... Μέσα σε 30 μήνες, απ’ τα μέσα του 2012 ως το τέλος του 2014, ψηφίστηκαν 6 αμιγώς φορολογικά νομοσχέδια που είναι πλέον νόμοι του κράτους, με συνολικά 177 διατάξεις περί φορολογικών θεμάτων. Παράλληλα, άλλοι 17 νόμοι περιέλαβαν φορολογικές ρυθμίσεις προσθέτοντας στον απίστευτο όγκο της φορλογικής νομοθεσίας άλλες 71 φορολογικές διατάξεις. Και ως να μην έφταναν αυτά, εκδόθηκαν για φορολογικά θέματα κι άλλες 138 διευκρινιστικές εγκύκλιοι.
Από το 1975 έως και σήμερα, συνολικά έχουν ψηφιστεί 3.450 νόμοι με φορολογικές διατάξεις και 250 αμιγώς φορολογικά νομοθετήματα. Οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν για υλοποιηθούν ή να διευκρινιστούν οι νόμοι αυτοί ξεπερνούν τις 11.000.
...
Οι εγκύκλιοι από το υπουργείο Οικονομικών δεν μπορούν να μετρηθούν διότι είναι κάποιες χιλιάδες. Η πρόεδρος των Διοικητικών Δικαστηρίων Μαρία Γιανναδάκη, που έχει ασχοληθεί με τα μείζονος σημασίας θέματα της απίστευτης πολυνομίας σε θέματα φορολογίας, διερωτάται με νόημα “πως είναι δυνατόν να γνωρίζει κανείς έναν νόμο του οποίου το κείμενο έχει υποστεί αλλεπάλληλες αντικαταστάσεις, τροποποιήσεις, συμπληρώσεις, σε παραγράφους, εδάφια, περιπτώσεις, υποπεριπτώσεις, εξαιρέσεις αλλά και με την επιφύλαξη άλλων διατάξεων όπως αυτές που έχουν προστεθεί, τροποποιηθεί και συμπληρωθεί;”
...
Αγανακτεί η καθεστωτική “καθημερινή” (στις 24 Μάη), αγανακτεί η αρχιδικαστίνα, και μαζί της μπορεί να αγανακτήσει ο οποιοσδήποτε - δεν στοιχίζει τίποτα. Αν επρόκειτο να κατηγορήσει κανείς το νομοθετικό (σύστημα) του ελληνικού κράτους για τεμπελιά, θα έκανε μεγάλο λάθος. Νόμοι (παραγωγή του κοινοβουλίου), υπουργικές αποφάσεις, προεδρικά διατάγματα, ερμηνευτικές εγκύκλιοι, κανονιστικές αποφάσεις δήμων και νομαρχιών (τώρα περιφερειών), δηλαδή το ελληνικό νομοθετικό στο σύνολό του (και επί όλων των θεμάτων) παράγει τα τελευταία 40 χρόνια 8,5 νομικές κατασκευές την ημέρα. Ίσως είναι ρεκόρ νομοθετικής παραγωγικότητας! Αν αντί να μετριέται το “ακαθάριστο εθνικό προϊόν” μετριόταν το “καθαρό νομικό εθνικό προϊόν” τότε το ελλαδιστάν θα ήταν απ’ τα πιο πλούσια μέρη στον πλανήτη. Και είναι· αλλά σε τι ακριβώς;
Πάρτε για παράδειγμα τις “ερμηνευτικές εγκυκλίους”. Πρόκειται για official “εξηγήσεις” σε νόμους, επειδή προφανώς οι νόμοι αυτοί έχουν φτιαχτεί (γραφτεί) με τέτοιο τρόπο ώστε να επιδέχονται πολλές ερμηνείες· ή καμία. “Δημιουργική ασάφεια” που θα έλεγε και ένας σύγχρονος έλληνας κολοσσός της φιλοσοφίας. Όμως γιατί φτιάχνονται (γράφονται) έτσι οι νόμοι; Για διάφορους λόγους. Για να καταλαβαίνουν οι βουλευτές που τους ψηφίζουν ό,τι γουστάρουν, ή τίποτα. Για να μην γίνεται να εφαρμοστούν ομοιόμορφα για τους πάντες, αλλά μόνο διαφορετικά και κατά περίπτωση (κατά πορτοφόλι). Για να έχουν δουλειά όλοι όσοι ασχολούνται με τους ερμηνευτικούς ελιγμούς και τα “παραθυράκια” που μόνο οι ειδικοί ξέρουν ή μπορούν να ανακαλύψουν.
