Τις διαφορές φυσικά και τις βλέπετε· ακόμα και τυφλοί θα τις καταλάβαιναν. Εάν πρόκειται για το “ευαίσθητο διεθνώς θέμα: ουκρανία” οι οικονομικές “κυρώσεις” (“τιμωρίες”) πέφτουν σαν το χαλάζι· οι καλοί άνθρωποι δεν χάνουν το χρόνο τους ανεχόμενοι τους κακούς. Εάν πρόκειται για το “συνηθισμένο διεθνώς θέμα: παλαιστίνη” οι καλοί άνθρωποι κάνουν διάφορες γκριμάτσες ενόσω οι καλοί τους φίλοι σκοτώνουν και καταστρέφουν κατά βούληση τους (ας - πούμε - μια - καλή - κουβέντα - και - γι’ - αυτούς) οι “δυστυχείς παλαιστίνιοι υποφέρουν”. Ωστόσο, είτε εκεί είτε εδώ, το πιο κοινότοπο είναι τα λόγια - λόγια - λόγια (η ιδεολογία για να το πούμε σωστά) να διασταυρώνονται, είτε σαν καταγγελίες είτε σαν συνηγορίες, πάνω από φρεσκοσκαμμένους τάφους γυναικών, παιδιών, αμάχων. Ο θάνατος (των Άλλων) δεν είναι απλά της μόδας. Είναι ο διακηρυγμένος στόχος των κυρίων, μικρών, μεσαίων και μεγάλων. Εύλογα οι πιο υποψιασμένοι του πρώτου κόσμου έχουν αρχίσει να κρατάνε την ανάσα τους, μήπως και την γλυτώσουν (την γλυτώσουμε). Αλλά “δεν”.
Ο αγώνας, οι αγωνίες, ο θάνατος και η αντίσταση των παλαιστινίων διατρέχουν τέσσερεις παγκόσμιους πολέμους, απ’ τις αρχές του 20ου αιώνα ως σήμερα. Αυτό το γεγονός, από μόνο του, θα ήταν αρκετό για να προκαλέσει (έως δικαιολογήσει) σ’ αυτούς εδώ τους καιρούς, διάφορες συναισθηματικές αντιδράσεις: απ’ την βαρεμάρα ως την ανόρεκτη “συμπαράσταση”, του είδους “αυτή η γάζα δεν κρατάει άλλο αίμα” (φρικτό λογοπαίγνιο αναίσθητων διαφημιστών της κυβερνοαριστεράς) και “μαζεύουμε φάρμακα για την παλαιστίνη” (τα οποία θα σταλούν εκεί πως;). Υπάρχει ωστόσο μία συγκεκριμένη περίοδος μέσα σ’ αυτήν τη ζοφερή 100ετία, απ’ την δεκαετία του 1950 ως και την δεκαετία του 1970, κατά την οποία ο αγώνας, οι αγωνίες, ο θάνατος και η αντίσταση των παλαιστινίων βγαίνουν απ’ τα σφικτά όρια των διακρατικών ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών (στη μέση ανατολή και παγκόσμια) και συμβαδίζουν με τους ταξικούς / κοινωνικούς αγώνες και το παγκόσμιο κύμα αρνήσεων της ίδιας εποχής. Απ’ τα ένοπλα αντιαποικιακά κινήματα (και η παλαιστινιακή αντίσταση ήταν φυσιολογικά ένας απ’ τους φάρους μέσα στη παγκόσμια αντιαποικιακή εξέγερση) ως τους δυναμικούς εργατικούς / κοινωνικούς αγώνες στις πρωτοκοσμικές μητροπόλεις. Και σ’ αυτήν την ιστορική περίοδο η παλαιστινιακή αντίσταση θα φτάσει στην (ως τώρα) κορύφωσή της, όχι με κριτήρια στρατιωτικής ικανότητας (αυτή ήταν και είναι στα χαμηλά των αντάρτικων αντιποίνων) αλλά με κριτήρια πολιτικής επιρροής και μαχητικής αποδοχής.
