Ένα καθεστωτικό περιοδικό σαν τον αγγλικό economist έχει κάθε λόγο να πανηγυρίζει: το μέλλον της εργασίας είναι (υποστηρίζει) ελεύθεροι επαγγελματίες (ή μικρές εταιρείες) κάθε είδους που παρέχουν επίσης κάθε είδους υπηρεσία μέσω διαδικτυακών εφαρμογών. Όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους πανηγύρια φωτίζονται συνήθως μόνο επιλεγμένες πλευρές της - εργασίας - και - του - μέλλοντός - της: οι πλευρές που είναι βάσιμο ότι θα αρέσουν στους καταναλωτές. Ωστόσο, με πανηγύρια ή επικήδειους, μια ορισμένη τάση είναι πραγματική, και καλό είναι να την ξέρουμε.
Διαβάζουμε: [1Economist, 3-9 Γενάρη 2015, there’s an app for that.]
Η Handy είναι μια εταιρεία με μεγάλα κέρδη από μικροδουλειές. Η επιχείρηση βρίσκει στους πελάτες της αυτοαπασχολούμενες παρόχους οικιακών υπηρεσιών, που είναι διαθέσιμοι στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Αυτό που χρειάζεται ο καθένας είναι να έχει μια τραπεζική κάρτα και ένα τηλέφωνο εφοδιασμένο με την εφαρμογή της Handy. Και ύστερα οτιδήποτε, απ’ την γενική καθαριότητα του σπιτιού του μέχρι μια μετακόμιση, γίνονται από “παρόχους υπηρεσιών” που κερδίζουν κατά μέσο όρο 18 δολάρια την ώρα. Η εταιρεία, που παρέχει αυτές τις υπηρεσίες σε 29 απ’ τις μεγαλύτερες αμερικανικές πόλεις όπως επίσης σε 6 αγγλικές και στο Τορόντο και το Βανκούβερ του καναδά, έχει στα κιτάπια της σήμερα 5.000 εργάτες. Εκπρόσωποι της Handy λένε ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς επιλέγουν να δουλεύουν μεταξύ 5 και 35 ωρών την εβδομάδα, και ότι περίπου το 20% απ’ αυτούς βγάζει 2.500 δολάρια τον μήνα. Η εταιρεία έχει 200 υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης...
Η Handy είναι μια ανάμεσα σ’ έναν μεγάλο αριθμό νεοπαγών επιχειρήσεων [startups] που δημιουργούνται γύρω από επικοινωνιακές εφαρμογές που συνδέουν τις δουλειές με ανεξάρτητους εργολάβους διαθέσιμους ανά πάσα στιγμή, κι έτσι προσφέρουν εργασία και υπηρεσίες on demand. Στο Σαν Φραντσίσκο, που μαζί με τη Ν. Υόρκη είναι οι βάσεις της Handy, διάφοροι επαγγελματίες που δουλεύουν για την google και την facebook μπορούν να χρησιμοποιήσουν τις σχετικές εφαρμογές στα τηλέφωνά τους για να κανονίσουν το καθάρισμα των διαμερισμάτων τους απ’ την Handy ή την Homejoy· να αγοράσουν τα λαχανικά τους μέσω της Instacart· να στείλουν και να πάρουν τα ρούχα τους στο καθαριστήριο μέσω της Washio ή να παραγγείλουν και να αποστείλουν μια ανθοδέσμη μέσω της BloomThat. Η Fancy hands μπορεί να τους προσφέρει εξατομικεύμενες υπηρεσίες κανονίσματος ταξιδιών και διακοπών ή διαπραγμάτευσης με τον τηλεφωνικό τους πάροχο. Η Task Rabbit μπορεί να στείλει κάποιον να αγοράσει ένα δώρο της τελευταίας στιγμής, ενώ η SpoonRocket μπορεί να φέρει ένα γεύμα καλής ποιότητας στην πόρτα τους μέσα σε 10 λεπτά.
...
