Με διάφορες αφορμές και, επιπλέον, με διάφορους τρόπους, έχουμε δείξει πόσο μας νοιάζει αυτό που λέγεται μνήμη σε σχέση με την τάξη μας. “Μας νοιάζει”: μια μάλλον παράδοξη έγνοια, που δεν έχει καμία σχέση με τη νοσταλγία, αλλά μάλλον μ’ αυτό που καταλαβαίνουμε σα μαζική παραγωγή της λήθης μέσα στην (και μέσα από την) καπιταλιστική αναδιάρθρωση. Ακόμα και η έννοια της λέξης “μνήμη” γλυστράει (οριστικά;) στα μικροκυκλώματα και στα bytes· και πολλοί, όταν δεν εννοούν την “μνήμη του υπολογιστή”, εννοούν αυτό που λέγεται αναμνήσεις.
Πρόκειται λοιπόν για μια έγνοια που μπορεί να είναι μάταιη· όπως και πολλά απ’ αυτά που μας νοιάζουν σ’ αυτές εδώ τις σελίδες. Αλλά επιμένουμε.
Το κείμενο που αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια πρωτοδημοσιεύτηκε στο αθηναϊκό περιοδικό convoy, νο 6, στα τέλη του 1986, με τίτλο η μνήμη του μέλλοντος, και την υπογραφή του Χ. Νάσιου. Ήταν το δεύτερο απ’ τα δύο κείμενα ενός σχετικού αφιερώματος. Το άλλο ήταν απόσπασμα απ’ το σταγόνες ήλιου στη στοιχειωμένη πόλη, των Κούρτσιο και Φρατζεσκίνι, που είχε δημοσιευτεί με τίτλο ο έλεγχος της μνήμης ή η ενεργητική λογοκρισία σαν πολεμική στρατηγική.
Δεν ξέρουμε πως θα διαβαστεί σήμερα· αλλά κρίνουμε ότι αξίζει να διαβαστεί, σαν τροφή για σκέψη - ακόμα κι αν σε κάποια σημεία του μοιάζει να αναφέρεται σε “μια άλλη εποχή”. Πράγματι, τέτοια ήταν. Ακόμα κι αν θέλει να χωρέσει πολλά μαζί, ξεφεύγοντας εδώ κι εκεί απ’ το αρχικό θέμα του.
Οι τονισμοί είναι του πρωτότυπου. Οι σημειώσεις τωρινές, δικές μας.
οι “νέοι ιστορικοί”
Ότι η ιστορία γράφεται κάθε φορά από της εξουσία (τους νικητές) δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο. Καινούργιο δεν είναι επίσης ούτε η αποσιώπηση ούτε η διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης του ανταγωνιστικού κινήματος, είναι αντίθετα η αλλαγή ρόλων μέσα σ’ αυτή την πάγια αστική στρατηγική.
Σήμερα τη θέση των παραδοσιακών ιδεολόγων του κράτους (υπαλλήλων, ακαδημαϊκών, ιστορικών, κλπ) καταλαμβάνουν ανανήψαντες “χθεσινοί αγωνιστές”. Σήμερα το “ιστορικό υλικό” δεν προέρχεται πια από τα μυστικά αρχεία του κράτους και τις εκθέσεις των υπηρετών του (στρατηγών, πολιτικών, αστυνομικών), αλλά από τις προσωπικές “μαρτυρίες” των “πρωταγωνιστών”.
Βέβαια ο στόχος της εξουσίας, ανεξάρτητα από κάθε αλλαγή, είναι και συνεχής και ενιαίος: να ομαλοποιηθεί το παρελθόν για να πειθαρχηθεί το μέλλον.
Το στρατήγημα μοιάζει τέλειο. Ποιος θα αμφισβητήσει τη “γνώση” (ή την εγκυρότητα) των χθεσινών αγωνιστών; Ποιός θα τολμήσει (κυρίως σε λίγα χρόνια) να αμφισβητήσει την “ερμηνεία” τους;
Η διαστρέβλωση και η ιδιοποίηση της συλλογικής μνήνης, το ξαναλέμε, δεν αφορά το παρελθόν αυτό καθεαυτό (την δικαίωσή του ή όχι), αλλά είναι μια επιχείρηση που στοχεύει στο παρόν και στο μέλλον. Το μήνυμα είναι σαφές: “όχι μόνο ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων (και λογικών!), αλλά και η ιστορική πείρα αποδείχνει πως κάθε προσπάθεια ανατροπής της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων είναι μάταιη”. Ειπωμένο επί το φιλοσοφικότερον: “το πραγματικό είναι λογικό”.
Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της τόσο παλιάς επιχείρησης οι μαρτυρίες “από πρώτο χέρι” είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να ελπίζει η εξουσία. Σ’ αυτό το σημείο, όμως, ανακύπτουν δύο ερωτήματα. Για τι παρτυρίες πρόκειται; Ποιοί τις προσφέρουν;
Σίγουρα δεν είναι αρκετό να πούμε πως πρόκειται για ψευδείς ατομικές συνειδήσεις, παρ’ ότι αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό τους. Γιατί, πράγματι, αυτές οι μαρτυρίες είναι ψευδείς όχι γιατί μεταφέρουν ψεύτικα γεγονότα, αλλά γιατί είναι ατομικές. Όμως αυτό δεν αρκεί.
Εκείνο που κυρίως λείπει απ’ τις διηγήσεις των “χθεσινών αγωνιστών” είναι η παντελής αδιαφορία (;) για την ανίχνευση του κοινωνικού σχέδιου απελευθέρωσης, όπως αυτό εκφράστηκε μέσα απ’ τις αμέτρητες μορφές του ταξικού ανταγωνισμού.
