Επιτέλους, τώρα ξέρουμε. Εφόσον συμφωνεί και η ελληνική συνομοσπονδία εμπορίου και επιχειρηματικότητας (εσεε), τα αφεντικουλίνια μας δηλαδή, τότε μπορεί το φθινόπωρο ο βασικός μισθός (μικτά) να πάει στα 654 ευρώ. Αυτό, εννοείται, προϋποθέτει ότι το καταραμένο ευρώ θα είναι ακόμα σε επίσημη χρήση στα μέρη μας.
Κάποιος αθώος (;) θα μπορούσε να αναρωτηθεί: και γιατί αυτή η αυξησούλα θα γίνει τον Οκτώβρη και όχι τον Απρίλη ή τον Μάη; Τι έχει ο Οκτώβρης; Οι απαντήσεις είναι απλές. Πρώτα πρώτα είναι (σχετικά) “μακρυά”. Με τα τωρινά δεδομένα ως τον Οκτώβρη ποιος ζει - ποιος πεθαίνει. Επιπλέον (κι αυτό είναι απτό), ο Οκτώβρης είναι μετά το καλοκαίρι, στο τέλος της φετεινής καλοκαιρινής τουριστικής σεζόν. Συνεπώς, για φέτος, τα πάμπολα αφεντικά και αφεντικουλίνια του τουρισμού και των συναφών επιχειρήσεων δεν θα χαλάσουν τη ζαχαρένια τους. Θα συσσωρεύσουν ανενόχλητα και θα πετάξουν και μερικά κόκκαλα προς τους άσπρους και μαύρους μισθωτούς σκλάβους τους, όπως συνήθως. Από του χρόνου βλέπουμε...
Έχουμε υποσχεθεί ότι δεν θα κατηγορήσουμε τη φαιορόζ κυβέρνηση για το ότι είναι (και δεν θα μπορούσε παρά να είναι) πολιτική βιτρίνα και των μικρομεσαίων αφεντικών. Θα τηρήσουμε την υπόσχεσή μας: τίποτα δεν χαρίζεται στην τάξη μας, κι αν είμαστε ανίκανοι να πάρουμε ολόκληρο το γαμημένο το φουρνάρικο, θα μένουμε με τα ψίχουλα της ψευτο“κεϋνσιανής” ελεημοσύνης.
Όμως πρέπει να κρατάμε ζωντανή την ταξική μας αλήθεια. Γιατί ζούμε μέσα στον τεράστιο κίνδυνο όπου το “δεν μπορούμε” εύκολα γίνεται “δεν καταλαβαίνουμε”. Ζούμε μέσα στον τεράστιο κίνδυνο η πολεμική μας αδυναμία να τσιμεντάρεται σαν μοιρολατρεία. Και παρότι αυτές εδώ οι σελίδες δεν είναι και κανά ανάγνωσμα “μεγάλου κοινού”, επειδή η αυτο-δηλητηρίαση της τάξης μας είναι προχωρημένη, οφείλουμε να την πολεμάμε παντού και πάντα. Ελπίζουμε ότι θα ξαναθυμήσουμε, μέσα απ’ τα “βασικά”, το γιατί η φαιορόζ κυβέρνηση των μικρομεσαίων αφεντικών μας υποτιμάει πολιτικά και διανοητικά την ώρα που, υποτίθεται, έχει όλη την καλή διάθεση να μας ψευτοανατιμήσει μισθολογικά.
Το πρώτο βασικό είναι ότι ο “βασικός μισθός” σχετίζεται άμεσα, καθοριστικά, με την κάλυψη των “βασικών αναγκών”. Των βασικών αναγκών που ικανοποιούνται με χρήμα, των βασικών αναγκών των οποίων η κάλυψη σημαίνει να έχεις πέντε φράγκα· εξαιρούνται λοιπόν απ’ την σχέση “βασικός μισθός - βασικές ανάγκες” όλες εκείνες οι εξίσου σημαντικές που ακόμα δεν αγοράζονται: ο έρωτας, η φιλία, η εμπιστοσύνη.
