Ένας φίλος έφερε κάτι λόγια· και είπε να γράψουμε ένα τραγούδι πάνω τους. Όχι να γράψουμε μουσική· να γράψουμε ερμηνείες των στίχων. Τους οποίους (στίχους) βρήκε στην εφημερίδα πριν, στις 2 του περασμένου Δεκέμβρη.
Το παιδέψαμε από ‘δω, το παιδέψαμε από ‘κει, και τελικά γράψαμε δυο παραλλαγές, που άλλους καιρούς θα κυκλοφορούσαν σα σιγκλάκι. Βαφτίσαμε το έργο μας μπαλάντα της ξεχασμένης τσατσάρας. Ας δώσουμε κατ’ αρχήν εξηγήσεις για την επιλογή ενός τέτοιου σουρεαλιστικού τίτλου.
Η τσατσάρα είναι ένα αδιάφορο αντικείμενο σήμερα. Αλλά πριν κάτι λίγες δεκαετίες, ήταν σχεδόν απαραίτητο αξεσουάρ κάθε νεώτερου ή μεγαλύτερου “γόη”. Τότε οι άντρες λάδωναν το (σχετικά κοντό) μαλλί τους, με μπριγιαντίνη. Με την τσατσάρα στην κωλότσεπη (ή στην εσωτερική τσέπη του σακακιού) καθρεφτίζονταν όπου μπορούσαν, για να διατηρούν την φόρμα του κουπαρισμένου μαλλιού· να φρεσκάρουν και να διορθώνουν τις απείθαρχες τρίχες, με επιτήδειες και προσεκτικές κινήσεις κτενίσματος. Υπήρχε, λοιπόν, σταθερή ζήτηση για τσατσάρες· οπότε τις πουλούσαν στο δρόμο πλανόδιοι μικροπωλητές. Συνεπώς η τσατσάρα ήταν ένα “μικροεμπόρευμα” αλλά και αξεσουάρ της αντρικής κοκεταρίας.
Τα ίδια πάνω κάτω χρόνια η τσατσάρα χρησιμοποιούνταν κι αλλιώς. Πλησιάζοντας τα φαντάρια την απόλυσή τους, έσπαγαν κάθε μέρα και από ένα δόντι, χαζεύοντας στη όλο και πιο φαφούτα χτένα τους τον καιρό της ελευθερίας τους να πλησιάζει.
Τα χρόνια πέρασαν, τα ήθη άλλαξαν, οι τσατσάρες ξέπεσαν. Όχι απόλυτα. Μια τσατσάρα από καλό (σκληρό) πλαστικό, που την χουφτώνει κανείς γερά με τη ράχη προς τα έξω, είναι το ιδανικό εργαλείο για να διπλώνει μεγαλύτερες ή μικρότερες κόλλες χαρτιού, “βγάζοντας παραγωγή”(: διακόσιες πενήντα κόλλες 50Χ70 την ώρα, διπλωμένες στα 4, είναι ένας επαγγελματικός ρυθμός...). Ας πούμε να διπλώνει ένα έντυπο. Το Sarajevo για παράδειγμα, που διπλώνεται “στο χέρι”, χρωστάει κάτι σ’ αυτό το πρωτόγονο μεν αλλά αποτελεσματικό εργαλείο, που απέκτησε μια τέτοια ανορθόδοξη χρήση στα παλιά, προ-μηχανικά βιβλιοδετεία. Μια τέτοια τσατσάρα δεν πρέπει βέβαια να είναι ξεδοντιασμένη, γιατί αν είναι έτσι δεν γίνεται να την κρατάς γερά καθώς η ράχη της τσακίζει το χαρτί, ξανά και ξανά και ξανά.
Η τσατσάρα είναι λοιπόν ένα ταπεινό αντικείμενο, που κάποτε μπορεί να έδινε ένα μεροκάματο σε πλανόδιους “μικρομαγαζάτορες”, μετά εξαφανίστηκε απ’ την πιάτσα, και τώρα είναι απλά ένα χρήσιμο εργαλείο για το περιθωριακό Sarajevo. Μια τεθλασμένη διαδρομή, συμπεριλαμβανόμενης μιας τουλάχιστον (μικρής) “αλλαγής αξίας χρήσης”.
