Σε δύο προηγούμενες αναφορές (Sarajevo νο 78, Νοέμβρης 2013, και νο 80, Γενάρης 2014) επιχειρήσαμε να περιγράψουμε τους μετασχηματισμούς στη δομή και τη λειτουργία της πολιτικής διεύθυνσης των καπιταλιστικών κρατών, απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και μετά. Θυμίζουμε ενδεικτικά:
...
Η επαναθεμελιώση του επιθυμητού στο παρελθόν (του 19ου αιώνα σίγουρα) “ολιγαρχικού νοήματος” της δημοκρατίας - των - εκπροσώπων άρχισε, έτσι, απ’ την δεκαετία του 1980 παράλληλα με την διαρκή επέκταση των μεσολαβήσεων της αγοράς· των μεσολαβήσεων του χρήματος. Συνοδευόμενη (αυτή η μετασχηματιζόμενη δημοκρατία) όχι μόνο απ’ την ενίσχυση των κατασταλτικών βραχιόνων της, αλλά και απ’ την διάχυση του κορπορατιβισμού, τόσο σε σχέση με τους εργάτες όσο και σε σχέση με κάθε άλλο διεκδικητικό υποκείμενο. Το στελεχικό προσωπικό των κομμάτων μπορούσε τώρα να απολαύσει ευκολότερα (αν και όχι ανοικτά) τα συντεχνιακά του συμφέροντα. Και, δεν χρειάζεται να το θυμήσουμε: ο κορπορατιβισμός, σαν αγοραίοι συσχετισμοί δύναμης, είχε στην υψηλότατη κορυφή του εκείνους που κατείχαν τη δύναμη του χρήματος.
...
Εκείνο που επιχειρήσαμε να δείξουμε (ή να θυμίσουμε) είναι πως αυτό που εμφανίζεται σαν το “πολιτικό κέντρο” του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους, δηλαδή το κοινοβούλιο, η κυβέρνηση, τα κόμματα, οι εκλογές και οι κατιόντες θεσμοί πολιτικής διοίκησης / διεύθυνσης, δεν συνιστούν την πραγματικότητα (ούτε καν την κυρίως πραγματικότητα) της εξουσίας, αλλά μόνο ένα μέρος των αναπαραστάσεών της. Και μάλιστα το πιο ευκίνητο, ρευστό (και γι’ αυτό ιδιαίτερα αποπροσανατολιστικό) μέρος των αναπαραστάσεων της “κεντρικής” καπιταλιστικής εξουσίας, επειδή εκεί, σ’ αυτούς τους θεσμούς, εξασφαλίζεται (ή εκβιάζεται) η “κοινωνική συναίνεση”.
Αν δεν φτάνει η δική μας ανάλυση και κάποιοι χρειάζονται “βαριά ονόματα” για να δώσουν σημασία σ’ αυτήν την πραγματικότητα, μπορούν να στραφούν στο “ο μετασχηματισμός της δημοκρατίας” του Johannes Agnoli. [1Η ανάλυση αυτή γράφτηκε το 1967, και στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972 απ’ τις εκδόσεις “επίκουρος”. Αν ξέρουμε σωστά, έχει επανεκδοθεί σε μια συλλογή (και μεταγενέστερων) κειμένων του Agnoli, απ’ τις εκδόσεις “κψμ”.] Σε κάποιο σημείο, κριτικάροντας την άποψη περί “ειρηνικής επανάστασης μέσα στους (και μέσα απ’ τους) θεσμούς” ο Agnoli σημειώνει (ο τονισμός στο πρωτότυπο):
...
Η ειρηνική επανάσταση με τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας του λαού προϋποθέτει τη συγκατάθεση των κυρίαρχων γι’ αυτή τη διαδικασία· κι αυτό σημαίνει: τη συμφωνία τους ότι ο λαός επιτρέπεται να κάνει τους κανόνες ενός ολιγαρχικού παιχνιδιού αγωνιστικούς κανόνες μιας κοινωνικής επανάστασης. Και σ’ αυτό το σημείο, όπου η κοινοβουλευτική αριστερή αντιπολίτευση θα μπορούσε να γίνει πρακτική και να αποκοινοβουλευτοποιηθεί, αυτή η ιδέα [της ειρηνικής επανάστασης...] διαλύεται.