Αν, με οποιονδήποτε τρόπο, ο “βασικός μισθός” αποσυνδεθεί απ’ την κάλυψη των βασικών αναγκών· αν σχετιστεί με οτιδήποτε άλλο (π.χ.: τον “προηγούμενο βασικό μισθό” πριν 5, 10 ή 100 χρόνια)· αν ο “βασικός μισθός” γίνει νούμερο, “καθαρό μέγεθος”, λογιστικό κόλπο, τότε έχουμε πέσει θέλοντας και μη στη βαθιά παγίδα της διανοητικής υποτίμησης. Γινόμαστε μαλάκες για να το πούμε απλά. Ο βασικός μισθός είναι ο κυρίως τρόπος για να οπλιστεί κανείς με το δίκαιο της κάλυψης των βασικών αναγκών του, όταν δουλεύει· μέσα στη μισθωτή σχέση· έναντι κάθε αφεντικού.
Τώρα: στο ποιές είναι οι βασικές ανάγκες δεν χωράει (δεν πρέπει να χωράει) κανένας σχετικισμός, κανένας υποκειμενισμός, κανένα παζάρι! Ο λόγος είναι ουσιαστικός, και βαθιά πολιτικός: οι εργάτες και οι εργάτριες παράγουμε τον πλούτο (τα πράγματα - εμπορεύματα, τις υπηρεσίες - εμπορεύματα), συνεπώς στο ερώτημα “ποιές είναι οι βασικές ανάγκες” απαντάμε εμείς, και μόνον εμείς! Από την άλλη μεριά, επειδή αυτές οι ανάγκες ΔΕΝ είναι μόνιμα οι ίδιες στο πέρασμα του χρόνου (και κυρίως: δεν είναι μόνιμα οι ίδιες όταν εμπλουτίζεται η δική μας παραγωγικότητα / δημιουργικότητα στις δουλειές), επειδή λοιπόν οι βασικές ανάγκες είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένες, είναι αυτοκτονία να “μικραίνουν” στο όνομα μιας υποτιθέμενης “πολιτιστικής” κριτικής πάνω στην αυθεντικότητα ή/και την πλαστότητα των αναγκών. Για παράδειγμα, αυτός που γράφει αυτές εδώ τις γραμμές, δεν έχει “κινητό” (και αυτοκίνητο), από επιλογή· αλλά αυτό δεν σημαίνει πως έχει το “δικαίωμα” να θεωρεί το “κινητό” (ή ένα ι.χ. μέσο μεταφοράς) σαν “πλαστή ανάγκη”, της οποίας η κάλυψη πρέπει να εξαιρεθεί απ’ τον βασικό μισθό και το “ύψος” του. Αφού οι σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες φτιάχνουν και τα κινητά και τα αυτο-κίνητα, έχουν δικαίωμα στη χρήση τους· κι ας αφήσουμε στους εαυτούς μας θα αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν να τα φτιάχνουν ή όχι για “μετά την επανάσταση”. Αυτό σημαίνει πως η “πριμιτιβίστικη” δήθεν κριτική περί “βασικών αναγκών” (ας γυρίσουμε στις σπηλιές... ας γυρίσουμε στα χωριά να την βγάζουμε με μαρούλια, πατάτες και καθαρό αέρα) που έγινε της μόδας αυτά τα χρόνια, ήταν απλά λάδι στα γρανάζια της αυτο-υποτίμησης (μας).
Η συνέλευση του πλάνου 30/900 πριν ένα χρόνο έκανε (και στη συνέχεια παρουσίασε δημόσια, προφορικά και γραπτά) μια ποιοτική έρευνα πάνω στο θέμα. Για το πως σύγχρονοι εργάτες / εργάτριες όλων των ηλικιών και σε μια μεγάλη γκάμα δουλειών, ντόπιοι και ξένοι, προσδιορίζουν οι ίδιοι / οι ίδιες τις βασικές τους ανάγκες, στην ελλάδα, σήμερα. Η έρευνα έγινε σκόπιμα μακρυά απ’ τους κύκλους των κατα φαντασίαν “επαναστατών” που νοιώθουν τεράστια αμηχανία μπροστά σε τέτοια, “ταπεινά” ζητήματα, επειδή τους χαλάνε τις φαντασιώσεις. Η συνέλευση του πλάνου 30/900 είχε ήδη διαμορφώσει μια “λίστα” τέτοιων σύγχρονων βασικών αναγκών, αλλά δεν είχε στόχο να την διαφημίσει. Ήθελε να μάθει από πρώτο χέρι ποιές είναι εκείνες οι ανάγκες που οι ίδιοι οι μισθωτοί ΔΕΝ τις θεωρούν “πολυτέλεια” σήμερα· ποιές είναι εκείνες οι ανάγκες των οποίων η μη ικανοποίηση γεννάει τα αισθήματα της στέρησης, και όλα τα υπόλοιπα. Όχι προς έκπληξη, σχεδόν το σύνολο εκείνων που ρωτήθηκαν