sarajevo

το άρωμα της ζωής: η μοναξιά σαν τίποτα

Αν συνέβαινε στα “ζευγάρια της σιωπής” θα ήταν αναμενόμενο και εύλογο. Συμβαίνει όμως στις παρέες, όλο και περισσότερο. Παρά την “φυσική παρουσία” οικείων, φίλων, γνωστών, έχει γίνει κοινότοπη συμπεριφορά η ενασχόληση του / της οποιουδήποτε / οποιασδήποτε απ’ την παρέα με το smartphone του / της. Όχι σε τηλεφωνικές συνδιαλέξεις. Και όχι συνεχόμενα. Με διακοπές. Έτσι ώστε να μην είναι βέβαιο τι διακόπτει τι (η παρέα την ενασχόληση με την ψηφιακή αναπαράσταση ή η ψηφιακή αναπαράσταση την παρέα;). Από πρώτη ματιά η “διαχείριση του ελεύθερου χρόνου” μοιάζει ένα συνεχές ζιγκ ζαγκ, μια ταλάντωση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο θέσεις (την “φυσική” συναναστροφή και την ηλεκτρονική μεσολάβηση), που περιλαμβάνει απ’ την αποθανάτιση (φωτογράφηση / βιντεοσκόπηση) κοινόπων καταστάσεων σα να είναι εξαιρετικές και την ανάκληση / επίδειξη άλλων παρόμοιων που έχουν αποθηκευτεί, μέχρι αυτά τα διαδοχικά μπρος πίσω μεταξύ παρέας και ψαχουλέματος της συσκευής.
Σύμφωνα με τα “παλιά” κριτήρια, το να βρίσκεσαι μαζί με άλλους και να ασχολείσαι με κάτι που σε απομονώνει απ’ αυτούς, θεωρούνταν ασφαλής ένδειξη ότι βαριέσαι. Δεν είναι σίγουρο τώρα ότι είναι η βαρεμάρα το κίνητρο που αρχίζει κάποιος ή κάποια να “παίζει” με το γκάτζετ. Μοιάζει, μάλλον, πως και οι δυο καταστάσεις (και η φυσική παρέα και η ψηφιακή αναπαράσταση) είναι μόνιμα συναισθηματικά ελλειπείς· “δεν είναι αρκετές” να κερδίσουν την προσήλωση, το σταθερό ενδιαφέρον. Αν συμβαίνει έτσι, αυτή η αδιόρατη (;) “ανεπάρκεια” δεν μπορεί να εξηγηθεί αφ’ εαυτής. Φαίνεται μάλλον ότι η συναισθηματική ρηχότητα του χειρισμού μηχανών και οθονών έχει γίνει ένας ηθικοαισθητικός κυρίαρχος κανόνας, που μεταφέρεται ασυνείδητα και στην παρέα. Έτσι ώστε η κανονική, “φυσική” συναναστροφή να είναι ο γείτονας, κάτι ομόλογο, της ψηφιακής εμπλοκής, μεσοτοιχία μ’ αυτήν, και όχι κάτι εντελώς διαφορετικό που κινητοποιεί ψυχικές και συναισθηματικές πλευρές - του - εαυτού μεγαλύτερης, πλουσιότερης (και διαφορετικής) έντασης.