Κι αν δεν γίνει εύκολα αντιληπτή η σχέση της τσατσάρας με τους πιο κάτω στίχους και τις ακόμα πιο κάτω ερμηνείες τους, μη στεναχωρηθεί κανείς. Αυτά συμβαίνουν στις τέχνες... (κι όχι στις χτένες!)
οι στίχοι... (εφ. πριν, 2/12/2014)
Το μαγαζί το είχε ξεκινήσει με μεγάλες απαιτήσεις. Το όνειρό του ήταν να επεκτείνεται, να παίρνει το δίπλα, μετά το επόμενο, μετά το τρίτο, να γίνεται το υπερκατάστημα της περιοχής, να γίνεται ο πρώτος. Δούλευε ασταμάτητα και κατάφερνε, αν όχι μεγάλα πράγματα, τουλάχιστον αρκετά ώστε να συντηρείται τ’ όνειρο.
Όταν εμφανίστηκαν τα σουπερμάρκετ στην περιοχή, έφαγε ένα χτύπημα, αλλά δεν τσάκισε, έκανε αλλαγές, προσαρμόστηκε στις νέες ανάγκες, αναπροσάρμοσε στο πιο μικρομεσαίο και τις φιλοδοξίες του, δούλεψε ακόμα περισσότερο!
Η κρίση τον βρήκε απροετοίμαστο κι αυτόν, όπως και τους άλλους, παρότι είχε προλάβει να προβλέψει τον ερχομό της, δυστυχώς μόνο στη θεωρία. Στην πρώτη φάση ήλπιζε πως όλη αυτή η αναστάτωση θα του φέρει κέρδη, όπως είχε γίνει κι άλλες παρόμοιες φορές, καθώς τα πράγματα που πούλαγε τα ευνοούσε η κατάσταση. Στην αρχή έτσι έγινε: πήρε λίγο τα πάνω του κι αναθάρρησε. Σύντομα όμως είδε τους πελάτες να χάνονται. Και το μαγαζί να απειλείται. Αναπροσάρμοσε τα σχέδια του. Τώρα προείχε η επιβίωση. Αυτός θα έφερνε το καλό εμπόρευμα, λίγο πιο προσαρμοσμένο στις τωρινές ανάγκες, θα το διαφήμιζε κατάλληλα, και οι άνθρωποι κάποια στιγμή θα καταλάβαιναν το συμφέρον τους. Και θα γύριζαν πολλαπλάσιοι σ’ αυτόν. Προς το παρόν όμως έπρεπε να κρατηθεί.
Εκείνο που τον ενοχλούσε πιο πολύ ήταν πως ένας γείτονας, που ξεκίνησαν σχεδόν μαζί, τώρα έχει γίνει μεγάλη δύναμη και διεκδικούσε τη γειτονιά. Κι επίσης ζοχαδιαζόταν με όλους εκείνους τους μικρούς που δεν έκλειναν τα μαγαζάκια τους να προσχωρήσουν στο δικό του ή εν πάση περιπτώσει ν’ αφήσουν τους πελάτες τους ελεύθερους να πάνε σ’ αυτόν. Τα έβαζε με τους μεγάλους, καταριόταν το κακό που έκαναν, αλλά περισσότερο και πιο πρακτικά εχθρευόταν τους ομοίους του. Στο κάτω κάτω τους μεγάλους δεν μπορείς να τους πολεμήσεις. Ενώ τους κοντινούς σου…
Κι όταν κάποια μαγαζάκια έκλειναν εκείνος πανηγύριζε. Να η απόδειξη της νίκης του. Αν και δεν αύξανε η δουλειά και τα κέρδη, ήταν περήφανος που κρατιόταν ακόμα. Ήταν βέβαιος πως η επόμενη στροφή θα ήταν δική του. Δεν καταλάβαινε πως έτσι όπως έκλειναν τα μαγαζιά, το ένα μετά το άλλο, ερήμωνε η γειτονιά και οι χαμένοι πελάτες ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους που κερδίζονταν. Παλιά, όταν ήταν εμπορικό κέντρο, οι άνθρωποι που έβγαιναν για ψώνια, και ήταν πιο πολλοί, πέρναγαν από το ένα στο άλλο μαγαζί, έψαχναν, ρωτούσαν, ψώνιζαν. Το όφελος του ενός γινόταν όφελος όλων. Αλλά η λογική του μικρομαγαζάτορα δεν επιτρέπει τέτοιες σκέψεις. Βλέπει μονάχα αντιπάλους και ανταγωνιστές. Τα έχει με τους μεγάλους που τον καταστρέφουν, αλλά τους ομοίους του τους θεωρεί κύριους εχθρούς. Κι εκεί που παλεύει να υπάρξει, επειδή δεν ξέρει ούτε να παλεύει ούτε να υπάρχει, τον τρώνε. Και χάνεται.
