sarajevo

replay: “λευκοί”, “μαύροι”, ντεγκραντέ, αλλά πάντως εργάτες!

Αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια είναι αποσπάσματα απ’ την απομαγνητοφώνηση μιας συζήτησης μεταξύ εργατών και εργατριών που έγινε... στις 22 Φλεβάρη του 1995. [1Δημοσιεύτηκε, μαζί με κάποια συνοδευτικά κείμενα που δεν αναπαράγουμε εδώ (λόγω μεγέθους) στο περιοδικό Σαμποτάζ, για τη δημιουργία ενός συνδικάτου εργαζόμενων στα ορυχεία του μέλλοντος, τεύχος νο 17 - 18, μάης - ιούλης 1995.] Πριν είκοσι γεμάτα χρόνια, δηλαδή. Την συζήτηση (όχι εκδήλωση, σκέτη συζήτηση) είχε καλέσει (στη villa Amalias) η ομάδα ενάντια στην εργασία των απόγονων των βανδάλων. [2Οι απόγονοι των βανδάλων ήταν μια, ας την πούμε έτσι, “πρωτο-αυτόνομη” συλλογικότητα 30 - 35 ατόμων, που έδρασε στην Αθήνα απ’ το 1992 ως το 1996.
Πολλοί / πολλές απ’ αυτούς / αυτές που παίρνουν μέρος σ’ αυτήν την συζήτηση συμμετείχαν τότε στις αυτόνομες εργατικές συσπειρώσεις, μια ανεξάρτητη μαχητική εργατική οργάνωση.
] Και είχε, σα θέμα, την  “μαύρη” δουλειά και τις αναγκαιότητες της συλλογικής εργατικής οργάνωσης. Καθώς δεν υπήρχε εισήγηση ή κάτι σαν αυστηρή ημερήσια διάταξη, η κουβέντα γενικεύτηκε.
Τι αξία έχει το να ξαναδιαβαστεί μια τόσο παλιά συζήτηση που, εν τέλει, ήταν διερευνητική ε; Μπορεί και να μην έχει - υποχρεωτικό δεν είναι. Ωστόσο, όποιος / όποια έχει όρεξη μπορεί, για παράδειγμα, να παρακολουθήσει μια συζήτηση μεταξύ εργατών (και όχι “επαναστατών μικροαστών”), πολιτικών, και μάλιστα σε μια γκάμα που ξεκινούσε από αναρχικούς, προχωρούσε σε αυτόνομους και έφτανε έως μαρξιστές - λενινιστές.
Ή, άλλος, μπορεί να την διαβάσει δημοσιογραφικά: τι γινόταν άραγε πριν 20 χρόνια στις δουλειές όπου δούλευαν ντόπιοι στην ελλάδα; Τόσο άμεσες, από πρώτο χέρι μαρτυρίες, είναι δύσκολο να βρεθούν σήμερα. Θα δείξουν, πάντως, σε όποιον κάνει τον κόπο να τις παρακολουθήσει, ότι η επίθεση των ντόπιων αφεντικών ενάντια στους εργάτες υπήρξε διαρκής και σταθερή, πολύ πριν επιστρατευτούν τα “δημόσια χρέη”, οι “τρόικες” και τα “μνημόνια”. Τότε η επίθεση οξύνθηκε...
Είτε στη μία είτε στην άλλη, είτε σε οποιαδήποτε τρίτη περίπτωση, το να κοιτάει κανείς μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα του χρόνου προς τα πίσω, στην ανεπίσημη ιστορία της ντόπιας εργατικής τάξης, μπορεί να βοηθήσει...

replay: “λευκοί”, “μαύροι”, ντεγκραντέ, αλλά πάντως εργάτες!

...
Γιώρ.: Μίλησες λοιπόν για τον μαύρο εργάτη ευνοώντας κυρια τον ανασφάλιστο. Λες πως αυτό το καθεστώς, αν όχι με την έννοια του ανασφάλιστου εργάτη σίγουρα, πάντως, με την έννοια της μείωσης των δικαιωμάτων, έχει αρχίσει να επεκτείνεται... Ποιούς εργασιακούς χώρους έχεις υπ’ όψη σου; Εγώ βλέπω μια τέτοια εξέλιξη σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις ή την μείωση των μισθών - αλλά δεν ισχύει πως όλοι οι εργαζόμενοι πέφτουν στο επίπεδο του μαύρου εργάτη, όσο το ότι κάποια “κεκτημένα” δεν είναι πια τόσο δεδομένα. Η δική μου εμπειρία (επειδή έχω δουλέψει και “μαύρος” και σαν καθηγητής σχολείου, άρα σχετικά “εξασφαλισμένος”) είναι η εξής: έχει αρχίσει μια επίθεση από το κράτος και το κεφάλαιο ενάντια στους εργαζόμενους, ακόμα και σε εκείνους που είχαν εξασφαλίσει κάποιο επίπεδο μισθού ανεκτό και κάποια δικαιώματα. Παράδειγμα η δημόσια εκπαίδευση. Υπάρχουν εκεί οι αναπληρωτές και οι ωρομίσθιοι, που σαν σχέσεις εργασίας κοστίζουν στο κράτος / εργοδότη λιγότερο. Λιγότερα ένσημα, κλπ. Ειδικά οι ωρομίσθιοι πλησιάζουν πολύ στη θέση του μαύρου εργάτη, αφού, για παράδειγμα, πάει ένας ωρομίσθιος στο σχολείο, το σχολείο κάνει εκδρομή, κι αυτός δεν πληρώνεται... Δεν έχει κάλυψη αν δεν δουλέψει, δεν μπαίνει στο ταμείο ανεργίας, κλπ.
Έχουν λοιπόν αρχίσει να συγκλίνουν οι συνθήκες ζωής και δουλειάς του μαύρου εργάτη και του εργάτη που μέχρι πριν λίγο καιρό θεωρούνται εξασφαλισμένος. Εννοώ μάλιστα σαν εργάτη όχι μόνο αυτόν που δουλεύει στην οικοδομή ή στο εργοστάσιο, αλλά γενικότερα το μισθωτό. Κι αυτού οι συνθήκες δουλειάς χειροτερεύουν, παρόλο που κάποιος δημόσιος υπάλληλος ή κάποιος ειδικευμένος εργάτης, κάποιος μάστορας στην οικοδομή, θεωρεί ότι διατηρεί μερικά σταθερά στάνταρς. Και σκέφτομαι ότι πρέπει να αρχίσουμε να μιλάμε ο ένας στο άλλο έξω από σωματεία και κλαδικούς περιορισμούς, να κουβεντιάζουμε τις εμπειρίες μας όσοι δουλεύουμε σε διαφορετικές δουλειές, μπας κι αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε τι γίνεται.

