Στα πρώτα χρόνια του 2000 όσοι και όσες είχαν μπλεχτεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με τα φοιτητικά σχήματα του (άκρο)αριστερού συνδικαλισμού, σίγουρα θα θυμούνται την συνήθη ορολογία που χρησιμοποιούταν για σχολές όπως το μαθηματικό, το φπψ, το φιλολογικό ή το φυσικό. Αυτές μαζί με ορισμένες ακόμα αποτελούσαν στη διάλεκτο του φοιτητικού συνδικαλισμού τις καθηγητικές σχολές.
Χιλιάδες φοιτητών και φοιτητριών κάθε χρόνο έμπαιναν σε αυτές τις σχολές έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι κάποια στιγμή, μετά την απόκτηση του πτυχίου, θα ερχόταν ο πολυπόθητος διορισμός στο δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. Τι κι αν μετά τη συντριβή του κινήματος των καθηγητών μέσης εκπαίδευσης ενάντια στον διαγωνισμό του ασεπ (1998) η πραγματικότητα έδειχνε τα δόντια της. Η δημοσιονομική προσαρμογή (κι όμως! Αυτή υπήρχε με χίλιους δυο τρόπους πολύ πριν έρθει η καταραμένη η τρόικα) έδωσε μια και καλή τέλος στην επετηρίδα. Στη διαδικασία δηλαδή εισαγωγής αποφοίτων πανεπιστημιακών σχολών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χωρίς εξετάσεις και με μόνα κριτήρια το έτος απόκτησης πτυχίου, την τυχόν προϋπηρεσία και τα όποια κοινωνικά δεδομένα. Και μπορεί ήδη όλοι και όλες να γνώριζαν πως τα περιθώρια του διορισμού στένευαν επικίνδυνα αλλά λίγο η “φοιτητική ανεμελιά”, λίγο οι συνήθειες και οι συμπεριφορές που αντανακλούσαν τον προσοδικό ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, έκαναν τα πράγματα να φαντάζουν ανάλαφρα. Άλλωστε η καπιταλιστική κρίση δεν υπήρχε ούτε καν σαν ενδεχόμενο. Μόνο κάποιες κουβέντες, που στην πραγματικότητα δεν γίνονταν αντιληπτές ούτε στην ολότητά τους, ούτε λαμβάνονταν υπόψη με την πρέπουσα σοβαρότητα, περί εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Ξεκομμένης βέβαια από την παγκόσμια καπιταλιστική αναδιάρθρωση η οποία ήδη διένυε την τρίτη δεκαετία της όπως ακριβώς και η δίδυμή αδελφή της, η καπιταλιστική κρίση.
Φώναζαν σε όλους τους τόνους οι φοιτητικές παρατάξεις της αριστεράς: Όλα τα επαγγελματικά δικαιώματα στο πτυχίο! Παρακαλώντας στην πραγματικότητα το κράτος να συμπεριφερθεί σαν ένας εύσπλαχνος, κεΰνσιανός ρυθμιστής της αξίας της εργατικής δύναμης των πτυχιούχων. Μόνο που για τους απόφοιτους των καθηγητικών σχολών, και όχι μόνο, το κράτος είχε ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Και αυτές δεν βασίζονταν στις “ανάγκες των φοιτητών-μελλοντικών εργαζόμενων” αλλά στις ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού και της αναδιάρθρωσής του. Ο διαγωνισμός του ασεπ για τους εκπαιδευτικούς πάνω απ’ όλα έκανε ξεκάθαρο το εξής: αφού το μαζικό-φορντικό σχολείο έχει γίνει πολύ ακριβό για τους κρατικούς προϋπολογισμούς και ταυτόχρονα η ίδια η καπιταλιστική τεχνολογική ανάπτυξη τείνει να το ξεπεράσει, ο περιορισμός του προσωπικού του είναι απαραίτητος. Μείωση των προσλήψεων με ταυτόχρονη εισαγωγή εξετάσεων για να είναι και αξιοκρατικός ο δημοσιονομικός περιορισμός. Αυτό θα ήταν το νέο μοντέλο.