Οι δυνατότητες των νέων τεχνολογιών επικοινωνιών στο να “ταιριάζουν” την προσφορά και τη ζήτηση διάφορων υπηρεσιών έχουν αναδειχθεί εδώ και χρόνια. Η Topcpder ιδρύθηκε το 2001 με σκοπό να δώσει σε προγραμματιστές την ευκαιρία ενός έξτρα εισοδήματος. Το 2013 εξαγοράστηκε απ’ την Appirio, μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών cloud, και τώρα ειδικεύεται στην παροχή υπηρεσιών προγραμματιστών / ελεύθερων επαγγελματιών. H τάση αυτή κερδίζει έδαφος ακόμα και σε παραδοσιακά επαγγέλματα. Η Eden McCallum, που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 2000, διαθέτει ένα δίκτυο από 500 freelancers σύμβούλους επιχειρήσεων, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αισθητά φτηνότερα απ’ ό,τι κάνουν την ίδια δουλειά οι μεγάλες συμβουλευτικές του είδους McKinsey. Αυτό κάνει εφικτό το να προσφέρονται υπηρεσίες συμβούλων σε μικρές επιχειρήσεις, αλλά και σε ομίλους σαν την GSK, μια μεγάλη φαρμακοβιομηχανία. Η Axiom απασχολεί 650 δικηγόρους, έχει πελάτες τις μισές απ’ τις επιχειρήσεις της λίστας του Fortune 100, και το 2012 είχε έσοδα πάνω από 100 εκατομύρια δολάρια. Η Medicast εφαρμόζει ένα αντίστοιχο μοντέλο για παροχή υπηρεσιών υγείας στο Μαϊάμι, στο Λος Άντζελες και στο Σαν Ντιέγκο. Οι ασθενής ζητούν έναν γιατρό αγγίζοντας μια app (η οποία δίνει επίσης τις συντεταγμένες του σημείου στο οποίο βρίσκονται). Ένα γιατρός παίρνει μέσω τηλεφώνου μια περιγραφή των συμπτωμάτων και γιατρός της ανάλογης ειδικότητας είναι εγγυημένα στο σημείο το αργότερο μέσα σε 2 ώρες· με βασική τιμή τα 200 δολάρια ανά επίσκεψη. Επειδή προσφέρει και ασφαλιστική κάλυψη για την περίπτωση αμέλειάς της, η εταιρεία είναι ελκυστική σε γιατρούς που θέλουν μια δεύτερη δουλειά, σε νέους γιατρούς που δεν έχουν τα χρήματα να ανοίξουν δικό τους ιατρείο, και σε ηλικιωμένους γιατρούς που θέλουν να έχουν ευέλικτο ωράριο.
Η Business Talent Group που έχει έδρα το Λος Άντζελες προσφέρει σε επιχειρήσεις ανώτατα στελέχη με σύμβαση έργου, για την περίπτωση που πρέπει να αντιμετωπίσουν ένα ιδιαίτερο πρόβλημα αλλά δεν θέλουν να προσλάβουν κάποιον μόνιμα. Ακόμα και διάφορες “δημιουργικές” εταιρείες αξιοποιούν αυτό το μοντέλο με τον δικό τους τρόπο: ζητούν, μέσω internet, ιδέες και όχι εργασία, και βραβεύουν μόνο εκείνην ή εκείνες που τους αρέσουν. Για παράδειγμα η Tongal διαθέτει ένα δίκτυο από 40.000 video-makers. Το 2012 η γνωστή Colgate-Palmolive προσέφερε 17.000 δολάρια σε οποιονδήποτε έφτιαχνε ένα καλό διαφημιστικό βιντεάκι 30 δευτερολέπτων. Διάφοροι έστειλαν την ιδέα τους στο site της Tongal, ενώ άλλα μέλη του δικτύου ψήφισαν για το ποια ιδέα τους φάνηκε καλύτερη, ή/και πρότειναν τρόπους για να γίνει πραγματικότητα. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν τόσο καλό που η Colgate-Palmolive το έδειξε στο Super Bowl, μαζί με άλλα διαφημιστικά mainstream παραγωγής, που της είχαν στοιχίσει εκατοντάδες φορές παραπάνω.