Οι πονηροί “αγανακτισμένοι”, που συχνά επωφελούνται κατ’ ιδίαν απ’ την “πολυνομία”, γκρινιάζουν δημόσια:
... Ακόμα και εξειδικευμένοι δικαστές ... πολλές φορές αδυνατούν να ερμηνεύσουν σωστά την περίπλοκη νομοθεσία, να εφαρμόσουν σωστά τον νόμο, προσθέτοντας στην αδιαφάνεια, τη διαφθορά, την ταλαιπωρία των πολιτών και τη λήψη λανθασμένων αποφάσεων...
Η “πολυνομία” (ή, μήπως, “απειρονομία”;) είναι ανασταλτική; Υποστηρίζουμε το αντίθετο: είναι παραγωγική. Δεν παράγει, βέβαια, ούτε την “ισονομία”, ούτε την “δικαιϊκή απλότητα”, ούτε φυσικά την δυνατότητα κάθε υπηκόου να μαθαίνει εύκολα και κατανοητά τις νομικές διαστάσεις των ζητημάτων που τον αφορούν. Παράγει, όμως, έναν σκοτεινό, πυκνό, καφκικό λαβύρινθο όπου όταν βρεθεί ο καθένας (κάτι που συνήθως γίνεται αναγκαστικά) είναι, και δεν μπορεί παρά να είναι, στο έλεος κάποιων - που - ξέρουν.
Με άλλα λόγια παράγει κατ’ αρχήν την εξής κατάσταση: απέναντι στο νόμο δεν είναι όλοι ίσοι, καθόλου· αλλά είναι όλοι ηλίθιοι. Από θεωρητική άποψη αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί τεράστιο σκάνδαλο. Το νομοθετικό, σε όλες τις εκφάνσεις του, υποτίθεται ότι υπάρχει, δουλεύει και παράγει στο όνομα των υπηκόων και της γενικής και αφηρημένης ιδέας περί “δικαιοσύνης”. Πώς επιτρέπεται το πρώτο του αποτέλεσμα να είναι η αποβλάκωση;
Αυτό που είναι σκανδαλώδες από θεωρητική άποψη, είναι ευκολονόητο από πολιτική: ο κατ’ αρχήν διαχωρισμός του “δικαίου” απ’ τις αντιληπτικές ικανότητες εκείνων στο όνομα των οποίων παράγεται, απ’ τις αντιληπτικές ικανότητες εκείνων που το υφίστανται ή το χρησιμοποιούν, αυτός ο διαχωρισμός είναι που επιτρέπει την μεσολαβημένη “επανένωση” αυτού του δικαίου με τους “χρήστες” του. Α la cart. Αν ο καθένας καταλαβαίνει το νόμο, υπάρχει ο σοβαρός κίνδυνος ο καθένας να μπορεί να ελέγχει την εφαρμογή του· ή, απλά, να υπερασπίζεται τον εαυτό του. Στην αντίθετη περίπτωση, η εφαρμογή είναι ένα διαχωρισμένο / εξειδικευμένο έργο, όχι ρητορικής ικανότητας σε μια δικαστική αίθουσα, αλλά πολύ περισσότερων, διαφορετικών, και συχνά ανομολόγητων ικανοτήτων.
Αυτό, λοιπόν, που φαινομενολογικά ονομάζεται “πολυνομία” είναι μια θεσμική έκφραση της συμμαχίας οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων ανάμεσα στα αφεντικά και σ’ ένα καλό μέρος των μεσοστρωμάτων: δικηγόροι, δικαστές, λογιστές, συμβολαιογράφοι, μηχανικοί διαφόρων ειδών, φωτοτύπες, εκδότες (νομικών συλλογών)... Κι εκεί έγκειται η θηριώδης παραγωγικότητα αυτού του μοντέλου: δεν παράγει μόνο περισσότερα ή λιγότερα έσοδα για τον έναν και τον άλλο, αλλά επιπλέον παράγει την συνάρθρωση συμφερόντων που βρίσκεται πίσω απ’ την παραγωγή των νόμων, των προεδρικών διαταγμάτων, των υπουργικών αποφάσεων, των ερμηνευτικών εγκυκλίων, κλπ. Μια βασική μορφή του πολιτικού προσοδισμού: ενώ το νομοθετικό, σαν βασική λειτουργία του κράτους, εμφανίζεται τυπικά γενικό και απρόσωπο, είναι ουσιαστικά ιδιωτικοποιημένο κατά μήκος σταθερών ή κινούμενων γραμμών συνάρθρωσης αυτών των συμφερόντων.
