sarajevo

η γέννηση της ηλεκτρονικής φυλακής

Βραχιολάκι

Ονομάζεται “βραχιολάκι”. Είναι ένα κομψό και παραπλανητικό όνομα που ανήκει σε μια κουλτούρα μετονομασιών που βολεύει τις σύγχρονες εξουσίες. Ένα πιο συνεπές όνομα θα ήταν ηλεκτρονική “ποδο-πέδα”, μια ηλεκτρονική μορφοποίηση της σιδερένιας - μπάλας - στο - πόδι. Παράξενη μορφοποίηση, ασφαλώς. Η αλυσίδα είναι ηλεκτρομαγνητική, και το “μήκος” της μπορεί να αλλάζει. Όσο για τη σιδερένια μπάλα; Αυτή είναι τώρα ένα πλέγμα εργαλείων (δορυφόρων, κεραιών, δεκτών, οθονών) με αστυνομικές και δικαστικές υπηρεσίες. Η έννοια της “κράτησης”, ακόμα και η έννοια της “φυλακής”, αλλάζουν ριζικά μπροστά στα μάτια μας.
Οι τεχνολογίες της ηλεκτρονικής επιτήρησης κατάγονται απ’ τις έρευνες του Ralph Schwitzgebel, μέλους της επιστημονικής επιτροπής ψυχολογικών πειραμάτων του πανεπιστημίου του Harvard, στη δεκαετία του ‘60. Το 1964 ο Schwitzgebel έφτιαξε μια συσκευή ραδιο-τηλεμετρίας, βάρους ενός κιλού, που μπορούσε να φορεθεί από κάποιον. Η συσκευή εξέπεμπε σήματα που μπορούσε να “πιάνει” ένα κατάλληλα τροποποιημένο στρατιωτικό ραντάρ ανίχνευσης πυραύλων, σε απόσταση 400 μέτρων, προσδιορίζοντας ταυτόχρονα την θέση του φορέα. Αυτός είναι ο μακρινός πρόεδρος του gps για πολιτική χρήση.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, ένας αμερικάνος δικαστής, επηρρεασμένος απ’ τον Spiderman, ζήτησε από μια εταιρεία να δημιουργήσει ένα “βραχιόλι” επιτήρησης που θα μπορούσε να φοριέται από άτομα υπό δικαστικό έλεγχο. Το 1983 δοκιμάστηκε το πρώτο τέτοιου είδους μηχάνημα.