Ίσως η πιο εντυπωσιακή απ’ όλες τις περιπτώσεις διαδικτυακής on demand παροχής υπηρεσιών είναι η περίπτωση του “Μηχανικού Τούρκου” της Amazon [2Εντάξει, είμαστε αρκετά έγκαιροι: δες περισσότερα στο μηχανικός τούρκος, Sarajevo νο 69, Γενάρης 2013.] που επιτρέπει στους πελάτες να αναθέτουν οποιοδήποτε “καθήκον ανθρώπινης ευφυίας” σε οποιονδήποτε διαθέσιμο να το φέρει σε πέρας. Οι εργαζόμενοι απ’ την άλλη διαλέγουν με τι θα ασχοληθούν ανάλογα με το θέμα και την αμοιβή. Αυτό το μοντέλο αξιοποιεί στο μέγιστο τις δυνατότητες και τα πλεονεκτήματα των διαδικτυακών επικοινωνιών: παροχή υπηρεσιών χωρίς να χρειάζεται η εταιρεία να πληρώνει για γραφεία· χωρίς μόνιμους υπαλλήλους· με έξυπνη αξιοποίηση της μέσω υπολογιστών δυνατότητας να μορφοποιούνται οι ανάγκες του ενός σε εργασία κάποιου άλλου· και ικανότητα αξιοποίησης ελεύθερου χρόνου και ελεύθερης διανοητικής ικανότητας οπουδήποτε στον πλανήτη.
Η ιδέα ότι το “έχω μια καλή δουλειά” σημαίνει το να είσαι μισθοδοτούμενος από μια συγκεκριμένη εταιρεία είναι κληρονομιά μιας ιστορικής περιόδου που εκτείνεται απ’ το 1880 ως το 1980. Οι τεράστιες επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν απ’ την Βιομηχανική Επανάσταση συγκέντρωσαν ολόκληρους στρατούς εργατών μαζί, συχνά κάτω απ’ την ίδια στέγη. Στα πρώτα του βήματα αυτό ήταν κτύπημα για τους πολλούς ανεξάρτητους μαστόρους που δεν μπορούσαν πια να ανταγωνιστούν τα μηχανικά παραγώμενα προϊόντα· και μια ώθηση για τους μεροκαματιάρηδες που επέζησαν πουλώντας την εργασία τους στις εταιρείες.
Έτσι οι επιχειρήσεις δημιούργησαν μια καινούργια ιδέα, αυτήν της σταθερής εργασίας, φτιάχνοντας δομές που διαφοροποιούσαν τις δουλειές μεταξύ τους πολύ περισσότερο απ’ ότι πριν, δημιουργώντας ταυτόχρονα νέα είδη εργασιακής / επαγγελματικής εξέλιξης και ανέλιξης. Πολλές απ’ τις δουλειές απέκτησαν συνδικάτα, και τα συνδικάτα άρχισαν να αγωνίζονται προς όφελος των μελών τους. Στη συνέχεια οι κυβερνήσεις νομοθέτησαν υπέρ της σταθερότητας στην εργασία και διαμόρφωσαν τις νομοθεσίες του κοινωνικού κράτους.
...
Αλλά αυτό το μοντέλο άρχισε να μην δουλεύει στη δεκαετία του 1970, εξαιτίας κατά αρχήν της επιδείνωσης των εργασιακών σχέσεων στη βιομηχανία, και στη συνέχεια εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης και πληροφοριοποίησης. Τα συνδικάτα άρχισαν να χάνουν τη δύναμή τους στον ιδιωτικό τομέα, ειδικά στις ηπα και την βρετανία... Οι εταιρείες άρχισαν να ασκούν αυστηρότερο έλεγχο στα εργατικά κόστη τους, κυρίως μέσω της γενίκευσης των υπεργολαβιών και της αναδιάρθρωσης του μεσαίου τμήματος της διοικητικής ιεραρχίας τους. Η πληροφοριοποίηση και η βελτίωση των επικοινωνιών έσπρωξαν ακόμα περισσότερο αυτήν την τάση, διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις στην “εξαγωγή” διάφορων τμημάτων της παραγωγής τους, ή ακόμα και στον μετασχηματισμό τους έτσι ώστε να γίνονται από λιγότερο ειδικευμένους, με σύμβαση έργου, ή και να μην χρειάζονται να γίνουν καν και καν.
Όλα αυτά κατέληξαν σε μια περισσότερο αποεδαφικοποιημένη και ευέλικτη εργατική δύναμη.... Μια πρόσφατη έρευνα του Freelancers Group, μιας ομάδας πίεσης των freelancer εργατών, υποστηρίζει ότι το ένα τρίτο της εργατικής δύναμης στις ηπα (και ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό στις νεαρότερες ηλικίες) κάνουν κάποιου είδους freelance δουλειά.