όπλα κι όχι δάκρυα για την Παλαιστίνη
Βρίσκουμε ένα νόημα στο να γυρίσουμε βιαστικά σ’ εκείνη την περίοδο αντί να κάνουμε ένα ακόμα εύκολο μνημόσυνο στους δολοφονημένους και στις δολοφονημένες της μεγαλύτερης open air φυλακής στον κόσμο (της λωρίδας της Γάζας) επειδή οι εκεί εξελίξεις τις δύο τελευταίες δεκαετίες σχετίζονται με τρόπο αδιόρατο με την (παγκόσμια) “ύφεση” του ταξικού ανταγωνισμού· ειδικά την κατάρρευση του ταξικού ανταγωνισμού στον λεγόμενο “πρώτο” καπιταλιστικό κόσμο. Το πιο εύκολα κατανοητό αποτέλεσμα της πολύχρονης ταξικής ειρήνης είτε στην ευρώπη, είτε στη βόρεια αμερική, είτε στην ανατολική ασία (ιαπωνία, νότια κορέα) είναι ότι τα κράτη - κάνουν - ότι - γουστάρουν· και σε ότι αφορά την παλαιστίνη, όπως και σε οτιδήποτε άλλο. Αντίστροφα, οι σοβαρές πολιτικές επιτυχίες της παλαιστινιακής αντίστασης στα ‘60s και στα ‘70s, ήταν σε μεγάλο βαθμό εφικτές χάρη στη γενικότερη κοινωνική / πολιτική ανταρσία (και) στον πρώτο κόσμο.
Οι σημαντικότερες “βάσεις” ένοπλων παλαιστινιακών οργανώσεων στη δεκαετία του 1950 βρίσκονταν στα στρατόπεδα προσφύγων ή φυγάδων, κυρίως στην ιορδανία και δευτερευόντως στην αίγυπτο, στη συρία και στο λίβανο. Η επιλογή του ένοπλου μαζικού αντάρτικου ήταν (παγκόσμια) συνυφασμένη με τους αγώνες που ονομάστηκαν εθνοαπελευθερωτικοί / αντιαποικιακοί (στη λατινική αμερική, στη βόρεια αφρική, στην ανατολική ασία), κι όχι μια παλαιστινιακή πρωτοτυπία. Σύμφωνα μ’ εκείνη την προσέγγιση η ένοπλη δράση εν μέρει είχε χαρακτήρα (κοινωνικής) αυτοάμυνας, απέναντι σε φασιστικά ή/και αποικιακά καθεστώτα (διάφορες δικτατορίες), και εν μέρει είχε στόχο την πολιτική υποχώρηση των κάθε φορά ντόπιων αφεντικών και των διεθνών συμμάχων τους. Με δεδομένο ότι ο ισραηλινός στρατός (υποστηριζόμενος με κάθε τρόπο απ’ την Ουάσιγκτον) είχε νικήσει ξανά και ξανά τους στρατούς αραβικών κρατών που προσπάθησαν (ή αυτό υποκρίθηκαν) ότι θα απελευθερώσουν τα συγκεκριμένα αραβικά εδάφη απ’ τον ολοφάνερα νεοαποικιακό ισραηλινό κράτος, οι ένοπλες αντάρτικες παλαιστινιακές οργανώσεις στα ‘50 και στη συνέχεια δεν σκόπευαν, βέβαια, στα σοβαρά, να πετύχουν στρατιωτικές νίκες τέτοιες που να αναγκάσουν το Τελ Αβίβ είτε να αυτοπεριοριστεί στα σύνορα του 1948 είτε να ... αυτοδιαλυθεί σαν κράτος. Ο ένοπλος αγώνας, και στην παλαιστίνη όπως και σχεδόν παντού αλλού, ήταν μέρος, ένα μέσο του πολιτικού αγώνα· του οποίου η νικηφόρα έκβαση θα σήμαινε τον οριστικό εδαφικό περιορισμό του ιμπεριαλιστικού ισραηλινού κράτους με διεθνείς αποφάσεις και εγγυήσεις.