Το προηγούμενο σύστημα εισαγωγής των καθηγητών στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν βέβαια ήδη τελειωμένο. Η επετηρίδα είχε “μπουκώσει”, όπως έλεγαν οι για χρόνια “αδιόριστοι” αναπληρωτές και ωρομίσθιοι. Και πλήθος καθηγητών όργωνε την επικράτεια μαζεύοντας μόρια μέχρι να περάσουν τα χρόνια έως τον διορισμό. Το δίλλημα επετηρίδα ή ασεπ έκρυβε βαθιά μέσα του μια μεγάλη αυτ-απάτη. Όσο το κράτος αποσύρεται από την (δαπανηρή) αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (εδώ αναφερόμαστε μόνο στο εκπαιδευτικό σκέλος αυτής της αναπαραγωγής), τα επιμέρους συστήματα διαχωρίζονται μόνο ως προς τεχνικά-τεχνοκρατικά ζητήματα και καθόλου ως προς την ουσία τους. Ο περιορισμός των προσλήψεων ήταν το ζήτημα! [1Ένα από τα πολλά αιτήματα που μπορούσε να βρει κανείς στα πλαίσια των φοιτητικών παρατάξεων-σχημάτων της άκρας αριστεράς στα πρώτα χρόνια του 2000 ήταν αυτό της μείωσης του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Θέση απολύτως σωστή από εργατική σκοπιά. Έλεγαν τότε πως η επετηρίδα από μόνη της δεν λύνει κανένα πρόβλημα διότι μπορεί κάποιος/α να περίμενε και 15 χρόνια για να διοριστεί. Οπότε η επαναφορά της θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση που υπήρχε αύξηση του αριθμού των προσλήψεων. Υπάρχει όμως και κάτι πολύ σημαντικό στην πρόταση αυτή το οποίο διέφευγε της αντίληψης τόσο του μέσου ακροαριστερού φοιτητή όσο και των καθοδηγητών του. Η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη έβαζε το ζήτημα των θέσεων εργασίας από τη μια, και την ποιότητα της σχολικής ζωής για τους μαθητές από την άλλη. Για τις θέσεις εργασίας συγκεκριμένα υπονοούσε πως δεν υπάρχει ένας αντικειμενικός και προκαθορισμένος αριθμός τους. Άλλα ότι αυτός πρέπει να προκύπτει με βάση τις κοινωνικές ανάγκες (δείτε την ανάλυση για το 30ώρο από τη συνέλευση του πλάνου 30/900). Δυστυχώς το αίτημα αυτό, με τις τόσο πολλές προεκτάσεις και την κρισιμότητά του για τις συνειδήσεις χιλιάδων μισθωτών της εκπαίδευσης, χάθηκε μέσα στις λίστες αιτημάτων και στον αποπροσανατολισμό των συνδικαλιστικών πλαισίων. Ώσπου κάπου εκεί στα μέσα της ίδιας δεκαετίας εξαφανίστηκε εντελώς.] Με εξετάσεις ή χωρίς δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Απλά ο ασεπ, συν τοις άλλοις, είχε και τον ιδεολογικό του ρόλο στο πεδίο του κοινωνικού αυτοματισμού. Δεν μπορεί το δημόσιο να μοιράζει θέσεις, έτσι απλά χωρίς διαγωνισμό, φώναζε σε όλους τους τόνους ο εθνικός κορμός. Ενώ ταυτόχρονα έκανε τα πάντα για να “χώσει” στο τρισκατάρατο δημόσιο παιδιά, ανήψια, εγγόνια και γνωστούς.