Ελεν.: Επειδή τα παραδείγματα που έχουμε συνήθως είναι από ιδιωτικές επιχειρήσεις, εγώ θέλω να πω ότι αυτή η σχέση του ωρομίσθιου έχει επεκταθεί πολύ και στον ίδιο το δημόσιο τομέα. Αυτό που ανέφερε πριν ο Γ,. για τα σχολεία: οι θέσεις εργασίας στις οποίες προσλαμβάνουν ωρομίσθιους κανονικά είναι οργανικές θέσεις. Θα έπρεπε, δηλαδή, να προσλαμβάνονται μόνιμοι. Αυτό που γίνεται, με τις προσλήψεις ωρομοσθίων, δεν είναι τυχαίο, γιατί εντελώς διαφορετικές σχέσεις εργασίας επηρεάζουν τελικά και τις συνειδήσεις. Λέγεται συνέχεια ότι το πρόβλημα είναι η ανεργία, και πράγματι υπάρχει αυτό το πρόβλημα γιατί τ’ αφεντικά θέλουν να υπάρχουν άνεργοι. Αλλά, υπάρχει και το ζήτημα των νέων εργασιακών σχέσεων, που το αντιμετωπίζει ο καθένας μόλις “καταφέρει” να μην άνεργος. Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά γι’ αυτό, γιατί μέσα απ’ αυτές τις νέες σχέσεις οι εργαζόμενοι διαμορφώνουν μια εντελώς διαφορετική συνείδηση της θέσης τους. Πιο υποταγμένη, που την κρατάνε σ’ όλη τους τη ζωή.

Ντιν.: Δεν είναι αρκετό να μιλάμε μόνο με βάση τα εμπειρικά δεδομένα. Το ζήτημα της μαύρης εργασίας, σε μια πρώτη φάση, έχει να κάνει με πολύ μεγάλα κομμάτια της νεολαίας, των νέων εργαζόμενων, και των εργατών μεταναστών. Από κει και πέρα είναι μια κατάσταση που διευρύνεται. Στις δουλειές το ποσοστό αυτών των σχέσεων θα πρέπει να είναι μεγάλο, και μεγαλώνει συνέχεια. Και είναι σίγουρο πως αυτή η κατάσταση διαμορφώνει τρόπους σκέψης, τρόπους συμπεριφοράς, ιδεολογίες, κλπ. Συνδέω άμεσα όλη αυτήν την τρέλλα με την generation Χ, και τους τύπους που γουστάρουν να αλλάζουν 8 δουλειές το χρόνο, με αυτήν την κατάσταση. Είναι εμπειρίες που τις έχουμε όλοι εδώ πέρα, από δουλειές που έχουμε δουλέψει ανασφάλιστοι, με μεροκάματα που δεν μας τα πλήρωσαν ποτέ, με σχέσεις εργασίας του είδους “έλα σήμερα που σε χρειάζομαι - αύριο κάτσε - μεθαύριο πάρε με τηλέφωνο να δουμε” κλπ.
Έτσι, αυτό που με ενδιαφέρει να καταλάβουμε, είναι το που πατάει αυτή η ιστορία, γιατί δηλαδή το κράτος και οι εργοδότες εφαρμόζουν αυτές τις σχέσεις, τι εξυπηρετούν; Πρέπει να καταλάβουμε που το πηγαίνει ο αντίπαλος, έτσι ώστε να φτιάξουμε και τις δικές μας απαντήσεις, συλλογικές απαντήσεις, και στην καθημερινότητα, και ιδεολογικά. Γιατί βλέπω πως προσπαθούν να μας περάσουν την άποψη πως “ναι, μας αρέσουν αυτές οι σχέσεις”, “έτσι θέλουμε να δουλεύουμε”, “μας βολεύει, σα νεολαία” κλπ.