Οι σημαντικότερες ένοπλες οργανώσεις, στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 / αρχές της δεκαετίας του ‘60 ήταν η fatah (με επικεφαλής μεταξύ άλλων και τον Yasser Arafat), το λαϊκό μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης (με επικεφαλής τον George Habash) - αργότερα, προς τα τέλη της δεκαετίας του ‘60, η ακροαριστερή (μαοϊκή) φράξια του “λαϊκού μετώπου” αποχώρησε δημιουργώντας το δημοκρατικό μέτωπο για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης (με επικεφαλής τον Nayef Hawatmeh). Υπήρχαν διάφορες ιδεολογικές / πολιτικές διαφορές ανάμεσα στις πιο πάνω οργανώσεις, όπως (ανάλογα) συνέβαινε στο σύνολο της αριστεράς παγκόσμια. Υπήρχαν ωστόσο και οι κοινοί στόχοι. Έτσι ώστε το 1964 δημιουργήθηκε μια ομοσπονδιακή δομή, η οργάνωση για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) (με αναλογική συμμετοχή στα διάφορα όργανά της απ’ τις επιμέρους ένοπλες οργανώσεις) και, αντίστοιχα, ο παλαιστινιακός απελευθερωτικός στρατός (PLA).
Πάνω: ο Αραφάτ (εκ μέρους της fatah) και ο Nayef Hawatmeh (εκ μέρους του δημοκρατικού μετώπου, στην άκρη δεξιά) σε συνέντευξη στο Αμμάν, το 1970.
Κάτω: δύο εξώφυλλα του καθετωτικού αμερικανικού time, το 1973 και το 1974.
Το καλοκαίρι του 1967, απ’ τις 5 ως τις 10 Ιούνη, το Τελ Αβίβ εξαπέλυσε μια σειρά αιφνιδιαστικών επιθέσεων ταυτόχρονα εναντίον της αιγύπτου (στη χερσόνησο του Σινά), στην ιορδανία και στη συρία. Η αφορμή ήταν αφενός επιθέσεις παλαιστίνιων ανταρτών στα ισραηλο-ιορδανικά σύνορα, αφετέρου κινήσεις του αιγυπτιακού στρατού στα ισραηλο-αιγυπτιακά. Ο πόλεμος των 6 ημέρων όπως έμεινε στην ιστορία τέλειωσε με συντριπτική νίκη του ισραηλινού στρατού. Κατέλαβε (απ’ το αιγυπτιακό κράτος) την χερσόνησο του σινά αλλά και την λωρίδα της γάζας, (απ’ το ιορδανικό) την δυτική όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ, και (απ’ τα συριακό κράτος) τα υψώματα του Γκολάν. Με την εξαίρεση της χερσονήσου του σινά που επιστράφηκε στο αιγυπτιακό κράτος με την συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ, το 1978, μεταξύ Καΐρου και Τελ Αβίβ (και αντάλλαγμα την διακρατική ειρήνη) τα υπόλοιπα εδάφη (με παλαιστινιακό / αραβικό πληθυσμό) είναι ως σήμερα υπό ισραηλινή κατοχή.
Η αραβική / κρατική ήττα το 1967 υπήρξε ένα σημαντικό σημείο στροφής στους προσανατολισμούς των παλαιστινιακών οργανώσεων. Ως εκείνη τη χρονική στιγμή μπορούσαν να ελπίζουν ότι ο αντάρτικος αγώνας τους θα “ολοκληρωθεί” κάποια στιγμή από έναν επίσημο διακρατικό πόλεμο και τη νίκη των αράβων. Μετά απ’ το καλοκαίρι του 1967 τους έγινε σαφές ότι θα πρέπει να πάρουν τον αγώνα στα χέρια τους αποκλειστικά, ελπίζοντας απλά στην ευμενή ανοχή των κρατών που φιλοξενούσαν τους χιλιάδες παλαιστίνιους πρόσφυγες (και τις ανταρτικές βάσεις).
