Η επανάσταση του 1821 είναι μια (πολύχρονη) σειρά γεγονότων, πολιτικών, κοινωνικών, στρατιωτικών, τοπικών και διεθνών, που έχει μυθοποιηθεί σε βαθμό κακουργήματος. Είναι αναμενόμενο αυτό, εφόσον η μυθοποίηση (δηλαδή σχεδόν ολοκληρωτική διαστρέβλωση) του “‘21” αποτελεί τον γενέθλιο μύθο ενός κράτους σαν το σύγχρονο ελληνικό. Ωστόσο, όταν η τωρινή φαιορόζ κυβέρνηση ανακαλύπτει ξανά την ιδεολογική αξία των κυρίαρχων εθνικιστικών μύθων αναποδογυρίζοντας ακόμα και τα στάνταρ του ροζ μέρους της, και παρότι το “‘21” είναι τόσο παλιό, πολύ χειρότερα θα πρέπει να περιμένουμε.
Δεν είναι παμπάλαιο το “21” για να στηθούν (και) πάνω του χρήσιμα και λειτουργικά σκιάχτρα εθνικής ενότητας, στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα; Οι κάθε είδους εθνικιστές λακέδες απαντούν, στην πράξη, πως όχι, δεν είναι καθόλου παλιό· και έχουν ένα κάποιο δίκιο απ’ τη μεριά τους. Οι ιδεολογικοί και διανοητικοί μηχανισμοί κατασκευής της “εθνικής ταυτότητας” και της “εθνικής ενότητας”, δηλαδή οι παραποιήσεις, οι διαστρεβλώσεις, οι αποσιωπήσεις, οι αποκρύψεις, το μασκάρεμα των συμφερόντων, η εξαφάνιση γεγονότων και η κατασκευή άλλων, έχουν πάντα παρόμοια τακτική. Διαχρονικά. Όταν, λοιπόν, τέτοιοι ιδεολογικοί και διανοητικοί μηχανισμοί μπαίνουν σε εντατική κίνηση (και ζούμε πράγματι μια τέτοια ιστορική περίοδο...) τότε είναι σχεδόν υποχρεωμένοι να επιβεβαιώνουν την εγκυρότητά τους ανατρέχοντας στο παρελθόν τους, σε “ιστορικές αλήθειες” που αφορούν μεν άλλους καιρούς αλλά συνιστούν την ενσωματωμένη (κοινωνικά) γενεαλογία τους.
Απ’ την δική μας μεριά, την εργατική, η αναδρομή σε κάθε είδους “εθνικό” ιστορικό παρελθόν, έχει διπλή αξία. Απ’ την μια μεριά της ανακάλυψης (ή και αποκάλυψης) του πως λειτουργούν αυτοί οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, ο εθνικισμός, μέσω “ιστορικών παραδειγμάτων” που, όντας πίσω στο χρόνο, επιτρέπουν τη συναισθηματική αποστασιοποίηση· χωρίς τον πιεστικό “συναισθηματικό θόρυβο” που κουβαλούν γεγονότα της συγκυρίας. Ειδικά για το ελληνικό “εθνικό” παρελθόν υπάρχει κι άλλη αξία: η πολυεθνικότητα των πληβείων (δεν μιλάμε για “εργατική τάξη” αφού αυτή η τάξη είναι, σαν τέτοια, δημιούργημα του καπιταλισμού, και άρα μεταγενέστερη της “παλιγεννεσίας”) είναι ίσως η μόνη έγκυρη ιστορική πραγματικότητα, για ολόκληρη την βαλκανική χερσόνησο και την ανατολική μεσόγειο. Αντίστροφα, ο εθνικισμός είναι μια πανούκλα που ήρθε και έμεινε επειδή εξυπηρετεί τα συμφέροντα των αφεντικών, και μόνον αυτών.