Γιατί βέβαια μνήμη δεν είναι η ασύνδετη παράθεση επεισοδίων, ούτε η συνειδητή ή ασυνείδητη πρόσμιξη της πορείας της κοινωνικής κίνησης με τα ιδιωτικά μας οράματα, αλλά η σχέση, κάθε φορά, ανάμεσα σε προλεταριακή υποκειμενικότητα και καπιταλιστική δομή. Μ’ άλλα λόγια η μνήμη των τρόπων που εκφράστηκε η ανάγκη (αλλά και η θέληση!) απελευθέρωσης των καταπιεσμένων τάξεων.
Και εδώ έχει απόλυτα δίκιο ο Curcio. Εκείνο πούχει σημασία δεν είναι - καταρχήν - το ιδιαίτερο ιδεολογικό περιεχόμενο που ντύθηκε κάθε φορά η προλεταριακή ανάγκη απελευθέρωσης, αλλά η κοινωνική επένδυση που συντελέστηκε ανάμεσα σε πραγματικότητα και όνειρο, ανάμεσα στις ιστορικές συνθήκες και την υπέρβασή τους. Μ’ αυτή την έννοια η ταξική μνήμη είναι λενινιστική, μαοϊκή, αναρχοσυνδικαλιστική, αναρχική, αυτόνομη· και πάνω απ’ όλα μνήμη ανταγωνιστική. Μνήμη από το μέλλον, γιατί δεν νοσταλγεί το παρελθόν αλλά οραματίζεται αυτό που θάρθει.
Ψευδείς ατομικές συνειδήσεις είπαμε, αλλά μήπως και η προλεταριακή ιστοριογραφία δεν έχει χρησιμοποιήσει την “ατομική διήγηση” σαν είδος; Ναι. Η διαφορά όμως βρίσκεται στο ότι ποτέ η τελευταία δεν τους παραχώρησε μια απόλυτη προτεραιότητα ή αυθεντικότητα. Οι διηγήσεις των προλετάριων μαχητών έχουν ιστορική αξία, όμως η αλήθεια τους δεν βρίσκεται στο ονοματεπώνυμο του κάθε αγωνιστή, αλλά στην ταξική του ένταξη, στην μπρεχτιανή θα λέγαμε “παραδειγματικότητά” του.
Φτάνουμε έτσι στο δεύτερο ερώτημα. Ποιοί είναι οι “νέοι ιστορικοί”;
Κατ’ αρχήν, αυτοί που σήμερα “γράφουν” ιστορία είναι αυτοί που μπορούν να το κάνουν. Πώς; Είτε γιατί εξαγόρασαν με τον πιο εύσχημο τρόπο την μεταμέλειά τους εργαζόμενοι στα μαζικά μέσα ... είτε γιατί, όντας σε ειδικές συνθήκες φυλάκισης και απολαμβάνοντας ειδικά προνόμια έχουν αναλάβει την υποχρέωση να εξοφλήσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους με την προσωπική τους μαρτυρία.
Πέρα απ’ τους καθαυτό “μετανοιωμένους” το κύριο χαρακτηριστικό των “νέων ιστορικών” είναι πως πρόκειται για στρώμα διανοούμενων που τα προηγούμενα χρόνια βύζαξε δύναμη και κύρος από τους αγώνες των προλετάριων του βιομηχανικού και του κοινωνικού εργοστάσιο. Αυτούς τους προλετάριους που συνεχίζουν να αγωνίζονται και να δουλεύουν (!!) και μετά τη “νεανική επανάσταση” των διανοούμενων.
Κι ας μην σκεφτεί κάποιος ότι όλα αυτά αφορούν μόνο τη Δ. Ευρώπη. Πόσοι και πόσοι έδω στη χώρα μας δεν εξαργύρωσαν το “αγωνιστικό τους παρελθόν” με θέσεις εξουσίας, ποντάροντας γι’ αυτή την, πολλές φορές “άνιση ανταλλαγή”, στο αγωνιστικό κόμπλεξ κάποιων άκαπνων κυβερνητικών στελεχών;
Συνοψίζοντας, η έρευνα των ανταγωνιστικών κινημάτων των δύο προηγούμενων δεκαετιών, είναι μια πολύ σοβαρή πολιτική πράξη για να την εμπιστευτούμε σ’ αυτούς που δεν πιστεύουν στο μέλλον του!
Ποια στρώματα ανταγωνίζονται σήμερα την καπιταλιστική εξουσία; Ποιοί συνεχίζουν, στις ειδικές σημερινές συνθήκες, τον ταξικό πόλεμο;
μια παράνθεση για τον “Μάη του ‘68”
Κατ’ αρχήν μια διευκρίνηση, σημαντική κατά τη γνώμη μας, κι όχι μόνο μεθοδολογικά. Μιλώντας για “68”, “77”, ή ακόμα και για το “17”, η αναφορά σε ημερομηνίες είναι καθαρά συμβολική. Πράγματι, το ‘68 δεν έχει κανένα νόημα δίχως το ‘67 και το ‘69. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που έχουν μετατρέψει τον συμβολισμό σε ιδεολογία. Γι’ αυτούς το ‘68 είναι ‘68 και τίποτα άλλο, ένα “γεγονός” δηλαδή και όχι μια διαδικασία που άρχισε πολύ πριν και συνεχίζεται πολύ μετά. Κι είναι προφανές εδώ πως δεν πρόκειται για κάποιο μεθοδολογικό λάθος. Όποιος αντιλαμβάνεται την ιστορία σαν ένα σύνολο “τομών” (μιλώντας κάθε τέσσερεις μήνες για “καινούργιο” και “παλιό”, για “αρχή” και “τέλος”, ανάλογα με την συχνότητα που τυπώνει τα άρθρα του) καταλήγει στην μεταφυσική του απρόβλεπτου!!