Τάσ.: Σκέφτομαι πως αυτό που λέμε “μισθός”, μεγάλος ή μικρός, είναι ένα μέρος από μια σχέση του αφεντικού (και όλων των αφεντικών μαζί) με τον εργάτη, την εργάτρια (και όλους μαζί), μια σχέση πολιτική. Δηλαδή μια πολεμική σχέση, που δεν έχει μόνο τον μισθό σαν περιεχόμενό της. Έχει και το ωράριο (ποιος καθορίζει το πόσες ώρες δουλειάς είναι υποχρεωτικές, απαραίτητες, αναγκαίες, επιθυμητές....;) έχει και τις “συνθήκες εργασίας” (από τον αέρα που αναπνέεις στη δουλειά μέχρι τη διαθεσιμότητά σου απέναντι στο αφεντικό, πέρα από αυτήν καθ’ αυτήν την δουλειά) κλπ.
Αν το δούμε έτσι, τότε μιλάμε πράγματι για μια καινούργια πολιτική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς που δουλεύουν και τα αφεντικά, μια σχέση που ίσως δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει αρκετά. Κατά τη γνώμη μου κέντρο αυτής της καινούργιας πολιτικής σχέσης είναι η ατομική διαπραγμάτευση. Και είναι βασικό στοιχείο η ατομική διαπραγμάτευση επειδή, ανάμεσα στα άλλα, οτιδήποτε κερδήθηκε ποτέ από τους εργάτες ήταν αποτέλεσμα συλλογικών αγώνων, συλλογικού πολέμου. Άρα, ο ατομικός πόλεμος, ακόμα κι αν είναι τέτοιος, κάθε εργάτη απέναντι στο αφεντικό, είναι από πολύ χειρότερες θέσεις.
Έχω την εντύπωση πως αυτό που λέμε νέες εργασιακές σχέσεις έχει σα στόχο, αρχικό και τελικό, την ατομική διαπραγμάτευση. Στο βαθμό που αυτό επιτυγχάνεται, όλα τα υπόλοιπα είναι μορφές αυτής της της πολιτικής σχέσης, μορφές του εξής πραγματικού περιεχομένου: το πόσο “αξίζει” η εργασία θα το “διαπραγματευτούμε” εγώ (το αφεντικό) και συ (ο εργαζόμενος) σαν εξατομικευμένες φιγούρες, άρα σε μηδενική βάση, έξω από την ιστορία του ταξικού πολέμου. Άρα εγώ (το αφεντικό) θα αποφασίσω τελικά πως θα “μου κοστίζεις” όλο και λιγότερο.
Το ζήτημα είναι όμως ότι φτάσαμε σε μια τέτοια πολιτική σχέση όχι μόνο επειδή έκατσαν τα αφεντικά και την σχεδίασαν, και ύστερα την επέβαλαν. Η αλήθεια είναι πως αυτή η σχέση, ή τουλάχιστον κάποιες πλευρές της, στήθηκαν με τη συνεισφορά ή και την απαίτηση των απο κάτω. Των ίδιων των εργαζόμενων. Για παράδειγμα: οι εργαζόμενοι φοιτητές, πριν δέκα, δεκαπέντε, είκοσι χρόνια. Οι εργαζόμενοι φοιτητές που ήταν με το ένα πόδι μέσα στο πανεπιστήμιο και την κοινωνική προοπτική του αφεντικού, του μεσοστρώματος αν θέλετε, και με το άλλο πόδι στην μισθωτή εργασία, αλλά σαν κάτι προσωρινό. Μιλάμε για χιλιάδες ανθρώπους, για πολλά χρόνια: αυτή η φιγούρα, αν τη δούμε απ’ την εργατική μεριά, απαιτούσε κυριολεκτικά μερική απασχόληση (και όχι πλήρη)· απαιτούσε όχι κοινωνική ασφάλιση αλλά τα ένσημα στο χέρι (και γιατί άλλωστε να την ενδιαφέρει η ασφάλιση του εργάτη;)· απαιτούσε ελαστικό ωράριο, για να μπορεί να δίνει τα μαθήματα· απαιτούσε “προσωπικές σχέσεις” με το αφεντικό και θεωρούσε προσόν τη φιλία μαζί του... Ε, όλα αυτά που σήμερα τα βλέπουμε να είναι οι απαιτήσεις των αφεντικών, κάποτε καλλιεργήθηκε και από κάτω...
Υπάρχουν ολόκληρες μελέτες στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, διεθνώς, από συλλόγους βιομηχάνων κλπ, που καταγράφουν όλη αυτή την συμπεριφορά που ήταν και γενικότερα νεολαιίστικη, σαν μεγάλο πονοκέφαλο. Ακόμα και τα εργοστάσια, όχι μόνο οι υπηρεσίες, έχαναν κάθε τόσο ένα σημαντικό ποσοστό των εργατών τους, που ήταν νέοι εργάτες, και που με το να δουλεύουν 2 ή 6 μήνες, να μαζεύουν κάποια λεφτά, και ύστερα να την κάνουν, δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα. Γιατί η παραγωγή, δηλαδή οι επιθυμητές για τα αφεντικά σχέσεις εργασίας, ήταν οργανωμένες σε άλλη βάση: σταθερή απασχόληση και συγκεκριμένο ωράριο, αμοιβαία δέσμευση ανάμεσα σε αφεντικά και μισθωτούς για παροχή σταθερής δουλειάς έναντι σταθερής και αυξανόμενης αμοιβής, απόκτηση πείρας, κλπ.
Με έναν ορισμένο τρόπο τα αφεντικά “προσαρμόστηκαν” σε μια μορφή αντίστασης, ίσως άρνησης στην εργασία, που εκφράστηκε μ’ αυτόν τον τρόπο. Το ζήτημα είναι, βέβαια, πως όχι μόνο προσαρμόστηκαν, αλλά φρόντισαν και φροντίζουν να κερδίζουν ό,τι μπορούν. Και φτάσαμε σήμερα σ’ αυτές οι σχέσεις να είναι ο κανόνας, και ζόρικος μάλιστα κανόνας, αφού παίζει δίπλα σε μιαν απειλή, αυτήν της ανεργίας.
Το βασικό ζητούμενο είναι πως θα ξαναστήσουμε απέναντι στα αφεντικά την πολιτική μας απάντηση, λαμβάνοντας υπ’ όψη την πραγματική κατάσταση, και όχι μένοντας στη λάθος εντύπωση πως όλα είναι σχεδιό τους για το οποίο εμείς δεν έχουμε καμία ευθύνη. Πως θα ξαναστήσουμε τη συλλογική εργατική αντεπίθεση, με βάση την πραγματικότητα.
Γιατί, για παράδειγμα, πολλά έχουν ακουστεί ενάντια στα συνδικάτα, αλλά πρέπει να πούμε το πιο σημαντικό: πως πρόκειται για μορφές εργατικής οργάνωσης που στήθηκαν πάνω στη σταθερή απασχόληση, κατά κλάδο, κλπ, άρα πρόκειται για μορφές οργάνωσης που με κανένα τρόπο δεν αντιστοιχούν στα τωρινά και στα μελλοντικά δεδομένα. Αν αυτό δεν το έχουμε κατά νου, τότε μοιάζουμε να θέλουμε να “διορθώσουμε” τον ρεφορμισμό τους.
Υποστηρίζω ότι υπάρχει βαθύτερος λόγος που πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτού του είδους την εργατική οργάνωση, ένας λόγος που μάλιστα μπορεί να εξηγήσει το γιατί έχουν φτάσει τα συνδικάτα να “αντιπροσωπεύουν” μόνο τους συνδικαλιστές: απλούστατα, χιλιάδες εργαζόμενοι μετακινούνται διαρκώς, είτε γιατί είναι αναγκασμένοι είτε γιατί έτσι γουστάρουν, και επιπλέον εργασία και μη-εργασία συσχετίζονται πολύ άμεσα, σαν χρόνος, σαν ηθική, σαν ιδεολογία... Άρα πρέπει να φανταστούμε τους τρόπους αντίστασης που μας αναλογούν.
Θοδ.: Θέλω να κάνεις μια διευκρίνιση. Λες, δηλαδή, ότι η αλλαγή αυτή, από τη συλλογική στην ατομική διαπραγμάτευση, ήταν αποτέλεσμα και πίεσης από την πλευρά της εργατικής τάξης; Γιατί ο εργάτης που διαπραγματεύεται ατομικά, αυθόρμητα ξέρει ότι είναι χαμένος. Δηλαδή πρέπει να δούμε σε ποιές ανάγκες του ίδιου του κεφάλαιου για συμπίεση του κόστους της εργατικής δύναμης απαντάνε αυτές οι αλλαγές. Και σ’ αυτό το σημείο της ανάλυσής σου δεν συμφωνώ. Μάλιστα νομίζω πως αν κάνεις αυτό το μεθοδολογικό λάθος, θα καταλήξεις και σ’ άλλα λάθος συμπεράσματα.