Η συντηρητική συμφωνία έγκειται στη διαρκώς ανανεωνόμενη συμφωνία των ολιγαρχιών για την μορφή και το περιεχόμενο της πολιτικής. Αυτή η συμφωνία που χειραγωγικά κατευθύνεται προς τα κάτω και γίνεται γενική συγκατάθεση του πληθυσμού για το κυβερνητικό σύστημα, αφήνει πάντα αρκετό περιθώριο για πραγματιστικές και τακτικές διαφορές: στον τομέα της πολιτικής των επιχορηγήσεων, της κοινωνικής πολιτικής και για αποφάσεις που λαμβάνονται στο κατώτερο, στο πιο ασήμαντο επίπεδο κοινωνικών συμφερόντων.
...
Το γεγονός ότι ο Agnoli έγραφε τέτοια πράγματα το 1967 δίνει στην προσέγγισή του την ισχύ πρόγνωσης. Μεταξύ (χοντρικά) του 1965 και του 1975 τα περισσότερα απ’ τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη έπεσαν σε μια πραγματική “κρίση διεύθυνσης”, κι αυτό λόγω της έντασης του ταξικού και κοινωνικού ανταγωνισμού. Η συντεταγμένη στροφή προς την “ολιγαρχική διεύθυνση” και την εικονική δημοκρατία (σε ότι αφορά τους θεσμούς) άρχισε σαν απάντηση των αφεντικών σε πολύ πραγματικά προβλήματα· και θεμελειώθηκε τις επόμενες δεκαετίες, αρχίζοντας απ’ αυτήν του 1980.
Είναι συνηθισμένο να διαστρέφονται οι αιτίες και ο στρατηγικός χαρακτήρας αυτής της στροφής στην ολιγαρχική διεύθυνση είτε με προσφυγή σε αισθητικού τύπου παρατηρήσεις (“η γοητεία της εξουσίας”) είτε με ηθικολογία (“η διαφθορά της εξουσίας”). Όμως εξουσία σημαίνει δύναμη και άσκησή της. Και άσκηση της δύναμης σημαίνει προσπορισμό ωφελημάτων, πολιτικών προσόδων· προσπορισμό και διανομή τους. Εφόσον η υποτιθέμενα “δημοκρατική” εξουσιο-δότηση γίνεται με τον τρόπο που ξέρουμε (με εκλογές κάθε 4 ή 5 χρόνια) και εφόσον είναι πασίγνωστο ότι δεν υπάρχει καμία “νόμιμη” διαδικασία απο-εξουσιοδότησης, γοητευμένοι ή διεφθαρμένοι εκ προοιμίου δεν είναι μόνο αυτοί που εξουσιοδοτούνται αλλά κι αυτοί που εξουσιοδοτούν, παραιτούμενοι από κάθε ουσιαστικό, λεπτομερή και αποτελεσματικό έλεγχο πάνω σ’ αυτούς που “εκλέγουν”. Είτε πρόκειται για την κυβέρνηση, είτε πρόκειται για τον δήμο ή την περιφέρεια, είτε πρόκειται για το συνδικάτο, είτε πρόκειται για τον σύλλογο γονέων και κηδεμόνων. Καθόλου παράξενο δεν είναι που “γιορτή της δημοκρατίας” ονομάζεται η εκλογή ενός κοινοβουλίου και μιας κυβέρνησης, κι όχι η αμφισβήτησή τους απ’ τον “όχλο του πεζοδρομίου”.
Αρκεί να είναι κανείς αταλάντευτα προσεκτικός, για να αναρωτηθεί: ποιός κυβερνά πραγματικά τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό τα τελευταία 5 χρόνια (σα συνέχεια, προφανώς, του γεγονότος ότι κυβερνούσε και πριν...) και ποιός πραγματικά ορίζει τις ουσιαστικές παραμέτρους της διαχείρισης της κρίσης; Στην καθεστωτική δημαγωγία προσφέρονται δύο απαντήσεις, που ανάλογα με τα γούστα ή την τακτική του ψέμματος μπορεί να γίνονται μία ή να ξαναχωρίζονται. Είτε κυβερνούν αυτοί που εκλέγονται, είτε κυβερνούν οι “κακοί τροϊκανοί”, και τα λοιπά. Η δεύτερη απάντηση επιστρατεύεται όταν πρέπει να υποδειχθεί ότι οι εκλεγμένοι (χωρίς να έχει υπάρξει κάποια νοθεία της “λαϊκής βούλησης”...) είναι μαριονέτες των πανίσχυρων “ξένων”. Η πρώτη απάντηση, πάλι, είναι χρήσιμη ενόψει νέων εκλογών: εάν ξαναεκφραστεί η “λαϊκή βούληση” τότε οι “ξένοι” θα γίνουν ανίσχυροι ή, έστω, λιγότερο ισχυροί· θα χάσουν τις μαριονέτες τους. Αυτές οι δύο απαντήσεις μαζί, με εναλλασσόμενη δοσολογία μεταξύ τους, αποτελούν την ενιαία ρητορεία (κυβερνώντων και wegonnabe) σε ότι αφορά την πραγματική εξουσία σήμερα στην ελλάδα. Και αντίστοιχες αφηγήσεις υπάρχουν κι αλλού, σ’ άλλα μέρη του καπιταλιστικού πλανήτη.