Βέβαια η ιστορία δεν είναι μια ομοιογενής αλυσίδα γεγονότων ή διαδικασιών (όπως θάθελε ο ιδεολογισμός, που βλέπει τα γεγονότα σαν παράδειγματα και εκδοχές της θεωρίας, κι όχι σαν πηγή γνώσης), οι τομές υπάρχουν, σαν απόδειξη ότι ο επαναστατικός μεταβολισμός μπορεί να συντομεύσει διαδικασίες που στην “φυσική” τους εξέλιξη θάθελαν πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
Όμως είναι το ίδιο λάθος η παραμικρή αλλαγή στην συγκυρία, η οποιαδήποτε εμπειρική ανάλυση της τεχνικής σύνθεσης του προλεταριάτου, να αναγορεύεται (όπως κάνει ο κοινωνιολογισμός) σε νέα τομή, νέα “αρχή” κλπ.
Τι ήταν λοιπόν το “68”;
Για κάποιους ιστορικούς δεν ήταν παρά ένας παράδοξος τρόπος διεκδίησης πανεπιστημιακών θέσεων (!!). Παραδόξως, σ’ αυτή την εσφαλμένη ερμηνεία του “68” βρίσκουμε την αυθεντική κοινωνική θέση όσων κατά καιρούς το διεκδικούν για τον εαυτό τους.
Ας πάμε όμως σε πιο σοβαρές ερμηνείες. Δύο κατά τη γνώμη μας είναι τα κύρια ρεύματα ερμηνειών του “68”. Υπάρχουν αυτοί που χωρίς να του πλέκουν το εγκώμιο με υψηλόφωνους ύμνους το συνδέουν με τη συνολική κοινωνική και ταξική κίνηση, και το ερμηνεύουν σαν μια σημαντική φάση του ταξικού και πολιτικού αγώνα του προλεταριάτου. Υπάρχουν τέλος αυτοί που το θεωρούν σαν μια αυθεντική (;) “κοινωνική επανάσταση”. Όμως εδώ ο όρος “κοινωνική επανάσταση” δεν χρησιμοποιείται για να καταδειχθεί ο πλούτος των περιεχομένων, η κοινωνική διάσταση της ταξικής σχέσης, αλλά για να “απελευθερωθούν” από αυτή την τελευταία.
Ας δούμε καλύτερα αυτό το δεύτερο ρεύμα. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιους (π.χ. Regis Debray, Modeste contribution aux discours et ceremonies officielles du dixieme anniversaire, Maspero, 1978):
“... Το ‘68 υπάρχουν δύο Γαλλίες. Μια Γαλλία βιομηχανική και τεχνολογική και μια Γαλλία κοινωνική και θεσμική. Η πρώτη είναι δυναμική, ταχεία, ανοικτή προς τα έξω: η βιομηχανοποίηση και η συγκέντρωση κεφαλαίου, μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, προχωρούν με ταχύ ρυθμό. Ποτέ η ανθρωπότητα δεν είχε γνωρίσει προηγουμένως ένα τέτοιο ρυθμό ανάπτυξης... ποτέ η Γαλλία στην ιστορία της δεν είχε σε τόσο σύντομο διάστημα ανατρέψει τις βασικές δομές της.
Η δεύτερη Γαλλία, αυτή των νοοτροπιών και των συμπεριφορών ακολουθούσε τους αργούς ρυθμούς που χαρακτηρίζουν την δημιουργία των αξιών και των (προτύπων) κατανάλωσης.
Αυτή η διάσταση, μέσα στον ίδιο χώρο, δύο διαφορετικών μεταβλητών είναι πια ένα γεγονός αναμφισβήτητο. Η Γαλλική κοινωνία λοιπόν, έτσι “αντιοικονομική”, εμπόδιζε την αποδοτικότητα της άλλης Γαλλίας...
Αυτη η έλλειψη συγχρονίας απαιτούσε την διευθέτησή της. Ένα κομμάτι της χώρας στα 110 βολτ, κι ένα άλλο στα 220... Το πρόβλημα ήταν να τεθεί εκτός χρήσης η Γαλλία των 110 βολτ, να συγχρονιστεί. Μην πείτε εκσυγχρονισμός. Πέστε επανάσταση!
Η παλιά Γαλλία εξαναγκαζόταν να προσαρμοστεί. Στο τέλος τα διάφορα γκέτο άνοιξαν!! Αρχιζοντας από τους εργάτες (που δεν ενώθηκαν αλλά έμειναν προσκολημένοι στην παλιά Γαλλία).
(Με δύο λόγια)... Η καπιταλιστική στρατηγική ανάπτυξης είχε ανάγκη την πολιτιστική επανάσταση του Μάη. [1Το τεύχος νο 4 των κόκκινων σελίδων κατατοπίζει αρκετά πάνω σ’ αυτό το σημαντικό ζήτημα.] Η τελευταία δεν το γνώριζε, ούτε το κεφάλαιο άλλωστε. Το εμπόρευμα δεν έχει στρατηγική. Ούτε ο Μάης...”
Ήταν μήπως άχρηστη η εκτενής αναφορά στον Debray; Ο Debray δίνει ανάγλυφα και χωρίς περιττές ιδεολογικές προσμίξεις το “στίγμα” όσων υπεραμύνονται του “κοινωνικού” και του “πολιτιστικού” περιεχόμενου του Μάη, αντιπαραθέτοντάς το σ’ όσους καθυστερημένους (ακριβώς σαν τους εργάτες που έμειναν προσκολημένοι στο παλιό!) μιλούν για ταξικό κίνημα, για πολιτικό κίνημα.