Μέσα στα πλαίσια αυτά οι ελλείψεις μόνιμου προσωπικού στα δημόσια σχολεία έπρεπε με κάποιο τρόπο να καλυφθούν. Και οπωσδήποτε αυτός ο τρόπος έπρεπε να είναι φθηνός. Όσο πιο φθηνός γίνεται για τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Οι κενές θέσεις λοιπόν γέμισαν από αναπληρωτές, αναπληρωτές μειωμένου ωραρίου, ωρομίσθιους. Φτωχοί συγγενείς των μόνιμων συναδέλφων τους. Μπορεί να δούλευαν σε δύο και σε τρία σχολεία ταυτόχρονα αν δεν συμπλήρωναν το απαραίτητο ωράριο, κάποιοι πληρώνονταν μετά από μήνες και από προγράμματα εσπα, άλλοι δεν έβγαζαν καν τα ένσημα για το ταμείο ανεργίας το καλοκαίρι και όλοι μαζί στο τέλος της σχολικής χρονιάς δεν ήξεραν αν θα δουλέψουν στην αρχή της επόμενης. Ελαστικότητα, σκατά λεφτά (πολλοί και πολλές πλήρωναν από την τσέπη τους για να βρίσκονται στην αγκαλιά του δημοσίου, λες και τα νοίκια πληρώνονται με μόρια), ανασφάλεια και σε πολλές περιπτώσεις “χώσιμο” από τους “παλιούς” συναδέλφους. Από τα τέλη των 90s - αρχές 00s αυτή ήταν η κατεύθυνση για τις εργασιακές σχέσεις εντός του δημόσιου σχολίου. Για να φτάσουμε στο 2008 και στον τελευταίο, έως σήμερα, διαγωνισμό του ασεπ. Οι επιτυχόντες του τελευταίου αυτού διαγωνισμού δεν προσλήφθηκαν καν όλοι/όλες. Συνεπώς για 7 χρόνια οι ελλείψεις σε καθηγητές, στα γυμνάσια και τα λύκεια, καλύπτονται στη βάση αυτών των εργασιακών συνθηκών.
Όλη η εργαλειοθήκη της ελαστικής, επισφαλούς και φθηνής εργασίας στο εσωτερικό του δημόσιου σχολείου δεν αποτέλεσε την έμπνευση κάποιου υπουργού ή κάποιας “κακής” κυβέρνησης. Δουλευόταν μεθοδικά, συστηματικά, επί πολλές δεκαετίες και με μεγάλη επιτυχία (για τα αφεντικά) κάπου αλλού. Και τα επιτυχημένα παραδείγματα εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης δεν πάνε χαμένα. Αποτελούν έμπνευση ακόμα και για το κράτος, ειδικά σε δύσκολες περιόδους “σφιχτών προϋπολογισμών”. Στο παράλληλο, ως προς το δημόσιο, σύμπαν της βιομηχανίας των φροντιστηρίων ανήκαν τα εργαλεία αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα.
Το 1997-98, μαζί με την κατάργηση της επετηρίδας, πραγματοποιήθηκε ακόμα μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση (μεταρρύθμιση Αρσένη). Είθισται βέβαια κάθε νέα κυβέρνηση ή και κάθε νέα ηγεσία του υπουργείου παιδείας (ακόμα και στα πλαίσια της ίδιας κυβέρνησης) να δοκιμάζει τις φιλοδοξίες της πάνω στη δημόσια εκπαίδευση. [2Πίσω από αυτή τη μανία για “αλλαγές στην εκπαίδευση” μπορούμε να διακρίνουμε, εκτός από την προχειρότητα με την οποία γίνονται οι “δουλειές” σε δημοκρατίες νοτιοβαλκανικού τύπου, το σχεδόν μηδενικό κόστος που έχουν αυτές για τους κρατικούς προϋπολογισμούς αλλά και την αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της να συγκροτήσει ένα συνεκτικό και εκσυγχρονιστικό μοντέλο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το οποίο να ανταποκρίνεται στις αλλαγές (καπιταλιστικού) παραδείγματος. Αδυναμία η οποία εκτιμούμε ότι εν μέρει οφείλεται στον ιδιότυπο κορπορατισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και εν μέρει στις αντιστάσεις που αναπτύσσονται κατά καιρούς στο πεδίο της αναπαραγωγής και δη στην εκπαίδευση. Οι αντιστάσεις αυτές αν και έχουν χάσει τον πολιτικό τους ριζοσπαστισμό, και η κριτική τους στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί ούτε καν να συγκριθεί με τις αντίστοιχες της θερμής 20ετίας 1960-1980, κατάφεραν να φρενάρουν σε ορισμένους τομείς τις δειλές εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις.] Παρά τη δίχρονη ανταρσία των μαθητικών κύκλων τις χρονιές 1998-99 το “νέο