ξεκινούσαν να απαντήσουν περιγράφοντας τις ανάγκες απλής επιβίωσης: μια “κοινωνική” προσαρμογή προς τα κάτω!!! Όμως μετά από μια ώρα κουβέντας όλοι / όλες “θυμούνταν”, με μεγάλη καθαρότητα και ακρίβεια, τι σημαίνει να είναι κάποιος / κάποια που δουλεύει σήμερα κοινωνικό ον και όχι ένα εργαζόμενο ζώο που απλά επιβιώνει, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει “απλά” την πείνα, το κρύο, τη ζέστη, την αρρώστια - και τη μοναξιά μέσω facebook.... Κι ενώ η ηλικία, το είδος δουλειάς, η οικογενειακή κατάσταση ή η εθνικότητα όσων συμμετείχαν στην έρευνα είχαν ποικιλία, το χρηματικό ισοδύναμο (δηλαδή: ο ελάχιστος μισθός που θα χρειαζόταν για την κάλυψη των βασικών αναγκών όπως τις είχε προσδιορίσει ο καθένας / η καθεμιά) είχε μια αξιοσημείωτη σύμπτωση: μεταξύ 900 και 1000 ευρώ “καθαρά” (στις περιπτώσεις ατομικού νοικοκυριού).
Αυτό ήταν το ευχάριστο συμπέρασμα της έρευνας. Το δυσάρεστο ήταν το “παζάρεμα” αυτών των βασικών αναγκών (και άρα του ελάχιστου μισθού), προς τα κάτω. Η διαγραφή μερικών απ’ αυτές τις ανάγκες, η μισο- (ή ψευτο-) ικανοποίηση κάποιων άλλων. Ωστόσο αυτή η “εθελοντική” (;) συμμετοχή στην αυτο-υποτίμηση δεν ήταν συναισθηματικά και ηθικά ουδέτερη· κι αυτό μπορούσε να το παραδεχτεί εύκολα ο καθένας. Το συναίσθημα της στέρησης, και μάλιστα μιας στέρησης άδικης, η συναίσθηση στερήσεων και ελλείψεων που επιβάλλονται από κάποια “μυστηριώδη” πραγματικότητα (δηλαδή: από συσχετισμούς δύναμης που εμφανίζονται σαν ακλόνητοι) δημιουργούσε, καθόλου παράξενο, στην συναισθηματική πλευρά της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων μικρότερες και μεγαλύτερες “μαυρίλες”, πικρά αισθήματα αδυναμίας και ανικανότητας, κλπ κλπ - ενώ, το επαναλαμβάνουμε, σχεδόν όλοι / όλες “πουλούσαν την εργατική δύναμή τους”, με άλλα λόγια έκαναν κάποιους άλλους πλουσιότερους. Το προφανές ήταν (και παραμένει) πως η ταξική βία των αφεντικών εσωτερικευέται. Το πολιτικό συμπέρασμα όμως ήταν αυτό: όταν ακυρώνουμε τις βασικές ανάγκες (μας), το πληρώνουμε πάλι εμείς, και το πληρώνουμε ακριβά. Πράγματι, το επίθετο “βασικές” έχει πλήρη ιστορική και κοινωνική ισχύ: αν πέσει κάτω απ’ την ικανοποίησή τους ο σύγχρονος εργάτης / η σύγχρονη εργάτρια νοιώθει λιγότερο άνθρωπος, λιγότερο κοινωνικός άνθρωπος, λιγότερο “ανθρώπινο ον της εποχής” του. [1Φυσικά τα πανταχού παρόντα δηλητήρια του μικροαστισμού παραμονεύουν. Έεελα μωρέεεε... τι μαλακίες είναι αυτές που λέτε; Τόσες συντροφικές κουζίνες, τόσα χαριστικά παζάρια, βάλε και λίγο “κριτική του εμπορευμάτος”... γιατί; δεν είναι μια χαρά αυτά; Μια χαρά και τρεις τρομάρες - είναι! Αλλά επειδή είναι μάταιο να ανοίγει κανείς κουβέντες με “αριστερούς” συνηγόρους της εργατικής υποτίμησης, απ’ τις πολλές απαντήσεις που θα μπορούσαμε να δώσουμε σ’ αυτά τα θεωρήματα, μία μόνο, και πολύ τους είναι: αφού είναι “μια χαρά” (από “επαναστατική” πάντα άποψη) γιατί τα ίδια ακριβώς μπορούν και τα κάνουν και οι παπάδες και οι φασίστες;]
Βασικός μισθός έναντι βασικών αναγκών λοιπόν· μια συσχέτιση που έχει διαλυθεί ή έχει κουκουλωθεί, με το τίμημα να είναι όλο δικό μας και το όφελος όλο των αφεντικών. Ναι, “έχουμε την ησυχία” μας αφού σκίψαμε το κεφάλι, αλλά μια ησυχία πανουκλιασμένη, μια ησυχία που τρώει τα σωθικά.
