Ασφαλώς οι χρήστες των κοινωνικών δικτύων είναι από ευχαριστημένοι έως κατενθουσιασμένοι. Σύντομα θα έχει εδραιωθεί η βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε ζωή πριν το facebook, το twitter, και ότι άλλο προκύψει μελλοντικά. Όπως είναι πια βέβαιο πως δεν υπάρχει ζωή χωρίς κινητό τηλέφωνο, και πως χάρη στα κινητά η ανθρωπότητα πέρασε, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, απ’ την μακριά προϊστορία της στην αληθινή της ιστορία.
Κάθε κύμα συνηγορίας (συνηγορίας που δεν χρειάζεται έτσι κι αλλιώς παρά μόνο εναντίον των όλο και λιγότερων που επιμένουν να κάνουν αδιάκριτες ερωτήσεις για την κοινωνική σημασία του ενός ή του άλλου θαύματος) έχει το ύφος του αυτονόητου. Για την αξία των κινητών τηλεφώνων το αυτονόητο ήταν η κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Και ποιός, άραγε, δεν θα παραδεχόταν ότι βρίσκεται ή μπορεί να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση όπου ένα επείγον τηλεφώνημα προς κάπου θα είναι λυτρωτικό; (Και τι γινόταν, άραγε, σε έκτακτες καταστάσεις πριν την κινητή τηλεφωνία; Τίποτα... Δεν υπήρχε ζωή τότε...) Για την αξία των ηλεκτρονικών κοινωνικών δικτύων το αυτονόητο είναι η (ανθρώπινη) επικοινωνία. Δεν θες να κάνεις φίλους σύμφωνα με τα γούστα, τα ενδιαφέροντα, ή την επαγγελματική σου κατάσταση; Γιατί όχι; Κι αφού η μόνη απάντηση είναι “ναι”, δεν θες να μοιράζεσαι με τους φίλους σου αυτοστιγμεί τις μικρές ή μεγάλες εντυπώσεις της καθημερινής σου ζωής;
Τι γινόταν στις ανθρώπινες σχέσεις, άραγε, πριν τα κοινωνικά δίκτυα; Φλεγόταν κανείς απ’ την επιθυμία να κοινοποιήσει σε κάθε φίλο ή γνωστό του (δηλαδή σε πάμπολλους τέτοιους) την εσωτερική διακόσμηση του μπαρ στο οποίο πήγε, το καπρίτσιο του κατοικίδιού του, την παρεΐστικη μαλακιούλα που μόλις αποθανάτισε, ή την τάδε είδηση που μόλις ψάρεψε από κάποιο άλλο ηλεκτρονικό μέσο; Θα έπιανε έναν έναν, με πρώτη ευκαιρία, για να διηγηθεί επί δεκάδες, εκατοντάδες ή χιλιάδες φορές το ίδιο πράγμα; Ή, μήπως, θα ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο αλλά δεν θα έμπαινε στον μπελά επειδή παρόμοιες εκμυστηρεύσεις θα ήταν υποχρεωτικά χρονοβόρες;
Ειδωμένη υπό το πρίσμα της ηλεκτρονικής κοινωνικής δικτύωσης η καθημερινή ζωή πριν φαίνεται φτωχή, αργή, ανιαρή. Άλλοι θα είχαν περισσότερους γνωστούς και άλλοι λιγότερους· όμως σίγουρα οι φίλοι ήταν ένα μικρό υποσύνολο των (γενικά) “γνωστών”, και οι σχέσεις μαζί τους διακριτές στην ποιότητά τους, απτές, συγκεκριμένες, ένας προς έναν. Κι ύστερα η άμεση, “φυσική” (μήπως πρέπει να την λέμε “προ-ηλεκτρονική”;) συσχέτιση περιλάμβανε ανάμεσα στα υπόλοιπα και τον παραμερισμό άσχετων προς τη σχέση περισπασμών: το “είμαστε μαζί” ή το “κάνουμε παρέα” δεν σήμαινε ότι πλέουμε ταυτόχρονα στη θάλασσα των κάθε είδους εντυπώσεων, αλλά μάλλον ότι ακουμπάμε σε μια κοινή ξέρα.