Τασ.: Καταρχήν συμφωνώ σ’ αυτό, και θέλω να εξηγήσω ότι δεν μιλάω ακριβώς για πίεση από την πλευρά των εργαζόμενων, με την έννοια ότι το ζήτησαν επίσημα κάποιοι. Το παράδειγμα όμως των φοιτητών είναι χαρακτηριστικό. Γιατί όταν βλέπεις κάποιον να δουλεύει και παράλληλα να σπουδάζει, ας πούμε γιατρός, δεν μπορείς να τον πεις κλασσικό εργάτη. Ταυτόχρονα όμως αυτός δουλεύει σε μια τυπική θέση εργάτη, π.χ. κούριερ. Αν αυτή η φιγούρα την πολλαπλασιάσεις επί χίλια, δυο χιλιάδες, δέκα χιλιάδες, θα δεις ότι κάποια στιγμή σ’ αυτό που λέμε εργατική τάξη κλασσική, που είχε την αντίληψη πως η συλλογικότητα είναι πάνω απ’ όλα - και δεν εννοώ τα συνδικάτα, αλλά την παραγωγή - μπήκανε άλλοι που δεν είχανε αυτήν την κουλτούρα και δεν ήταν εργάτες με την παραδοσιακή έννοια. Αυτοί μεταφέρανε μιαν άλλη κουλτούρα, αλλά μέσα στην ίδια την οργάνωση της εργασίας.

Θοδ.: Όμως εμένα μ’ ενδιαφέρει να καταλάβουμε πάνω σε ποιές πραγματικές, υπαρκτές ανάγκες πατάνε οι νέες εργασιακές σχέσεις κι όλες αυτές οι αλλαγές. Και μου φαίνεται λίγο παράξενη αυτή η παραδοχή σου.