Διάφορες mainstream ψυχοκοινωνικές έρευνες δείχνουν αυξανόμενες (σε έκταση και ένταση) “τάσεις φυγής” μεταξύ των υπηκόων του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού. Σ’ αυτές τις “τάσεις” περιλαμβάνονται οι καθημερινοί χρόνοι μπροστά σε οθόνες (τηλεόρασης, υπολογιστή, smart phone) εκτός εργασίας, η χρήση αντι-καταθλιπτικών φαρμάκων, η χρήση (και η κατάχρηση) αλκοόλ και drugs διασκέδασης, και τα γυμναστήρια καθώς και άλλες υγιεινιστές ασκήσεις, δίαιτες, κλπ. Σύμφωνα μ’ αυτές τις έρευνες οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν σε μια λιγότερο ή περισσότερο υπόγεια και ανομολόγητη μη ικανοποίηση, “δυστυχία της καθημερινής ζωής”. Δεν αμφιβάλουμε καθόλου για την γενικευμένη δυστυχία - της - καθημερινής - ζωής, ακόμα και “προ κρίσης” (οι έρευνες είναι, πράγματι, και παλιότερες). Το ενδιαφέρον είναι ότι εάν η ομαδοποίηση κάτω απ’ τον όρο “τάσης φυγής” είναι σωστή, αυτή η “φυγή” δεν έχει καμία σχέση με οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί τέτοιο με τους “παλιούς” όρους. Πρόκειται για “φυγές” που δεν είναι τέτοιες στο χώρο, αλλά μόνο (με ό,τι περιορισμούς προκύπτουν έτσι) στο χρόνο. Και αν είναι τέτοιες οι “φυγές”, τέτοιες είναι και οι “εγγύτητες”: κατανομές στο χρόνο. Κοντύτερα - μακρύτερα - κοντύτερα - μακρύτερα... σα διαρκής ταλάντωση, που περισσότερο κοιτάει τον εαυτό της (την ταλάντωση την ίδια) παρά τις θέσεις της.
Επιστρέφουμε έτσι στις αρχικές παρατηρήσεις. Η κοινωνικότητα έχει μυθοποιηθεί με διάφορους (αλλά πολύ συγκεκριμένους) τρόπους τις 4 τελευταίες δεκαετίες· ειδικά απ’ την ιστορική στιγμή που οι κοινωνικές σχέσεις άρχισαν να υπάγονται στην καπιταλιστική εκμετάλλευση / συσσώρευση. Κάτω από συγκεκριμένες ιδεολογικές νόρμες (που μένει να βρεθούν) η “κοινωνικότητα” έγινε καθήκον και όχι δυνατότητα. Από εκεί προέκυψε και έχει σταθεροποιηθεί μια ορισμένη ηθική / αισθητική των κοινωνικών σχέσεων ως public relations και σπορ· μια ατιμωτική αλήθεια την οποία ελάχιστοι / ες μπορούν ή θέλουν να παραδεχτούν.
Απ’ την κοινωνικότητα - ως - καθήκον ως τον “πληθωρισμό δυνατοτήτων επαφής” (ο όρος “επαφή” προέρχεται απ’ το ψηφιακό / ηλεκτρονικό οικοσύστημα) η απόσταση είναι μικρή. Ενώ η κοινωνικότητα σα δυνατότητα ή και επιθυμή κρατούσε μια ορισμένη αξία για τη μοναχικότητα, καθώς και την λεπτή τέχνη αυτής της μοναχικότητας, η κοινωνικότητα σαν καθήκον δεν έχει τέτοια περιθώρια. Πρέπει ο καθένας / η καθεμιά (και η έμφαση είναι, πράγματι, στο “άτομο”) να κινείται μέσα στα “κοινωνικά περιβάλλοντα” (δηλαδή ανάμεσα στους Άλλους) όσο πιο αποδοτικά / ωφέλιμα για τον ίδιο / την ίδια γίνεται. Αυτό έχει δημιουργήσει (δεν είναι καινούργιο) μια σχεσιακή υπερένταση (στο φόντο του καθήκοντος της “κοινωνικής συσσώρευσης”, την “συσσώρευσης κοινωνικού κεφαλαίου”). Και η σχεσιακή υπερένταση, πίσω απ’ τις πλάτες των “ατόμων”, υποδεικνύει την διαρκώς αέναη μετακίνηση / μετάπτωση απ’ το καθε φορά “εδώ” σε διάφορα “αλλού”.
Ενώ αυτές οι μεταπτώσεις ήταν για καιρό αποκλειστική δυνατότητα της χημείας (αλκοόλ, drugs, φάρμακα), η ψηφιακή / ηλεκτρονική αναπαράσταση της ζωής μορφοποίησε, ενδυνάμωσε και έκανε ακίνδυνες (από πρώτη ματιά) αυτές τις εντατικές αλληλουχίες τυφλού κοινωνικού κυνηγιού, του είδους “εδώ - αλλού - εδώ - αλλού” ή “αλλού - αλλού - αλλού - αλλού”. Εν τέλει τα παρεΐστικα στιγμιότυπα με τα οποία ξεκινήσαμε αυτήν εδώ την αναφορά δεν είναι παρά μια κοινότυπη μορφή αυτής της σχεδιασμένης (και δυναμικής για τον καπιταλισμό) αστάθειας / ανασφάλειας. Μια μορφή εύκολα και ευμενώς αποδεκτή απ’ τους υπηκόους.