Τώρα θα πεις, τι μας νοιάζει ένας μικρομαγαζάτορας; Αυτοί έτσι είναι και δεν αλλάζουν! Κι ωστόσο μην τον υποτιμάς. Η ιστορία του δεν είναι μόνο δική του. Είναι ένα πνεύμα που απλώνεται στην εποχή!…
a side: η διαρκής νεκροφιλία του (άκρο)αριστερού μικροαστισμού.
Η αλήθεια είναι πως δεν πρόκειται για ένα αυστηρά πολιτικό κείμενο (κείμενο ανάλυσης) αλλά για ένα κείμενο πρόζας με αριστερές ευαισθησίες, όπως και τόσα άλλα που εδώ και 4 χρόνια ξεφυτρώνουν από παντού. Το περιεχόμενο του όμως αποτελεί τον πυρήνα της αριστερής φλυαρίας - αποπροσανατολισμού γύρω από τα “πως και γιατί” της καπιταλιστικής κρίσης.
Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αποτελεί την προσωποποίηση αυτού που για πολλά χρόνια ονομάζεται ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, του μικρομεσαίου επιχειρηματία δηλαδή. Και αν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε κάτι είναι πως όντως το πνεύμα του απλώνεται... . Μόνο που αυτό το “άπλωμα” διαρκεί ήδη 30 χρόνια και δεν είναι ακόμα ένα σύμπτωμα της κρίσης, όπως φαντάζεται ο συντάκτης του κειμένου. Και το άπλωμα αυτό δεν γίνεται γενικώς επί κάποιας αφαιρετικής, άυλης και συνεπώς απροσδιόριστης “εποχής”. Γίνεται επί της σύγχρονης εργατικής τάξης. Σε άλλες εποχές μάλιστα το ονόμαζαν ιδεολογική ηγεμονία του μικροαστισμού πάνω στην εργατική τάξη. Προσέξτε! Όχι πάνω στην εποχή, όχι πάνω στην κοινωνία, όχι πάνω στον λαό. Ιδεολογική ηγεμονία της μίας τάξης πάνω στην άλλη.
