Η αδιαφορία είναι το νεκρό βάρος της ιστορίας. Η αδιαφορία δρα δυνατά πάνω στην ιστορία. Δρα παθητικά, αλλά δρα. Είναι η μοιρολατρία. Είναι αυτό που δεν μπορείς να υπολογίσεις. Είναι αυτό που διαταράσσει τα προγράμματα, που ανατρέπει τα σχέδια που έχουν κατασκευαστεί με τον καλύτερο τρόπο. Είναι η κτηνώδης ύλη που πνίγει την ευφυΐα.
Αυτό που συμβαίνει, το κακό που πέφτει πάνω σε όλους, συμβαίνει γιατί η μάζα των ανθρώπων απαρνείται τη βούλησή της, αφήνει να εκδίδονται νόμοι που μόνο η εξέγερση θα μπορέσει να καταργήσει, αφήνει να ανέβουν στην εξουσία άνθρωποι που μόνο μια ανταρσία θα μπορέσει να ανατρέψει.
Μέσα στη σκόπιμη απουσία και στην αδιαφορία λίγα χέρια, που δεν επιτηρούνται από κανέναν έλεγχο, υφαίνουν τον ιστό της συλλογικής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανησυχεί.
Φαίνεται λοιπόν σαν η μοίρα να συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα, φαίνεται σαν η ιστορία να μην είναι τίποτε άλλο από ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη ηφαιστείου, ένας σεισμός όπου όλοι είναι θύματα, αυτοί που τον θέλησαν κι αυτοί που δεν τον θέλησαν, αυτοί που γνώριζαν κι αυτοί που δεν γνώριζαν, αυτοί που ήταν δραστήριοι κι αυτοί που αδιαφορούσαν.
Κάποιοι κλαψουρίζουν αξιοθρήνητα, άλλοι βλαστημάνε χυδαία, αλλά κανείς ή λίγοι αναρωτιούνται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προσπαθήσει να επιβάλλω τη βούλησή μου, θα συνέβαινε αυτό που συνέβη;
Μισώ τους αδιάφορους και γι’ αυτό: γιατί με ενοχλεί το κλαψούρισμά τους, κλαψούρισμα αιωνίων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λογαριασμό ο καθένας απ’ αυτούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το καθήκον που του έθεσε και του θέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ειδικά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυσώπητος, ότι δεν μπορώ να χαλαλίσω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί τους τα δάκρυά μου.
Αυτά έγραφε κάποιος Γκράμσι κάποιον Φλεβάρη κάποιου 1917 - πριν έναν αιώνα. Φυσικά δεν αφορά κανέναν και καμμία στα πέριξ, έτσι δεν είναι; Υπάρχει μια έντονη (και έντονα αυτάρεσκη) βεβαιότητα πως ο “ελληνικός λαός” έχει κάνει σχεδόν τα πάντα· ή όχι; Μήπως ό,τι έκανε ήταν να κλαψουρίζει αξιοθρήνητα και να βλαστημάει χυδαία, κι αυτό όλο κι όλο; Δεν έχει σημασία (ή έχει;): τώρα ο “ελληνικός λαός” ελπίζει, και ετοιμάζεται να (ξανα)ψηφίσει.
Αν υπάρχει ένα μέτρο της επιτυχίας των αφεντικών και των συμμάχων τους στη διαχείριση της τρέχουσας κρίσης αυτό δεν είναι οι δημαγωγικές φανφάρες για το υποτιθέμενο τέλος της. Είναι πάγια τακτική εκείνων που επωφελούνται απ’ τη λεηλασία της ζωής των πολλών το να υπόσχονται πως αυτή θα είναι σύντομη. Θα τελειώσει γρήγορα... Τελειώνει... όπου νάναι.
Το μέτρο της επιτυχίας τους βρίσκεται στο γεγονός πως εκείνοι που θα είχαν επείγον συμφέρον να αναλύσουν την πραγματική κατάσταση και να δράσουν εναντίον της βρίσκονται ήδη πολύ πίσω απ’ τις εξελίξεις. Η κρίση, που είναι χρόνια και δομική, και συνοδεύεται από την εξίσου ισχυρή καπιταλιστική αναδιάρθρωση, πλησιάζει με μεγάλη ταχύτητα προς το σημείο του ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών, όχι μεταξύ τάξεων αλλά μεταξύ αφεντικών, σε πλανητική κλίμακα. Σ’ αυτή τη διαδικασία η μηχανή του συστήματος μπορεί να παράγει ανεμπόδιστα καθηλωτικούς φόβους για τις μάζες των υποτελών, που έχουν χάσει τη συλλογική ταξική αυτενέργεια και αυτοπεποίθησή τους, και προσπαθούν να κρατηθούν από εμπόρους ελπίδας.