Η κυρίαρχη αριστερή άποψη για το “΄21” (όταν υπήρχε κοινωνική και πολιτική αριστερά που να αξίζει στοιχειωδώς αυτόν τον χαρακτηρισμό...) ήταν πως δεν ήταν “εθνική” επανάσταση, όπως υποστήριζε η μυθολογία του νέου ελληνικού κράτους αλλά, κυρίως, κοινωνική επανάσταση. Επανάσταση, δηλαδή, των πληβείων στην άκρη της χερσόνησου του Αίμου όχι μόνο εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και των ντόπιων οργάνων της (“κοτζαμπάσηδων”) και της ορθόδοξης χριστιανικής εκκλησίας, των επισκόπων και των (περισσότερων) παπάδων. Αυτή η άποψη είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα της αρχής της “επανάστασης του ‘21”, αλλά έχει τεράστια κενά στην εξήγηση της προετοιμασίας της από αστούς ριζοσπάστες, όπως και των περισσότερων (και οπωσδήποτε το καθοριστικότερων) απ’ τα γεγονότα απ’ το 1822 και μετά. Και κρατάει σαν χωριστό κεφάλαιο την θεμελιώδη επίδραση που είχαν, σ’ αυτά τα γεγονότα, οι “ξένες δυνάμεις”, δηλαδή οι τότε ιμπεριαλισμοί: αγγλικός, γαλλικός, ρωσικός, αυστρογερμανικός. Ωστόσο είναι πράγματι κατεγραμμένη αλήθεια ότι οι πληβειακές κοινωνικές εξεγέρσεις δεν ήταν ασυνήθιστες (και) τον 18ο αιώνα (και) σ’ αυτήν την περιοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας· και ότι η όποια “προετοιμασία” της επανάστασης του 1821 πατούσε κυρίως σ’ αυτό το “απείθαρχο παρελθόν” των βαλκάνιων υπηκόων, όπως και στους αντιοθωμανικούς σχεδιασμούς (αρχικά) της τσαρικής ρωσίας· και πολύ λιγότερο στις ριζοσπαστικές ιδέες των (και) ελλήνων αστών διαφωτιστών της ευρώπης (ιδέες που είχαν μηδαμινή επιρροή σε αγράμματους, αγροτικούς πληθυσμούς) ή στις συμμορίες των ενόπλων που άλλοτε προσέφεραν υπηρεσίες “security” σε όποιον πλούσιο πλήρωνε (άσχετα από εθνικότητα) και άλλοτε την κουτσοέβγαζαν σαν ληστές.
Ένα απομεινάρι αυτής της αριστερής άποψης περί κοινωνικής και όχι εθνικής επανάστασης, απ’ την εποχή που ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, είναι οι πιο κάτω στίχοι του τραγουδιού “μια φορά κι έναν καιρό” [1Στις πρώτες του εκτελέσεις το τραγούδι περιλαμβανόταν στην θεατρική παράσταση “προστάτες”, του Μήτσου Ευθυμιάδη (που είναι και ο στιχουργός), σε μουσική Χρήστου Λεοντή• η παράσταση παίχτηκε στο “θέατρο τέχνης”, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, το 1975. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε και σε δίσκο, τραγουδισμένο απ’ τον Μανώλη Μητσιά.]:
Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο το μικρό
Ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες
Κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα.
Τη δεκάτη ο τσιφλικάς, δως του κόψιμο ο πασάς
κι υπαγόρευε το ράσο, σφάξε με αγάμ’ ν’ αγιάσω
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα
Έτσι τρεις από κοινού πίναν το αίμα του λαού
Αφού τότε τσιφλικάδες ήσανε οι μπουρζουάδες
Κοτσαμπάσηδες πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες
Κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σοφία για να προσέξει κανείς ότι ανάμεσα στους “τρεις από κοινού” μόνο οι πασάδες ήταν οθωμανοί και μουσουλμάνοι. Οι τσιφλικάδες και οι δεσποτάδες ήταν ντόπιοι και χριστιανοί. Και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυία για να συμπεράνει κανείς, ακόμα και τώρα, ότι με τέτοια άποψη όχι μόνο δεν θα υπήρχε ζήτημα “εορτασμού” της επετείου της υποτιθέμενης “εθνεγερσίας” στις 25 Μάρτη (και η ημερομηνία η ίδια είναι χαλκευμένη / κατασκευή της εθνικής μυθολογίας), αλλά κάθε τέτοια “γιορτή”, συμπεριλαμβανομένων των παρελάσεων (μαθητικών ή/και στρατιωτικών) θα καταγγελόταν σαν μια ελεεινή επίδειξη σωβινισμού, εθνικισμού, κλπ. Μπορείτε, συνεπώς, να δείτε πόσο ακροδεξιά έχει γίνει η κυβερνοαριστερά, και μάλιστα όχι με τα κριτήρια της εργατικής αυτονομίας, αλλά με κριτήρια απ’ το ίδιο το δικό της παρελθόν.