Ο αρθρογράφος συμπονά τον ήρωά του επείδη αυτός δεν μπορεί να αντιληφθεί πως ο εχθρός του δεν είναι ο διπλανός μικρομαγαζάτορας άλλα η μεγάλη πολυεθνική ή το μεγάλο σουπερμάρκετ ή τελοσπάντων το μεγάλο κεφάλαιο γενικώς. Μόνο που πλανάται(;) οικτρά. Εχθρός του επιχειρηματία είναι ο κάθε ανταγωνιστής του, ασχέτως μεγέθους. Και αυτό είναι που ονομάζεται ελεύθερος οικονομικός ανταγωνισμός. Είτε βρισκόμαστε σε κρίση είτε όχι. Κάθε επιχειρηματίας, ανεξαρτήτως του μεγέθους του, επιδιώκει την κατάκτηση όλο και μεγαλύτερων μεριδίων της αγοράς. Μιας αγοράς που μπορεί να εκτείνεται από τα ταπεινά όρια μιας γειτονιάς ή μιας πόλης και φτάνει να αγκαλιάζει ολόκληρο τον πλανήτη. Μέσα στην κρίση είναι αλήθεια πως η πίτα της αγοράς μικραίνει. Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν ότι ο κάθε μικροεπιχειρηματίας δεν αντιλαμβάνεται με τον σωστό, για τα “θέλω” της αριστεράς, τρόπο την πραγματικότητα. Το ζήτημα είναι πως η αντίληψη και η συνείδηση του προκύπτει ακριβώς από την αντικειμενική του θέση - ιεραρχία εντός των δοσμένων παραγωγικών σχέσεων. Και αυτή η θέση δεν του επιτρέπει εκ των πραγμάτων να σκεφτεί με τρόπο συλλογικό και αλληλέγγυο απέναντι στους άλλους μικροεπιχειρηματίες. Αυτοί αποτελούν απλά τους ανταγωνιστές του. Ο μόνος λόγος για τον οποίο οι, σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, επιχειρηματίες αναγκάζονται να δράσουν συλλογικά είναι όταν απειλούνται. Όχι από τον ενδοταξικό τους οικονομικό πόλεμο, αλλά από τους υπαλλήλους τους, από την εργατική τάξη. Ή όταν κρίνουν πως αυτή η τάξη είναι πολύ ακριβή για τις τσέπες τους. Οπότε και την υποτιμούν με κάθε διαθέσιμο μέσο και με όλα.
Ισχυρίζεται, το άρθρο, πως ο ήρωάς του “δεν καταλάβαινε πως έτσι όπως έκλειναν τα μαγαζιά, το ένα μετά το άλλο, ερήμωνε η γειτονιά και οι χαμένοι πελάτες ήταν πολύ περισσότεροι από εκείνους που κερδίζονταν”. Έχουμε βάσιμους λόγους να υποστηρίξουμε πως στον ενδο-επιχειρηματικό ανταγωνισμό τα πράγματα δεν έχουν ακριβώς έτσι. Και εξηγούμαστε. Όταν τα μαγαζιά, εν προκειμένω τα μικρομάγαζα, κλείνουν το ένα μετά το άλλο σε καμία περίπτωση δεν ερημώνει μια γειτονιά. Μπορεί να ερημώνει ένας εμπορικός δρόμος από μαγαζιά αλλά οι κάτοικοί του παραμένουν εκεί! Και οι κάτοικοι αυτοί μπορεί να έχουν μειωμένο εισόδημα αλλά συνεχίζουν να καταναλώνουν. Σε μικρότερο βαθμό από πριν, αλλά συνεχίζουν. Και οι εμπορικές πιάτσες αλλάζουν, μεταφέρονται, ανανεώνονται. Εάν λοιπόν αυτός ο μικρομαγαζάτορας κατάφερνε και διατηρούσε το μαγαζάκι του (εδώ δεν μας ενδιαφέρει ο τρόπος που θα γινόταν αυτό, δεν είμαστε σύμβουλοι επιχειρήσεων) τη στιγμή που οι ανταγωνιστές του κατέρρεαν τότε θα κέρδιζε την πελατεία τους. Μπορεί δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα των πελατών του να είχε μειωθεί αλλά ο όγκος τους αυξήθηκε. Και επειδή οι “δομικές προσαρμογές” δεν κρατάνε επ’ αόριστον, ο ήρωάς μας θα προλάβαινε να δει την ανατολή της (καπιταλιστικής) ανάκαμψης από θέση ισχύος μέσα στην “ερημωμένη γειτονιά”. Οπότε το πρόβλημα του μικρομαγαζάτορα δεν είναι θέμα συνείδησης. Δεν έχει να κάνει με το γεγονός ότι δεν σκέφτηκε την κρίση όπως όφειλε να κάνει και ξέπεσε. Το πρόβλημα του μικρομαγαζάτορα ήταν ότι δεν έκανε τη σωστή προσαρμογή, τις σωστές επιχειρηματικές κινήσεις μέσα σε ένα περιβάλλον κρίσης.