Η αναζήτηση μιας τεχνολογικής λύσης στο ζήτημα της επιτήρησης - εκτός - φυλακής είχε να κάνει με ένα πρόβλημα πολλών πρωτοκοσμικών καπιταλιστικών συστημάτων τιμωρίας: τον “υπερπληθυσμό” των κρατουμένων. Η διεθνής πρακτική είχε (και έχει) δύο εναλλακτικές στη θέση της φυλάκισης: τους περιοριστικούς όρους (που συχνά περιλαμβάνουν μια απαγόρευση εξόδου απ’ τη χώρα) και τον κατ’ οίκον περιορισμό, πλήρη ή συγκεκριμένες ώρες. Αυτή η δεύτερη εναλλακτική είναι “ακριβή” για τα ποινικά συστήματα, εφόσον απαιτεί φυσική παρακολούθηση. Δηλαδή μπάτσους. Απ’ την άλλη μεριά διάφορα σετ περιοριστικών όρων κρίνονται ακατάλληλα ή ανεπαρκή, ανάλογα με το είδος των αδικημάτων. Σε ορισμένα κράτη υπήρχε / υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, που αφορά την ποινή: προσφορά κοινωνικής εργασίας σε κάποια κοινότητα, που κατά κάποιον τρόπο λειτουργεί και σαν επιτηρητής.
Αλλά το “tagging” (αυτή είναι μια άλλη ονομασία για την χρήση ηλεκτρονικού “βραχιολιού”) έχει αξιοσημείωτα πλεονεκτήματα. Κατ’ αρχήν ως προς τον πλουραλισμό των χρήσεων. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, αναπτύχθηκαν τρεις· καθώς, όμως, η ψηφιακή τεχνολογία εξελίσσεται (και τα ήθη αναδιαρθρώνονται) έχουν προστεθεί κι άλλες. Η μία χρήση αφορά την επέκταση του “κατ’ οίκον περιορισμού”: αυτός που φοράει την ηλεκτρονική ποδοπέδα απαγορεύεται να βγει από μια οριοθετημένη περιοχή. Η δεύτερη χρήση αφορά μια διαφορετική απαγόρευση: να μπει σε οριοθετημένες περιοχές, στις οποίες ζουν τα θύματα των πράξεών του, μάρτυρες κατηγορίες, κλπ. Η τρίτη χρήση αφορά την διαρκή “τοπογραφική” παρακολούθηση των κινήσεων του. Μια τέταρτη χρήση, απ’ τις καινούργιες, αφορά συνεχή αιματολογικό έλεγχο (μέσω του κατάλληλου λογισμικού του βραχιολιού), και εφαρμόζονται σε κατηγορούμενους για χρήση drugs, και γενικά σε εξαρτημένους που βρίσκονται σε προγράμματα απεξάρτησης.
Άλλα πλεονεκτήματα αφορούν εκείνο που λέγεται “κοινωνική ένταξη” ή, ανάποδα, “κοινωνική απομόνωση”. Όλοι οι υποστηρικτές της ηλεκτρονικής ποδοπέδας (στους οποίους περιλαμβάνονται πολλοί απ’ τους χρήστες της) σημειώνουν ότι ο επιτηρούμενος / η επιτηρούμενη μπορούν να ζουν κανονικά (ή σχεδόν), στο οικείο περιβάλλον τους, μπορούν να δουλεύουν, κλπ. Μιας και το tagging εφαρμόζεται εδώ και χρόνια σε πολλά καπιταλιστικά κράτη, υπάρχει ήδη μια καλή μάζα χρηστών όπου γίνονται οι ανάλογες έρευνες αποτελεσματικότητας, κλπ. Υπάρχουν οι περιπτώσεις εκείνων που φοράνε την ηλεκτρονική ποδοπέδα αντί για προφυλάκιση· οι περιπτώσεις εκείνων που την φορούν σαν αποφυλάκιση με περιοριστικούς όρους (π.χ.: έξοδος απ’ τη φυλακή το πρωί και επιστροφή στο κελί για ύπνο κάθε βράδυ)· κι εκείνοι που την φορούν σαν “εναλλακτική ποινή”.
Ως εδώ το ζήτημα μοιάζει να έχει μόνο θετικές πλευρές. Είναι, όμως, έτσι;