...
Γίνεται φανερό λοιπόν τι σημαίνουν οι ύμνοι στο “68”. Στην ουσία τους δεν είναι παρά ύμνοι στον εκπολιτιστικό ρόλο του κεφάλαιου!! Όμως πέρα από τα ευφυολογήματα και τα ιδεολογήματα για σκέψη, πολιτισμό και ζωή, μένει να εξηγηθεί αν αυτός ο νέος διαφωτισμός είχε κάποια υποκείμενα και μέσα σε ποια συγκεκριμένη ταξική σχέση βρίσκονταν. Μ’ άλλα λόγια η κοινωνική διάσταση του Μάη δεν είναι απόδειξη της “αταξικότητάς” του, αλλά αντίθετα επιβεβαίωση της καθολικότητας της ταξικής σκοπιάς. “Πολιτισμός”, “σκέψη”, “τρόπος ζωής” κλπ είναι ιδεολογικές αφαιρέσεις έξω από τη συγκεκριμένη ταξική σχέση (τη δομή και το υποκείμενο) που εκδηλώνονται.
Αλλά για να ξανάρθουμε στο θέμα της μνήμης. Ποιοι πρέπει νάναι οι άξονες μιας πολιτικής έρευνας της ταξικής μνήμης;
Κστά τη γνώμη μας δυο είναι αυτοί οι άξονες: α) η τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης, και β) η πολιτική σύνθεση του ανταγωνιστικού υποκειμένου. Μ’ άλλα λόγια πρέπει να ερευνηθούν από τη μια οι καπιταλιστικές δομές και οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης, κι από την άλλη η προλεταριακή υποκειμενικότητα. Θα φαινόταν τότε νομίζουμε πως η “κοινωνική βάση” του “68” δεν ήταν κάποιοι “πολίτες” αλλά κάποιοι εργάτες, ακριβώς “νέου τύπου”. Η εξάπλωση των “εργατικών συμπεριφορών” στην κοινωνία (απεργίες, διαδηλώσεις, καταλήψεις, κλπ) δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά με την εργατοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος, τη δημιουργία του κοινωνικού εργοστάσιου.
Να λοιπόν το δεύτερο σημείο έρευνας της συλλογικής μνήμης (εκτός από την ανίχνευση του κοινωνικού σχεδίου απελευθέρωσης): η ταξική της διάσταση! Να γιατί αυτή η μνήμη σε κάποιες ιστορικές φάσεις είναι μνήμη μερική, σεχταριστική, κομματική!! Γιατί δεν είναι απλή ανάμνηση κάποιων στιγμών “ανάτασης” αλλά συσσωρευμένη κοινωνική (ανταγωνιστική) εργασία.
Η συλλογική μνήμη είναι νεκρή εργασία!! Και νεκρή εργασία δεν θα πει ανενεργός εργασία, θα πει αντικειμενοποιημένη εργασία, μέσο παραγωγής. Αλλά γι’ αυτά μετά μια δεύτερη αναγκαία παρένθεση.
οι θεωρητικοί της λήθης...
Υπάρχουν όμως και οι θεωρητικοί της λήθης Αυτοί που όχι μόνο αρνούνται τη σημαντικότητα της ταξικής μνήμης, αλλά και θεωρητικοποιούν την σημασία της απουσίας της!! (βλ. T. Negri Erkenntnistheorie: Elogio dell’ assenza di memoria, περιοδικό Metropoli, τ. 5, 1981)
Για τον Negri λοιπόν, στο χώρο της ταξικής πάλης:
“.... αυτό που κάποτε ήταν βολονταριστικό έχει γίνει σήμερα καθημερινή φυσιολογία, δίχως αυτή η αλλαγή να μεσολαβηθεί από τη μνήμη, από μια λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή συνέχεια. Η ιστορία έγινε φύση, δεύτερη φύση, έτσι όπως πάντα συμβαίνει στις αλλαγές της ταξικής σύνθεσης”.
Σε παρένθεση, και για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει το “στυλ Negri”, να πούμε ότι η σκέψη του Negri κινείται πάνω σ’ ένα τεντωμένο σκοινί ακροβάτη, μεταξύ του μεγαλείου του προλεταριακού σεχταρισμού και της μεταφυσικής!!!
Αλλά ας ξανάρθουμε στη μνήμη. Γράφει ο Negri πιο κάτω:
“... Το μητροπολιτικό προλεταριάτο από το Βερολίνο στο Μπρίξτον, απ’ τη Νάπολη στη Ζυρίχη, κι από το Άμστερνταμ στη Βαρσοβία γνωρίζει την πραγματικότητα που το περιβάλλει κι είναι επαναστατικό μ’ ένα τρόπο που δεν τον οφείλει στη μνήμη”.
Όμως για να δώσουμε καλύτερα αυτή την κίνηση στο τεντωμένο σκοινί, είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τα ισορροποιητικά εργαλεία του ακροβάτη. Βέβαια, ότι η απλή αναπαραγωγή (η γέννηση) του ταξικού ανταγωνισμού δεν έχει ανάγκη τη μνήμη είναι προφανές. [2Για εμάς εδώ καθόλου!! Μεταξύ άλλων είμαστε και “Μπενγιαμινικοί”...] Πράγματι, η ταξική πάλη δεν είναι κάτι ηθικό (ή βολονταριστικό), αλλά η απλή φυσιολογία της καπιταλιστικής σχέσης. [3Και πάλι διαφωνούμε γερά μ’ αυτήν την “μηχανιστική” αντίληψη για τον εργατικό ανταγωνισμό. Δεν πρόκειται ούτε για “δράση - αντίδραση” ούτε για παβλωφικό αντανακλαστικό απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση!! Αν υπάρχουν τέτοιες εργατικές συμπεριφορές (“αντανακλαστικές”) δεν ανήκουν στην ταξική πάλη αλλά στην ταξική γκρίνια!] Από το σημείο όμως αυτό μέχρι τη θεωρητικοποίηση της αμνησίας, ο δρόμος είναι μακρύς. Ας τον δούμε με συντομία.
