Υπάρχουν, πρέπει να υπάρχουν άραγε “όρια στη σάτιρα”; Υπάρχουν, πρέπει να υπάρχουν άραγε “όρια στην ελευθερία της έκφρασης”; Κάθε φορά που οι δήθεν φιλελεύθεροι του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου εξαγριώνουν τους μουσουλμάνους, πότε οι δανοί, πότε οι γάλλοι, πότε άλλοι, ρίχνουν και κανά φιλοσοφικό στοχασμό - στα όρθια.
Ασφαλώς και υπάρχουν όρια - λέμε! Αλλά δεν θα τα υποδείξουμε εμείς. Τα υποδεικνύουν οι ίδιοι οι “ελευθεριακοί”, π.χ. αυτοί της Chalrie Herbo· και πάλι δεν είναι οι μόνοι. Δεν θα διανοούνταν, για παράδειγμα, να σατυρίσουν και να ξανασατυρίσουν την βασιλική οικογένεια των Σαούντ... Γιατί; Επειδή θα έτρωγαν τόσες και τέτοιες ξεγυρισμένες μηνύσεις, για “συκοφαντική δυσφήμιση μέσω του τύπου”, για “λόγω εξύβριση” και άλλα τέτοια, που θα το έκλειναν το μαγαζί τους. Απλά πράγματα.
Υπάρχουν όρια λοιπόν, και κατ’ αρχήν αυτά που επιβάλλουν οι συσχετισμοί δύναμης. Μεταξύ εκείνων που κοροϊδεύουν και των άλλων που κοροϊδεύονται. Σ’ αυτό το ταμπλώ υπάρχουν δύο εκδοχές χοντρικά. Είτε οι αδύναμοι κοροϊδεύουν τους δυνατούς (κι αυτό είναι πράγματι πρακτική άσκηση, με κόστος συχνά μεγάλο, ενός πνεύματος αντιλογίας) είτε οι δυνατοί κοροϊδεύουν τους αδύνατους. Αυτό το δεύτερο είναι ατιμία· μια απ’ τις ατιμίες της εξουσίας.
Υπάρχουν κι άλλα όρια. Κάθε ανθρώπινη έκφραση (και όχι μόνο η σάτυρα, η γελοιοποίηση, η βλαστήμια κλπ) είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένη. Έστω σε αδρές γραμμές. Οι χριστοπαναγίες δεν λένε τίποτα σε μη - χριστιανούς. Το να φτιάχνει κανείς σήμερα σκίτσα κοροϊδεύοντας, π.χ., τον Βίσμαρκ ή τον τσάρο Νικόλαο, θα ήταν άχρηστο. Σίγουρα από εμπορική άποψη. Η ίδια η ιστορία λοιπόν, σαν ιδεολογική και πολιτιστική πραγματικότητα με ορατές ή/και φαντασιακές θεσμίσεις, δημιουργεί τα δικά της όρια σ’ αυτήν την περιβόητη ελευθερία μας (εντός ή εκτός εισαγωγικών). Συντηρητικοί μουσουλμάνοι υπήρχαν κατά εκατομμύρια και την δεκαετία του ‘50, και την δεκαετία του ‘60, και την δεκαετία του ‘70. Όμως ούτε αυτοί / ές, ούτε η θρησκεία τους ήταν στόχος γελοιοποίησης. Γιατί; Μήπως οι γελοιογράφοι και οι χιουμορίστες εκείνων των όχι μακρινών εποχών ήταν ανελεύθεροι; Όχι. Απλά κανένας, και κυρίως κανένα πρωτοκοσμικό χριστιανικό κράτος, δεν ασχολιόταν με το θέμα. Συνεπώς δεν υπήρχε το έδαφος (η διαμορφωμένη και πολιτικοποιημένη μάζα των προκαταλήψεων...) ώστε να βιοποριστεί ο οποιοσδήποτε γελοιογράφος κοροϊδεύοντας τον Μωάμεθ ή τους μουσουλμάνους άντρες, ή τις μουσουλμάνες γυναίκες.