Η on demand οικονομία είναι αποτέλεσμα του παντρέματος της εργασίας με τα smartphone, που τώρα προσφέρουν πολύ περισσότερη υπολογιστική ισχύ απ’ ότι οι υπολογιστές γραφείου που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων στη δεκαετία του 1990, και είναι στη διάθεση πολύ περισσότερων ανθρώπων. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, τα καινούργια iPhones που πουλήθηκαν το Σαββατοκύριακο της πρώτης εμφάνισής τους στην αγορά τον Σεπτέμβρη του 2014 είχαν (στο σύνολό τους) 25 φορές μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ απ’ ότι είχε στη διάθεσή του όλος ο κόσμος το 1995. Διασυνδεμένες η μία με την άλλη και έχοντας πρόσβαση σε ακόμα περισσότερα data και ισχύ επεξεργασίας στο cloud, αυτές οι συσκευές επιτρέπουν στους χρήστες τους να βρίσκουν ad hoc απαντήσεις σε οποιοδήποτε ζήτημα ή πρόβλημα που ως πρόσφατα θα λυνόταν μέσα από μια κλασσική επιχειρηματική δομή.
Είμαστε οι τελευταίοι που θα υποστήριζαν ότι δεν έχουν γίνει ή/και δεν γίνονται διάφορες αλλαγές είτε στον καταμερισμό εργασίας είτε στις εργασιακές σχέσεις στο εξελισσόμενο νέο καπιταλιστικό παράδειγμα. Όμως η πιο πάνω έκθεση του economist είναι συνειδητά και σκόπιμα στρεβλή. Γιατί παρουσιάζει σαν όμοιες μεταξύ τους περιπτώσεις και καταστάσεις που είναι εντελώς διαφορετικές· και η αιτία της σκόπιμης στρέβλωσης της πραγματικότητας (είτε την προσεγγίσει κανείς από επιχειρηματική σκοπιά είτε από εργασιακή) βρίσκεται στη συνέχεια του άρθρου: ο καθένας είναι μια επιχείρηση είναι το “ηθικό δίδαγμα”. Πρόκειται για το ίδιο που ακούγεται απ’ τους νεοφιλελεύθερους απ’ την δεκατία του 1980, όταν δεν υπήρχαν σε γενική, ατομική χρήση ούτε οι προσωπικοί υπολογιστές ούτε τα smart phones· κι ούτε λόγος για γενικευμένη κυβερνοδικτύωση.
Για παράδειγμα η SpoonRocket είναι μια τυπική μεγα-εταιρεία catering, με δύο τεράστιες κουζίνες (μία το Σαν Φραντσίσκο και μία στο Μπέρκλευ) κι ένα πολύ μεγάλο στόλο αυτοκινήτων και οδηγών (delivery σα να λέμε) για να διανέμει τις παραγγελίες. Είναι, λοιπόν, μια πολύ γνώριμη στα μέρη μας επιχείρηση έτοιμου φαγητού, έντασης εργασίας, που απλά αντί να δέχεται παραγγελίες τηλεφωνικά τις δέχεται μέσω μιας ιντερνετικής εφαρμογής. Όμως το πιθανότερο είναι να μοιάζει με βιομηχανικό κάτεργο (σε διαφορετική συσκευασία; μπορεί και όχι!), αυτό δηλαδή που κατά τον economist έχει “ξεπεραστεί”.
Αντίστοιχα, οι εταιρείες μετακομίσεων, οι εταιρείες καθαρισμού και τα ανθοπωλεία δεν εξαφανίστηκαν ούτε αντικαταστάθηκαν από μοναχικούς χαμάληδες, σόλο καθαρίστριες ή ατομικούς κηπουρούς που περιμένουν μια κλήση μέσω internet (και μέσω της αντίστοιχης startup εταιρείας) για να τρέξουν εδώ ή εκεί. Προφανώς εταιρείες μικρότερες ή μεγαλύτερες, με μισθωτούς (πλήρους ή μερικής απασχόλησης) και “κλασσική” εκμετάλλευση της εργασίας είναι αυτές που μπορούν να δικτυωθούν σε τέτοιες κατηγορίες παροχής υπηρεσιών. Το παράδειγμα των γιατρών είναι επίσης γκροτέσκο, αν και για κάπως διαφορετικούς λόγους. Αν εξαιρέσει κανείς πολύ συγκεκριμένες ειδικότητες κι αυτές για πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, είναι μάλλον απίθανο ότι ένας “courier - γιατρός” μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα σε κάποιον που ζητάει ιατρική βοήθεια on demand. Άντε “πρώτες βοήθειες” αν το επιτρέπει η περίσταση. Ενενηνταεννιά φορές στις εκατό θα χρειαστούν κάποιου είδους εξετάσεις για να γίνει η διάγνωση· και οι “courier - γιατροί” δεν μπορούν να κουβαλούν μαζί τους ένα μικροβιολογικό εργαστήριο, ένα ακτινολογικό, έναν μαγνητικό τομογράφο, και όλα τα υπόλοιπα σύγχρονα (και κρίσιμα) μέσα εργαστηριακής ιατρικής. Κι ας αφήσουμε προς στιγμήν στην άκρη μια άλλη, ραγδαία αναπτυσσόμενη “τάση” στον πρώτο κόσμο: την αναζήτηση διαγνώσεων μέσω internet χωρίς γιατρούς...