Ντ.: Συμφωνώ μ’ αυτήν την ένσταση του Θοδ. επειδή αυτή είναι ως ένα βαθμό η επιχειρηματολογία του αντιπάλου. Το ‘87, σε μια σύσκεψη στο Ζάπειο, επί πασοκ, τα αφεντικά έβγαλαν κάποιες ρυθμίσεις για ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων που μοιάζουν μ’ όλο το ιδεολογικό οικοδόμημα της “λευκής βίβλου”. Η άποψη ήταν ότι τ’ αφεντικά με το ωρομίσθιο που υιοθέτησαν τότε σαν νόμιμη και κατοχυρωμένη μορφή, έρχονταν να εξυπηρετήσουν ορισμένες κοινωνικές ανάγκες. Όμοια με τους φοιτητές, έτσι και με τις νέες μητέρες υποτίθεται πως υπάρχει ανάγκη για ημι-απασχόληση, κι έτσι το κράτος παρεμβαίνει για το κοινωνικό καλό κι εφαρμόζει το ωρομίσθιο. Όμως αυτός ο ισχυρισμός δεν στέκει, γιατί ο κάθε εργαζόμενος αυθόρμητα επιζητάει τη μόνιμη σχέση εργασίας. Δεν επιζητάει την ελαστική σχέση εργασίας, που σημαίνει ότι σήμερα είναι κι αύριο δεν είναι, ή σημαίνει κάποια δικαιώματα σήμερα που αύριο μπορεί να μην ισχύουν.
Κι όσον αφορά το παράδειγμα των φοιτητών, το πρόβλημα ήταν μάλλον ότι τα συνδικάτα αποδέχονταν την πίεση του αντιπάλου, χωρίς να μιλάνε και να προβάλουν αντίσταση σε κάποια ζητήματα. Θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να βάλουν αιτήματα, να συσπειρώσουν και να δώσουν κάλυψη στους εργαζόμενους φοιτητές, ώστε να μην μπορεί ο αντίπαλος να επέμβει στις υπάρχουσες εργασιακές σχέσεις και να τις χειροτερέψει.

... Κι έτσι το παίζει και η λευκή βίβλος, ότι με λιγότερες ώρες δουλειάς και με ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων λύνεται δήθεν το πρόβλημα της ανεργίας, με λιγότερη δουλειά σε περισσότερο κόσμο. Όμως αποδεικνύεται ότι, παρά τα μέτρα αυτά των ελαστικών σχέσεων που έχουν εφαρμοστεί εδώ και χρόνια στη δυτική Ευρώπη και που τώρα υιοθετούνται και νομοθετικά, η ανεργία διαρκώς επιδεινώνεται και συνέχεια αυξάνει.
... Θέλω επίσης να επισημάνω, για να μην το παρερμηνεύουμε, ότι δεν υπάρχει απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη λευκή και τη μαύρη εργασία, αλλά πρέπει να δεις ότι ταυτόχρονα μέσα στη λευκή εργασία υπάρχει και η μαύρη. Ο εργαζόμενος που το αφεντικό του παραβιάζει το ωράριο κάνει μαύρη δουλειά. Ακόμα κι αν, όμως, δεν το παραβίαζε και εφάρμοζε το θεσμοθετημένο ωράριο, εγώ λέω ότι πρόκειται για μαύρη εργασία. Γιατί αν παρατηρήσουμε πως ήταν το ωράριο και οι συνθήκες δουλειάς - ας πούμε - στους εμποροϋπάλληλους πριν από πέντε χρόνια, θα δούμε ότι τώρα οι συνθήκες έχουν χειροτερέψει. Για παράδειγμα ο υπάλληλος που τον υποχρεώνουν να σφουγγαρίσει, ενώ αυτό δεν περιλαμβάνεται στα επίσημα καθήκοντά του και στην ειδικότητά του· αυτό αποτελεί μαύρη εργασία, ακόμα κι αν αυτός ο εργαζόμενος παίρνει κανονικά τα ένσημά του και το βασικό μισθό. Επειδή όμως έχει αυτή τη γενικότερη αίσθηση αβεβαιότητας, δεν υπάρχει συνδικάτο που να τον καλύπτει και νιώθει μόνος του, αναγκάζεται να υπακούει στην απαίτηση του αφεντικού να σφουγγαρίζει τρεις φορές τη βδομάδα, για να μην πάρει το αφεντικό καθαρίστρια. Αυτή είναι η μαύρη εργασία μέσα στη λευκή κι υπάρχουν πολλά ανάλογα παραδείγματα.

Φ.: Πιστεύω πως η ελαστικότητα αυτή ξεκινάει κι απ’ τους ίδιους τους εργαζόμενους, όχι όμως ακριβώς σαν πίεση που ασκούν. Όσον αφορά τους φοιτητές, σ’ αυτούς υπάρχει η υπόσχεση απόκτησης μιας γνώσης που θα είναι ο βασικότερος παράγοντας για την ένταξή τους στην παραγωγή. Έτσι περνάνε μέσα από μορφές μαύρης εργασίας, χωρίς αντιστάσεις, γιατί ελπίζουν ότι κάποτε θα καταλήξουν στη λευκή, στην εξασφαλισμένη εργασία. Και μάλιστα μπορεί αυτό να μην το κάνουν καν συνειδητά. Η ελαστικότητα, βέβαια, αφορά κυρίως τους ανειδίκευτους εργάτες, τις μορφές εργασίας που μπορεί ο καθένας να τις κάνει, σε αντίθεση με τη δουλειά σε εξειδικευμένες θέσεις που σχετίζονται με την κατοχή μιας γνώσης. Αυτή η αντίθεση λοιπόν θα μεταφράζεται σε μαύρη εργασία για τον φοιτητή με την αναμονή μιας “κανονικής” δουλειάς και μιας “καλύτερης” θέσης στο μέλλον.