Υπάρχει ένα μοναδικό (γραπτό) ντοκουμέντο, που έχει μεγάλη αξία για την ιστορική γνώση του τι ήταν η επανάσταση του 1821· ένα ντοκουμέντο που ποτέ δεν αναφέρεται από κανέναν “πατριώτη” ή “εθνικιστή”, δεξιό ή αριστερό. Και ο λόγος δεν είναι ο μεγάλος όγκος του. Ονομάζεται ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των ελλήνων, 1821 - 1833, και έχει γραφτεί από έναν άνθρωπο (τον Νικόλαο Κασομούλη) που έζησε όλη αυτήν την περίοδο “από μέσα”: και σαν ένοπλος αλλά και σαν γραμματιζούμενος. Ο Κασομούλης κρατούσε λεπτομερείς σημειώσεις για κάθε τι που ζούσε άμεσα ή έμμεσα (και έζησε πολλά...)· σημειώσεις τις οποίες αργότερα, όταν σχηματίστηκε το ελληνικό κράτος (το οποίο υπηρέτησε από διάφορες μεσαίες και ανώτερες στρατιωτικές θέσεις) μάζεψε σ’ ένα θηριώδες σύγγραμμα. Τα στρατιωτικά ενθυμήματα έχουν την πυκνότητα και την λεπτομέρεια διαρκούς δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, κι όταν εκδόθηκαν για πρώτη φορά (το 1940!) αποτελούνταν από 3 τόμους σχεδόν 2.000 σελίδων - κάθε τόμος κοντά στις 700... Είναι εξίσου σημαντικό ότι ο Κασομούλης δεν κρατούσε τις αναλυτικές σημειώσεις του φιλτράροντάς τες για να υπηρετήσουν τις όποιες ιδεολογικές ανάγκες του μέλλοντος. Κατέγραφε συστηματικά, κατέγραφε με τους περιορισμούς ή τις δυνατότητες της στιγμής, με μόνη επιρροή (που ωστόσο δεν “βγάζει μάτι”) τις όποιες προσωπικές του συμπάθειες ή αντιπάθειες.
Κανονικά, και παρά το μέγεθός της (ή, ίσως, ακριβώς εξαιτίας αυτού του μεγέθους και του πλήθους των γεγονότων που καταγράφει), η δουλειά του Κασομούλη θα έπρεπε να είναι το πρώτο και σημαντικότερο έργο αναφοράς για οποιονδήποτε θέλει να σχηματίσει γνώμη (και να μιλήσει) για την “επανάσταση του ‘21”. Αμ δε!!! Αυτό το τεράστιο ντοκουμέντο, που βοά σε κάθε του σελίδα, δεν εξυπηρετεί καθόλου τις ιδεολογικές ανάγκες των διαστρεβλωτών της ιστορίας. Δεν εξυπηρετεί καθόλου, πρώτα και κύρια, τους εθνολάγνους, τους εθνοπρεζάκηδες. Δεν εξυπηρετεί όμως, σε μεγάλο βαθμό, ούτε την (παλιά) άποψη της ελληνικής αριστεράς περί κοινωνικής επανάστασης. Συνεπώς, τα ενθυμήματα στρατιωτικά είναι καταχωνιασμένα· και το (ένα πια) κυρίαρχο εθνικό παραμύθι μπορεί να αρμενίζει χωρίς εμπόδια και αμφισβητήσεις.
