Το οικονομικό πρόγραμμα του μελλοντικά κυβερνητικού συ.ριζ.α., ή, πιο σωστά, ένα τμήμα αυτού του προγράμματος, που ανακοινώθηκε απ’ τον πρόεδρο του κόμματος στην πρόσφατη δ.ε.Θ., τράβηξε όπως ήταν λογικό την προσοχή, τα σχόλια, τις επευφημίες, τις κριτικές. Κατά τον Περισσό πρόκειται για ψίχουλα, που ούτε αυτά θα δοθούν. Ωστόσο μερικά πράγματα ισχύουν πάντα. Οι ομιλούσες κεφαλές της πολιτικής σκηνής, όταν είναι πάνω ή κοντά σε κυβερνητικές καρέκλες, σπέρνουν “θα”. Το πόσα απ’ αυτά φυτρώνουν είναι άλλο θέμα: πάντα το “εφικτό” εμφανίζεται σαν ακλόνητο όριο.
Ωστόσο, το να κριτικάρεται ένα κόμμα εξουσίας για τις εξαγγελίες, αναγγελίες, υποσχέσεις του, είναι τριτεύουσας σημασίας. Εύκολο έως ανιαρό. Το σημαντικό είναι μέσα σε ποιές συνθήκες δίνονται κάθε φορά τα κυβερνητικά “ραντεβού με την ιστορία”. Οι τωρινές, σε ότι αφορά την τάξη μας και την κατάστασή της, είναι μαύρες. Η εξαφάνιση του εργατικού, ταξικού ανταγωνισμού είναι ένα τεράστιο χάσμα, μέσα στο οποίο ακόμα και τα “ψίχουλα” μπορούν να θεωρηθούν κάτι. Και να είναι. Ωστόσο, όταν η προσοχή μας στρέφεται στις υποσχέσεις (των όποιων wegonnabe κυβερνητών) κι όχι στις ανάγκες, στις δυνατότητες και στα καθήκοντα της τάξης μας, τότε ακόμα κι αν οι υποσχέσεις υλοποιηθούν, ακόμα κι αν τα όποια “ψίχουλα” θεωρηθούν “κάτι”, στην πράξη υποτιμούμαστε. Διανοητικά, συναισθηματικά, πολιτικά. Υποτιμούμαστε γιατί αποδεχόμαστε την θέση του “ωφελούμενου” απ’ τη γενναιοδωρία ή την εξυπνάδα των πολιτικών αρχόντων και των αφεντικών που είναι πίσω τους.
Παράδειγμα: η υπόσχεση περί (νομοθετικής) επαναφοράς του βασικού μισθού στα 751 ευρώ. Ακούγεται πολύ ευχάριστο ότι ρίχνοντας ένα χαρτάκι μέσα σε ένα κουτί, ακούραστα και εύκολα, θα έρθει κάποιο καλό κόμμα που θα πάει τον βασικό στα 751 ευρώ. Που είναι τώρα; Επίσημα (ανάλογα με την ηλικία) στα 470κάτι και στα 530κάτι. Ανεπίσημα (κι αυτό είναι το “μαύρο” μέτρο της κατάστασης της τάξης μας) φτάνει τα 200 - 250 ευρώ, για 40 ώρες δουλειά την εβδομάδα. Φτάνει και στα 0 (μηδέν, καθόλου) ευρώ. Η ιδέα, λοιπόν, ότι είναι δυνατό, χωρίς να ματώσουμε εμείς σαν σύγχρονοι προλετάριοι, χωρίς να κουνήσουμε καν το δακτυλάκι μας, με μια απλή και χαριτωμένη κίνηση μπροστά στην κάλπη, τα 0, τα 200 ή τα 500 ευρώ να γίνουν 750, είναι μια ιδέα βαθιάς διαφθοράς, βαθιάς εξάρτησης απ’ τα “εφικτά” οποιασδήποτε κυβέρνησης, βαθιάς άγνοιας ή βλακείας για το τι είναι ο καπιταλισμός. Είναι ένα δηλητηριώδες μάθημα μοιρολατρείας. Είναι ένα δηλητηριώδες μάθημα από κάθε άποψη: δεν υπάρχουν αφεντικά, δεν υπάρχουν συμφέροντα των αφεντικών, δεν υπάρχει σύγκρουση ταξικών συμφερόντων· υπάρχει μόνο ο καλός, ο κακός και ο άσχημος κυβερνήτης, που δίνει, κόβει ή κοροϊδεύει. Το επαναλαμβάνουμε: το πρωτεύον ζήτημα δεν είναι τι “δίνει” ο ένας ή ο άλλος αλλά τι είμαστε εμείς σε θέση να απαιτήσουμε μαχητικά. Αν εμείς δεν μπορούμε τίποτα, τότε ό,τι ξεροκόμματο κι αν μας πετάξουν, “είναι κάτι”.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν θέλουμε να ασχοληθούμε με τις “κοστολογημένες” υποσχέσεις του συ.ριζ.α., αυτές που έδωσε και όποιες άλλες δώσει. Εν τέλει, όταν ακούγεται ξανά η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής (σαν πηγή εσόδων για τα κρατικά ταμεία, 3 δισ. μάλιστα σε μια χρονιά...) καταλαβαίνουμε: πάλι ήρθαν οι εξωγήινοι να κάνουν διακοπές στην ηλιόλουστη χώρα των λωτοφάγων.