σύστημα” εφαρμόστηκε κανονικά την τριετία 1998-2001 ώσπου με διάφορες παραλλαγές (βλέπε μειώσεις μαθημάτων για τις πανελλαδικές εξετάσεις) έφτασε έως σήμερα. Δύο ήταν οι ιδιαιτερότητές του. Οι μαθητές καλούνταν να περάσουν έναν δίχρονο εξεταστικό μαραθώνιο δοκιμαζόμενοι σε 14 πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα στη Β’ λυκείου και 12 στη Γ’ λυκείου. Για να γίνει απολύτως αντιληπτό σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τα “εκπαιδευτικά”, μιλάμε για πανελλαδικές εξετάσεις σε όλα τα μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος (εκτός από τη γυμναστική). Η δεύτερη ιδιαιτερότητα ήταν η ραγδαία αύξηση των εισακτέων στα πανεπιστήμια με την ταυτόχρονη ίδρυση πάρα πολλών νέων τμημάτων πανεπιστημιακής και τριτοβάθμιας τεχνολογικής εκπαίδευσης σχεδόν σε κάθε πόλη της επικράτειας. Εντατικοποίση και ταξικοί φραγμοί στο λύκειο αλλά στο τέλος η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών και μαθητριών εκείνων των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 2000 “πέρασαν τουλάχιστον σε ένα τει”. Ακόμα και με βαθμούς πολύ κάτω από τη βάση. Γι’ αυτήν τη δεύτερη πλευρά της “μεταρρύθμισης Αρσένη” δεν έγινε ιδιαίτερος ντόρος. Και υπήρχε λόγος γι’ αυτό. Η ελληνική επαρχία έβγαλε (και ακόμα βγάζει) πολλά φράγκα απ’ αυτήν την πανεπιστημιακή διασπορά με χίλιους δύο τρόπους. Νοίκια, φαστφουντάδικα, ταβέρνες και καφετέριες δεν είναι και λίγα. Ενώ ταυτόχρονα η ελληνική οικογένεια μπορούσε να κοιμάται ήσυχη και περπατά περήφανη που τα παιδιά της κατάφεραν να γίνουν φοιτητές έστω και σ’ αυτό το απομακρυσμένο τει που ακόμα και το όνομά του ήταν δύσκολο κανείς να θυμηθεί.
Αυτός ο “εκδημοκρατισμός” της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είχε και μια παράπλευρη λειτουργία. Έκλεινε το μάτι στα αφεντικά των φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης. Από το 1997 ξεκίνησε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί και “άνοιξη των φροντιστηρίων”. Όχι ότι μέχρι τότε δεν υπήρχαν ή ήταν περιορισμένα. Ήδη από τη δεκαετία του 1960 τα φροντιστήρια αποτελούσαν την βασική προϋπόθεση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια. Και όσο η τελευταία μαζικοποιούνταν τόσο αύξανε και η “χρησιμότητά” τους. Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των μαθητών λυκείου το πρωί συνωστίζονταν στις σχολικές αίθουσες της πλήξης και το απόγευμα στις αίθουσες της εντατικοποίησης. Χρυσές δουλειές δηλαδή για τα αφεντικά της παραπαιδείας. Τα οποία έτριβαν τα χέρια τους και για έναν ακόμα λόγο. Από τη στιγμή που οι πόρτες του δημόσιου σχολείου άρχισαν να στενεύουν (ώσπου έκλεισαν) ακριβώς την περίοδο αυτή, είχαν άφθονο εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση (άμα πετύχεις το timing! ε;). Οι απόφοιτοι των καθηγητικών σχολών που δεν είχαν τη δυνατότητα ή δεν είχαν την όρεξη να σπουδάζουν επ’ αόριστον κάνοντας μεταπτυχιακά και διδακτορικά και που ταυτόχρονα έβλεπαν πως η συλλογή μορίων από την ωρομισθία δεν οδηγούσε πουθενά, έψαχναν την τύχη τους ακριβώς εκεί, στα φροντιστήρια. Και δεν μιλάμε για κάποιες εκατοντάδες αλλά για πολλές χιλιάδες υποψηφίων καθηγητών. Οι οποίοι μπορεί να κουβαλούσαν κρυφά μέσα τους την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η τύχη τους θα αλλάξει και θα πάρουν λίγη από τη θαλπωρή του δημοσίου αλλά δυστυχώς καμία ελπίδα δεν εξασφαλίζει στέγη και τροφή. Οπότε θα έπρεπε να συμβιβαστούν με αυτά που προσέφερε η “αγορά”. Ή για να το πούμε πιο απλά με αυτά που προσέφερε ο πρώην συμφοιτητής και νυν ή μελλοντικός εργοδότης.