Υπάρχει και κάτι ακόμα που λάμπει δια της απουσίας του από το άρθρο. Απουσιάζει κάθε αναφορά στους τυχόν υπαλλήλους του μικρομαγαζάτορα. Γιατί ναι υπάρχουν ελεύθεροι επαγγελματίες που δουλεύουν μόνοι τους. Υπάρχουν και άλλοι όμως πολλοί που έχουν από 1 έως 10 υπαλλήλους και που στις στατιστικές ορίζουν στην κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρηματιών. Και στους επιχειρηματίες αυτούς εργάζεται ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των σύγχρονων μισθωτών. Οι οποίοι στους καιρούς που τα πράγματα πήγαιναν καλά για τους εργοδότες τους κάνανε αμάν για να δούνε κανά ένσημο. Που ο μισθός τους τέλειωνε πριν το τέλος του μήνα. Που με τις απολύσεις αναγκάστηκαν να βγάζουν πολλαπλάσια δουλειά. Που το ωράριο εργασίας τους κυμαίνεται από καμιά έως 12 ώρες ημερησίως ανάλογα με τις ανάγκες τις επιχείρησης. Και που από το 2012 είδαν τους μισθούς τους να πέφτουν από 25% έως 100% (απλήρωτη επί μήνες εργασία).
Τα δάκρυα για τους μικρομαγαζάτορες που “χάνονται” κυλάνε από την ακροδεξιά έως την ακροαριστερή κοίτη του πολιτικού φάσματος. Και περισσεύουν. Στον αντίποδα αυτό που δεν περισσεύει καθόλου, αντιθέτως η έλλειψή του γίνεται όλο και πιο εκκωφαντική, είναι η αναφορά (έστω για αρχή) στα ανεξάρτητα εργατικά συμφέροντα, στις αυτόνομες εργατικές ανάγκες. Στο ρητορικό ερώτημα λοιπόν “τι μας νοιάζει ένας μικρομαγαζάτορας;” εμείς απαντάμε, όπως έχουμε κάνει και στο παρελθόν, ρητά: Δεν μας νοιάζει!
b side: κάθε εμπόριο για καλό
Ο “μικρομαγαζάτορας” της ιστορίας, λοιπόν, “είχε προβλέψει τον ερχομό της κρίσης, δυστυχώς μόνο θεωρητικά”. Τι σόι τύπος ήταν / είναι αυτός, που είχε προβλέψει θεωρητικά (δυστυχώς μόνο θεωρητικά...) τον ερχομό της κρίσης; Τι πούλαγε το “μικρομάγαζό” του; Εδώ χωράει σα βάσιμη η υποψία ότι το μικρομάγαζο (της ιστορίας) ήταν / είναι πολιτικό. Ένα κόμμα ή μια οργάνωση, μικρού μεγέθους (;)...