Τα αναισθητικά μαζικής χρήσης επιβάλλουν να δίνουμε πίστωση στους θεατρινισμούς των κρατών και του κεφάλαιου· ή να ψοφολογάμε με χημικά κατευναστικά και συμβουλές ψυχοειδικών· ή και τα δυο μαζί. Η μοιραλατρεία έχει πολλές μορφές, όχι μόνο την παλιά αλλά πάντα ακμαία θρησκευτική. Εδώ ή εκεί ξεσπούν κύματα ευ-συγκινησίας που καταλήγουν κυριολεκτικά ή μεταφορικά σε χειροπέδες· ακόμα και ηλεκτρονικές. Λίγο πολύ παντού το ζητούμενο είναι ο “όγκος”, η “ποσότητα”, τα like, οι ψήφοι, η κολακεία. Όποιος κινείται κόντρα στην υποκατάσταση της οξύτητας της κριτικής απ’ την θαλπωρή του χειραγωγημένου συναισθηματισμού είναι απόβλητος. Όποιος κινείται κόντρα στην τωρινή ρηχότητα του πλήθους είναι παράξενος. Όποιος αρνείται τον φτηνό συνδικαλισμό των public relations, σε κάθε κλίμακα και πεδίο των κοινωνικών σχέσεων, περισσεύει.
Η λέξη “φτώχια” κυκλοφορεί μεταξύ των “φτωχών” και, ταυτόχρονα, εκπέμπεται διαρκώς σε βάρος τους απ’ τα μεγάφωνα της καπιταλιστικής κυριαρχίας, με το ίδιο νόημα: της χρηματικής κατάπτωσης και μιζέριας. Ασφαλώς χρειάζονται και χρήματα για να ζει κάποιος αξιοπρεπώς. Όταν, όμως, η συνέλευση του πλάνου 30/900 πρότεινε (πριν 4 χρόνια και σταθερά από τότε) με κάθε δυνατή τεκμηρίωση την κρίσιμη εργατική απαίτηση των 900 ευρώ σαν ελάχιστο βασικό καθαρό μισθό (και μάλιστα όχι για 40 αλλά για 30 ώρες δουλειάς την εβδομάδα) συνάντησε τον περίγελω μιας άλλης φτώχιας, πολύ μεγαλύτερης και χειρότερης απ’ την χρηματική: της διανοητικής και συνειδησιακής χρεωκοπίας. Που είναι μασκαρεμένη σε “αγανάκτιση” ή/και “ανατρεπτική” έπαρση, δεμένη χειροπόδαρα στο καθεστωτικό θέαμα. Αυτό, μαζί με πολλά άλλα, δείχνει ότι στις συνθήκες όπου η αντικειμενική πραγματικότητα της καπιταλιστικής και κρατικής βίας δεν κρύβεται, η υποκειμενική κατάσταση ακόμα και εκείνων που από υλική άποψη έχουν ριχτεί στα τάρταρα είναι να παρακαλούν ή να ελπίζουν σε κάποια επιδότηση της εθελοδουλείας.
Ένας απ’ τους φόβους που δυναστεύουν την τάξη μας και την έχουν παραδόσει μαρμαρωμένη στις πολλαπλές νόρμες του συστήματος, είναι ο φόβος της διεισδυτικής, αιχμηρής θεωρητικής και πρακτικής κριτικής. Τα λόγια, οι κατάρες, οι βερμπαλισμοί, η διπλή και τριπλή ηθική, τα κατά συνθήκη ψεύδη, οι αναθέσεις, οι μυθοποιήσεις, είναι εύκολα. Και κατευναστικά. Η εργατική αυτονομία προκαλεί δέος ή και ανομολόγητο τρόμο στα μικροαστικά ήθη. Όχι επειδή βρίσκεται στο σημείο να απειλεί τα αφεντικά, αλλά επειδή απ’ την αφετηρία της την ίδια αρνείται τις συνηθισμενες μικροδιευθετήσεις της “πολιτικής” όπως και της ζωής στο σύνολό της.
Αυτές οι σελίδες και οι πολιτικές αρχές που υπηρετούν χωρίς διαπραγμάτευση έχουν κατηγορηθεί μερικές φορές για σεχταρισμό. Ο όρος είναι λάθος αφού δεν ανήκουμε σε κάποιο ορατό ή αόρατο κόμμα. Αλλά για τις ανάγκες αυτής εδώ της αναφοράς μπορούμε να τον δεχτούμε, μαζί με την κατηγορία. Όμως μόνο μ’ αυτήν την συμπλήρωση: είμαστε εργατικά, ταξικά “σεχταριστές”. Μας ενδιαφέρει μόνο η κατάσταση της τάξης μας· όχι η “αναγνώριση” του Sarajevo (ή οποιασδήποτε άλλης απ’ τις δράσεις μας). Όχι οι έπαινοι προς τα εδώ, όχι τα “φιλικά κτυπήματα στη πλάτη” προς τα εδώ, όχι η καλλιέργεια ματαιοδοξίας εδώ· όχι η κολακεία προς τα εδώ. Έχουμε επίγνωση της ασημαντότητας που έχει κάθε μονοπρόσωπο ή ολιγοπρόσωπο εγχείρημα μέσα στην τάξη μας. Κι έχουμε αποδεχτεί αυτή τη θέση σαν μέρος της ταξικής μας πραγματικότητας.