Σχεδόν κανένας δεν λέει ότι η πραγματική εξουσία ασκείται απ’ τα ντόπια αφεντικά, άλλοτε με και άλλοτε χωρίς την βοήθεια των διεθνών συμμάχων τους. Απ’ αυτά, και τους κοινωνικούς συμμάχους / λακέδες τους. Διότι εάν επρόκειτο να δείξει κανείς την πραγματική “έδραση” της εξουσίας, την καπιταλιστική δομή με όλο το σχεσιακό της οπλοστάσιο δηλαδή, θα δειχνόταν μαζί το προφανές: ότι αυτή δεν υφίσταται σαν τέτοια επειδή “εκλέχτηκε” αλλά επειδή ελέγχει τα βασικότερα μέσα παραγωγής και κοινωνικής αναπαραγωγής, συμπεριλαμβανόμενης της ιδεολογίας· και διανέμει τις όποιες προσόδους. Κατά συνέπεια ολόκληρο το έπος της “ειρηνικής επανάστασης μέσα απ’ τους θεσμούς” θα κατέρρεε σαν φτηνό παραμύθι για μωρά: προφανώς δεν είναι οι θεσμοί μεσολάβησης, ανάθεσης (και, όπου χρειάζεται, εξαπάτησης, απόκρυψης, αποπροσανατολισμού...) το πεδίο στο οποίο ο αναπτυγμένος καπιταλισμός σαν δομή και σαν φυσικά πρόσωπα μπορεί να “πιεστεί”· πολύ λιγότερο να ανατραπεί. Το αντίθετο: οι θεσμοί αυτοί είναι το πεδίο όπου τα αφεντικά μπορούν να παρουσιάσουν σα “λαϊκή βούληση” την δική τους έγκριση, την δική τους συμφωνία, σ’ εκείνη ή την άλλη διαφοροποίηση της εφαρμοζόμενης “πολιτικής”. Φυσικα υπάρχουν πάντα διαφορές, ακόμα και εντάσεις μεταξύ των αφεντικών και των συμφερόντων τους. Όμως βρισκόμαστε στο 2015 και όχι στο 1915· που σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι τα αφεντικά είναι (γενικά μιλώντας) πολύ σοφότερα και καλά εξοπλισμένα απ’ ότι πριν έναν αιώνα.
Μετά την γυμναστική στις παλάμες ήρθε η ώρα για γυμναστική στους καρπούς στις κάλπες...
Ποια είναι η συνειδητή εργατική στάση απέναντι σ’ αυτά; Στις καλύτερες και πιο πρόσφατες ιστορικές στιγμές της η εργατική αρνητικότητα απέναντι στην πραγματική εξουσία, απέναντι στις καπιταλιστικές προσταγές δηλαδή, έχει υπάρξει αυτόνομη και αντικρατική. Όχι με την ιδεολογική έννοια που δίνεται συνήθως σ’ αυτούς τους όρους, αλλά με την πρακτική. Στις καλύτερες στιγμές της η τάξη μας ΔΕΝ ήθελε ΟΥΤΕ να “καταλάβει την εξουσία” (δηλαδή την κυβέρνηση) ΟΥΤΕ να την “μετασχηματίσει από μέσα”. Ήθελε, αντίθετα, να διαμορφώσει τις δικές της συλλογικές αντι-θεσμίσεις, τις δικές της οργανωτικές μορφές, τα δικά της βαθιά και ουσιαστικά συμφέροντα, χώρια, αντίθετα, εμπόλεμα· όχι μόνο χώρια, αντίθετα, εμπόλεμα στο κράτος ή στη “δημοκρατία” του κεφάλαιου αλλά επίσης (κι αυτό είναι σημαντικό) χώρια και εμπόλεμα στους “ιμάντες μεταφοράς” του δικού της δίκαιου προς το κράτος και τους θεσμούς της δημοκρατίας του κεφάλαιου. Με την ίδια ένταση που στρεφόταν κατά της “δημοκρατίας των αντιπροσώπων” στην “κεντρική πολιτική σκηνή”, με την ίδια ένταση ή και μεγαλύτερη, στρεφόταν κατά την “δημοκρατίας των αντιπροσώπων” στο συνδικάτο, στην ανάθεση, στην μετάθεση (ή την απαλλοτρίωση) των ευθυνών...