Πρώτα είδαμε (σε βίντεο) τον υπουργό κυρ Παναγιώτη (Λαφαζάνη) να πάλλεται σύγκορμος σαν μαθητούδι σε καραβανίστικη σχολή στο ρυθμό των εμβατηρίων, εκεί, στην εξέδρα των επισήμων της παρέλασης, πίσω απ’ τους αρχικαραβανάδες• αυτοί, συνηθισμένοι καθώς είναι και επαγγελματίες, δεν φαίνονταν να διασκεδάζουν με την εσωτερική δόνηση του μουσικού μιλιταρισμού.
Ύστερα, διαβάσαμε το πιο κάτω, στο site της “αριστερής πλατφόρμας”:
"... Επειδή υπερβαίνει τον κλασικό διαχωρισμό δεξιάς/αριστεράς όπως αυτός ισχύει ακόμα στη Δ. Ευρώπη και στηρίζει τη λειτουργία του συστήματος ... η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, υποδεικνύει το δρόμο της εθνικής ενότητας με στόχο την εθνική αξιοπρέπεια και όχι της ενότητας περί το “δημοκρατικό πολίτευμα” (ρεπουμπλίκ), στήριγμα του συστήματος - πχ επαναφορά και νίκη του Σαρκοζί. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ πλήττει στην καρδιά τη λειτουργία του συστήματος στη Δ. Ευρώπη, αποτελεί “αλλαγή παραδείγματος” (κατά την ακαδημαϊκή φρασεολογία), και είναι αληθινά κρίμα που λίγοι στην Αριστερά, χωρίς αρτηριοσκληρωτική αντίληψη, επιχειρούν να προσδώσουν στη σύμπραξη αυτή τη διάσταση που της αξίζει, διάσταση λαϊκής ενότητας, εθνικής, εαμικής."
Ύστερα απ’ αυτά, με συντριβή (ας το παραδεχτούμε) άνοιξαν τα μάτια μας στον εκτυφλωτικό εθνικό, επαναστατικό ήλιο! Τι είναι οι τσολιάδες; Στρατιώτες... Τι έχουν οι στρατιώτες; Όπλα... Άρα: τσολιάδες - όπλα - κενό (;) - εαμ!!! Πως δεν τον είχαμε καταλάβει τέτοιον μεγαλοφυή κυκλωτικό ελιγμό, που (αναμφισβήτητα) θα γράψει καινούργιες λαμπρές σελίδες στην παγκόσμια ιστορία;
Στη κάτω φωτογραφία ένας πρωτοπόρος. Όχι, καμία σύγκριση με την χούντα - άλλωστε αυτή “δεν τέλειωσε το ‘73” αλλά το ‘74. Όμως η ακροδεξιά ιδεολογία και αισθητική έχει “σταθερές”. Ακόμα κι όταν αυτές επαναλαμβάνονται σα φάρσα.
Εννοείται πως είναι αδύνατο να μεταφερθεί εδώ έστω και μια στοιχειώδης περίληψη των στρατιωτικών ενθυμημάτων· στην πραγματικότητα είναι αδιανόητο να υπάρξει οποιαδήποτε “σύνοψη” πολλών εκατοντάδων γεγονότων, αλληλογραφιών, συνωμοσιών (μεταξύ αντίπαλων ελληνικών φατριών), κλπ κλπ. Θα μεταφέρουμε, όμως, μόνο μια σελίδα [2Σελίδα 36, απ’ τον β τόμο, εκδόσεις Χαρίση.] όχι μόνο επειδή είναι χαρακτηριστική, αλλά επειδή το περιεχόμενό της επαναλαμβάνεται διαρκώς σ’ όλο το έργο. Μεταφέρουμε (μέσα στο απόσπασμα) και τις σημειώσεις του επιμελητή της αρχικής έκδοσης (του 1940 - 42) Γιάννη Βλαχογιάννη.