Μια καλή αφετηρία για να ερευνηθεί η σκοτεινή πλευρά του tagging είναι αυτό που λέγεται “υπερπληθυσμός στις φυλακές”; Πρόκειται για ένα “φυσικό φαινόμενο”, κάτι αναπότρεπτο; Όχι. Απ’ τη δεκαετία του ‘80 και μετά, σταδιακά αλλά με σταθερή μεθόδευση, το ποινικό / δικαιϊκό σύστημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών “αγρίεψε”. Κυρίως εναντίον των σχετικά απλών παραβατικών συμπεριφορών ή/και των μικρής σημασίας “εγκληματικών” τέτοιων. Πρόκειται για το περιβόητο νεοφιλελεύθερο δόγμα της “μηδενικής ανοχής”, που ξεκίνησε απ’ τις ηπα στη δεκαετία του ‘80, και από τότε εφαρμόζεται σχεδόν παντού, είτε αναφέρεται με το όνομά του είτε όχι. Μετανάστες χωρίς χαρτιά, χρήστες και μικροέμποροι ναρκωτικών, παραβατικοί άστεγοι, κλεφτρόνια, και άλλες αντίστοιχες φιγούρες των υπογείων του σύγχρονου κοινωνικού εργοστάσιου είναι το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του περιβόητου “υπερπληθυσμού” των φυλακών. Μ’ ένα λόγια ο “υπερπληθυσμός” υπήρξε και εξακολουθεί να είναι πολιτική επιλογή των αφεντικών. Η νομιμοποίηση της χρήσης ναρκωτικών, και η αποκατάσταση της ελευθερίας κίνησης ανθρώπων (: εργατών) αντίστοιχα με την παγκόσμια ελευθερία κίνησης του χρήματος και των εμπορευμάτων, θα ήταν αρκετά για να αδειάσουν οι φυλακές!
Ο “υπερπληθυσμός των φυλακών” είναι, λοιπόν, μία έκφραση της συστηματικής υπερ-εγκληματοποίησης των προλετάριων. Έτσι, η ηλεκτρονική ποδοπέδα, εμφανίζεται σα λύση στο προβληματικό “αποτέλεσμα” (τον πολλαπλασιασμό των κρατούμενων) αλλά όχι στην αιτία. Μάλλον το αντίθετο: εάν η εγκληματοποίηση των προλετάριων μπορεί να συνεχίσει χωρίς το όριο των ντουβαριών των φυλακών, τότε είναι “ελεύθερη” να εντατικοποιηθεί ακόμα περισσότερο. Κι αυτό έχει αρχίσει να συμβαίνει ήδη στις ηπα, που έχουν και την χρονική “πρωτοπορεία” στην ανάπτυξη και στην εφαρμογή του συστήματος: εναντίον των μεταναστών χωρίς χαρτιά.
Επιπλέον, την λειτουργία αυτών των συστημάτων (απ’ τις ποδοπέδες ως τα “κέντρα ελέγχου”) την αναλαμβάνουν συχνά ιδιωτικές εταιρείες. Σε συμφωνία με τα αντίστοιχα κράτη, σε πολλές περιπτώσεις, το κόστος της ποδοπέδας και της επιτήρησης χρεώνεται εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον επιτηρούμενο: το πράγμα εμφανίζεται σαν “παροχή” στην πάρτη του, αφού διαφορετικά θα βρισκόταν πίσω απ’ τα κάγκελα. Δημιουργείται λοιπόν ένας καινούργιος κύκλος κερδοφορίας σ’ αυτό το σύστημα ηλεκτρονικού ελέγχου.

