sarajevo

generation X: τι έγινε εκείνη η γενιά που βαριόταν τις προηγούμενες;

Generation X

Ιούλης του 1990, και το καθεστωτικό “time” αφιερώνει το εξώφυλλό του στους “ζορισμένους” εικοσάρηδες...

Η κατασκευή “γενεών” είναι συνήθως δουλειά των κοινωνιολόγων ή των ιστορικών. Αυτή καθ’ εαυτή η ιδέα της “γενιάς” σαν συνόλου με χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν από εκείνα της προηγούμενης ή της επόμενης είναι συζητήσιμη. Η “γενιά του Πολυτεχνείου”, για παράδειγμα, αναφερόταν σ’ έναν συνδυασμό ηλικίας και πολιτικοϊδεολογικών χαρακτηριστικών μάλλον μεροληπτικό υπέρ της αριστεράς και, ακόμα περισσότερο, υπέρ εκείνων των στελεχών της που έκαναν πολιτική περιουσία απ’ το 1974 και μετά. Κατά τα άλλα είναι εύλογο ότι υπήρχαν πολλοί συνομήλικοί τους που ήταν δεξιοί έως δεξιότατοι.
Υποθέτουμε, χωρίς να το έχουμε τεκμηριώσει, ότι η ιδέα της (ηλικιακής) γενιάς με σίγουρες διαφοροποιήσεις απ’ την προηγούμενη, είναι παράγωγο μιας άλλης ιδέας, εκείνης του “χάσματος των γενεών”. Που προέκυψε απ’ την ιδιαίτερη νεολαιίστικη ριζοσπαστικοποίηση των ‘60s και των ‘70s, και, κυρίως, την αντιπαλότητα που ανέπτυξε εκείνο το νεολαιίστικο υποκείμενο κατά της οικογένειας (και των γονιών της).

Σε κάθε περίπτωση η generation X είναι μια γενιά (ή ένα είδωλο / όνομα για μια ιστορική περίοδο των καπιταλιστικών κοινωνιών) που δημιουργήθηκε σαν hype από ένα μυθιστόρημα. Του καναδού Douglas Coupland, που εκδόθηκε (στα αγγλικά) το 1991. Με πλήρη τίτλο: γενιά Χ: ιστορίες μιας γρήγορης κουλτούρας. Οι ιστορίες του μυθιστορήματος αφορούσαν νεαρούς και νεαρές (αμερικάνους) που βρίσκονταν στην μετεφηβεία τους στα τέλη της δεκαετίας του ‘80· και τον τρόπο ζωής τους. Οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος (και ο τρόπος που διάφοροι, από καθεστωτικά μήντια των ηπα μέχρι ακαδημαϊκούς κοινωνιολόγους, “άρπαξαν” τον όρο generation X) εσωτερικεύτηκε, για μια περίοδο στα ‘90s, από αρκετούς / αρκετές που βρήκαν ομοιότητες της ζωής τους με εκείνη των πρωταγωνιστών του. Κι έχει ένα κάποιον ενδιαφέρον ότι πράγματι πολλοί / ες αυτοχαρακτηρίστηκαν generation X όντας οι πρώτοι / πρώτες που υιοθέτησαν ένα συλλογικό fake όνομα· εξαιτίας ενός μυθιστορήματος... Γιατί “generation X” ονομαζόταν μια πρωτοpunk μπάντα που έφτιαξαν οι Billy Idol, Tony James και John Towe το 1976· το όνομα είχαν εμπνευστεί από ένα βιβλίο κοινωνιολογίας με τον ίδιο τίτλο, του 1965 (των Deverson και Hamblett)· τον ίδιο όρο είχε χρησιμοποιήσει ο γνωστός φωτογράφος Robert Capa στις αρχές της δεκαετίας του 1950, σαν τίτλο σε μια συλλογή φωτογραφιών που αφορούσε τη ζωή των αμερικάνων νεαρών αμέσως μετά το τέλος του β παγκόσμιου... Ενώ ο τελικός (κοινωνιολογικός) προσδιορισμός της generation X έγινε “αυτοί / αυτές που γεννήθηκαν απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ως τις αρχές της δεκαετίας του ‘80”.
Μ’ άλλα λόγια: μια “γενιά” χρησιμοποίησε σαν διακριτικό της ένα όνομα που είχε πρωτοεμφανιστεί για λογαριασμό των γονιών της.