Οι ιστορικοί, κοινωνικοί, και ιδεολογικοί προσδιορισμοί, ειδικά οι κυρίαρχοι ανάμεσά τους, είναι ιδιαίτερα σημαντικοί, ακόμα περισσότερο όταν τους ξεχνάμε μιλώντας και ψευτο-φιλοσοφώντας περί “ελευθερίας της έκφρασης”. Στις υποτιθέμενες κοιτίδες - της - ελευθερίας, δηλαδή στον δυτικό αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, η “ελευθερία” δεν είχε και δεν έχει το ίδιο πρακτικό νόημα, ούτε καν στη διάρκεια αυτής την σύντομης χρονικής περιόδου που ονομάζεται 20ος αιώνας. θεωρητικά όλοι οι υπήκοοι αυτών των κρατών είμαστε “ελεύθεροι”, αρκεί να μην προσβάλουμε την ελευθερία των άλλων, κλπ κλπ. Ταυτόχρονα όχι μόνο είμαστε όλο και πιο σκληρά επιτηρούμενοι / ες, αλλά γίνεται όλο και πιο εύκολο να βρεθούμε υπόλογοι για οτιδήποτε βολεύει εκείνους που είναι πιο δυνατοί - για να μην ρωτήσουμε αν υπάρχει ελευθερία χωρίς (αξιόλογη) ατομική ιδιοκτησία... Τι άραγε σημαίνει, για παράδειγμα, το αδίκημα “αντίσταση κατά της αρχής” για (ακόμα και) ειρηνικούς διαδηλωτές; Την ελευθερία τους να διαδηλώνουν ή την ελευθερία των οργάνων της τάξης να συλλαμβάνουν όποιον θέλουν, όπως θέλουν, κατηγορώντας τον όπως τους βολεύει (για να δικαιολογήσουν τον κόπο τους);
Όσο για την περιβόητη σάτυρα, όταν γίνεται εκ μέρους των δυνατών σε βάρος των αδυνάτων είναι 101 φορές στις 100 σιχαμερή. Όχι από άποψη γούστου· αυτό είναι, μεταξύ άλλων, και υποκειμενικό. Αλλά για το ότι προσπαθεί να μασκαρέψει τις σχέσεις δύναμης, συχνά ακόμα και ανοικτής φυσικής βίας, σαν αστείο. Υποτίθεται πως το αστείο είναι ένα είδος εκφοράς που μπορεί να ανακληθεί χωρίς συνέπειες, επειδή δεν αναλογεί, σημείο προς σημείο, με την πραγματικότητα. Όποια κι αν είναι αυτή. Αλλά τα αστεία των δυνατών απέναντι στους αδύνατους εκφράζουν ακριβώς μια συγκεκριμένη πραγματικότητα εξουσίας προσπαθώντας να την επεκτείνουν, με “άλλα μέσα”, ακόμα στη σφαίρα του γέλιου και της φαιδρότητας. Μ’ άλλα λόγια η γελοιοποίηση που μπορεί να κάνει ένας δυνατός σ’ έναν σχετικά αδύνατο (ακόμα και στις καθημερινές σχέσεις) είναι μια ύπουλη συκοφάντηση (: ο αδύνατος γίνεται αντικείμενο ειρωνίας) που επιβεβαιώνει τη νομιμότητα των σχέσεων δύναμης και εξουσίας: προφανώς ο αδύνατος που γίνεται επιπλέον στόχος κοροϊδίας δεν αξίζει και πολλά. Δεν έχει (του απαγορεύεται να έχει) αξιοπρέπεια.
Δεν λέμε κάτι καινούργιο ή σοφό. Λέμε ωστόσο ότι η κοροϊδία των δυνατών απέναντι στους αδυνάτους δεν ανήκει στη σφαίρα των “δικαιωμάτων”. Η αλαζονεία της δύναμης, της εξουσίας, και πρακτική ή λεκτική άσκησή τους είναι πολύ πέρα απο “δικαίωμα” για τους δυνατούς. Είναι αυτονόητες. Η σχετική δήθεν συζήτηση, λοιπόν, όπου μαζί οι δυνατοί και οι αδύνατοι κουβεντιάζουν δήθεν περί ορίων ή μη στην “ελευθερία της έκφρασης” είναι απλά μια τεχνική όπου οι αδύνατοι καλούνται στο γεύμα των δυνατών για να σερβίρουν, να κάνουν την λάτζα και να σκουπίσουν. Η “ελευθερία” των δυνατών είναι η άσκηση της κυριαρχίας τους. Η δική μας “ελευθερία” είναι οι δυνατότητές μας (πάντα δύσκολες) να την εμποδίζουμε ή και να την καταργούμε. Ίδια η λέξη, εντελώς αντίθετα τα νοήματα.
Οι διάφοροι επαγγελματίες της σάτιρας έβαλαν στο στόχαστρο τους μουσουλμάνους σαν φυσικά υποκείμενα και τον μουσουλμανισμό σαν θρησκεία, αφού πρώτα τους είχαν επικηρύξει τα κράτη και τα μιλιταριστικά / ρατσιστικά / φασιστικά τους συμπλέγματα. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό στον κατά τις δηλώσεις του “πολιτισμένο” πρώτο κόσμο. Είχαν προηγηθεί οι μαύροι και οι εβραίοι: “αντικείμενα” βίας, υποτίμησης και γελοιοποίησης. Οι σχετικοί “χιουμορίστες” δεν ασκούσαν στο παρελθόν (ούτε ασκούν τώρα) γενικά και αόριστα κάποια “ελευθερία της έκφρασης”. Ασκούν ΜΟΝΟ εκείνην που μέσα στο δοσμένο (κυρίαρχο κάθε φορά) πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον τους επέτρεπε και τους επιτρέπει να βγάζουν εύκολα τα προς το ζην τους, εικονογραφώντας, με λόγια, σκίτσα ή ταινίες τις δεδομένες και καλά χωνεμένες προκαταλήψεις. Με έναν ορισμένο τρόπο αυτό το είδος της δημοσιολογίας είναι πάντα στρατευμένο: είτε υπέρ των δυνατών (οπότε είναι εύκολο και προσοδοφόρο) είτε υπέρ των αδυνάτων (οπότε είναι δύσκολο, αβέβαιο, ακόμα και ποινικά κολάσιμο).