Μ’ άλλα λόγια το παράδειγμα του “μηχανικού τούρκου” είναι ενδιαφέρον, έχει πράγματι ορισμένες αναλογίες σε διάφορες δουλειές που μπορούν να γίνουν όντως από μεμονωμένα άτομα μέσω υπολογιστών (μεταφράσεις, δημιουργία video, προγραμματισμός, γραφικές τέχνες, crowd searching), αλλά καθόλου δεν είναι το μοντέλο στο οποίο τείνει, ή μπορεί να τείνει, το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου τριτογενούς. Επιπλέον, αυτός ο τριτογενής επεκτείνεται, και ορισμένοι απ’ τους τομείς του γεννιούνται εξαιτίας της και μέσα στην επέκταση του κυβερνοχωροχρόνου και των κυβερνοσχέσεων (συμπεριλαμβανόμενων των σχέσεων εργασίας)· όμως ούτε η κατασκευή, ούτε οι πωλήσεις, ούτε οι επισκευές των νέων μηχανών μπορούν να γίνουν εντελώς ηλεκτρονικά. Tελικά μπορεί κανείς να διαλέξει και να παραγγείλει διάφορα μέσω internet, και να πληρώσει μέσω πιστωτικής κάρτας· αλλά δεν θα παραλάβει τίποτα που δεν είναι ηλεκτρονικό πατώντας, απλά, το enter. Κάποιοι θα το κατεβάσουν απ’ το ράφι, θα το πακετάρουν, θα το ταχυδρομήσουν, άλλοι θα το φορτώσουν και θα το ξεφορτώσουν, κάποιοι σε ένα κέντρο διαλογής δεμάτων θα το ξεχωρίσουν και κάποιοι θα το φέρουν ως την πόρτα: κανείς απ’ αυτούς δεν είναι freelancer! Τα κάτεργα / αποθήκες της amazon έχουν ήδη την δικιά τους πικρή εργατική ιστορία.
Εκείνο που όντως συνιστά μια ενιαία “αλλαγή” (αν και με παραπάνω από μία μορφή) στην on demand καπιταλιστική οικονομία παροχής υπηρεσιών είναι η μεθόδευση και η κλίμακα της έντασης με την οποία ο “πελάτης” λειτουργεί σαν αφεντικό. Και μάλιστα τυρρανικό. Η εντατικοποίηση αυτού του σχεδόν αυτόματου “δίκιου του πελάτη” (αυτόματου με την έννοια που μορφοποιούν οι ακαριαίες επικοινωνίες άρα οι ακαριαίες απαιτήσεις), όταν αφορά μικρότερες ή μεγαλύτερες εταιρείες παροχής υπηρεσιών, σημαίνει εντατικοποίηση της δουλειάς των μισθωτών, επέκταση των ωραρίων, κι όλα τα υπόλοιπα που κάνουν κυριολεκτική την έκφραση “μισθωτή σκλαβιά”. Όταν ο πάροχος είναι freelancer αυτή η εντατικοποίηση σημαίνει συχνά διάλυση του καθημερινού χρόνου μέσα στον εργάσιμο, σχεδόν καθολική απορρόφηση του πρώτου απ’ τον δεύτερο. Για παράδειγμα, αυτό που αναφέρεται συχνά σαν “παγκόσμια δεξαμενή διανοητικής εργασίας” μορφοποιείται σαν μια παγκόσμια ημέρα 24ωρης εργάσιμης διάρκειας: όταν ο πελάτης είναι στην ανατολική ασία την χ στιγμή της απαίτησής του είναι όντως ημέρα, όμως στην Αθήνα, στο Παρίσι ή στο Λονδίνο είναι νύχτα... Εάν ο freelancer που περιμένει μια οποιαδήποτε δουλειά από οπουδήποτε θέλει να είναι πράγματι ανταγωνιστικός, είτε δεν πρέπει να κοιμάται, είτε πρέπει να βρει έναν (τεχνικό μάλλον) τρόπο να ξυπνήσει οπωσδήποτε, έγκαιρα.