Με μια τέτοια οπτική, η πρόζα αποκτάει άλλο περιεχόμενο. Ο “μικρομαγαζάτορας” (της ιστορίας) καθώς πούλαγε πράματα (ας πούμε: ιδέες, συνθήματα, κλπ) που τα ευνοούσε η κατάσταση (δηλαδή η κρίση), στην αρχή “πήρε λίγο τα πάνω του”... Αλλά μετά; Μετά ...είδε τους πελάτες να χάνονται. Και το μαγαζί να απειλείται. Ποιός άραγε “μικρομαγαζάτορας” είδε “τους πελάτες να χάνονται” και “το μαγαζί του να απειλείται”; Τι εννοεί ο ποιητής;
Το πράγμα πήγε προς την “επιβίωση”... Αλλά ο “μικρομαγαζάτορας” της ιστορίας είχε αποκτήσει ένα πρόβλημα (μέσα στην κρίση): ...ένας γείτονας, που ξεκίνησαν σχεδόν μαζί, τώρα έχει γίνει μεγάλη δύναμη και διεκδικούσε τη γειτονιά. Μα ποιός άραγε ήταν / είναι αυτός ο “γείτονας, που ξεκίνησε σχεδόν μαζί” με τον “μικρομαγαζάτορα”; Και δεν ήταν μόνο ο “γείτονας” (που μεγάλωσε και έγινε “μεγάλη δύναμη”...). Ο μικρομαγαζάτορας ...επίσης ζοχαδιαζόταν με όλους εκείνους τους μικρούς που δεν έκλειναν τα μαγαζάκια τους να προσχωρήσουν στο δικό του ή εν πάση περιπτώσει ν’ αφήσουν τους πελάτες τους ελεύθερους να πάνε σ’ αυτόν. Μα ποιοί, άραγε, ήταν / είναι αυτοί οι άλλοι “μικροί” που δεν ήθελαν συγχώνευση;
Αφήνοντας το μυστήριο να πλανιέται πάνω απ’ τις λέξεις του, ο συγγραφέας της ιστορίας ξεδιπλώνει την δική του εμπορική λογική: όταν υπάρχουν πολλά μαγαζιά, μικρότερα και μεγαλύτερα, τότε υπάρχει πιάτσα. Και πολλοί πελάτες που σουλατσάρουν στην πιάτσα, ψωνίζοντας πότε από εδώ και πότε από εκεί. Και προκόβουν (έτσι λέει η εμπορική λογική / θεωρία του συγγραφέα της ιστορίας) όλοι οι μαγαζάτορες: το όφελος του ενός [γίνεται] όφελος όλων. Όταν όμως αρχίζουν και κλείνουν μερικά, τότε “περιορίζεται η κίνηση” και, κατά συνέπεια, χάνουν κι αυτοί που κρατάνε ανοικτά τα μαγαζιά τους. Και ο ανταγωνισμός - μέσα - στη μιζέρια (απ’ την άποψη της συρρίκνωσης της αγοράς) κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα - λέει ο ποιητής.
Και τι μας νοιάζει εμάς (αναρωτιέται ο συγγραφέας) για τον “μικρομαγαζάτορα”; Μας νοιάζει γιατί εκφράζει “το πνεύμα της εποχής”...
Ας δοκιμάσουμε να λύσουμε αυτόν τον γρίφο εμπορικής θεωρίας / φιλοσοφίας. Μήπως ο “μικρομαγαζάτορας” είναι ...το κκε και ο “γείτονας που... θέλει όλη τη γειτονιά” είναι ο συ.ριζ.α.; Το “ξεκίνησαν σχεδόν μαζί” θα πρέπει, σε μια τέτοια περίπτωση, να αναφέρεται στην κοινή τους πολιτική προέλευση (ως το ‘68). Χμμμμ... Ίσως... Θα ήταν βέβαια θράσος εκ μέρους του συγγραφέα να εννοεί το κκε σαν “μικρομάγαζο”. Εάν, όμως, αφήσουμε αυτό το παράδοξο για λίγο στην άκρη, η ιστορία φαίνεται να κυλάει. Και βγάζει το δικό της, μάλλον χαιρέκακο νόημα: τον “μικρομαγαζάτορα” της ιστορίας (τον Περισσό) θα τον φάνε· ίσως ο “γείτονας” (της Κουμουνδούρου)...
Αλλά δεν είναι αυτό το ηθικό δίδαγμα, αν δοκιμάσουμε να ερμηνεύσουμε την τελευταία φράση με βάση τις πιο πάνω παραδοχές. Ο συγγραφέας φαίνεται να απευθύνεται σε άλλους “μικρομαγαζάτορες” μ’ αυτήν την διδακτική (;) ιστορία του. Σε ποιούς; Ίσως σ’ εκείνους που διαφωνούν με τις (φιλόδοξες) συμμαχίες και “πολιτικές” της αντ.αρ.συ.α., και πιο συγκεκριμένα στις πρόσφατες προεκλογικές τέτοιες. Τι λέει έμμεσα αλλά καθαρά προς αυτούς; “Συγχωνευτείτε (μαζί μας), αλλιώς θα εξαφανιστείτε!”