special pf.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Ένα από τα πολλά αιτήματα που μπορούσε να βρει κανείς στα πλαίσια των φοιτητικών παρατάξεων-σχημάτων της άκρας αριστεράς στα πρώτα χρόνια του 2000 ήταν αυτό της μείωσης του αριθμού των μαθητών ανά τάξη. Θέση απολύτως σωστή από εργατική σκοπιά. Έλεγαν τότε πως η επετηρίδα από μόνη της δεν λύνει κανένα πρόβλημα διότι μπορεί κάποιος/α να περίμενε και 15 χρόνια για να διοριστεί. Οπότε η επαναφορά της θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση που υπήρχε αύξηση του αριθμού των προσλήψεων. Υπάρχει όμως και κάτι πολύ σημαντικό στην πρόταση αυτή το οποίο διέφευγε της αντίληψης τόσο του μέσου ακροαριστερού φοιτητή όσο και των καθοδηγητών του. Η μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη έβαζε το ζήτημα των θέσεων εργασίας από τη μια, και την ποιότητα της σχολικής ζωής για τους μαθητές από την άλλη. Για τις θέσεις εργασίας συγκεκριμένα υπονοούσε πως δεν υπάρχει ένας αντικειμενικός και προκαθορισμένος αριθμός τους. Άλλα ότι αυτός πρέπει να προκύπτει με βάση τις κοινωνικές ανάγκες (δείτε την ανάλυση για το 30ώρο από τη συνέλευση του πλάνου 30/900). Δυστυχώς το αίτημα αυτό, με τις τόσο πολλές προεκτάσεις και την κρισιμότητά του για τις συνειδήσεις χιλιάδων μισθωτών της εκπαίδευσης, χάθηκε μέσα στις λίστες αιτημάτων και στον αποπροσανατολισμό των συνδικαλιστικών πλαισίων. Ώσπου κάπου εκεί στα μέσα της ίδιας δεκαετίας εξαφανίστηκε εντελώς.
[ επιστροφή ]
2 - Πίσω από αυτή τη μανία για “αλλαγές στην εκπαίδευση” μπορούμε να διακρίνουμε, εκτός από την προχειρότητα με την οποία γίνονται οι “δουλειές” σε δημοκρατίες νοτιοβαλκανικού τύπου, το σχεδόν μηδενικό κόστος που έχουν αυτές για τους κρατικούς προϋπολογισμούς αλλά και την αδυναμία της ελληνικής αστικής τάξης και του κράτους της να συγκροτήσει ένα συνεκτικό και εκσυγχρονιστικό μοντέλο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης το οποίο να ανταποκρίνεται στις αλλαγές (καπιταλιστικού) παραδείγματος. Αδυναμία η οποία εκτιμούμε ότι εν μέρει οφείλεται στον ιδιότυπο κορπορατισμό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και εν μέρει στις αντιστάσεις που αναπτύσσονται κατά καιρούς στο πεδίο της αναπαραγωγής και δη στην εκπαίδευση. Οι αντιστάσεις αυτές αν και έχουν χάσει τον πολιτικό τους ριζοσπαστισμό, και η κριτική τους στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί ούτε καν να συγκριθεί με τις αντίστοιχες της θερμής 20ετίας 1960-1980, κατάφεραν να φρενάρουν σε ορισμένους τομείς τις δειλές εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις.
[ επιστροφή ]