Δεν είναι όλα τόσο ακραία, είναι περίπου τόσο, για τους “μοναχικούς λύκους” της on line και on demand παροχής υπηρεσιών... Το γεγονός είναι ότι δεν έχουν (και δεν μπορούν να έχουν) συγκεκριμένο ωράριο. Ακόμα κι αν τρώνε ή κοιμούνται απερίσπαστοι/ες, τον υπόλοιπο καθημερινό χρόνο τους βρίσκονται (πρέπει να βρίσκονται) σε διαρκή εργασιακή ετοιμότητα / διαθεσιμότητα, εάν πράγματι βγάζουν τα προς το ζην τους μ’ αυτόν τον τρόπο. Εάν ο freelancer οποιουδήποτε είδους και ειδικότητας δεν έχει μόνιμους, σταθερούς, δικούς του πελάτες, που θα τον αναζητήσουν on line ή off line ακόμα κι αν δεν τον “πετύχουν” με την πρώτη ή την δεύτερη προσπάθεια, ποτέ δεν είναι ήσυχος, ποτέ δεν είναι σίγουρος “τι θα του ξημερώσει”· κι αυτό λειτουργεί σαν μια ατομική μεν αλλά σκληρή (συχνά αυτοκαταστροφική) ένταση.
Η (τεχνική, επικοινωνιακή) ταχύτητα του on demand έχει επιβάλει μια ανάλογη (συχνά παρανοϊκή) απαίτηση ταχύτητας στην “εξυπηρέτηση” - αυτό το καταλαβαίνει κανείς ακόμα και στο επαρχιώτικο ελλαδιστάν, σε πάμπολλες περιπτώσεις παροχής υπηρεσιών που δεν έχουν άμεση σχέση με το cybertiming. Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση έχει πράγματι διαμορφώσει, με σχεδόν ολοκληρωτικό τρόπο, ένα καινούργιο είδος ανθρώπου: τον πάντα βιαστικό πελάτη - που είναι, ή μπορεί να είναι (πρέπει να είναι!) ο καθένας / η καθεμιά μας. Αυτό, σε συνδυασμό με την διεύρυνση των “δεξαμενών” παροχής on line υπηρεσιών, μεταφράζεται σε παροξυσμό ανταγωνισμού. Που σε μεγάλο βαθμό εσωτερικεύεται απ’ αυτούς κι αυτές που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.
Ενώ από διάφορες τεχνικές, ηθικοσυναισθηματικές, θεσμικές και “οντολογικές” πλευρές το καινούργιο καπιταλιστικό παράδειγμα είναι διαφορετικό απ’ το προηγούμενο, από άλλες πλευρές, εξίσου ουσιώδεις, τραβάει “στα άκρα” την παλιά λογική της οργάνωσης (της εκμετάλλευσης) της εργασίας. Για παράδειγμα η εξαφάνιση εκείνου που χαρακτηριζόταν (απ’ τα αφεντικά και τους λακέδες τους) “νεκρός χρόνος” στη διάρκεια οποιασδήποτε δουλειάς ήταν το βασικό κίνητρο του ταιηλορισμού. “Νεκρός χρόνος” μπορεί να είναι το “χασομέρι”, το “χαζολόγημα” (στη διάρκεια της δουλειάς) - αλλά επίσης “ο χρόνος αναμονής”, εννοημένος απ’ την μεριά του πελάτη. Αφού δοκίμασαν (με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία) κάθε τρόπο για να αυξήσουν την παραγωγικότητα της εργασίας εντατικοποιώντας την (και) μέσω όλο και πιο γρήγορων μηχανών, τα αφεντικά έβαλαν κυριολεκτικά στον σβέρκο της εργασίας το just in time “δίκιο του πελάτη”.