Υπάρχουν ζητήματα (που τα θεωρούμε) πιο ουσιαστικά· ζητήματα στα οποία η κριτική θα μπορούσε να είναι στοιχείο συγκρότησης της σύγχρονης πολεμικής εργατικής υποκειμενικότητας. Ένα απ’ αυτά είναι η διακηρυγμένη άποψη της κυβερνοαριστεράς ότι προσβλέπει σε κάποιο είδος “ανάπτυξης” (καπιταλιστικής φυσικά, ωστόσο δεν είναι για κατάρες) με ατμομηχανή την ζήτηση. Την εσωτερική ζήτηση, δηλαδή την δυνατότητα κατανάλωσης της μεγάλης πλειονότητας των υπηκόων. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση το μείζον πρόβλημα της τρέχουσας κρίσης (ή/και της διαχείρισής της) είναι η μείωση της ζήτησης, μέσω της μείωσης των μισθών· πράγμα που έχει αλυσιδωτές συνέπειες σε εκείνη την (μάλλον μεγάλη γκάμα) επιχειρήσεων των οποίων τα εμπορεύματα, αντικείμενα και υπηρεσίες, κάλυπταν αυτή τη ζήτηση. Κλείνουν ή υπολειτουργούν, απολύουν ή δεν πληρώνουν τους εργαζόμενούς τους, άρα (έτσι πάει το πράγμα) η μείωση της ζήτησης δημιουργεί ένα θανατηφόρο σπιράλ ύφεσης.
Το επικίνδυνο σ’ αυτήν την άποψη είναι ότι φαίνεται να ταιριάζει υπερβολικά, σαν γάντι, με την πραγματικότητα. Θα επανέλθουμε σ’ αυτόν τον αντικατοπτρισμό πιο κάτω. Το αντίδοτο πάντως είναι προφανές: αύξηση της ζήτησης. Η αύξηση της καταναλωτικής δυνατότητας της πλειονότητας των υπηκόων (δηλαδή των μισθωτών στη βάση έως τη μέση της ιεραρχικής πυραμίδας) θα δημιουργήσει πεδίο (κερδοφορίας) για νέες “επενδύσεις”, οι οποίες με τη σειρά τους θα αυξήσουν την απασχόληση, άρα ξανά την ζήτηση, άρα θα διευρύνουν κι άλλο το πεδίο (κερδοφορίας) για νέες επενδύσεις, κ.ο.κ. Ένα ζωογόνο σπιράλ διαρκούς (;) ανάπτυξης. Αυτό το αντίδοτο στηρίζεται (υποτίθεται...) στην άποψη του Κέυνς.