...
Πριν έβγουν οι βαθμοί και οι μισθοί από την Κυβέρνησιν, εύρισκες μέγα μέρος των Ελλήνων όπου έτρεχαν εις τον πόλεμον μόνο από πατριωτισμόν. [α]
Οι παλιοί Αρματωλοί αισχύνοντο να ονομασθούν μισθωτοί. Τους βαθμούς τους περιφρονούσαν, [αλλά] και πολλοί [άλλοι] άξιοι, οίτινες είχον την επιρροήν από μόνην την παληκαργιάν εις τους στρατιώτας, δεν εδέχθησαν ούτε βαθμόν ούτε μισθόν, έως έναν καιρόν.
Ο πόλεμος κατά των Ανταρτών έβαλεν εις την θέσιν αυτήν την Κυβέρνησιν να μεταχειρισθή και το εν και το άλλο [β], τα οποία εστάθησαν η πηγή των επόμενων διχονοιών και ερίδων αναμεταξύ των στρατιωτικών.
Οι Σουλιώται όλοι σχεδόν εμισθώθησαν, οι μεν υπό την άμεσον διοίκησιν της Κυβερνήσεως, οι δε υπό άλλους οπλαρχηγούς, και άγοντο και με την περίστασιν. [γ] Αφού αποσύρθησαν από την πατρίδα των εις τα Νησιά, και εβγήκαν [έπειτα] και έξω [εις την Ελλάδα], αναγκασμένοι από την δυστυχίαν, έτρεξεν ο καθείς όπου ήτον μισθός.
Εις Κορυφούς εκατοικούσαν [έως τότε], και απ’ εκεί η επιτροπή της [εκεί συστημένης] Ελλ. Εταιρείας τους επλήρωνε ανά δώδεκα δίστηλα και τους έβγαζεν εις την Ελλάδα από εκεί, μυστικώς από την εκεί [Αγγλικήν] κυβέρνησιν, και με αδρά έξοδα. [δ] Η επιτροπή αυτή συνίστατο από τον Βιάρον Καποδίστριαν, Κωνστ. Μόνστραν, Κωνστ. Γεροστάθην, [και] γραμμ. ο Μιχ. Σικελιανός και υπογραμμ. Αναγνώστης Μόστρας.
Οι Πελοποννήσιοι προύχοντες εμίσθωσαν εκτελεστικήν δύναμιν από Ρουμελιώτας να υπερασπίζωνται και να επιρρεάζουν εις τους λαούς της Πελοποννήσου.
Αφού η διαφθορά αυτή [των βαθμών και των μισθών] διεδόθη εις όλους, ο λαός ετραβήχθη από το πολεμικόν χρέος, στηριζόμενος εις τα [μισθωτά] στρατεύματα.
...
Σημειώσεις
α - Αυτό έγινε από τις αρχές του 1821. Αρχές του 1822, που συστήθηκε το Κράτος, άρχισαν οι μισθοί. Οι εμφύλιοι πόλεμοι του 1823-5 χειροτέρεψαν το κακό.
β - Και τους βαθμούς και τους μισθούς.
γ - Σα μισθοφόροι συστηματικοί, πηγαίνανε μ’ όσους δίναν περισσότερα. Αλλά και το Κράτος τους έδωσε μισθούς προνομιακούς.
δ - Οι περισσότεροι Σουλιώτες, από το 1822 που έπεσε το Σούλι, περάσανε στην Κεφαλλωνιά. Το πέρασμά τους στην Ελλάδα έγινε αργό, και βάσταξε ως τα 1824. Ένας-ένας, λίγοι-λίγοι πηγαίνανε στην Κέρκυρα να πληρωθούν, και φεύγανε κρυφά για τον πόλεμο.