Όμως ο βασικός μισθός έχει κι έναν άλλο σημαντικό ιστορικό προσδιορισμό: είναι ο “ελάχιστος μισθός” του ανειδίκευτου. Εκείνου (εκείνης) που θεωρείται ότι δεν έχει καμία ιδιαίτερη γνώση σε σχέση με την α ή την β δουλειά, είτε επικυρωμένη (πιστοποιητικό, πτυχίο) είτε εμπειρική. Υπάρχει, πράγματι, τέτοια φιγούρα; Υπάρχουν σήμερα ανειδίκευτοι / ες που θα ήταν “λογικό” να πληρώνονται με τον βασικό μισθό;
Προκειμένου να απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα, η συνέλευση του πλάνου 30/900 έκανε μια τακτική παραδοχή: έστω ότι ανειδίκευτος / ανειδίκευτη είναι κάποιος / α 18 χρονών, που μόλις έχει τελειώσει το γενικό λύκειο και δεν έχει δουλέψει ποτέ ξανά στη ζωή του / της·έστω ότι αυτός / αυτή, την ώρα που πρωτομπαίνει στην αγορά εργασίας, είναι “ανειδίκευτος / ανειδίκευτη”. Ποιές είναι οι βασικές ανάγκες του / της;
Ακόμα κι αν υποθέσει κανείς ότι μια τέτοια μορφή της εργατικής δύναμης, “εντελώς γυμνή” από οποιαδήποτε δεξιότητα ή ικανότητα, υπάρχει (θα δούμε στη συνέχεια ότι ακόμα κι αν υπάρχει αυτό συμβαίνει στιγμιαία), αυτή η ανθρώπινη μορφή ΔΕΝ έχει λιγότερες ή μικρότερες βασικές ανάγκες από οποιαδήποτε άλλη!!! Ο 18χρονος της παραδοχής δεν έχει λιγότερες βασικές ανάγκες από έναν συνομιλητό του που έχει τελειώσει τεχνικό λύκειο και δουλεύει, π.χ., σαν ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων (άρα ειδικευμένος). Αυτό σημαίνει, απλά, πως ακόμα και στην οριακή παραδοχή του πρωτάρη “ανειδίκευτου”, ακόμα και τότε, ο βασικός μισθός καλύπτει υπαρκτές και καθόλου αμελητέες βασικές ανάγκες. Βασικές κοινωνικές ανάγκες θα τονίζαμε.
Αλλά αυτή η οριακή παραδοχή περί “ανειδίκευτου” αφορά μόνο την αρχή, μόνο μια στιγμή της διαδρομής μέσα στην αγορά / ζούγκλα της μισθωτής σχέσης. Ο 18χρονος της παραδοχής μας βρήκε δουλειά σε ένα μαγαζί μετακομίσεων, δουλεύει χαμάλης δηλαδή. Πόσο καιρό μπορεί να είναι, πράγματι, “ανειδίκευτος”; Μια βδομάδα; Δύο; Τρεις; Πολύ γρήγορα θα μάθει όλα όσα σχετίζονται με τις μετακομίσεις: πως γίνεται σωστά το πακετάρισμα· πως γίνεται σωστά το κουβάλημα· πως γίνεται σωστά το φόρτωμα του φορτηγού· από που πρέπει να κρατήσει κανείς το πλυντήριο ή το ψυγείο για να μην του “φύγει η μέση”· πως πρέπει να κρατήσει τον καναπέ για να μην σφηνώσει στην πόρτα· πως φορτώνονται και ξεφορτώνονται τα πράγματα στο γερανάκι· πως πακετάρονται τα εύθραυστα αντικείμενα... Μετά από ένα μήνα δουλειάς ο 18χρονος της παραδοχής μας θα είναι ειδικευμένος. Ως εκ τούτου, ενώ οι βασικές του ανάγκες δεν θα έχουν αλλάξει ουσιαστικά μέσα σ’ αυτό το μήνα, θα πρέπει να πληρώνεται περισσότερο απ’ τον βασικό μισθό! Γιατί; Επειδή η διάκριση “ανειδίκευτου” / “ειδικευμένου” αφορά την “παραγωγικότητα της εργασίας”, δηλαδή τα οφέλη των αφεντικών. Και επειδή, σαν συνέπεια, όντας πιο παραγωγικός ο μόλις ενός μήνα 18χρονος χαμάλης, έχει κάθε δικαίωμα να πληρώνεται περισσότερο.