Φυσικά, εάν έχουμε δίκιο στην ανάγνωσή μας, η αλληγορία θα μπορούσε να έχει κι άλλες εκδοχές, άλλες παραλλαγές για το τέλος της. Ίσως πιο ορθολογικές - από καθαρά εμπορική / οικονομική άποψη. Όπως, για παράδειγμα, το “μπείτε συνεταιράκια στο μαγαζί του γείτονα”. Δεν πρόκοψαν εκείνοι που χώθηκαν στην Κουμουνδούρου πριν κάτι χρόνια; Πρόκοψαν. Γιατί, άραγε, δεν υποδεικνύονται εκείνοι οι μικρομαγαζάτορες σαν αυτοί που δείχνουν τον δρόμο τον σωστό; Ίσως από σεμνότητα. Ή, ίσως, επειδή δεν είναι φρόνιμο να δείχνει κάποιος ολόκληρη την επιχειρηματική του σκέψη.
Ή μήπως συμβαίνει κάτι άλλο; Ας το δοκιμάσουμε: ο “μικρομαγαζάτορας” της ιστορίας δεν είναι το κκε αλλά είναι η αντ.αρ.συ.α. (ή το ν.α.ρ.)...! Και ο “γείτονας που... θέλει όλη τη γειτονιά” είναι πάλι ο συ.ριζ.α.: “ξεκίνησαν σχεδόν μαζί” όντως, το ν.α.ρ. σαν η διάσπαση (κυρίως απ’ την κνε) του 1989, και ο συνασπισμός περιλαμβάνοντας στελέχη απ’ την επόμενη διάσπαση (του κκε), το 1991. Αν η ιστορία διαβαστεί μ’ αυτήν την αποκωδικοποίηση, τότε... Τότε θα μπορούσε να είναι μελαγχολικά προφητική: παρά τις εδώ και χρόνια φιλοδοξίες περί “τρίτου πόλου της αριστεράς”, κι ενώ πάντα ο κυρίαρχος προσανατολισμός των στελεχών της είναι η απόβαση στο κοινοβούλιο, η αντ.αρ.συ.α. παραμένει (με κριτήρια “αριστεράς”) ένα “μικρομάγαζο” - προς - απαλλοτρίωση (από κάποιον μεγαλύτερο γείτονα).
συμπέρασμα (;)
Είναι χαρακτηριστικό της τέχνης, ακόμα και της μέτριας τέχνης, να είναι ανοικτή σε διαφορετικές ερμηνείες. Δοκιμάσαμε δυόμισυ τέτοιες ερμηνείες για την αρχική ιστορία, που κινούνται σε διαφορετικό έδαφος. Υπάρχει όμως ένα βασικό κοινό μεταξύ τους, και ο συγγραφέας της ιστορίας δεν φαίνεται να το αγνοεί: η λανθάνουσα (;) εμπορική κουλτούρα της σύγχρονης (αντίληψης περί) πολιτικής.
Αυτή η σύνθεση εμπορίου και πολιτικής είναι πολύ κοινότοπη, εδώ και δεκαετίες. Υπάρχει σίγουρα το χρήμα-χρήμα που συνδέει αυτές τις δύο δραστηριότητες, αλλά στην πολιτική υπάρχει μια επιπλέον μορφή “γενικού ισοδύναμου”: τα κουκιά. Όσο περισσότερα τέτοια μαζεύει κανείς (σε κάθε ευκαιρία) τόσο περισσότερο (πιστεύει ότι) “πουλάει”. Και είναι πάντα αδιάφορη η προέλευση των “κουκιών”, όπως άλλωστε και η προέλευση του χρήματος στο εμπόριο. Σημασία έχει η ποσότητα· καθόλου η ποιότητα. Σημασία έχει το πλήθος - των - πελατών.
Αυτό, πράγματι, είναι το “πνεύμα της εποχής”! Εδώ και πολλά χρόνια.