Πράγματι, υπάρχει μια συγγένεια με τις απόψεις του άγγλου οικονομολόγου πριν και κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Κρίσης της δεκαετίας του 1930. Και είναι εύκολο (και για εμάς) να βρεθούν κάμποσες “ατάκες” του Κέυνς που να αποδεικνύουν την εγκυρότητα του φάρμακου. Μόνο που ο Κέυνς έλεγε πολύ περισσότερα. Και, επιπλέον, μιλούσε σε έναν καπιταλιστικό κόσμο θεμελιωδώς διαφορετικό σε ότι αφορά τις εμπορικές σχέσεις, τα νομίσματα, την σχέση τους με τον “κανόνα του χρυσού”· μιλούσε επίσης για καπιταλιστικά μεγέθη του είδους ηπα ή αγγλική αυτοκρατορία· έστω η τότε σοβιετική ένωση, η τότε γερμανία, ή η τότε γαλλία. Είναι μάλλον απίθανο ότι θα πρότεινε το ίδιο γιατρικό αποκλειστικά για χρήση από το μεγάλο δουκάτο του λουξεμβούργου, το πριγκηπάτο του μονακό, ή την μάλτα: η ζήτηση θα έπρεπε να έχει έναν αξιοσημείωτο όγκο, με όρους καπιταλιστικής αγοράς και κερδοφορίας, για να σύρει τις επενδύσεις. Το πιο σημαντικό απ’ όλα; Από στενά οικονομική (αλλά καθόλου από πολιτική!) άποψη το γιατρικό του Κέυνς απέτυχε μετά από 4 ή 5 χρόνια εφαρμογής στις ηπα: για ένα ενδιάμεσο διάστημα μετά την εκλογή του Ρούσβελτ, απ’ τις αρχές του 1933, οι (κρατικές κυρίως και όχι οι ιδιωτικές) επενδύσεις μείωσαν την ανεργία σε σχετικά ανεκτό (για τη σταθερότητα του συστήματος) μέγεθος. Αλλά απ’ το 1937 ή 1938 η κατάσταση άρχισε ξανά να επιδεινώνεται. Εκείνο που έκανε τον κεϋνσιανισμό, από στενά οικονομική άποψη, λειτουργικό σε μεγάλη κλίμακα και για ικανό διάστημα ήταν κάτι που καμία οικονομολογική θεωρία δεν είχε προτείνει επίσημα: οι τεράστιες καταστροφές (νεκρού και ζωντανού κεφαλαίου) του β παγκόσμιου πολέμου.
Υπάρχει ένα εσωτερικό όριο στην αναζωογόνηση της ανάπτυξης - μέσω - ενίσχυσης - της - ζήτησης, και δεν χρειάζεται να έχει λιώσει κανείς διαβάζοντας Μάρξ για να το καταλάβει: δεν μπορεί να είναι αυτοτροφοδοτούμενη, σε σταθερά μεγέθη και κλίμακες, επ’ αόριστον. Οι αναπτυξιακές διέσεις εξαντλούν γρήγορα τον δυναμισμό τους σε οτιδήποτε θεωρηθεί “εσωτερική αγορά”· τόσο πιο γρήγορα όσο μικρότερες ή φτωχότερες είναι αυτές οι “αγορές” σε εκχρηματισμένες ανάγκες. Συνεπώς θα πρέπει να κατακτηθούν κομμάτια, όλο και μεγαλύτερα, “εξωτερικών αγορών”. Όπως το παραδοσιακό φάρμακο τον καιρό του Κέυνς για τις “υφέσεις” (οι ανταγωνιστικές υποτιμήσεις νομισμάτων και κόστους εργασίας) έτσι και το κευνσιανό φάρμακο δεν εξαφανίζει τις δομικές αντινομίες του καπιταλισμού, τις αντινομίες που άλλωστε προκαλούν και τις κρίσεις. Αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τα ενδοκαπιταλιστικά σπρωξίματα εντείνονται, ώσπου να πάρουν μορφές καθαρής καταστροφής σε μεγάλη κλίμακα: τα σκυλιά (αφεντικά) τρώγονται με μεταξύ τους, με μενού τους προλετάριους που έχουν διαθέσιμους.