Αυτά είναι ιστορικά δεδομένα που δεν μπορεί να τα αμφισβητήσει κανείς. Συμπυκνώνουν όμως ένα πολιτικό συμπέρασμα που έχει πάντα αξία, ακόμα μεγαλύτερη σε συνθήκες οξυμένης επίθεσης των αφεντικών και των λακέδων τους: η τάξη μας μπορεί να κάνει τον δικό της πόλεμο στοχεύοντας βάσιμα σε νίκες όταν αυτονομείται και συγκροτείται στα όρια ή έξω απ’ το θεσμικό οικοδόμημα του καπιταλισμού και της ολιγαρχικής του δημοκρατίας - και μόνον τότε. Η συγκατάθεση στους θεσμούς “εκπροσώπησης” / μεσολάβησης είναι παράδοση στον αντίπαλο. Προφανώς δεν μιλάμε καν περί “επανάστασης”. Μιλάμε για πιο ταπεινά πράγματα. Όπως, για παράδειγμα, η ανατίμηση της εργασίας και της ζωής της σύγχρονης εργατικής τάξης· τόσο ταπεινά...
Ο Agnoli είχε μιλήσει για θεμελειακή αντιπολίτευση. Θα προσθέταμε οπωσδήποτε το εργατική/ταξική, με σύγχρονους όρους. Αλλά για τι σόι “αντιπολίτευση” πρόκειται; Πρόκειται σίγουρα για μη εκπροσωπούμενη και μη εκπροσωπούσα αντι-θέσμιση, για μορφές οργάνωσης και δράσης που αρνούνται πρακτικά και αδιαπραγμάτευτα τον κοινοβουλευτισμό κι όλες τις ανάλογες μορφές διαμεσολάβησης. Για εκείνη την συγκρότηση της τάξης - δι’ - εαυτήν που ΔΕΝ αποσκοπεί στην κατάκτηση της κρατικής εξουσίας ή κάποιου τμήματός της (ούτε, φυσικά, των κυβερνητικών αναπαραστάσεών της!), αλλά στη μόνιμη αφαίρεση απ’ αυτήν την εξουσία όσο περισσότερων πεδίων δράσης (της) είναι δυνατόν. Δεν είναι η συγκρότηση ενός “στρατού” ή κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά η οργάνωση της εργατικής / κοινωνικής διάχυτης αλλά πρακτικής πολιορκίας του συστήματος.
Δυστυχώς μιλάμε θεωρητικά! Όμως μας φαίνεται λογικό πως μια τέτοια συγκρότηση μπορεί να γίνει έχοντας κατά νου στόχους και προσανατολισμούς που δεν είναι με καμία έννοια μεταφυσικοί, αφορούν όμως πράγματι το σύνολο της τάξης μας και μόνον αυτήν! Η διαχείριση της κρίσης ανέδειξε 4 ή 5 τέτοιου είδους “κύρια μέτωπα” αναμέτρησης, μόνο που χάρη στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες και την πρωτοκαθεδρία του μικροαστισμού (εννοούμε: μέσα στην τάξη μας την ίδια) σ’ αυτά τα “μέτωπα” ηττηθήκαμε αμαχητί.
Οι αντίπαλοι της τάξης μας (και όχι μόνο αυτών εδώ των σελίδων!) μπορούν να καγχάσουν: Πως το είπατε; Εργατική ριζική, κομμουνιστική αντιπολίτευση διαρκείας, με απόρριψη του κοινοβουλευτισμού και οποιασδήποτε φρεναπάτης περί “κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων”; Χα!!! Όνειρα θερινής ή χειμερινής νυκτός!!!! Έχουν το δίκιο τους να καγχάζουν, εφόσον ούτε για λίγο εδώ και πέντε χρόνια δεν έχασαν τις δυνατότητες κεφαλαιοποίησης και χειραγώγησης των (γενικά) μικροαστικών “αντιδράσεων”. Έχουν ένα δίκιο παραπάνω, εφόσον η “εναλλακτική λύση διακυβερνησης” είναι (σχεδόν...) έτοιμη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Η ανάλυση αυτή γράφτηκε το 1967, και στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972 απ’ τις εκδόσεις “επίκουρος”. Αν ξέρουμε σωστά, έχει επανεκδοθεί σε μια συλλογή (και μεταγενέστερων) κειμένων του Agnoli, απ’ τις εκδόσεις “κψμ”.
[ επιστροφή ]