Μια σύντομη μάχη προς τα τέλη Μάρτη του 1968 ανέβασε ψηλά το κύρος της fatah, και της έδωσε ένα σημαντικό ηθικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις υπόλοιπες οργανώσεις μέσα στην PLO. Στις 21 Μάρτη ο ισραηλινός στρατός με πλήρη ισχύ (τανκς, τεθωρακισμένα, αεροπορία) επιτέθηκε στη συνοριακή κωμόπολη Karameh, σε ιορδανικό έδαφος. Η πόλη ήταν βάση όλων των οργανώσεων, απ’ όπου έκαναν επιθέσεις με ρουκέτες εναντίον του ισραηλινού στρατού στην κατεχόμενη δυτική όχθη. Οι ισραηλινές προετοιμασίες για εκείνη την επίθεση ήταν σαφείς αρκετές ημέρες πριν. Το λαϊκό μέτωπο και το δημοκρατικό μέτωπο απέσυραν τις δυνάμεις τους στους γύρω λόφους· όχι όμως και η fatah. Απροσδόκητα με βάση την διαφορά εξοπλισμού, στις 21 Μάρτη, ο ισραηλινός στρατός συνάντησε εντυπωσιακή αντίσταση στην Karameh, και η fatah κράτησε τις θέσεις της. Τις επόμενες ημέρες το Τελ Αβίβ ενέτεινε την εκστρατεία, αλλά τότε μπήκε αναγκαστικά στη μάχη και ο ιορδανικός στρατός. Το αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσει το Τελ Αβίβ, χωρίς να πετύχει τους αντικειμενικούς στόχους του, για να μην ξεκινήσει ένας καινούργιος full πόλεμος με το Αμμάν. Παρότι στις μάχες σκοτώθηκαν σχεδόν 150 αντάρτες της fatah (έναντι 28 ισραηλινών στρατιωτών και 12 ιορδανών) η έκβαση θεωρήθηκε νίκη των παλαιστινίων και κυρίως της fatah· ειδικά λίγους μήνες μετά τον “πόλεμο αστραπή” των 6 ημέρων.
Η ήττα του 1967· η σχετική αυτονόμηση των παλαιστινιακών οργανώσεων απ’ τα κράτη φιλοξενίας· και η πολιτική ριζοσπαστικοποίηση τους δεν άργησαν να οδηγήσουν σε σοβαρές τριβές μεταξύ των αραβικών κρατών απ’ τη μια και των οργανώσεων απ’ την άλλη. Η πιο αιματηρή (αλλά όχι η μοναδική) ήταν η επίθεση του ιορδανικού στρατού στα παλαιστινιακά στρατόπεδα στον Σεπτέμβρη του 1970. Οι νεκροί μεταξύ των παλαιστινίων (συμπεριλαμβανόμενων αμάχων) ήταν πάνω από 3.500, ενώ 2.000 ένοπλοι της fatah πέρασαν στο συριακό έδαφος. Ο μαύρος Σεπτέμβρης όπως ονομάστηκε, εκτός απ’ το να γίνει όνομα ένοπλης παλαιστινιακής οργάνωσης, έμεινε στην ιστορία σαν η πρακτική απόδειξη ότι η PLO δεν θα έπρεπε να εμπιστεύεται κανένα αραβικό κράτος. Αλλά αυτή η απόδειξη δεν ήταν ενεργή όσο και όπως θα έπρεπε. Σταδιακά ο εκφυλισμός των σχέσεων πατρωνείας έκανε την δουλειά του, κυρίως σε ενδοπαλαιστινιακές ένοπλες αναμετρήσεις, όπως στην αρχή του “εμφύλιου” στον λίβανο, την άνοιξη του 1975.