Τα πιο πάνω θα ήταν στείρα φιλολογική κριτική εάν δεν συνέβαινε να έχει δοκιμαστεί η κευνσιανή συνταγή στην ελλάδα, πολύ πριν την “ανακαλύψουν” οι ρεάλος και οι φούντις του συ.ριζ.α. Το διάστημα απ’ το 1982 ως το 1985, απ’ τότε σοσιαλιστικότατο πασοκ, που είχε επικεφαλής έναν καλό οικονομολόγο και μαζί επιτήδειο πολιτικό. Οι τωρινοί όψιμοι σοφοί της Κουμουνδούρου, πριν ξαναζεστάνουν το παλιό φαγητό, θα έπρεπε να έχουν κοινοποιήσει τα πορίσματά τους για τους λόγους που η “ανάπτυξη - μέσω - ενίσχυσης - της - ζήτησης” απέτυχε στην ελλάδα το πρώτο μισό των ‘80s, όταν συνέτρεχαν και οι εξής ευνοϊκές συνθήκες επιπλέον:
α) υπήρχε “εθνικό νόμισμα”, η δραχμούλα, διαθέσιμο για υποτιμήσεις ή διολισθήσεις της ισοτιμίας του·
β) οι τράπεζες ήταν κρατικές, και ασφαλώς θα χρηματοδοτούσαν τις επενδύσεις που έπρεπε να σύρει η αυξανόμενη ζήτηση·
γ) δεν υπήρχε κανενός είδους “ελεύθερο εμπόριο” παγκόσμια, που σημαίνει ότι το ελληνικό κράτος είχε στην φαρέτρα του και το όπλο των δασμών στις εισαγωγές· σίγουρα τις εισαγωγές εκτός ε.ο.κ.
δ) η ενίσχυση της ζήτησης (των μισθωτών) ήταν πράγματι γενναιόδωρη: η α(υτόματη) τ(ιμαριθμική) α(ανπαροσαρμογή) σήμαινε αυξήσεις στους μισθούς και συντάξεις κάθε χρόνο, χωρίς ούτε μισή ώρα απεργίας.
ε) μιας και οι χρηματαγορές, σε ότι αφορούσε τα δάνεια προς τα κράτη, ήταν σε νηπιακό στάδιο, ο κρατικός δανεισμός ήταν μεν (σχετικά) ακριβός αλλά χωρίς εντάσεις.
Γιατί, λοιπόν, απέτυχε τότε η α λα ελληνικά “αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη μέσω της ζήτησης”, και μάλιστα έχοντας παράπλευρες βοήθειες που η τωρινή κυβερνοαριστερά ούτε να διανοηθεί δεν μπορεί; Και γιατί μετά από μια 3ετία ο τότε πρωθυπουργός αναφώνησε εκείνο το μισοηθικό μισοοικονομικό “καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε” (που σήμαινε αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με τις εξαγωγές, άρα αύξηση του εμπορικού ελλείματος, μαζί με αύξηση του δημόσιου χρέους), εγκαινιάζοντας μια περίοδο (σχετικά ήπιας) “λιτότητας”, ε;
Κάποιοι σοβαροί λόγοι θα υπήρχαν για την αποτυχία, έτσι δεν είναι; Κι αφού κανείς δεν μας τους λέει αυτούς τους λόγους, είναι δύσκολο να φανταστούμε το γιατί θα πετύχει (πάντα από καπιταλιστική άποψη) η συνταγή σήμερα, πετσοκομμένη χοντρά μάλιστα, και υπό εξαιρετικά πιο αντίξοες συνθήκες, σε σχέση με τότε.
Όμως αυτά ισχύουν από στενά οικονομική άποψη. Όχι υποχρεωτικά και από πολιτική άποψη. Ο α λα ελληνικά κεϋνσιανισμός του ‘82 - 85 πέτυχε στο να ολοκληρώσει τον κρατικό προσοδισμό (και την κοινωνική / εργατική υποτέλεια σ’ αυτόν) σε σχέση με το λειψό και εμφυλιοπολεμικό κράτος της νομιμοφροσύνης. Εάν στη θέση της αγοράς εμπορευμάτων και της ζήτησης γι’ αυτά βάλουμε την πολιτική αγορά του κράτους και την ζήτηση για οφελήματα και αρθρώσεις με τις δομές εξουσίας, τότε πράγματι ο πασόκικος κεϋνσιανισμός πέτυχε να εξαφανίσει την όποια ταξική / εργατική απειλή για πάνω από τρεις γενιές, ως σήμερα· και συνεχίζει... Η πολιτική και ιδεολογική επιτυχία ήταν αντίστροφα ανάλογη της στενά οικονομικής. Τότε. Μήπως και τώρα μια τέτοια επιτυχία είναι το ζητούμενο;
Εδώ και 4 χρόνια η μικροαστική μάζα (και η κυβερνοαριστερά έδωσε σ’ αυτή τη μάζα όση αυτοπεποίθηση μπορούσε) αντιλαμβάνεται την κρίση και την διαχείρισή της σαν “στριμάδα” (ή “προδοσία” ή “εθελοδουλεία” ή “συνωμοσία”) του κράτους / πατέρα απέναντί της. Αυτό το παλιοκράτος, αλλάζοντας κυβερνήτες σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς ως τώρα, προβάλλει το μουρουνόλαδο της “νηστείας και προσευχής” σαν το γιατρικό της κρίσης. Εννοείται ότι πρόκειται για νεοφιλελεύθερη συνταγή· για την ακρίβεια πρόκειται για εικονική προσαρμογή του ελληνικού κράτους και κεφάλαιου στη δεσπόζουσα πολιτική / πολεμική / ιμπεριαλιστική αλήθεια (και) της ευρωπαϊκής ένωσης.