Όποιος νομίζει ότι κάποιο “εθνικό ιδεώδες” ήταν το κίνητρο των ενόπλων λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, κοιμάται-με-τα-τσαρούχια! Το ίδιο ισχύει και για όποιον πιστεύει ότι ο πόλεμος ήταν κοινωνικός· παρότι, φυσικά, “πληρωμένα ντουφέκια” γίνονταν οι πληβείοι. Όμως ο “βαθμοφόρος” τους, ο αξιωματικός τους, που μπορεί πριν “τους βαθμούς και τους μισθούς” να ήταν ο πιο γενναίος ή/και έμπειρος ανάμεσά τους αλλά μετά ήταν ένας κρίκος-στην-αλυσίδα της μισθοδοσίας (μέχρι την “κυβέρνηση”), δεν θα επέτρεπε τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μάχες - κατά - παραγγελία. Τίποτα εθνικό, τίποτα κοινωνικό, απλός επαγγελματισμός: ακόμα κι αν η “άκρη”, ο “ενδιάμεσος” για την εξασφάλιση των μισθών ήταν κάποιος μισητός κοτσαμπάσης, προεστός, τσιφλικάς που “πολιτεύεται”, τα λεφτά ήταν λεφτά.
Ο Κασομούλης αναφέρει σε πάμπολλα σημεία τι συνέβαινε σχετικά με την μισθοδοσία. Οι “οπλαρχηγοί” δήλωναν πάντα περισσότερους ή πολύ περισσότερους άντρες υπό τις διαταγές τους, για να αυξάνουν τα ποσά των μισθών· [3Όπως, για παράδειγμα, μετά από πολλές δεκαετίες, κάποιοι δήλωναν πολλαπλάσια δέντρα ή στρέμματα για να φουσκώνουν κατά βούληση το μερδικό τους απ’ τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις...] την διαφορά είτε την έβαζαν στο σεντούκι τους, είτε την κρατούσαν στην άκρη για περίπτωση ανάγκης. Το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, πως όταν γινόταν κεντρικός σχεδιασμός για μάχες, οι ένοπλοι ήταν πάντα λιγότεροι απ’ όσους λογάριαζε η “κυβέρνηση”. Ή, αν υπήρχαν μεγάλες καθυστερήσεις στην μισθοδοσία, τα “όπλα κατέβαιναν” και οι ένοπλοι (για την “επανάσταση του ‘21” μιλάμε...) αποσύρονταν. Επειδή η “κυβέρνηση” είχε (ή παρίστανε ότι έχει) “πρόβλημα ρευστότητας” (πριν καν και καν δημιουργηθεί επίσημα κράτος) κατέφευγε είτε σε δάνεια (από φιλελλήνες ή έλληνες πλούσιους της ευρώπης) είτε σ’ ένα καινούργιο κόλπο που ανακάλυψε εν τω μεταξύ: παραχωρήσεις τίτλων ιδιοκτησίας γης, απ’ τις “εθνικές γαίες” που θα διαχειριζόταν το ελληνικό κράτος όταν με το καλό φτιαχνόταν... Και πάλι δεν έλειψαν τα προβλήματα. Ας πούμε στάσεις επειδή αυτοί οι τίτλοι αργούσαν να εκδοθούν ή αντιστοιχούσαν σε κατσικοχώραφα. Για παράδειγμα οι καραβοκύρηδες της Ύδρας αρνούνταν να μεταφέρουν δια θαλάσσης τρόφιμα στο πολιορκούμενο (και στα όρια της λιμοκτονίας) Μεσολόγγι, κι ας πέθαιναν όλοι από πείνα εκεί, αν δεν “πληρώνονταν” με τίτλους ιδιοκτησίας σε εκτάσεις στην Τροιζήνα...