Ποιο είναι το σημείο εκκίνησης; Κατά τον Negri σήμερα δεν υπάρχει πια καμμιά διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία. Πριν δούμε τι σημαίνει αυτό, ας περιγράψουμε τι “ήταν” προηγούμενα αυτή η διαλεκτική σχέση.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον ιταλικό εργατισμό, οι εργατικοί αγώνες είναι η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης. “Η μηχανή τρέχει εκεί όπου ξεσπά η απεργία” έλεγαν οι περί τον Παντσιέρι ιταλοί εργατιστές. Με άλλα λόγια, οι εργατικοί αγώνες έχουν σαν άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού κέρδους (και του ποσοστού υπεραξίας) που καρπώνεται ο καπιταλιστής. Ο τελευταίος έχει δύο τρόπους για να ανακτήσει τα χαμένα κέρδη: ή να μπλοκάρει την κοινωνική κίνηση (= φασισμός), ή να αναδιαρθρώσει οργανωτικά ή/και τεχνολογικά την εργασιακή διαδικασία και να αυξήσει έτσι την σχετική υπεραξία. [4Αυτό το “είτε το ένα - είτε το άλλο” είναι, κατά τη γνώμη μας, συζητήσιμο έως λαθεμένο. Μορφές “άγριας συσσώρευσης” συνυπάρχουν με μορφές απόσπασης σχετικής υπεραξίας, και μάλιστα οι πρώτες μπορεί να είναι εκτεταμένες... Αλλά δεν είναι εδώ το μέρος να πούμε την άποψή μας.] Με αυτή την έννοια, λοιπόν, η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Αυτό το ερμηνευτικό σχήμα “δουλεύει” για χρόνια και οι ιταλοί εργατιστές αντί να αγωνίζονται για τη συσσώρευση δυνάμεων (κατά το κλασσικό λενινιστικό πρότυπο) επενδύουν στους αυθόρμητους αγώνες της βάσης. Όμως, μετά την πετρελαϊκή κρίση (‘73) το σχήμα μοιάζει να μην λειτουργεί. Το κεφάλαιο παραδόξως (;) δείχνει διατεθειμένο να παράγει και με μηδενικό κέρδος. Από την άλλη αποκεντρώνει τις μεγάλες παραγωγικές μονάδες και εισάγει μαζικά νέες τεχνολογίες (ρομποτοποίηση - αυτοματοποίηση). Είναι η εποχή που θεωρητικοποιείται (κυρίως από το Negri) το πέρασμα από τον εργάτη - μάζα (βιομηχανικό εργάτη) στον κοινωνικό εργάτη. Το κεφάλαιο, για να αποδεμευτεί από την ανελαστικότητα του βιομηχανικού εργάτη, καπιταλιστικοποιεί την αναπαραγωγή (κυκλοφορία). Κάνει την κοινωνία εργοστάσιο.
Σ’ αυτό το σημείο υπεισέρχεται η έννοια της πραγματικής υπαγωγής της κοινωνίας στο κεφάλαιο (έννοια που αναλύεται στο VI, ανέκδοτο κεφάλαιο του das kapital). Τι είναι η πραγματική υπαγωγή; Είναι απλά η πλήρης, η ολική καπιταλιστικοποίηση όλων των κοινωνικών διαδικασιών. Σ’ αυτό το σημείο γράφει ο Negri:
“... Έχουμε την εξάλειψη του διαχωρισμού ανάμεσα σε παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, την ταύτιση του κυκλώματος παραγωγής με το κύκλωμα αναπαραγωγής (κυκλοφορία). Παράλληλα έχουμε την ανάδυση της έννοιας της κοινωνικά παραγωγικής εργασίας... Ο Μαρξ περιγράφει αυτή τη διαδικασία σαν πέρασμα στον κομμουνισμό, όμως πρόκειται για ένα λάθος του. Άλλωστε βρισκόμαστε πέραν του Μαρξ. [5Marx beyond Marx είναι ο τίτλος ενός ιδιαίτερα ενδιαφέροντος βιβλίου του Negri (την εποχή που ήταν ακόμα κινηματικός...) όπου αναλύει πολιτικά τα grundrisse. ]
Τι είναι, λοιπόν, ο προλεταριακός ανταγωνισμός στη φάση της πραγματικής υπαγωγής; Είναι η ανάδυση του προλεταριάτου σαν μια νέα συλλογική ουσία... Μια ουσία διαχωρισμένη, μη διαλεκτική. Πρόκειται εδώ για την ανάδυση αυτού που θα ονομάζαμε ανταγωνιστική θεσμικότητα... Η πραγματική υπαγωγή διαλύει κάθε ειδικό παραγωγικό στρώμα της κοινωνίας, απορροφά όλη την κοινωνία στην παραγωγή. [6Είναι ξεκάθαρο για εμάς εδώ ότι μια τέτοια φράση “απορροφά όλη την κοινωνία στην παραγωγή” είναι ιδεαλισμός. Θα ήταν εντελώς διαφορετικό το πράγμα εάν γραφόταν “απορροφά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων στην παραγωγή”. Γιατί η πρώτη εκδοχή υπονοεί την ... εξαφάνιση των ανταγωνιζόμενων τάξεων. Ενώ η δεύτερη υπονοεί την διεύρυνση των γραμμών ταξικής αντιπαράθεσης...] Αυτή η υπαγωγή όμως έχει τον δικό της ειδικό ανταγωνισμό: όταν όλος ο χρόνος της ζωής είναι παραγωγικός χρόνος, ο ανταγωνισμός γίνεται ποιότητα ζωής... μια καινούργια ποιότητα του χρόνου. [7Είναι η στιγμή που ο Negri έχει αρχίσει να προσανατολίζεται προς το “πράσινο”, δηλαδή προς τα εναλλακτικά / οικολογικά κινήματα, ειδικά της κεντρικής ευρώπης.] Η καπιταλιστική υπαγωγή της εργασίας δημιουργεί την κοινωνική υποκειμενικότητα.