Φαίνεται ιδεαλιστικό αστείο αυτή η σκέψη; Δεν είναι!!! Υπάρχουν καπιταλιστικά κράτη, καπιταλιστικότατα (π.χ. το αυστριακό...) που αναγνωρίζουν αυτήν την πραγματικότητα: ο βασικός μισθός (ο μισθός του ανειδίκευτου) ΔΕΝ πληρώνεται απ’ τα αφεντικά για όσο καιρό θέλουν (δηλαδή για πάντα)! Μετά από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δουλειάς (αν δεν κάνουμε λάθος: μετά από ένα έτος) κάθε ανειδίκευτος, σε οποιαδήποτε δουλειά, θεωρείται αυτόματα ειδικευμένος, και ανεβαίνει υποχρεωτικά μισθολογική κατηγορία. Το πιθανότερο είναι ότι η σχετική νομοθεσία, όπου υπάρχει, είναι κάποια απ’ τις παλιές εργατικές νίκες, που είναι προτιμότερο να ξεχαστούν. Αλλά αυτό δεν αλλάζει την αλήθεια.
Ας ανακεφαλαιώσουμε. Πρώτον, βασικός μισθός = βασικές ανάγκες, άρα υπάρχει ένα ιστορικά, κοινωνικά, εργατικά προσδιορίσιμο όριο “προς τα κάτω”... Δεύτερον, βασικός μισθός = ανειδίκευτος, που σημαίνει ότι υπάρχει μια μίνιμουμ διάρκειά του, άρα υπάρχει ένα ιστορικό, κοινωνικό, εργατικό μισθολογικό δικαίωμα “προς τα πάνω”. Είναι αυτά φιλολογία, ιδεολογία; Όχι! Είναι μεγάλο μέρος της ζωής μας της ίδιας!
Όμως μόλις το συνειδητοποιήσουμε αυτό, μια αόρατη (;) κλωτσιά μας πετάει στον βούρκο των ιδεολογιών, των δοξασιών, των “ρεαλισμών”, των “επαναστατικών” ονειρώξεων - αυτά που σαν αυτόνομοι εργάτες ονομάζουμε πραγματικοί συσχετισμοί δύναμης. Σύμφωνοι, το ξέρουμε. Τι σημαίνει “το ξέρουμε”; Σημαίνει ότι κάθε σέντς κάτω από τον βασικό μισθό των 900 ευρώ (για 30 ώρες δουλειά την εβδομάδα, δεν το ξεχνάμε, απλά το αφήνουμε στην άκρη για χάρη της συγκεκριμένης αναφοράς...), είναι το “ποσό” με το οποίο εμείς, σαν σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες, σαν τάξη, πληρώνουμε, cash, τοις μετρητοίς, τα εξής:
- τους φόβους και τις φοβίες μας, εσωτερικευμένα ή όχι·
- τους μικροαστικούς συμβιβασμούς μας·
- την παράδοση / ανάθεση της ικανοποίησης των αναγκών μας στους κάθε είδους “εκπροσώπους” και “απελευθερωτές” μας·
- την ποιότητα όλων αυτών των εκπροσώπων και απελευθερωτών·
- τα δικά τους ειδικά συμφέροντα.