Το αληθινό μέτρο αυτής της συγκεκριμένης και ιστορικά προσδιορίσιμης “δυστυχίας - της - καθημερινής - ζωής” είναι αυτό που δεν εμφανίζεται πουθενά, αφού έχει εξοριστεί: η τέχνη της μοναχικότητας. Παρότι δεν ήταν ποτέ μια τέχνη που διδασκόταν μαζικά (που άλλωστε;) μπορούσε κατ’ αρχήν να την ανακαλύψει ο καθένας / η καθεμιά, και ύστερα να την δουλέψει, μέσα απ’ τα ίδια τα ζόρια της κοινωνικότητας - όταν αυτή ήταν δυνατότητα, με χαρές και λύπες. Αντίθετα, η κοινωνικότητα σαν καθήκον, η κοινωνικότητα σαν “επένδυση”, επιφυλάσσει μια άλλη θέση για την ετοιμολογικά ομόρριζη λέξη μοναξιά: είναι κατάρα, είναι ποινή, είναι τιμωρία, είναι έκπτωση. Και ο κίνδυνος της μοναξιάς είναι παντού παρών: όσο λιγότερο “δικτυωμένος” είναι ο καθένας (από ιστορική άποψη “δικτυωμένος” πρώτα με την φυσική έννοια, των γνωριμιών, και ύστερα με την ηλεκτρονική) τόσο πιο κοντά είναι σ’ αυτήν την κατάρα. Διαφορετικά ειπωμένο: η ταλάντωση μεταξύ διαφορετικών θέσεων κοινωνικής συνάφειας, άμεσης ή έμμεσης, φυσικής ή ηλεκτρονικής, η “ταλάντωση δι’ εαυτήν” με μια κουβέντα, είναι το εντατικό μεν αλλά πολύτιμο αντίδοτο (;) στον κίνδυνο, στο ενδεχόμενο μιας μοναξιάς που χάσκει πάντα σαν γκρεμός.
Συνεπώς πολλά απ’ αυτά που χαρακτηρίζονται σαν σύγχρονες “τάσεις φυγής” είναι, στην πραγματικότητα, το αντίθετο: απελπισμένες προσπάθειες (κοινωνικής) “παραμονής” και αναγνώρισης. Μόνο που είναι τόσο πληθωριστικές, de facto, ώστε το μόνο που μπορεί να συμβεί μ’ αυτές είναι να αυτο-καταστρέφονται σαν αξία. Και να ανατροφοδοτούν την αγωνία της (κοινωνικής) παραμονής και αναγνώρισης.
Η μοναξιά που βιώνεται σαν έκπτωση, σαν τιμωρία, δεν είναι το αναγκαίο και ικανό πέρασμα στην τέχνη της μοναχικότητας· και, από εκεί, στην τέχνη των δυνατοτήτων (και καθόλου των βεβαιοτήτων) του κοινωνικών σχετίζεσθαι.  Αυτή η μοναξιά είναι το εξαιρετικά επώδυνο βίωμα της ανυπαρξίας. Μέσα σε διάφορους τρόμους που καλλιεργούνται και κυκλοφορούν στο κοινωνικό εργοστάσιο, είναι κι αυτός: το να μην υπάρχεις, ενώ είσαι ζωντανός. Δεν είναι ένας τρόμος άγνωστος (το αντίθετο), ούτε ένας τρόμος που δεν αντιμετωπίζεται μέσα απ’ την κριτική αποδιάρθρωσή του.
Οπωσδήποτε, η αποφετιχοποίηση των “εξασφαλίσεων” απέναντι σ’ αυτόν τον τρόμο, που “προσφέρει” ο εικονικός κυβερνοχώρος, είναι βασικό στοιχείο της αποδιάρθρωσης...

κορυφή