Ποιοί ήταν οι τόσο κρίσιμοι “χρηματοδότες της επανάστασης”; Δεν θα κάνουν αναλυτική παρουσίαση. Αλλά μπορούμε να τους χωρίσουμε, σε γενικές γραμμές, σε τρεις κατηγορίες. Είτε τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης της ευρώπης (εφοπλιστές, έμποροι, τραπεζίτες), είτε πλούσιοι ευρωπαίοι φιλέλληλες - ιδεολόγοι του Διαφωτισμού, είτε (αργότερα) συγκεκριμένα ευρωπαϊκά κράτη. Σε κάθε περίπτωση η ιδέα μιας μισθοφορικής επανάστασης δεν είναι καθόλου ελκυστική - αλλά περί αυτού πρόκειται! Συνεπώς, εκείνο που έχει σημασία είναι ότι πολύ γρήγορα, απ’ τις αρχές του 1822 και μετά, η κουλτούρα, η “λογική” και η “ηθική” του προσοδισμού αναπτύχθηκε σε όλο και μεγαλύτερο εύρος μέσα στους ένοπλους· μαζί, φυσικά, με τις αντίστοιχες δομές. Όπως είναι γνωστό η ίδια επανάσταση, σαν τέτοια, ηττήθηκε στρατιωτικά. Κι αν δημιουργήθηκε ελληνικό κράτος, αυτό οφείλεται στο ότι το αποφάσισαν οι “μεγάλες δυνάμεις” και ανέλαβαν δράση, πρώτα στρατιωτική (ναυμαχία Ναυαρίνου, γαλλικός στρατός στην Πελοπόννησο) και ύστερα διεθνοπολιτική. Συνεπώς, ο “εσωτερικός” πολιτικο/στρατιωτικός προσοδισμός ολοκληρώθηκε χάρη στον (διεθνή) γεωπολιτικό προσοδισμό: αυτή είναι η πραγματική ταυτότητα του ελληνικού κράτους και του μεγαλύτερου μέρους των υπηκόων του εδώ και 180 χρόνια.
Πάνω σ’ αυτήν την αλήθεια, η κατασκευή του ελληνικού κράτους ήταν θεσμική-με-το-ζόρι, “τσόντα”· ουσιαστικά ήταν και παραμένει μιλιταριστική, ιμπεριαλιστική, προσοδική. Ο “αλυτρωτισμός”, ο “μεγαλοϊδεατισμός”, οι διάφορες “φιλίες” ή “έχθρες” με άλλα κράτη-ευεργέτες ή κράτη-τυρράνους, παραμένουν μια διαχρονική σταθερά, που κρύβει (μάλλον πετυχημένα εδώ και πολλές δεκαετίες) και την ταξική αντιπαλότητα και την πολυεθνική ιστορία του προλεταριάτου στην ελλάδα.
Γι’ αυτό η φαιορόζ κυβέρνηση προσπάθησε να ξανακάνει “μόδα” τις παρελάσεις, την “εθνεγερσία” του ‘21, τον “αντιγερμανισμό”, και ποιός ξέρει τι άλλο στο μέλλον. Έχουν πλήρη συνείδηση οι πολιτικές βιτρίνες των ντόπιων αφεντικών (και τα αφεντικά τα ίδια!) το πόσο τοξικές είναι οι παραστάσεις και οι αναπαραστάσεις του “ελληνικού έθνους”. Ακριβώς επειδή είναι τέτοιες, τις χρειάζονται...
Μια άλλη “τρόικα”, μιας άλλης εποχής....
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Στις πρώτες του εκτελέσεις το τραγούδι περιλαμβανόταν στην θεατρική παράσταση “προστάτες”, του Μήτσου Ευθυμιάδη (που είναι και ο στιχουργός), σε μουσική Χρήστου Λεοντή· η παράσταση παίχτηκε στο “θέατρο τέχνης”, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν, το 1975. Λίγο αργότερα κυκλοφόρησε και σε δίσκο, τραγουδισμένο απ’ τον Μανώλη Μητσιά.
[ επιστροφή ]
2 - Σελίδα 36, απ’ τον β τόμο, εκδόσεις Χαρίση.
[ επιστροφή ]
3 - Όπως, για παράδειγμα, μετά από πολλές δεκαετίες, κάποιοι δήλωναν πολλαπλάσια δέντρα ή στρέμματα για να φουσκώνουν κατά βούληση το μερδικό τους απ’ τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις...
[ επιστροφή ]