Ρωμ.: Νομίζω ότι έχουν γίνει κάποιες παρεξηγήσεις εδώ. Πρώτη παρεξήγηση: σχετικά με το ωρομίσθιο... Η ελλάδα είναι η μόνη χώρα, όπου σε σύγκριση με τη δυτική ευρώπη και τη βόρεια αμερική, δεν ίσχυε το ωρομίσθιο. Όλες οι στατιστικές του διεθνούς γραφείου εργασίας γίνονται με βάση το ωρομίσθιο. Δεύτερον: ειπώθηκαν μερικά πράγματα για το συνδυασμό μαύρης και λευκής εργασίας, τα οποία εγώ θεωρώ πολύ θετικά, ως συνδυασμό δηλαδή χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας. Θεωρώ ότι είναι απαραίτητο, ακόμα και σε συνθήκες εξασφαλισμένης δουλειάς, όπως στην περίπτωση κάποιου υπάλληλου σε βιβλιοπωλείο, αυτός να σφουγγαρίζει και καμιά φορά, θα μπορούσε επίσης να φτιάχνει και τις μπρίζες.
Τώρα όμως, επί της ουσίας, έχουμε μια διαστρεβλωμένη εικόνα. Για παράδειγμα, ζούμε σε μια χώρα της εοκ, του αναπτυγμένου καπιταλισμού, σε μια από τις δεκαπέντε πλουσιότερες χώρες του κόσμου, που έχει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία εμείς τα μαθαίνουμε αλλιώς. Μαθαίνουμε για παράδειγμα, όπως λέει η άκρα αριστερά, ότι το κεφάλαιο διώχνει τα λεφτά από την ελλάδα για να κάνει επενδύσεις στο εξωτερικό. Μαθαίνουμε επίσης από τις εφημερίδες ότι καταστρέφονται θέσεις εργασίας. Είναι κι αυτό λάθος. Αυξάνεται η παραγωγικότητα. Για παράδειγμα, όταν φέρνουν ένα μηχάνημα σ’ ένα πόστο όπου απασχολούνταν 50 άτομα, ενώ τώρα χρειάζονται 10 για να το χειρίζονται, είναι φυσικό να φύγουν οι 40. Όμως παράλληλα, για να υπάρχουν αυτές οι αλλαγές και λειτουργίες στη βιομηχανική παραγωγή, παρατηρείται μια ενίσχυση αλλού, δηλαδή στον τομέα των υπηρεσιών. Μόνο που εδώ πρόκειται για ανειδίκευτη εργασία. Είναι το φαινόμενο που ζούμε εμείς για το οποίο συζητάμε. Κι αυτή είναι η μια διάστασή του, η από πάνω δηλαδή, από την πλευρά της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Υπάρχει όμως κι η άλλη πλευρά που αφορά εμάς. Εγώ προσωπικά, αν κι έχω φτάσει 38 χρονών, δεν θέλω νάμαι μόνιμος. Ακόμα και το αφεντικό που φερόταν πιο εντάξει απ’ τους άλλους και δεν τσακωνόμαστε - του ζητάγαμε 10 και έδινε 14 - το βαρέθηκα κι έφυγα. Και δεν ξέρω πόσοι απο εδώ πέρα θάθελαν να έχουν μια σταθερή εργασία, συγκρίνοντας την μάλιστα με τη ζωή των γονιών τους. Ένας μέσος όρος πατεράδων ή μανάδων έχει αλλάξει το πολύ δυο δουλειές σε όλη της ζωή τους. Εγώ έχω αλλάξει δυο δουλειές σε τρεις μήνες. Η ελαστικοποίηση της εργασίας έχει και μιαν άλλη, θετική για μας πλευρά, που προέρχεται από τα κάτω. Δηλαδή οι νέοι εργάτες, είτε από ανάγκη, είτε επειδή έτσι γουστάρουν, για χαβαλέ - κι αυτό είναι για μένα το καλύτερο - αλλάζουν συνέχεια δουλειές. Γιατί λένε: βαριέμαι, δεν μπορώ να κάτσω τρεις μήνες στην ίδια δουλειά, μου τη βαράει.
Προσωπικά δεν αλλάζω δουλειά, αλλά αλλάζω συνέχεια εργοδότες. 9 σ’ ένα μήνα. Το πράγμα έχει λοιπόν και τις δύο πλευρές, αυτήν του κεφαλαίου κι αυτή των εργατών. Το κεφάλαιο δεν επιτίθεται· σύμφωνα με τη δική μου εκτίμηση επιθέσεις μπορούν να κάνουν μόνο οι εργαζόμενοι. Το κεφάλαιο προσαρμόζεται, αναγκάζεται να απαντάει, να κινείται. Και τ’ αποτελέσματα είναι γνωστά, είναι αυτά που ζούμε. Ταυτόχρονα όμως, επειδή δεν ζούμε σε καμιά κοινωνία αναρχική ή κοινωνία δύναμης της εργατικής τάξης, αναπτύσσονται και κάποια άλλα φαινόμενα. Έτσι οι τελικές αποφάσεις, ανεξάρτητα με το αν οι πιέσεις έρχονται απ’ τα κάτω, παίρνονται από την εξουσία, δηλαδή το κράτος.
...