Ειδωμένη υπό το πρίσμα της καθημερινότητας πριν την κοινωνική δικτύωση, αυτή η τελευταία είναι ένας τεράστιος και χωρίς προφανή αναγκαιότητα, πληθωρισμός: πληθωρισμός εκπομπών (λόγων και εικόνων), που αν γινόταν “προς το άγνωστο” θα ήταν ελάχιστα ελκυστικός. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχουν, να κατασκευάζονται, αποδέκτες, ακόμα κι αν είναι εικονικοί. Στα κοινωνικά δίκτυα υπάρχει ο καθένας υπό έναν αυστηρό όρο: να “εκπέμπει” την ύπαρξή του, ηλεκτρονικά μεσολαβημένη, όσο συχνότερα και όσο εντατικότερα μπορεί.
Είναι αδύνατο να υποστηρίξει κανείς ότι η κοινωνική δικτύωση πήρε τις ανθρώπινες σχέσεις όπως ήταν πριν και απλά τους προσέθεσε μια τεχνική ευκολία. Δεν συμβαίνει τίποτα “απλό” στην μετατροπή του καθενός σ’ έναν διαρκή “πομπό”: υπάρχει ένας υπόγειος εκβιασμός κοινωνικότητας μέσα απ’ την υπερένταση των ανταλλαγών μηνυμάτων ο οποίος γίνεται ευχάριστα αποδεκτός απ’ τους “χρήστες” (ωραία λέξη κι αυτή, ε;) των κοινωνικών δικτύων επειδή κατα βάθος φοβούνται να τον αναγνωρίσουν σαν τέτοιο. Τα λεκτικά ή/και εικονικά “σήματα” έχουν όλο και μικρότερη πραγματική “αξία χρήσης” και όλο και περισσότερο συμβολική “ανταλλακτική αξία”: είπα, έκανα το ένα ή το άλλο (δείτε το)· άρα υπάρχω στον ορίζοντά σας (στον ορίζοντα της οθόνης σας).
Αυτή η τεράστια αλλαγή απ’ την “αξία χρήσης” των κοινωνικών σχέσεων στην “ανταλλακτική αξία” τους γίνεται ακόμα πιο φανερή εάν θυμίσουμε (σε ποιούς άραγε;) ότι η ποικιλία των ανθρώπινων σχέσεων δεν ήταν μόνο ζήτημα “περιεχομένων” (λεκτικών, εικονικών ή ότι άλλο) αλλά και, ίσως συχνά κυρίως αυτό, ζήτημα τρόπων: εκφράσεων, χειρονομιών, στάσεων των κορμιών, βλεμάτων και αποφυγής βλεμάτων, σιωπών. Εάν υπήρχαν ταξικές, τοπικές, πολιτιστικές ή διαφοροποιήσεις φύλου και ηλικίας, (και υπήρχαν άφθονες), τέτοιες που συγκροτούσαν το πλούτο των κοινωνικών σχέσεων, αυτές οι διαφοροποιήσεις είχαν σχέση και με τις διακυμάνσεις των δυνατοτήτων συνάφειας στο χώρο και τον χρόνο, τις διακυμάνσεις των αναγκών και των επιθυμιών, την ιδιαίτερη ιστορικότητά τους. Η αξία χρήσης του “σου μιλάω” βρισκόταν στο σωπαίνω· η αξία χρήσης του “σε κοιτάω” βρισκόταν στους χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους του βλέμματος αλλά και στην αποστροφή του· η αξία χρήσης του “σε σκέφτομαι” βρισκόταν στη διακριτικότητα ή ακόμα και στην αμφιβολία· η αξία χρήσης της μιας ή της άλλης κοινωνικής σχέσης βρισκόταν και στην πιθανότητα έλλειψής της, στη ζωϊκή δυνατότητα της απώλειας.