... Τη στιγμή που το κεφάλαιο αισθάνεται ότι είναι το παν, και είναι το παν, ο ανταγωνισμός χάνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Τα σχήματα της μνήμης, και επομένως η μνήμη του νόμου της αξίας (γιατί τίποτα άλλο δεν μπορεί νάναι η προλεταριακή μνήμη) εξαφανίζονται.. Εδώ η έλλειψη κάθε διαλεκτικής, η έλλειψη κάθε μνήμης, είναι δύναμη... Στην ιστορική αυτή πτώση της μνήμης αντιστοιχεί η επίσης ιστορική ανάδυση της προλεταριακής θεσμικότητας... Δεν έχουν ανάγκη τη μνήμη οι νέοι της Ζυρίχης, οι Ναπολιτάνοι προλετάριοι και οι εργάτες του Γκντανσκ, έχουν ανάγκη μόνο την ελπίδα που αντιπροσωπεύουν. Δίκαια στον Kant, στη μεταβατική φάση της αστικής επανάστασης, δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη θεωρία της μνήμης. Στον Λένιν βέβαια και γενικά σε όλη τη σοσιαλιστική φάση της προλεταριακής επανάστασης, η μνήμη ταυτίζεται με τις κακουχίες και τα λάθη, είναι ένα όπλο και σαν τέτοια είναι νόμιμη. Όμως σήμερα, στα μέσα της μετάβασης στον κομμουνισμό, τι διάολο χρειάζεται η μνήμη;”
Αρκετά. Είναι νομίζουμε προφανές από ποιο σημείο και μετά ο ισορροπιστής πέφτει από το σκοινί.
Η πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο (με άλλα λόγια η πλήρης κοινωνικοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών) είναι όντως μια πραγματική τάση σήμερα. Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι την ταύτιση τάσης και πραγματικότητας, μέχρι την ταύτιση εργασίας και μη εργασίας, ο δρόμος είναι μακρύς. Και μόνο ένας ποιητής ή ένας Negri θα μπορούσε να τον καλύψει τόσο γρήγορα!!!
...
Οι νέοι προλετάριοι δεν έχουν σίγουρα ανάγκη τα “ιδεολογικά δεσμά” της μνήμης· όμως, όπως γράφει ο Bruno Cartosio (περιοδικό Primo Maggio, τ. 22, σ. 17, από το άρθρο Pierre Dalla Bigna “La Memoria tra negatione e riappropriatione):
“... Οι δίχως μνήμη παράγουν τη δική τους μνήμη μέσα από τη δική τους εμπειρία, κι αυτή η μνήμη θα σχηματιστεί και γι’ αυτούς, όπως και για όλους τους άλλους πριν από αυτούς, μέσα κι έξω από την εργασία”.
Εκείνο πάντως που πρέπει να προσθέσουμε εδώ είναι η ταξική διάσταση της συλλογικής μνήμης, που παράγεται είτε μέσα στους αγώνες (πολιτική σύνθεση) είτε μέσα στην εργασία, παραγωγική ή μη (τεχνική σύνθεση). Απ’ την άλλη πρέπει να σημειώσουμε πως η αταξικότητα που εντοπίσαμε στους ιστορικούς του Μάη εδώ φοράει το προσωπείο της πανταξικότητας!! Αφού όλα είναι ταξικά, τίποτα δεν είναι ταξικό!!
Να, λοιπόν, γιατί μιλήσαμε για ακροβασίες. Η διεύρυνση της ταξικότητας είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Όμως από το σημείο αυτό μέχρι τη θέση “όλα είναι ταξικά - άρα τίποτα ταξικό” η υλιστική ανάλυση γίνεται μεταφυσική! Για τον αναγνώστη που δεν κουράστηκε σε τούτη την περιπλάνηση, θα θέλαμε να δώσουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για το πως η ταξική σκοπιά γίνεται μεταφυσική, άλλοθι ιδιώτευσης.
η αυτοαξιοποίηση
Τι ειναι στην ουσία η αυτοαξιοποίηση; (όρος κλειδί στην πρακτική της εργατικής αυτονομίας και της σκέψης του Negri). Αναλύοντας πριν τη διαλεκτική σχέση είπαμε ότι οι εργατικοί αγώνες οδηγούν στη μείωση των κερδών, του ποσοστού υπεραξίας, κλπ. Με λίγα λόγια, έχουν σαν αποτέλεσμα την αξιοποίηση της εργατικής δύναμης. Πιο απλά, η εργατική δύναμη, εργαζόμενη, αξιοποιεί το κεφάλαιο· αγωνιζόμενη, αξιοποιεί τον εαυτό της. Αυτό μέσα στο εργοστάσιο.