Είναι η ωμή αλήθεια, και είναι δυσάρεστη· αυτό δεν την αλλάζει: μαζί με τα αφεντικά πληρώνουμε κιόλα αυτά, πληρώνουμε όλους αυτούς. Κάθε μέρα, κάθε βδομάδα, κάθε μήνα, κάθε χρόνο. Τους πληρώνουμε κυριολεκτικά: βάζουμε το χέρι μας στο καταραμένο ποσό που δικαιούμαστε έναντι της όποιας δουλειάς κάνουμε, και το μοιράζουμε: πάρε αφεντικό εσύ αυτά, πάρε εκπρόσωπε και ελευθερωτή αυτά, πάρτε φόβοι και συμβιβασμοί αυτά - και θα κάνουμε τους μαλάκες. Μέχρι να γίνουμε οριστικά και αμετάκλητα τέτοιοι. [2Η αύξηση που έχει τάξει η φαιορόζ κυβέρνηση, θα δοθεί (όταν και αν...) όπως συμφέρει τα αφεντικά, φυσικά! Για τις δικιές τους “ανάγκες” πρόκειται, άλλωστε. Λένε και ξαναλένε λοιπόν ότι τα 653 - μικτά - θα δοθούν μόνο εάν μειωθούν - κι άλλο - οι δικές τους, εργοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, και μόνο εάν τους δοθούν διάφορες φορολογικές “διευκολύνσεις”. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η “καλωσύνη” και η “γενναιοδωρία” τους στο “άμεσο εργατικό κόστος” θα συνοδευτεί από μείωση του γενικού εργατικού κόστους, αρχίζοντας απ’ το “έμμεσο” (τις εισφορές στα ταμεία) και φτάνοντας στο πιο έμμεσο (την φορολόγησή τους).
Αυτά είναι όσα έχουν την άνεση (: συσχετισμούς δύναμης) να τα λένε δημόσια. Εκείνο που δεν λένε είναι πως ακόμα κι αν αυξηθεί ο βασικός μισθός, αυτοί έχουν εργαλεία στη διάθεσή τους: θα αλλάξουν τα τυπικά ωράρια, μειώνοντας τα (στα χαρτιά). Έτσι, πάλι τα ίδια θα πληρώνουν, για τις ίδιες πραγματικές ώρες δουλειάς...]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Φυσικά τα πανταχού παρόντα δηλητήρια του μικροαστισμού παραμονεύουν. Έεελα μωρέεεε... τι μαλακίες είναι αυτές που λέτε; Τόσες συντροφικές κουζίνες, τόσα χαριστικά παζάρια, βάλε και λίγο “κριτική του εμπορευμάτος”... γιατί; δεν είναι μια χαρά αυτά; Μια χαρά και τρεις τρομάρες - είναι! Αλλά επειδή είναι μάταιο να ανοίγει κανείς κουβέντες με “αριστερούς” συνηγόρους της εργατικής υποτίμησης, απ’ τις πολλές απαντήσεις που θα μπορούσαμε να δώσουμε σ’ αυτά τα θεωρήματα, μία μόνο, και πολύ τους είναι: αφού είναι “μια χαρά” (από “επαναστατική” πάντα άποψη) γιατί τα ίδια ακριβώς μπορούν και τα κάνουν και οι παπάδες και οι φασίστες;
[ επιστροφή ]
2 - Η αύξηση που έχει τάξει η φαιορόζ κυβέρνηση, θα δοθεί (όταν και αν...) όπως συμφέρει τα αφεντικά, φυσικά! Για τις δικιές τους “ανάγκες” πρόκειται, άλλωστε. Λένε και ξαναλένε λοιπόν ότι τα 653 - μικτά - θα δοθούν μόνο εάν μειωθούν - κι άλλο - οι δικές τους, εργοδοτικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία, και μόνο εάν τους δοθούν διάφορες φορολογικές “διευκολύνσεις”. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η “καλωσύνη” και η “γενναιοδωρία” τους στο “άμεσο εργατικό κόστος” θα συνοδευτεί από μείωση του γενικού εργατικού κόστους, αρχίζοντας απ’ το “έμμεσο” (τις εισφορές στα ταμεία) και φτάνοντας στο πιο έμμεσο (την φορολόγησή τους).
Αυτά είναι όσα έχουν την άνεση (: συσχετισμούς δύναμης) να τα λένε δημόσια. Εκείνο που δεν λένε είναι πως ακόμα κι αν αυξηθεί ο βασικός μισθός, αυτοί έχουν εργαλεία στη διάθεσή τους: θα αλλάξουν τα τυπικά ωράρια, μειώνοντας τα (στα χαρτιά). Έτσι, πάλι τα ίδια θα πληρώνουν, για τις ίδιες πραγματικές ώρες δουλειάς...
[ επιστροφή ]