Άλλο ένα ψέμα, λοιπόν, εκ μέρους του καθεστωτικού economist. Ενώ είναι πράγματι αλήθεια ότι οι εργατικές αρνήσεις (“επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων” λέει...) προκάλεσαν σοβαρή κρίση στο προηγούμενο μαζικό / βιομηχανικό καπιταλιστικό παράδειγμα, στα ‘60s και στα ‘70s, οι “νέες σχέσεις” εργασίας (και κυρίως η ιδεολογία του “είσαι ο επιχειρηματίας του εαυτού σου”) και η επέκταση (ακόμα και ηλεκτρονική) της χωρο-χρονοταξίας της παραγωγής και της κατανάλωσης “άνοιξαν” (σε σχέση με το προηγούμενο, συμπαγές μοντέλο) όσο χρειάζεται για να εγκατασταθεί παντού ο “πελάτης” και το δίκιο του. Είναι αυτό που σαν αυτόνομοι εργάτες έχουμε ονομάσει γενικευμένη τριτογενοποίηση.
Επειδή αυτή η διαδικασία γίνεται σε πολλούς επιμέρους τομείς παραγωγής / κατανάλωσης ηλεκτρονικά, και επειδή η cyber εκδοχή της “αμεσότητας” έχει εγκατασταθεί για τα καλά στις καθημερινές ζωές των σύγχρονων υπηκόων εισβάλοντας (με την θέλησή τους...) από πολλές μεριές, η μεσολάβηση / χρήση διάφορων νέων μηχανών στο κύκλωμα παραγωγή / κυκλοφορία (των εμπορευμάτων, πραγμάτων ή υπηρεσιών) / κατανάλωση χρησιμοποιείται επιτήδεια για να κρυφτεί η βαρβαρότητα των πραγματικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Ο μοναχικός cyber-freelancer, για παράδειγμα, προβάλλεται σα να είναι ο παλιός μοναχικός “μάστορας”: ανεξάρτητος, “χωρίς κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του”, ένας (ή μία) “μαχητής” μέσα στην αγορά εργασίας, γεμάτος ικανοποίηση “απ’ αυτό που κάνει”. Αυτό ισχύει μόνο στον βαθμό που τέτοιοι μοναχικοί cyber freelancer το πιστεύουν για τους εαυτούς τους!... Γιατί κατά τα άλλα, σε σχέση με τον παλιό, ένα αιώνα πριν “μάστορα”, έχουν ένα στρατηγικό μειονέκτημα: είναι πολύ δύσκολο (ή και αδύνατο) να δημιουργήσουν (και να περιφρουρήσουν) μια έστω στοιχειώδη “μικρή αγορά” για την δουλειά που κάνουν, έτσι ώστε να μην λαχανιάζουν κυνηγώντας πελάτες. Αυτό που πριν έναν αιώνα ήταν εφικτό με όρους “χώρου” ή/και “σχέσεων φυσικής συνάφειας” στο βιοπληροφορικό παράδειγμα είναι αδύνατο: ο χώρος διαλύεται σε χρόνο. Κι έτσι, ο περιβόητος μοναχικός “ελεύθερος επαγγελματίας” έχει γίνει ένα παρανοϊκό ον, επικίνδυνο από πολλές απόψεις. Νομίζει (θέλει να νομίζει) ότι έχει απελευθερωθεί (“σαν άνθρωπος”) απ’ τις εξαρτήσεις της μισθωτής εργασίας, ενώ αυτό που κυρίως έχει χάσει είναι η δυνατότητα (κρίσιμη για την συναισθηματική και διανοητική ισορροπία μας!) να στοχοποιεί άμεσα και με φυσικό τρόπο τους υπεύθυνους της εργασιακής βίας, την οποία δεν μπορεί να γλυτώσει, παρά τις ψευδαισθήσεις του: τα αφεντικά και τους λακέδες τους. Νομίζει ότι “δεν έχει κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι του” ενώ έχει πάνω και μέσα στο κεφάλι του τις προσταγές ολόκληρης της αγοράς· που αν είναι ηλεκτρονική μπορεί να είναι και παγκόσμια.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Economist, 3-9 Γενάρη 2015, there’s an app for that.
[ επιστροφή ]
2 - Εντάξει, είμαστε αρκετά έγκαιροι: δες περισσότερα στο μηχανικός τούρκος, Sarajevo νο 69, Γενάρης 2013.
[ επιστροφή ]