Αυτή η διαδικασία είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Παράδειγμα η παραγωγή (και η απορρόφηση) δικηγόρων. Κάθε χρόνο, μετά την αφαίρεση των νέων πτυχιούχων και των συνταξιοδοτήσεων, προστίθενται στη ελληνική δικηγορική αγορά τουλάχιστον 800 καινούργιοι επαγγελματίες. Εκτός από ένα μικρό τμήμα εξειδικευμένων στο διεθνές δίκαιο, οι υπόλοιποι δεν μπορούν να εξαχθούν (θα πρέπει να ξαναεκπαιδευτούν σε διαφορετικές νομοθεσίες, και κυρίως, να δικτυωθούν σε ξένες κοινωνίες)· η προοπτική τους είναι να δουλέψουν εδώ. Πως μπορούν όμως να δουλέψουν σχεδόν 50.000 επαγγελματίες αυτού του είδους σε μια μικρή αγορά σαν την ελληνική, αυξανόμενοι/ες σταθερά χρόνο με τον χρόνο, εάν δεν γίνεται όλο και πιο πυκνός, όλο και πιο σκοτεινός, όλο και πιο σύνθετος ο λαβύρινθος; Το ανάλογο αφορά τους λογιστές (φορολογική νομοθεσία), τους μηχανικούς (πολεοδομική και χωροτακτική νομοθεσία), τους συμβολαιογράφους κλπ. Ένα ποσοστό απ’ αυτούς περισσεύουν υποχρεωτικά, και κατευθύνονται σε άλλους είδους επαγγελματικές σταδιοδρομίες [1Η κρυφή ταξική διαστρωμάτωση μέσα σ’ αυτούς τους κλάδους είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Η ύπαρξη ενιαίων “επαγγελματικών σωματείων / συλλόγων / επιμελητηρίων” όπου συμμετέχουν υποχρεωτικά υπάλληλοι και εργοδότες• οι “νέες σχέσεις εργασίας” (“μπλοκάκι”)• και, κυρίως, η ελπίδα για τις επαγγελματικές προοπτικές, έχουν εξασφαλίσει εδώ και δεκαετίες ότι δεν υπάρχει καμιά ταξική αποσάρθρωση σ’ αυτές τις ειδικότητες, αλλά υπερισχύει ο επαγγελματικός κορπορατιβισμός.]. Πως, όμως, είναι δυνατόν να κρατιέται επαγγελματικά ένας, δύο, τρεις, δεκατρείς κλάδοι εάν δεν υπάρχει η ανάλογη “ύλη”;
Αυτή είναι η “ύλη” που παράγει και αναπαράγει το νομοθετικό του κράτους σε όλες του τις εκφάνσεις, άοκνα, συστηματικά, ακατάπαυστα. Σχηματικά το ίδιο μπορεί να δει κανείς σε διάφορες πλευρές του καπιταλισμού: οι φαρμακοβιομηχανίες πρέπει να “παράγουν” καινούργιες αρρώστιες για να δημιουργείται αγορά για τα καινούργια φάρμακά τους· οι μηχανισμοί δημόσιας τάξης πρέπει να παράγουν έγκλημα για να αυξάνουν το βάρος τους (και τα έσοδα των μελών τους)· τα μήντια πρέπει να παράγουν “καταστάσεις έκτακτης ανάγκης” για να τραβούν την προσοχή και τις συνειδήσεις· οι παπάδες πρέπει να επωφελούνται με την γενική καπιταλιστική παραγωγή “δυστυχίας”, άρα συνεργάζονται μαζί της οργανικά, για να έχουν ρόλο, δουλειές και έσοδα· κ.ο.κ.
Καμία απ’ αυτές τις “παραγωγές” δεν είναι ταξικά ουδέτερη. Για να είναι αποδοτικός ο λαβύρινθος πρέπει να είναι πολλοί στο σκοτάδι· κι απ’ αυτούς τους πολλούς οι περισσότεροι σπρώχνονται, από ευπιστία, απροσεξία και συνήθως από μικροαστισμό όχι σε έναν αλλά σε πολλούς διαδοχικούς λαβυρίνθους. Πέρα απ’ την άμεση και ιστορική εκμετάλλευσή της όταν δουλεύει, η σύγχρονη εργατική τάξη είναι “αντικείμενο” πολλαπλής έμμεσης εκμετάλλευσης όλο τον υπόλοιπο χρόνο που δεν δουλεύει.