Βραχιολάκι

Η ιστορική αστική αντίληψη για την τιμωρία ήταν που δημιούργησε τον εγκλεισμό σαν χωρικό / χρονικό διαχωρισμό των “νομοταγών” απ’ τους “παράνομους” και, κυρίως, τον έλεγχο και “διόρθωση” (της ζωής και της συμπεριφοράς) των τελευταίων. Η μήτρα των σύγχρονων φυλακών είναι η ίδια με την μήτρα των ψυχιατρικών ασύλων / κάτεργων, ή των στρατώνων. Είναι, λοιπόν, η ηλεκτρονική ποδοπέδα ένα είδος “αποασυλοποίησης του ποινικά τιμωρημένου”;
Από μια πλευρά έτσι φαίνεται. Και μόνο το γεγονός πως εκείνος / εκείνη που φοράει την ποδοπέδα δεν είναι υποχρεωμένος να ζει μαζί με άλλους παρόμοιους, σημαίνει ότι ένα τουλάχιστον μέρος του συλλογικού, διαχωρισμένου σώματος των “παρανόμων” διαλύεται σαν τέτοιο, μέσα στο κοινωνικό εργοστάσιο, και παύει να υφίσταται τις συνέπειες του διαχωρισμού και του εγκλεισμού / αποκλεισμού. Όμως αυτή η εξέλιξη συμπίπτει ιστορικά (και καθόλου παράδοξα) με την ακριβώς αντίθετη: όλος ο πληθυσμός στο κοινωνικό εργοστάσιο μπαίνει υπό “αντιεγκληματική” επιτήρηση, όχι μέσα από ηλεκτρονικές ποδοπέδες αλλά με όλους τους υπόλοιπους ηλεκτρονικούς τρόπους. Στην ιστορική φάση, λοιπόν, της καπιταλιστικής κρίσης / αναδιάρθρωσης, όχι μόνο ένα μέρος του άλλοτε αποκλεισμένου / εγκλεισμένου “παραβατικού” διαλύεται μέσα στο κοινωνικό αρχιπέλαγος, αλλά ταυτόχρονα όλο αυτό το αρχιπέλαγος μπαίνει σε ένα καθεστώς “προ-φυλάκισης”, εάν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι. Και με τα ίδια ακριβώς (τεχνολογικά) μέσα.
Εάν την ποδοπέδα την κρίνει και την συγκρίνει κανείς μόνο με το σύστημα του εγκλεισμού, τότε ασφαλώς βλέπει τα καλά της. Εάν, όμως, την κρίνει και με βάση τον πολλαπλασιασμό και την εντατικοποίηση της (μαζικής) εγκληματοποίησης, είτε αυτή γίνεται τυπικά (σύλληψη / κατηγορητήριο / δικαστήριο), είτε αυτή γίνεται άτυπα (γενικευμένη ηλεκτρονική επιτήρηση / έλεγχος δημόσιων και ιδιωτικών χωρο-χρόνων), τότε το περιβόητο “βραχιολάκι” παίρνει διαφορετική θέση. Είναι η πιο σύγχρονη μορφή του τυπικά δικαιϊκού tagging μέσα σ’ ένα κύμα γενίκευσης του tagging, που έχει ξεκινήσει ήδη απ’ τα κινητά τηλέφωνα και συνεχίζεται με τα wearables, τους αισθητήρες - παντού, κλπ.
Ενώ η μία προσέγγιση δείχνει έναν ριζικό μετασχηματισμό, μια φιλελευθεροποίηση του συστήματος τιμωρίας, η άλλη δείχνει επίσης έναν ριζικό μετασχηματισμό, προς την αντίθετη όμως μεριά: τον ολοκληρωτισμό ενός πράγματι καινούργιου συστήματος ενοχοποίησης. Η πρώτη σκέψη θα ήταν ότι για την δεύτερη εξέλιξη δεν ευθύνεται η ηλεκτρονική ποδοπέδα. Ωστόσο αυτή η τεχνολογική εφαρμογή αποτελεί τον πραγματικό δεσμό, την γέφυρα ανάμεσα στην άτυπη εγκληματοποίηση και την τυπική: εφόσον είναι τεχνικά εφικτό να μην “σκάσουν” οι φυλακές γίνεται επίσης εφικτό να πολλαπλασιάζονται οι μορφές (και οι “αποδείξεις”) “παράνομης συμπεριφοράς” μέσα στη θάλασσα των γενικά επιτηρούμενων.

Η σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο γραμμές εξέλιξης δεν είναι ο μεταξύ τους αλληλοαποκλεισμός, η αναίρεση της πρώτης απ’ την δεύτερη. Η δεύτερη εξέλιξη (η γενική, ολοκληρωτική επιτήρηση / ενοχοποίηση) περιλαμβάνει, περιέχει την πρώτη (την μερική φιλελευθεροποίηση της τιμωρίας), σαν υποσύνολό της. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στα τεχνολογικά περιβάλλοντα που ασχολούνται με τις ποδοπέδες κουβεντιάζεται η εμφύτευση κυκλωμάτων επιτήρησης. Αφενός για να λυθούν ζητήματα λειτουργικότητας και κόστους, και αφετέρου για να ξεπεραστούν ενστάσεις αισθητικής (του είδους ότι οι τωρινές ποδοπέδες αποτελούν ένα είδος “μαρκαρίσματος” που δημιουργεί ηθικά προβλήματα...). Με την εμφύτευση θα γίνει “αόρατη” κι αυτή η άκρη της παλιάς αλυσίδας - με - την - σιδερένια - μπάλα, την ώρα που κάθε στιγμή και θέση όλων των υπηκόων θα είναι υπό έλεγχο. Και εφόσον οι τεχνολογικές εξελίξεις το επιτρέψουν, δεν θα είναι ο “προσδιορισμός θέσης” η μόνη δουλειά της ηλεκτρονικής ποδοπέδας (ή της εμφυτευμένης εξέλιξής της). Αλλά και η “εκτίμηση προθέσεων”, η “ανάλυση ψυχοσυναισθηματικής κατάστασης”, κλπ κλπ.
Προφανώς η απάντηση ΔΕΝ είναι “ζήτω η παλιά καλή φυλακή”! Ποιά είναι, όμως;

κορυφή