Τώρα, στη φάση της εργατοποίησης του κοινωνικού περιβάλλοντος, ισχύει η αντίστοιχη διαδικασία. Όμως, με τη διαφορά πως οι μορφές της εργατικής αυτοαξιοποίησης ποικίλλουν ανάλογα με τις μορφές που παίρνει εδώ η κοινωνική εργασιακή διαδικασία.
Ενώ δηλαδή στο εργοστάσιο η αυτοαξιοποίηση της εργατικής δύναμης γίνεται με τους παραδοσιακούς τρόπους που γνωρίζουμε (απεργία, οργάνωση, συνδικαλισμός, κλπ) στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής οι μορφές αυτοαξιοποίησης διευρύνονται. Και είναι φανερό γιατί, ενώ στο εργοστάσιο η μορφή εισοδήματος είναι αποκλειστικά ο μισθός, εδώ, πέρα απ’ το μισθό, υπάρχουν οι δημόσιες δαπάνες, κλπ. Όμως μένει σταθερό πως η αξιοποίηση και η αυτοαξιοποίηση είναι έννοιες που έχουν να κάνουν με την κοινωνική εργασιακή διαδικασία. Με άλλα λόγια η αυτοαξιοποίηση λαμβάνει χώρα μόνο μέσα στην εργασία (παραγωγική ή μη). [8Είναι φανερό πως ο συγγραφέας αυτού του κειμένου βρίσκεται πάντα υπό την επιρροή της (λανθασμένης) διάκρισης του Μαρξ μεταξύ “παραγωγικής” και “μη παραγωγικής” εργασίας (για παράδειγμα σ’ αυτήν την τελευταία ο κυρ Κάρολος έβαζε τα οικιακά). Αν δεν είναι παραγωγική η (κοινωνική) εργασία ένα μόνο μπορεί να είναι: καταστροφική.]
Τελευταία όμως η έννοια λανσάρεται και στη μεταφυσική της εκδοχή!! Αφού λοιπόν - λένε κάποιοι - κάθετι είναι καπιταλιστική σχέση (λόγω της πραγματικής υπαγωγής, κλπ) και κάθε κίνηση για τον εαυτό μας είναι αυτοαξιοποίηση! Το διάβασμα π.χ. ενός βιβλίου είναι αυτοαξιοποίηση - αφού εμπλουτίζει την υποκειμενικότητά μας!! Και οι υγιεινές τροφές επίσης!!
Αρκετά. Αρκετά. Δεν πρόκειται πια για υλιστική ανάλυση αλλά για μαύρη μαγεία!!!
Συνοψίζοντας, η μακριά περιπλάνηση στους “προλεταριακούς μύθους” ήταν τουλάχιστον σ’ ένα σημείο χρήσιμη. Πρόσθεσε ένα δεύτερο στοιχείο στην αναγκαία πολιτική ανίχνευση του κοινωνικού σχεδίου απελευθέρωσης: την ταξική διάσταση. Πολιτική έρευνα της συλλογικής μνήμης, λοιπόν, σημαίνει: ανίχνευση του ταξικού σχεδίου κοινωνικής απελευθέρωσης, μέσα από την ανάλυση των καπιταλιστικών δομών (τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης) και της προλεταριακής υποκειμενικότητας (πολιτική σύνθεση του ανταγωνιστικού κινήματος).
επίλογος
Η ανίχνευση του ταξικού σχεδίου κοινωνικής απελευθέρωσης είναι αναγκασμένη να κάνει το μακρύ ταξίδι των προλεταριακών περιπλανήσεων. Όχι βέβαια για να χαθεί στις χίλιες γλώσσες και διαλέκτους του μητροπολιτικού προλεταριάτου (όπως μοιάζει να υποστηρίζει ο Curcio) αλλά για να εντοπίσει την κόκκινη γραμμή που συνδέει αυτές τις α-συνέχειες...
Ασυνέχεια συνθηκών, συσχετισμών, αναγκών, μορφών οργάνωσης, συνθημάτων, περιεχομένων, ιδεολογιών αλλά και συνέχεια στη μόνιμη διεκδίκηση μιας αντι-εξουσίας, μιας άλλης κοινωνίας.
Η ταξική μνήμη είπαμε είναι “νεκρή εργασία”. Έχει μεγάλη σημασία να βρούμε με τι τρόπους (λάθη και ήττες) συσσωρεύτηκε. Το σημαντικότερο όμως είναι το πως θα γίνει επαναστατική παραγωγική δύναμη.
Άρα ο πλούτος των ταξικών αναμνήσεων έχει δυο πλευρές, τον κατακερματισμό σαν αρνητικό πόλο και την αναγκαιότητα της σύνθεσης σαν θετικό. Ο σχετικισμός, ο κοινωνιολογισμός και ο μεταμοντερνισμός των “νέων φιλοσόφων” (και των “νέων ιστορικών” [9Με τον όρο “νέοι ιστορικοί” ονομάστηκε στα ‘80s ένα ρεύμα ιστοριογραφίας, στην ευρώπη (κυρίως στη γαλλία) που ξανάεγραφε την κοινωνική ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να βγάζει στην άκρη τον ταξικό ανταγωνισμό και να δικαιώνει τον νεοφιλελευθερισμό. Ορισμένοι απ’ αυτούς εξελίχτηκαν γρήγορα σε ανοικτά (μετα)φασίστες.]) πρέπει να αντιμετωπιστούν σαν όλες τις δομικές διαδικασίες του κεφάλαιου που στοχεύουν στη διάσπαση της ταξικής σκοπιάς. Τα ιστορικά λάθη του προλεταριάτου, αν δείχνουν κάτι, είναι ότι μπορεί να νικήσει!