Δεν μυθοποιούμε την σύγχρονη εργατική τάξη· ξέρουμε ότι πάντα το προλεταριάτο ήταν ικανό για το καλύτερο, αλλά και για το χειρότερο. Δεν παριστάνουμε ότι αυτή η τάξη υπάρχει σαν μαχητικά συγκροτημένος σχηματισμός· υπάρχει, όμως σαν ένα απεριόριστο εν-δυνάμει! Δεν χρειαζόμαστε ατομικές επιβραβεύσεις και “επιτυχίες” και “αναγνωρίσεις” και υστεροφημίες· κάτι τέτοια είναι άθλιες εκφράσεις του μικροαστισμού. Δεν έχουμε πουληθεί για πολύ περισσότερα και πολύ εντυπωσιακότερα· δεν μπορεί, λοιπόν, να μας εξαγοράσει ο χυλός του μίζερου “μεροδούλι - μεροφάι” των μικροαστικών “πολιτικών”, “τακτικών”, “ηθικών”, όσα “αυτονόητα” κι αν επιστρατεύσει. Εάν ο εργατικός “σεχταρισμός” απαιτεί απ’ την όποια πολιτική μας σκέψη και δράση ακόμα και την πιο ακραία περιθωριακότητα, τότε αυτή είναι καλοδεχούμενη. Κανένα πρόβλημα, καμία διαμαρτυρία. Επειδή ναι, ανήκουμε με περηφάνεια στην τάξη που αξίζει τα πάντα, που θέλησε τα πάντα και μάτωσε, πόνεσε, ηττήθηκε πολλές φορές. Δεν διαλέγει κανείς την εποχή όπου ζει. Κι αν σ’ αυτή την εποχή μας αναλογεί μερίδιο και από κάθε ήττα του παρελθόντος είναι ατιμία να παραστήσουμε οτιδήποτε άλλο. Αν η τάξη μας είχε σώμα θα ήταν γεμάτο ουλές. Κι αυτές θα ήταν μέρος της ομορφιάς της.
Μερίδιο στην ήττα δεν σημαίνει μετοχή στη σιωπή - το αντίθετο. Μερίδιο στην ήττα δεν σημαίνει υποστολή των σημαιών μας - το αντίθετο. Μερίδιο στην ήττα δεν σημαίνει ακύρωση της κριτικής - το αντίθετο. Μερίδιο στην ήττα δεν σημαίνει να υποχωρούμε σ’ αυτά που μας πνίγουν, να συμβιβαζόμαστε μ’ αυτά - το αντίθετο.
Κάποτε, κάπου, γράφτηκε:
Το παρελθόν δεν θα φυτρώσει πουθενά,
λυσσασμένο, ανθός της τιμωρίας,
το παρελθόν δεν θα την στήσει πουθενά,
για να ζητήσει λογαριασμό, για να βρει το δίκιο του.
Όχι - το παρελθόν (μας) είναι χρόνος μπάσταρδος,
κοιμάται στα ερείπα του που αυξάνουν,
βρυκολακιάζει κάποτε, και έρχεται πάντα από πίσω,
δώδεκα ως δώδεκα και πέντε,
για μια ενοχή βιαστική, στα όρθια,
για να κοροϊδευτικό “τι κάνετε ρε μαλάκες;”
στη μέση της νύχτας...
έρχεται πάντα από πίσω,
γιατί πάντα κοιτάζουμε μπροστά.
Αυτός είναι ο τρόπος μας να το ξεγελάμε.
Ρεαλισμός είναι η σκόνη των πραγμάτων που αλλάζουν,
ανάμεσά τους κι εμείς, ρεαλιστές ει δυνατόν,
ρεαλισμός είναι λοιπόν η σκόνη μας που αλλάζουμε
σύμφωνα με τη σκόνη των πραγμάτων που αλλάζουν
σύμφωνα με την σκόνη μας που αλλάζουμε,
και ούτω καθ’ εξής,
ο ρεαλισμός είναι γκρι,
και δεν υπάρχει τίποτα ρεαλιστικότερο από την
διαπίστωση: "πω, πω, σκόνη που σηκώνουμε μωρέ αδελφάκι μου!”
- αυτό είπε το ποντίκι στον ελέφαντα καθώς έτρεχαν στην έρημο.
Αλήθεια είναι πως στους πολέμους δεν υπάρχουν
αναγκαστικά ηττημένοι.
Η ήττα χρειάζεται μια σκληρή απόφαση για να υπάρξει,
και υπάρχει, προπάντων, μετά την σκληρότερη απόφαση
κάποιων να την υποστούν.
Γιαυτό είναι πιο εύκολο να βρει κανείς
(στην άλλη μεριά των θριαμβευτών)
ξεπεσμένους νικητές παρά ηττημένους...
πάει να πει πως είναι ευκολότερο
να χορτάσει κανείς με ψίχουλα
παρά να παραδεχτεί πως χωρίς ολόκληρο το φουρνάρικο
είναι και θα είναι νηστικός.
Μέθη είναι το αντίδοτο στην τρέλλα·
η μέθη συμφέρει όλες τις πλευρές του πολέμου,
είναι ρεαλιστική,
και ακόμα είναι χωρίς παρελθόν,
αιωνίως παρούσα μέσα στην πίστα της.