Και έρχεται η κυβερνοαριστερά να πει “όχι άλλο κάρβουνο”! Δεν είναι οι στερήσεις (της μεγάλης πλειονότητας των μισθωτών) αλλά το ανάποδο, η καταναλωτική τους δυνατότητα που θα σώσει την ελληνική (και όχι μόνο) καπιταλιστική παρτίδα. Υπάρχει και ένας χορός νεοκεϋνσιανών οικονομολόγων που σεγοντάρει, διεθνώς, στη γύρα... αυτοί δεν ρισκάρουν τίποτα. Τους μισθούς τους απ’ τα πανεπιστήμια, τα ινσιτιτούτα, τα think tanks, ακόμα και τις μυστικές υπηρεσίες θα τους παίρνουν, βρέξει χιονίσει. Μερικοί από δαύτους, είτε από οικονομολογική ορθότητα είτε από έφεση στις περιπέτειες (των άλλων) συμπληρώνουν ότι χρειάζεται οπωσδήποτε επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, με όλα τα παρελκόμενα: δασμούς στις εισαγωγές, επιδότηση των εξαγωγών, κρατικοποίηση των τραπεζών, στρατό στους δρόμους (για καταστολή των αναπόφευκτων ταραχών). Η κυβερνοαριστερά δεν το αντέχει να υποσχεθεί τέτοια θαύματα, και καλά κάνει.
Όμως η υπόδειξη της “αξίας της ζήτησης” μόνης της σαν τέτοιας σήμερα, χωρίς τις καταστροφικές περιπέτειες της εξόδου απ’ το ευρώ, των δασμών στις εισαγωγές και του στρατού στους δρόμους για χάρη της δημόσιας τάξης, έχει μια ορισμένη παιδαγωγική / ιδεολογική σημασία: παριστάνει την δήθεν ανατίμηση της εργασίας εύκολα, γρήγορα κι ανώδυνα. Τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα και τόσο ανώδυνα ώστε η ρητορική της κυβερνοαριστεράς υπονοεί (αν δεν το λέει στα ίσια...) ότι και τα ντόπια αφεντικά αδημονούν να γίνει ο συ.ριζ.α. κυβέρνηση! Για να μπορούν, βρε αδελφέ, να δώσουν στους εργάτες τους από 200 μέχρι 500 ευρώ το μήνα παραπάνω, κάτι που τώρα εμποδίζονται (δήθεν!) να κάνουν.
Η πρόταση πως η “ζήτηση” είναι το απλό κλειδί της “ανάπτυξης” είναι μια (από εργατική / ταξική άποψη) δόλια προσπάθεια να εμπεδωθεί μια ιδέα που δεν είναι καθόλου ξένη με τον μέσο μικροαστό: ότι μπορούμε “όλοι μαζί”, εργάτες και αφεντικά, να τα βρούμε, αφού άλλωστε υπάρχει ένα “κοστολογημένο” σχέδιο ανάκαμψης, που μόνο η στριμάδα και η εθελοδουλεία των τωρινών κυβερνητών δεν θέλει να βαλει σε εφαρμογή.