Ο κομμουνισμός δεν είναι αναπόφευκτος· γι’ αυτό είμαστε αισιόδοξοι. Μ’ άλλα λόγια, αν θα νικήσουμε ή όχι δεν εξαρτάται - μόνο - από κάποιες δυνάμεις έξω από εμάς, αλλά κυρίως από εμάς τους ίδιους. [10Μπορεί να συγκρίνει κανείς αυτό το σημείο με εκείνο στο οποίο υπάρχει η σημείωση νο 3: είναι βέβαια αντίθετα, δείγμα της αμφίθυμης ή και συγκεχυμένης στάσης του συγγραφέα ανάμεσα τον mainstream μαρξιανό μηχανιστικό, ντετερμινιστικό, εν τέλει “επιστημονικό αντικειμενισμό” του das capital, σε ότι αφορά τον ταξικό ανταγωνισμό, και τον μαχητικό πολιτικό υποκειμενισμό της ιταλικής αυτονομίας...] Το διεθνές προλεταριάτο, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν μερικοί, δεν είναι παρά στη μέση του αγώνα του. Τα κορεάτικα “πανεπιστήμια” περνούν αυτόν τον καιρό τον δικό τους “Μάη”, η κομμούνα του Παρισιού αυτές τις μέρες ξαναζεί στη Μανάγκουα, και οι σύγχρονοι σπαρτακιστές έχουν μελαψό δέρμα...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Το τεύχος νο 4 των κόκκινων σελίδων κατατοπίζει αρκετά πάνω σ’ αυτό το σημαντικό ζήτημα.
[ επιστροφή ]
2 - Για εμάς εδώ καθόλου!! Μεταξύ άλλων είμαστε και “Μπενγιαμινικοί”...
[ επιστροφή ]
3 - Και πάλι διαφωνούμε γερά μ’ αυτήν την “μηχανιστική” αντίληψη για τον εργατικό ανταγωνισμό. Δεν πρόκειται ούτε για “δράση - αντίδραση” ούτε για παβλωφικό αντανακλαστικό απέναντι στην καπιταλιστική εκμετάλλευση!! Αν υπάρχουν τέτοιες εργατικές συμπεριφορές (“αντανακλαστικές”) δεν ανήκουν στην ταξική πάλη αλλά στην ταξική γκρίνια!
[ επιστροφή ]
4 - Αυτό το “είτε το ένα - είτε το άλλο” είναι, κατά τη γνώμη μας, συζητήσιμο έως λαθεμένο. Μορφές “άγριας συσσώρευσης” συνυπάρχουν με μορφές απόσπασης σχετικής υπεραξίας, και μάλιστα οι πρώτες μπορεί να είναι εκτεταμένες... Αλλά δεν είναι εδώ το μέρος να πούμε την άποψή μας.
[ επιστροφή ]
5 - Marx beyond Marx είναι ο τίτλος ενός ιδιαίτερα ενδιαφέροντος βιβλίου του Negri (την εποχή που ήταν ακόμα κινηματικός...) όπου αναλύει πολιτικά τα grundrisse.
[ επιστροφή ]
6 - Είναι ξεκάθαρο για εμάς εδώ ότι μια τέτοια φράση “απορροφά όλη την κοινωνία στην παραγωγή” είναι ιδεαλισμός. Θα ήταν εντελώς διαφορετικό το πράγμα εάν γραφόταν “απορροφά το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων στην παραγωγή”. Γιατί η πρώτη εκδοχή υπονοεί την ... εξαφάνιση των ανταγωνιζόμενων τάξεων. Ενώ η δεύτερη υπονοεί την διεύρυνση των γραμμών ταξικής αντιπαράθεσης...
[ επιστροφή ]
7 - Είναι η στιγμή που ο Negri έχει αρχίσει να προσανατολίζεται προς το “πράσινο”, δηλαδή προς τα εναλλακτικά / οικολογικά κινήματα, ειδικά της κεντρικής ευρώπης.
[ επιστροφή ]
8 - Είναι φανερό πως ο συγγραφέας αυτού του κειμένου βρίσκεται πάντα υπό την επιρροή της (λανθασμένης) διάκρισης του Μαρξ μεταξύ “παραγωγικής” και “μη παραγωγικής” εργασίας (για παράδειγμα σ’ αυτήν την τελευταία ο κυρ Κάρολος έβαζε τα οικιακά). Αν δεν είναι παραγωγική η (κοινωνική) εργασία ένα μόνο μπορεί να είναι: καταστροφική.
[ επιστροφή ]
9 - Με τον όρο “νέοι ιστορικοί” ονομάστηκε στα ‘80s ένα ρεύμα ιστοριογραφίας, στην ευρώπη (κυρίως στη γαλλία) που ξανάεγραφε την κοινωνική ιστορία με τέτοιο τρόπο ώστε να βγάζει στην άκρη τον ταξικό ανταγωνισμό και να δικαιώνει τον νεοφιλελευθερισμό. Ορισμένοι απ’ αυτούς εξελίχτηκαν γρήγορα σε ανοικτά (μετα)φασίστες.
[ επιστροφή ]
10 - Μπορεί να συγκρίνει κανείς αυτό το σημείο με εκείνο στο οποίο υπάρχει η σημείωση νο 3: είναι βέβαια αντίθετα, δείγμα της αμφίθυμης ή και συγκεχυμένης στάσης του συγγραφέα ανάμεσα τον mainstream μαρξιανό μηχανιστικό, ντετερμινιστικό, εν τέλει “επιστημονικό αντικειμενισμό” του das capital, σε ότι αφορά τον ταξικό ανταγωνισμό, και τον μαχητικό πολιτικό υποκειμενισμό της ιταλικής αυτονομίας...
[ επιστροφή ]