Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαλγη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές κι όλα τα κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Ήταν πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ώ Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω απ’ το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Μ’ ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά, λέω ν’ αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί είν’ η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
“Θα μείνεις ύαινα...” κτλ ολολύζει ο διάβολος: και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
“Φτάσε στο θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου, τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα!” Αχ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές. Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σας, τους εραστές της απουσίας του περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ’ έναν συγγραφέα, για σας αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από το σημειωματάριο ενός κολασμένου.
Arthur Rimbaud
Μια εποχή στην κόλαση