Θοδ.: Όπως τ’ ακούω αυτό, θεωρώ ότι υιοθετούμε τις πιο νεοσυντηρητικές αντιλήψεις. Καταρχήν να δούμε πότε η μαύρη εργασία βρίσκεται σε έξαρση και πότε σε πτώση. Σε όλες τις περιόδους οικονομικής κρίσης, σε περιόδους κραχ, σε κρίσιμες περιόδους για την εργατική τάξη, έχει έξαρση η μαύρη εργασία. Άρα οδηγεί σε λάθος δρόμο το να λες ότι είναι αποτέλεσμα μιας πίεσης από τα κάτω ή ότι έχει θετικά αποτελέσματα. Πως μπορεί η ελαστικοποίηση και το σπάσιμο κάθε εργατικής κατάκτησης να έχει και τα θετικά του;
...  Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι από που ως που αυτή η πορεία προς τα κάτω, αυτή η εξαθλίωση, η κατάργηση κάθε κεκτημένου, το σπάσιμο κάθε συλλογικότητας, έχει και τα καλά της, και προφανώς οι “μαύροι” εργάτες στη γερμανία ή στον τρίτο κόσμο είναι πιο φιλελεύθερα πνεύματα και γουστάρουν να δουλεύουν μια εδώ και μια εκεί. Δηλαδή, το να γουστάρεις να αλλάζεις δέκα φορές το χρόνο δουλειά, είναι ελευθερία; Αυτό είναι μια φευδαίσθηση, μια αυταπάτη. Όπως λέει κι ο Μαρξ, ο εργάτης είναι ελεύθερος είτε να είναι αραχτός και να πεθαίνει από την πείνα είτε να πάει σε ένα αφεντικό. Και τί έγινε;

Ρωμ.: Τη βγάζω καθαρή, δεν σαλτάρω.

Γιαν.: Δεν είναι ψευδαίσθηση. Κι εγώ έχω αλλάξει τριάντα δουλειές κι όταν πιάνω μια δουλειά είμαι σίγουρος πως θα την αφήσω. Δεν πιστεύω ότι θα κάτσω πάνω από ένα χρόνο εκεί. Αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση, είναι πραγματικότητα. Θέλω να μάθω να κάνω διάφορα πράγματα.

Θοδ.: Το ζήτημα της αλλοτρίωσης και του τι είναι η δουλειά είναι ένα άλλο ζήτημα. Αλλά μην φτάσουμε και στο ότι επειδή εσύ άλλαξες 5 - 10 δουλειές, έκανες και κάτι.

Γιαν.: Ναι ρε μάγκα, αλλά αν πιάνεις μια δουλειά με την προοπτική να πάρεις σύνταξη από ‘κει, φέρεσαι κι ανάλογα. Το ένα δεν είναι άσχετο με το άλλο. Κι άμα, στην τελική, δε σε νοιάζει και να σε διώξουνε, βγαίνεις πιο εύκολα στην κόντρα με το αφεντικό.
...

Ρεν.: Πάνω στο ζήτημα της προσωπικής στάσης στη δουλειά, νομίζω ότι έχει να κάνει με γενικότερα πράγματα και με το γενικότερο νταραβέρι που παίζει. Αλλιώς είχα μπει εγώ στη δουλειά, όταν δούλευα πιτσιρικάς στην οικοδομή, όταν υπήρχε μια κινητικότητα απ’ τον κλάδο, με απεργίες, κατακτήσεις για εφτάωρα και τα λοιπά, αλλιώς ήταν όταν ο προσωπικός τσαμπουκάς έδενε με τη συλλογική κόντρα, κι αλλιώς είναι σήμερα, όταν αναγκάζομαι για να βρω δουλειά να πάω στην Κρήτη, και να δεχτώ μεροκάματο 6 χιλιάρικα δουλεύοντας οκτάωρο, πράγμα που στο παρελθόν δε μπορούσα καν να φανταστώ.
Για μένα είναι λάθος ότι ο προσωπικός τσαμπουκάς από μόνος του τα καθαρίζει όλα. Σε μια δεδομένη περίδο κρίσης, όχι μόνο ο προσωπικός τσαμπουκάς δεν φαίνεται, αλλά σου γαμιέται κι ο αδόξαστος. Και σήμερα, αυτό που χρειάζεται μέσα στη σύγχρονη κρίση, δεν είναι απλά η προσωπική επιλογή που μπορεί να κάνει κάποιος και να πει “δε γαμιέστε”, αλλά το πως μπορείς να οργανώσεις μια συλλογικότητα απ’ τα κάτω, για να μπορείς να αντιμετωπίσεις αυτήν την κατάσταση, ώστε οπουδήποτε πας και βρεθείς να μπορείς να συνεννοείσαι με τους συνάδλεφους για την κόντρα με τ’ αφεντικά και να μη μένει ο τσαμπουκάς στο προσωπικό επίπεδο. Γιατί τι να τον κάνω εγώ τον τσαμπουκά μου και την ευκινησία μου, όταν αναγκάζομαι να δουλεύω σε συνθήκες που παλιότερα δεν θα τις αποδεχόμουνα; Απέναντι στον τρόπο που συγκροτούνται η κοινωνία και το σύστημα, είναι πολύ λάθος να νομίζεις ότι μπορείς να ξεμπερδέψεις με μια προσωπική στάση.
...