Η περίοδος που η μετέπειτα generation X (στο μεγαλύτερο μέρος της) βρισκόταν στα μαιευτήρια, είναι η περίοδος εκείνου που ονομάστηκε σχηματικά “παγκόσμιο ‘68” - με την ευρύτερη χρονολογική / ιστορική έννοια του όρου. Συνεπώς, και παρότι μια 20ετία είναι πολύς καιρός για κοινωνίες που αλλάζουν γρήγορα και εντατικά (οπότε είναι αδύνατο να ομαδοποιήσει κανείς εκείνους κι εκείνες που ενηλικιώθηκαν προς τα τέλη των ‘70s με εκείνους κι εκείνες που ενηλικιώθηκαν προς τα τέλη των ‘90s) θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η generation X είναι αυτή που αναγνωρίζεται σαν “πολίτες με πλήρη δικαιώματα” στα απόνερα των μεγάλων αρνήσεων του “παγκόσμιου ‘68”, και στα πρώτα θριαμβευτικά χρόνια του (νεο)φιλελευθερισμού. Ενηλικιώνεται, σα να λέμε, στην ιστορική περίοδο που ο Λυοτάρ ονόμασε “μεταμοντέρνα”, και οι Ντελέζ και Γκαταρί εποχή του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων· εκτός (τελικά) από μία: την αφήγηση του Υπέροχου Εαυτού.
Είναι λογικό λοιπόν να κουβαλάει και αυτή τα “σημάδια των καιρών” πριν καν τα διαλέξει. Κατά ορισμένους κοινωνιολόγους εκείνες οι ηλικίες, στο πρώτο κόσμο, μικρο-μεσοαστικές στην καταγωγή τους, “υπέφεραν” από μια αόριστη αίσθηση αποτυχίας του συλλογικού και, αντίστροφα, από μια ανεπεξέργαστη στην εφηβεία τους αλλά βαθιά και μόνιμη έγνοια για τον Εαυτό (τους). Ωστόσο, αυτή η Φροντίδα - του - Εαυτού, δεν είχε τα ψυχαναλυτικά χαρακτηριστικά που έγιναν της μόδας στα ‘60s αλλά μάλλον έναν προσανατολισμό σε “περιθωριακά” στυλ και “πειραμαστισμούς” (συχνά με drugs). Δεν ήταν (χαζο)χαρούμενοι / ες αλλά μάλλον με μια υπόκωφη (και συχνά στυλιστική) μελαγχολία. Δεν είχαν εμπιστοσύνη στους “μεγάλους” και, ακόμα λιγότερο τους θεωρούσαν πρότυπα ζωής· αν υπήρξε κάτι σαν ειδικό “στυλ ζωής” γι’ αυτή τη γενιά ήταν το DIY. Σε μεγάλο βαθμό, τέλος, η generation X ήταν αυτή που (ειδικά στις ηπα) μεγάλωσε παίζοντας με atari και nintendo.
Η μουσική υπήρξε, επίσης, σημείο (αισθητικής) αναφοράς· αλλά αυτό δεν είναι καινούργιο, ούτε ειδικό χαρακτηριστικό της generation X. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η “μουσική επένδυση” αυτής της γενιάς ήταν το punk και στη συνέχεια η grunge και κάπως γενικότερα αυτό που ονομάστηκε alternative rock σκηνή. Αν είναι έτσι, τότε οι τελευταίες λέξεις του Smells like teen spirit, των Nirvana, μπορεί να αποδίδει την πραγματική ή στυλιστική δυσθυμία που αποδόθηκε στις εφηβικές και μετεφηβικές τάσεις της generation X: denial - denial - denial - denial - denial - denial - denial - denial - denial!