Απ’ την άλλη, η δεσπόζουσα ανταλλακτική αξία της επικοινωνίας στην κοινωνική δικτύωση, βρίσκεται στην ουσιαστική επανάληψη του ίδιου μονοδιάστατου μηνύματος: υπάρχω, όπως υπήρχα χτες και προχτές, πριν από δέκα λεπτά και μια ώρα. Οι “χρήστες”, φυσικά, θα διαφωνήσουν: τα μηνύματα είναι διαφορετικά, υπάρχει τεράστιος πλούτος, και εν τέλει δεν είναι απαραίτητο να αναρτά κανείς στον “τοίχο” του ασήμαντα καθημερινά περιστατικά. Όντως δεν είναι απαραίτητο αυτό, όπως δεν είναι καθόλου απαραίτητο το facebook ή το twitter... Και λοιπόν; Έτσι συμβαίνει. Η χρήση του μέσου σαν πράξη και σχέσης κοινωνικής ταυτότητας, αναγνώρισης, καταγραφής, εν τέλει σαν πράξη και σχέση κοινωνικής επιβίωσης μέσα σ’ έναν καταιγισμό ηλεκτρονικών σημάτων υπερκαθορίζει τα περιεχόμενα: με ελάχιστες εξαιρέσεις η συντριπτική πλειοψηφία των “αναρτήσεων” είναι ασήμαντες - σαν - κατεπείγουσες, και αυτά που αφορούν θα μπορούσαν να γίνουν αντικείμενο πρόσωπο με πρόσωπο διήγησης ακόμα και μετά από καιρό· εάν, φυσικά, άντεχαν στο χρόνο. Αλλά όχι, δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να αναμετρηθούν με το χρόνο. Πρέπει, χρειάζεται το αντίθετο: να ζήσουν την μεσολαβημένη ηλεκτρονική διασπορά τους σαν εντατικές δηλώσεις του τώρα. Εάν κάποιος βγει απ’ την συνήθεια ή την εξάρτηση της “χρήσης” θα διαπιστώσει πως τα περισσότερα απ’ αυτά τα “διαφορετικά περιεχόμενα” είναι απλά διαφορετικές μορφές ενός υπόγειου (και χωρίς φανερό κίνδυνο) s.o.s.
Όπως η εντατικοποίηση της κυκλοφορίας του γενικού ισοδύναμου των αξιών, του χρήματος, δεν σημαίνει πλούτο, έτσι και η εντατικοποίηση των κοινωνικών ανταλλαγών δεν σημαίνει ανθρώπινες σχέσεις· όχι, σίγουρα, με τον παλιό, “προϊστορικό” τρόπο. Σημαίνει βέβαια “όγκο”, “ποσότητα”, μετατροπή του κοινωνικού χρόνου σε ψηφιακό, εικονικό χώρο. Σημαίνει ένταση και υπερένταση του διαρκώς Ίδιου. Και, επιπλέον, αυτό το απροσδόκητο (;): ευκολία επιτήρησης. Όμως η ανταλλακτική αξία του κοινωνικώς σχετίζεσθαι είναι υποχρεωμένη να υποστεί αυτό που ισχύει γενικά με τις ανταλλακτικές αξίες, δηλαδή την (κεντρική) επίβλεψη / επαλήθευση νομιμότητας. Βιαστικά αλλά όχι αυθαίρετα υποστηρίζουμε ότι μέσα στις ρευστοποιημένες κοινωνικές σχέσεις, μέσα στο καθολικό κοινωνικό εργοστάσιο, άσχετα με το τι πιστεύει κάθε μικρός κρίκος οποιασδήποτε “επικοινωνιακής αλυσίδας” και κάθε μικρός πομπός, ο Αφέντης (σε κάθε του μορφή) πρέπει να έχει το νου του.
Κι αυτό φροντίζει να κάνει.