Γιαν.: Καταρχήν να διευκρινίσω ότι προσωπικός τσαμπουκάς δεν σημαίνει ότι είμαι μαλαγάνα και δουλεύω τ’ αφεντικό, δουλεύω και τους άλλους εργαζόμενους. Εγώ λέω πάντως ότι αν φτιαχτεί μια συλλογικότητα, δεν θα υπάρξει σαν το άθροισμα της κακομοιριάς μας. Η ισχυρή συλλογικότητα, αυτή που θα παλέψει, θα είναι η σύνθεση πολλών προσωπικών στάσεων κόντρας, που θα τη δουν ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, αλλά δε θα λένε κιόλας ότι χωρίς το συλλογικό δε μπορούν να κάνουν τίποτα. Ωραία, είναι περίοδος κρίσης - χαίρω πολύ! Αλλά αν είχαμε όλοι φράγκα, ρε μάγκες, δεν θα καθόμασταν εδώ να συζητάμε. Όμως πάντοτε όλοι έλεγαν ότι είναι περίοδος κρίσης και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα. Κι εγώ θυμάμαι τον πατέρα μου να δουλεύει σε δυο δουλειές, ακόμα και τότε που δεν υπήρχε κρίση.
Απ’ την άλλη δεν είναι και σίγουρο ότι η δυνατή συλλογικότητα θα μπορεί να εμπνεύσει ξαφνικά στον άλλο το αίσθημα της ασφάλειας και της μαχητικότητας. Η συλλογικότητα για μένα σημαίνει ότι οργανώνεσαι μαζί με άλλους για να τραβάτε μαζί τα ίδια ζόρια, κι ότι αναγνωρίζεις πως αν δεν σηκώσεις κι εσύ το κεφάλι δε γίνεται τίποτα, δε μπορεί κανένας άλλος να εμφανιστεί και να καθαρίσει για σένα. Κι άκουσα προηγουμένως ότι στην οικοδομή ήταν κάποτε το συνδικάτο δυνατό και τράβαγε αγώνες, όμως ξέρω ότι μετά οι περισσότεροι απ’ αυτούς γίνανε εργολάβοι και τα κονομάνε. Ή δεν είναι έτσι;
Λοιπόν, αν κάποιοι συνέχισαν μετά απ’ αυτό να κάνουν αυτά που κάνανε, ήταν γιατί ήταν “μουρλαμένοι” και τραβούσανε προσωπικό τσαμπουκά. Αυτοί δεν γίνανε εργολάβοι! Η μεγαλύτερη ξεφτίλα δεν ήταν που κάποιοι δουλεύανε με λιγότερα λεφτά, εφόσον διατηρούσαν έναν τσαμπουκαλεμένο τρόπο για να μιλάνε στο αφεντικό, να απαντάνε στην προσβολή, κι έναν άμεσο τρόπο για να μιλάνε στους συναδέλφους.
Και μπορεί να βλέπεις ανθρώπους που στα 55 τους απολύονται, αλλά από πιτσιρικάδες θέλανε να πιστεύουν ότι είχαν πιάσει τον παπά απ’ τα αρχίδια, και που θα βρίζανε κάποιους άλλους σαν αληταράδες αν τους έβλεπαν με τατουάζ ή με σκουλαρίκια, γιατί για τους εαυτούς τους πίστευαν ότι ήταν καθωσπρέπει οικογενειάρχες. Όταν, λοιπόν, νομίζεις ότι μπορείς να αναπτύξεις μια συλλογική κόντρα με βάση την επιχειρηματολογία “τι θα απογίνουν τα παιδιά μου;”, το πολύ πολύ να σου δώσουν ένα περίπτερο ή μια κούτα γάλα για σένα και για τα παιδιά σου. Στο επίπεδο των καθαρά εργασιακών σχέσεων είναι πολύ καλό το “κάτω τα χέρια απ’ τη μονιμότητά μας”, αλλά στο κοινωνικό επίπεδο δεν μ’ ενδιαφέρει η νοοτροπία της μονιμότητας. Κι αυτός που σκέφτεται τη σύνταξη για να ξεφύγει απ’ τα αφεντικά ή ονειρεύεται ένα δικό του μαγαζάκι, εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει. Εγώ λέω ότι η τσαμπουκαλεμένη στάση απέναντι στ’ αφεντικά, η καθημερινή συμπεριφορά, λειτουργεί και στους άλλους, που μπορεί να μην έχουν σκεφτεί τίποτα, πολύ πιο καλά απ’ το να πεις “ελάτε να κηρύξουμε τον πόλεμο ενάντια στ’ αφεντικά”. Τ’ αφεντικά είναι σαν τους γονείς... όπως τους μάθεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 - Δημοσιεύτηκε, μαζί με κάποια συνοδευτικά κείμενα που δεν αναπαράγουμε εδώ (λόγω μεγέθους) στο περιοδικό Σαμποτάζ, για τη δημιουργία ενός συνδικάτου εργαζόμενων στα ορυχεία του μέλλοντος, τεύχος νο 17 - 18, μάης - ιούλης 1995.
[ επιστροφή ]

2 - Οι απόγονοι των βανδάλων ήταν μια, ας την πούμε έτσι, “πρωτο-αυτόνομη” συλλογικότητα 30 - 35 ατόμων, που έδρασε στην Αθήνα απ’ το 1992 ως το 1996.
Πολλοί / πολλές απ’ αυτούς / αυτές που παίρνουν μέρος σ’ αυτήν την συζήτηση συμμετείχαν τότε στις αυτόνομες εργατικές συσπειρώσεις, μια ανεξάρτητη μαχητική εργατική οργάνωση.
[ επιστροφή ]

κορυφή