Τι απέγινε λοιπόν, μεγαλώνοντας η generation Χ; Ο ίδιος ο Coupland που έκανε hype τον όρο λογοτεχνική αδεία, σε μια συνέντευξή του το 1994, 3 μόνο χρόνια μετά την έκδοση του μυθιστορήματος, δήλωσε ότι η generation X πέθανε. Ένας συμβολικός θάνατος ασφαλώς, αφού κατά τη γνώμη του, ο όρος καταλήφθηκε απ’ τους διαφημιστές, ενώ τα ίδια τα μέλη της generation X ήταν εχθρικά προς την διαφήμιση.
Αυτός που όντως πέθανε το 1994, αυτοκτονώντας, ήταν ο Kurt Cobain, συνεπής (θέλοντας και μη) στη rock μυθολογία των αστεριών που εκτοξεύονται στο υπερπέραν. Πιθανόν ο Cobain να μην είναι, για την generation Χ, αυτό που έγινε ο Morrison για την προηγούμενη. Η διαφορά έγκειται στον βαθμό της ταύτισης με το είδωλο. Στην εποχή των μικρών αφηγήσεων οι “ήρωες”, οι “θρύλοι”και το φως τους κρατούν λίγο.
Μπαίνοντας στην αγορά εργασίας η generation X απλώθηκε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη της διαστρωμάτωσης, ανάλογα με τα ατομικά προσόντα και τις φιλοδοξίες του καθενός και της καθεμιάς. Τα “ελεύθερα επαγγέλματα”, όπου ήταν δυνατόν εναλλακτικά, ήταν η πρώτη προτίμηση. Προφανώς, σ’ έναν καπιταλισμό με σπασμούς κρίσεων και διαρκή αναδιάρθρωση, δεν θα μπορούσε να γίνει απολογισμός επαγγελματικών “επιτυχιών” και “αποτυχιών” της generation Χ. Υπήρξαν και τα δύο, σε αντίθεση με την προηγούμενη, την μεταπολεμική γενιά, που θεωρήθηκε γενικά πετυχημένη. Ωστόσο, υποκείμενα που διαμόρφωσαν τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο μακριά απ’ το δίπολο “καπιταλισμός - αντικαπιταλισμός”, όταν αποτυγχάνουν στρέφονται (ή αναδιπλώνονται) εκεί που ξέρουν, ακόμα κι αν δεν είναι για καλό: στον Εαυτό. Οι στατιστικές συσχετίσεις ηλικιών και εισοδημάτων, στις ηπα, δείχνουν ότι στο τελευταίο ξέσπασμα της κρίσης οι της generation X ήταν οι μεγαλύτεροι χαμένοι. Αλλά, επίσης, και οι πιο συμφιλιωμένοι με ορισμένες πλευρές (εναλλακτικού) ασκητισμού.

Η generation X δεν “έγραψε ιστορία”, εν μέρει γιατί δεν την ενδιέφερε και δεν θα μπορούσε να την εμπνέει κάτι τέτοιο, και εν μέρει γιατί εξοικειώθηκε, όχι με γραμμικό τρόπο, μ’ αυτό που ονομάστηκε “τέλος της ιστορίας”: την ηγεμονία του (νεο)φιλελευθερισμού. Και χωρίς να φταίει γι’ αυτό, βρέθηκε γρήγορα κάτω από έναν σωρό (επόμενων) γενεών, που οι διάφορων ειδών διαφημιστές ονομάζουν Υ, Ζ και ό,τι άλλο τους κατέβει· κι ανάμεσα σε σωρούς τεχνολογικών γκάτζετ, που εμφανίζονται κι αυτά κατά “γενιές”.
Δεν έγραψε ιστορία, αλλά και δεν πρόδωσε: δεν έδωσε μεγάλους όρκους ούτε δεσμεύτηκε σε μεγάλες υποσχέσεις. Δεν επιχείρησε μεγάλα άλματα· κι όπου έχει τσακιστεί, αυτό συμβαίνει πολύ πιο αθόρυβα...

κορυφή