπολογιστών) θα μπορούσε να φωτίσει περισσότερο την “ιταλική εφευρετικότητα” σε ότι αφορά την τυπογραφία.
4 - Ο προσανατολισμός να υπηρετηθούν οι τυφλοί έχει χαθεί απ’ την χρήση των πληκτρολογίων· να, όμως, κάτι που ξέμεινε ως τώρα: το τυφλό σύστημα...
5 - Οι προκηρύξεις της ε.ο. “17 Νοέμβρη” την δεκαετία του ‘70 γράφονταν με την ίδια γραφομηχανή, κι αυτό ήταν το αποδεικτικό της γνησιότητάς τους, τουλάχιστον απ’ την μεριά των εγκληματολογικών εργαστηρίων της αστυνομίας. Η γραφομηχανή αυτή (και το 45άρι της οργάνωσης το ίδιο διάστημα) δεν βρέθηκαν ποτέ.