Πριν, όμως, συμβούν αυτά, οι οργανώσεις της παλαιστινιακής αντίστασης είχαν εξαπολύσει μια διεθνή εκστρατεία εναντίον του ισραήλ και των πρωτοκοσμικών συμμάχων του. Δεν ήταν μόνο οι συνοριακές επιθέσεις με ρουκέτες. Ήταν, κυρίως, οι αεροπειρατείες σε πρωτοκοσμικές αεροπορικές εταιρείες, που έκαναν τακτικά “πρώτο θέμα” την παλαιστινιακή υπόθεση. Στις αεροπειρατείες δεν ήταν στόχος (φυσικά!) οι επιβάτες: τα αεροπλάνα προσγειώνονταν σε αεροδρόμια “φιλικών κρατών” (κυρίως αφρικανικών), άδειαζαν, και στη συνέχεια ανατινάζονταν, σε ένα είδος “ένοπλης προπαγάνδας” διεθνούς απεύθυνσης. Υπήρχαν, φυσικά, και εξαιρετικά αιματηρές βομβιστικές επιθέσεις είτε εντός του ισραηλινού εδάφους είτε εναντίον “ισραηλινών στόχων” οπουδήποτε. Η πιο εντυπωσιακή και αιματηρή τέτοια επιχείρηση, που ωστόσο ήταν από πολιτική άποψη πλήρης αποτυχία, ήταν η επίθεση στους ολυμπιακούς αγώνες του Μονάχου το 1972 και η απαγωγή 11 μελών της ισραηλινής αθλητικής αποστολής. Στόχος της ένοπλης κατάληψης των κοιτώνων της ισραηλινών ομάδας ήταν η ανταλλαγή των αθλητών με 234 παλαιστίνιους αιχμαλώτους, κρατούμενους στις ισραηλινές φυλακές· η απελευθέρωση, επίσης, των Andreas Baader και Ulrike Meinhof, της γερμανικής raf, που ήταν σε γερμανικές φυλακές, περιλαμβανόταν στα αιτήματα. Το Τελ Αβίβ απέρριψε τον εκβιασμό. Στην επιχείρηση απελευθέρωσης απ’ την γερμανική αστυνομία δολοφονήθηκαν απ’ τους ένοπλους της οργάνωσης “μαύρος Σεπτέμβρης” οι 11 αθλητές και ένας γερμανός μπάτσος, αλλά και τα πέντε απ’ τα οκτώ μέλη του “κομμάντο”. Οι άλλοι τρεις συνελήφθησαν, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι αργότερα, εξαιτίας μιας αεροπειρατείας σε αεροπλάνο της lufthansa.
Στις 23 Ιούλη του 1968, τρεις fedayeen (αντάρτες) του λαϊκού μετώπου για την απελευθέρωση της παλαιστίνης έκαναν αεροπειρατεία σ’ ένα boeing 707 της ισραηλινής κρατικής εταιρείας el al, που είχε απογειωθεί απ’ το αεροδρόμιο Heathrow του Λονδίνου και κατευθυνόταν, σαν ενδιάμεσο σταθμό στη Ρώμη και από εκεί στο Τελ Αβίβ. Το αεροπλάνο κατευθύνθηκε και προσγειώθηκε στο (φιλικό στον αγώνα των παλαιστινίων) Αλγέρι. Τις επόμενες ημέρες, με την μεσολαβητική παρέμβαση του αλγερινού κράτους αφέθηκαν ελεύθεροι αρχικά οι γυναίκες και στη συνέχεια όλοι οι μη ισραηλινοί επιβάτες του. Δώδεκα ισραηλινοί και το δεκαμελές πλήρωμα (επίσης ισραηλινοί) έμειναν όμηροι. Στη διάρκεια της ομηρίας ο πιλότος προσπάθησε να εξουδετερώσει έναν απ’ τους αεροπειρατές, με αποτέλεσμα να πυροβοληθεί στο κεφάλι. Πέντε βδομάδες μετά, και ύστερα από εντατικές διαπραγματεύσεις με το ισραηλινό κράτος, οι fedayeen άφησαν ελεύθερους τους ομήρους, έχοντας εξασφαλίσει την απελευθέρωση απ’ τις ισραηλινές φυλακές 16 καταδικασμένων συντρόφων τους.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα (και ακριβώς γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία η ιστορική γνώση αλλά και η ιστορική συνείδηση) θα υπέθετε κανείς ότι τέτοιου είδους πρακτικές, και μάλιστα επαναλαμβανόμενες (αεροπειρατείες, επιθέσεις σε ισραηλινούς στόχους διεθνώς, πολύνεκρες βομβιστικές επιθέσεις εντός ισραήλ, σε μια περίπτωση σε σχολικό λεωφορείο) θα συναντούσαν την γενική και απόλυτη κατακραυγή ως “τρομοκρατία”, και θα προκαλούσαν ένα κύμα διεθνούς κρατικής επιθετικότητας προς τους “παλαιστίνιους” τρομοκράτες, όπου γης. Κι όμως, όχι! Παρότι ο όρος “τρομοκρατία” μπήκε στα ‘70s στη δημαγωγική καθεστωτική χρήση, υπήρχε ένα σοβαρός κοινωνικός / πολιτικός παράγοντας που τα πρωτοκοσμικά κράτη έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπ’ όψη τους: το παλαιστινιακό αντάρτικο είχε μεγάλη υποστήριξη μέσα στις πρωτοκοσμικές κοινωνίες, από εκείνα τα υποκείμενα που εκδήλωναν μαζικά τις δικές τους αρνήσεις, τους δικούς τους πολέμους (όχι υποχρεωτικά ένοπλους) σε διάφορα μέτωπα. Το γεγονός ότι απ’ τα στρατόπεδα των παλαιστινίων προσφύγων, και ειδικά απ’ την κοιλάδα Μπεκαά (στο λίβανο), πέρασαν για εκπαίδευση δεκάδες υποψήφιοι αντάρτες πόλης, όχι μόνο ευρωπαίοι αλλά και ασιάτες, είναι ένας μικρός μόνο δείκτης της επιρροής που είχε διεθνώς η παλαιστινιακή αντίσταση.