Φυσικά τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει, αν ρωτάει κανείς από στενά οικονομική άποψη. Το μόνο σχέδιο που υπάρχει είναι πολιτικοϊδεολογικό, και έχει διάφορες παραλλαγές: ο κατευνασμός των ήδη κατευνασμένων υπηκόων, η σταθερή προσήλωσή τους σε ένα κράτος / σωτήρα (όχι εντελώς σωτήρα αλλά... “τι άλλο να κάνουμε;”), η επιβεβαίωση του ότι έχουν χάσει καθε αίσθηση της εργατικής (τους) αυτονομίας.
Φαίνεται παράδοξο αλλά δεν είναι καθόλου. Εκείνο που φαινομενικά (και μόνο για τους επιπόλαιους και τους εγκάθετους) φαίνεται - να - είναι - ίδιο, είναι ριζικά, αντίπαλα διαφορετικό: η αύξηση των μισθών, ξεκινώντας απ’ τον βασικό μισθό του ανειδίκευτου. Μια τέτοια απαίτηση απ’ την μεριά της αυτόνομα οργανωμένης και πολεμικά συνειδητοποιημένης εργατικής τάξης δεν πάει πακέτο με τους υπολογισμούς της “αύξησης της ζήτησης” και, άρα, των “επενδύσεων”... Αλλά με την βαθιά εννόηση του ακατάπαυστου πολέμου συμφερόντων ανάμεσα σ’ εμάς και τα (ντόπια κατ’ αρχήν...) αφεντικά. Είναι πράξη πολεμική. Απ’ την μεριά της νεοκεϋνσιανικής μετασοσιαλδημοκρατίας τύπου συ.ριζ.α. η αύξηση των μισθών είναι το ακριβώς ανάποδο. Είναι η φτηνή εξαγορά των εργατικών συμφερόντων, η ιδεολογική / πολιτική επιβεβαίωση της εθελόδουλης πρόσδεσης των μισθωτών πάνω στο άρμα των αφεντικών. [1] Σίγουρα εκείνων που υπολογίζουν να επωφεληθούν τοις μετρητοίς απ’ την α λα ελληνικά “αύξηση της κατανάλωσης”: σουβλατζίδικα, ταβέρνες, καφενεία, κομμωτήρια, γυμναστήρια, προστασίες, κλπ κλπ κλπ.
Φυσικά χρειάζεται διεισδυτική αντίληψη για να προσέξει κανείς την θεμελιώδη διαφορά πίσω απ’ την επιφανειακή ομοιότητα. Κι εδώ η κυβερνοαριστερά πατάει στα σίγουρα: είναι εξαιρετικά μειοψηφική αυτή η διεισδυτικότητα. Οπότε το show θα προσωρήσει, είτε έτσι είτε αλλιώς.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
1 - Κάποιος πρέπει να πει εδώ: Σιγά ρε!!! Μας έχουν κάτω και μας πατάνε και τώρα τους ήρθε να μας εξαγοράσουν με κάτι τις παραπάνω στους μισθούς; Σωστά. Ακόμα κι αν ψηφιζόταν ένας νόμος του είδους “βασικός μισθός 751 ευρώ”, τα αφεντικά έχουν τώρα πια πολύ περισσότερα “εργαλεία” (απ’ ό,τι πριν 4 χρόνια) για να παρακάμψουν έναν τέτοιο νόμο, και να συνεχίσουν να πληρώνουν τα ελάχιστα. Ένα βασικό εργαλείο τους είναι οι δικοί μας φόβοι, οι δικοί μας συμβιβασμοί, η δική μας μοιραλατρεία. Συνεπώς, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, είτε δεν πρόκειται να πληρώσουν δεκάρα παραπάνω απ’ όσο τώρα, είτε θα μετατρέψουν οποιαδήποτε “αύξηση” σε πολλαπλάσια (”υπερωριακή”) εργασία, πέρα από τα τυπικά ωράρια· απλήρωτη φυσικά.
Υπάρχουν όμως δυνατότητες, δοκιμασμένες στην εσπερία αλλά κι εδώ, όπου ο μεν βασικός μισθός είναι τυπικά σε ένα επίπεδο Χ, οι δε εργοδότες πληρώνουν οι ίδιοι, άμεσα, πολύ λιγότερα. Κάτι έχουμε αναφέρει στο παρελθόν, θα επανέλθουμε το συντομότερο. Συγκρατείστε προς το παρόν τις λέξεις “συμπληρωματικό νόμισμα”.
[ επιστροφή ]