Για να μην μείνει αυτή η παρατήρηση νεφελώδης και γενικόλογη, μένοντας στον λαβύρινθο της φορολογικής νομοθεσίας, ένα παράδειγμα: ο φ.π.α. Ο φπα είναι φόρος κατανάλωσης, έμμεσος φόρος. Δεν αφορά την φορολόγηση εισοδημάτων, κερδών, μισθών, τόκων, ενοικίων, αγροτικών προσόδων, αλλά αφορά την φορολόγηση του πώς ζεις. ‘Ολοι οι έμμεσοι φόροι (φπα, φόρος καυσίμων, φόρος καπνού, φόρος οινοπνεύματος, κλπ) θεωρούνται και είναι ταξικοί φόροι επειδή βαραίνουν το ίδιο “ανά εμπόρευμα” τους αγοραστές / καταναλωτές, αδιάφορο πόσα λεφτά ή περιουσία έχουν. Για ένα μπουκάλι γάλα πληρώνει τον ίδιο φόρο κατανάλωσης ο άνεργος και ο εφοπλιστής· για την τσέπη του άνεργου, μάλιστα, αυτός ο φόρος είναι πολύς ενώ για τον εφοπλιστή τίποτα.
Μιλώντας, λοιπόν, γενικά, η φορολόγηση της κατανάλωσης είναι μια απ’ τις μορφές της ταξικής λειτουργίας του κρατικού λογιστηρίου. Που γίνεται ακόμα εντονότερη όταν η φορολόγηση της κατανάλωσης (οι έμμεσοι φόροι) αποτελεί/ούν υψηλό ποσοστό των κρατικών εσόδων, δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τους άμεσους φόρους.
Η φαιορόζ κυβέρνηση παριστάνει ότι πασχίζει, ενάντια στις απαιτήσεις των πάνκακων δανειστών, να κρατήσει τις αυξήσεις στα ποσοστά (“συντελεστές”) του φπα όσο χαμηλότερα γίνεται. Γιατί, όμως, τίθεται επιτακτικά ζήτημα αύξησης των εσόδων του ελληνικού κράτους απ’ τους έμμεσους φόρους; Επειδή, απλούστατα, αυτό το κράτος αρνείται να φορολογήσει με τον συνηθισμένο αλλού τρόπο τα μεσαία στρώματα και τ’ αφεντικά. Μιας και οι άμεσοι φόροι δεν είναι στο ύψος που θα έπρεπε, την “λύση” θα δώσουν οι έμμεσοι. Ο φπα.
Πώς, όμως, είναι δυνατόν να φορολογηθούν άμεσα αυτά τα μεσαία στρώματα όταν αυτά είναι που συγκροτούν την υποκειμενικότητα του νομοθετικού; Δεν γίνεται. Το αντίστροφο γίνεται: η αύξηση των έμμεσων φόρων είναι λάδι στα γρανάζια της “μαύρης” οικονομίας, που πετάει την σύγχρονη εργατική τάξη έξω από κάθε δυνατότητα μαχητικής διεκδίκησης.
Ας ανακεφαλαιώσουμε: ο ελληνικός νομοθετικός υπερπληθωρισμός δεν είναι αποτέλεσμα ατυχήματος. Είναι πιστό αντίγραφο της ιστορικής δομής του κράτους και των αμφίδρομων αρθρώσεων της εξουσίας με τα συμφέροντα των ομάδων (και των οικογενειών) του “εθνικού κορμού”. Φυσικά, μέσα σ’ αυτόν τον υπερπληθωρισμό, όπου ό,τι έχει ονομαστεί “δίκαιο” είναι σχετικό και υπό όρους, δεν γίνεται να είναι όλοι κερδισμένοι. Υπάρχουν και οι χαμένοι, συχνά μόνιμα χαμένοι. Μια ματιά στη σύνθεση των φυλακισμένων το δείχνει.
Ισχύει κι εδώ το σύνθημα: αυτή η δομή δεν παίρνει αλλαγή, η μόνη αλλαγή της είναι η καταστροφή της...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Η κρυφή ταξική διαστρωμάτωση μέσα σ’ αυτούς τους κλάδους είναι ένα διαφορετικό ζήτημα. Η ύπαρξη ενιαίων “επαγγελματικών σωματείων / συλλόγων / επιμελητηρίων” όπου συμμετέχουν υποχρεωτικά υπάλληλοι και εργοδότες· οι “νέες σχέσεις εργασίας” (“μπλοκάκι”)· και, κυρίως, η ελπίδα για τις επαγγελματικές προοπτικές, έχουν εξασφαλίσει εδώ και δεκαετίες ότι δεν υπάρχει καμιά ταξική αποσάρθρωση σ’ αυτές τις ειδικότητες, αλλά υπερισχύει ο επαγγελματικός κορπορατιβισμός.[ επιστροφή ]