Ένα σημαντικό μέρος αυτής της επιρροής βρισκόταν στο εσωτερικό των αραβικών κρατών· των κρατών που, αν επρόκειτο να κάνουν ανεξέλεγκτα τους δικούς τους υπολογισμούς, θα είχαν συμβιβαστεί καθαρά και φανερά με την κατοχή της παλαιστίνης, ειδικά μετά το 1967. Συνεπώς, και παρά τις βίαιες πρακτικές της αντίστασης, το Νοέμβρη του 1973, στη σύνοδο των αραβικών κρατών στο Αλγέρι, οι καθεστωτικοί ηγέτες (του σκοινιού και του παλουκιού οι περισσότεροι) αναγνώρισαν την PLO σαν τον “νόμιμο αντιπρόσωπο των συμφερόντων του παλαιστινιακού λαού”. Ήταν η ίδια χρονιά που τα πετρελαιοπαραγωγά αραβικά κράτη εφάρμοσαν εμπάργκο πωλήσεων πετρελαίου στις ηπα και στους υπόλοιπους πρωτοκοσμικούς συμμάχους του Τελ Αβίβ, εκτινάσσοντας τις διεθνείς τιμές του· και τον πληθωρισμό στον πρώτο κόσμο. (Πολλοί υποστηρίζουν ότι από τότε άρχισε η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση που, με διαφορετικές μορφές, συνεχίζεται ακόμα. Έχουμε διαφορετική γνώμη...).
Σα να μην έφτανε αυτό, το μπλοκ των “αδέσμευτων κρατών” (εκείνων, δηλαδή, που δεν ανήκαν ούτε στην υπό την αμερικανική σημαία δυτική συμμαχία ούτε στην υπό την σοβιετική ανατολική) με την υποστήριξη αυτού του δεύτερου (“κομμουνιστικού”) μπλοκ, κάλεσε προς τα τέλη του 1974 τον Αραφάτ, σαν επικεφαλής της PLO, να μιλήσει στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Στις 13 Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς ο κατά ορισμένους “τρομοκράτης” παλαιστίνιος μπήκε (με το πιστόλι στη ζώνη..) για να μιλήσει στους εκπροσώπους των κρατών του κόσμου· ήταν η πρώτη και η μοναδική φορά που έγινε κάτι τέτοιο, παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις τόσο της Ουάσιγκτον όσο και του Τελ Αβίβ. Η πρώτη του πρόταση ήταν κάπως έτσι:
... Έρχομαι ενώπιόν σας κρατώντας στο ένα χέρι ένα κλαδί ελιάς και στο άλλο ένα όπλο. Σας καλώ να φροντίσετε να μην ξεραθεί το κλαδί της ελιάς...
Ένα χρόνο μετά, στις 22 Νοέμβρη του 1974, η πάντα “τρομοκρατική” PLO αποκτούσε ειδικό καθεστώς παρατηρητή στις συνελεύσεις του οηε· ενώ το Νοέμβρη του 1975 εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία (πάντα στον οηε) ψήφισμα που εξίσωνε τον σιωνισμό με τον ρατσισμό. (Το ψήφισμα παρέμεινε σε ισχύ ως το 1991 όταν, με εντελώς διαφορετικούς παγκόσμιους συσχετισμούς πια, και με πρωτοβουλία της αυστραλίας, αναιρέθηκε...)