Είναι δυνατόν να κουμπώνουν, να συνεργάζονται, να αλληλοσυμπληρώνονται δύο ιδεολογίες που φαίνονται τόσο εχθρικές, όπως ο φιλελευθερισμός και ο φασισμός; Η συνηθισμένη απάντηση είναι “όχι”, ειδικά (αν και όχι μόνο) από φιλελεύθερους, παλαιο- και νεο-. Η αιρετική απάντηση, που έχουμε παρουσιάσει απ’ τις σελίδες του Sarajevo, είναι “ναι”: τα δεδομένα, οι λειτουργικές σχέσεις, οι (καπιταλιστικές) αναγκαιότητες και σκοπιμότητες είναι (για εμάς) ιδιαίτερα εμφανείς, έτσι ώστε να είναι όχι απλά εφικτή αλλά και επιθυμητή, απ’ τα αφεντικά, η σύνθεση φιλελευθερισμού και κρατισμού / φασισμού.
Βασιζόμαστε, ωστόσο, στα σύγχρονα δεδομένα. Τι θα λέγατε, λοιπόν, αν ανακαλύπτατε πως ο “πάπας” του φιλελευθερισμού, ο Adam Smith, στο εμβληματικό βιβλίο του Ο Πλούτος των Εθνών (του 1776), δεν παρέλειψε να δείξει την αναγκαιότητα (της επιβολής) της αυστηρής πειθαρχίας στους εργάτες, και μάλιστα απ’ την μεριά του κατά τ΄άλλα “μην ανακατεύεσαι” κράτους; Φυσικά ο Smith δεν μιλάει πουθενά για “φασισμό” - θα ήταν αδύνατο. Αναφέρεται όμως ρητά και καθαρά στον μιλιταρισμό - και στη χρησιμότητά του.
Εμείς θεωρούμε ενδιαφέρουσα μια τέτοια αρχαιολογία· κι όχι μόνο για ιστορικούς λόγους. Όπως θα δείτε στη συνέχεια ο θιασώτης της ελεύθερης αγοράς έχει συνειδητοποιήσει ήδη τότε τα “κενά” που δημιουργούνται, με όρους αγοράς, σε ότι αφορά τον έλεγχο των εργατών. Και δεν διστάζει όχι μόνο να τα εντοπίσει, αλλά και να υποδείξει την αντιμετώπισή τους· ακόμα κι αν αυτό είναι αντίθετο με το πνεύμα του υπόλοιπου βιβλίου.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, του καθηγητή οικονομικών στο δημόσιο πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια Michael Perelman.
πειθαρχία στο στρατό, πειθαρχία στην αγορά
Ο Smith υπέδειξε δύο τύπους ελέγχου έτσι ώστε να υπάρχει κοινωνική και οικονομική τάξη: ελέγχους πάνω στην αγορά και ελέγχους πάνω στους εργάτες. Οι απαιτήσεις του Smith για ελέγχους στην αγορά είναι ελάχιστες σε σχέση με τους ελέγχους που θεωρεί απαραίτητους για τους εργάτες. Αυτή η ασυμμετρία δεν θα πρέπει ωστόσο να κάνει εντύπωση, αν λάβουμε υπ’ όψη το ενδιαφέρον του Smith στη διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας έτσι ώστε να ταιριάζει στις ανάγκες μιας κοινωνίας της αγοράς.
Οι έλεγχοι που προτείνει ο Smith πάνω στις προσωπικές συμπεριφορές πηγαίνουν πολύ μακρύτερα απ’ αυτό που θα περίμενε κάποιος μετά την ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου του Πλούτου των Εθνών, όπου ο εθελοντισμός υπόσχεται έναν κόσμο αρμονικής ευημερίας. Οι αντιδράσεις των ανθρώπων του καιρού του στο εμπόριο σπόρων έδειχνε ότι οι αγορές δεν αλλάζουν τις ατομικές συμπεριφορές με τον τρόπο θα ήθελε ο Smith.
Η διαμόρφωση της ανθρώπινης προσωπικότητας έτσι ώστε να ταιριάζει στις ανάγκες της αγοράς δεν ήταν το μόνο πράγμα που απασχολούσε τον Smith. Υπήρχε επίσης το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας, το οποίο ο Smith θεωρούσε ακόμα πιο σημαντικό απ’ την πολυτέλεια του πλούτου. Μάλιστα, σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις, ο Smith συσχέτισε την πολυτέλεια με την μαλθακότητα, αναπολώντας μια εποχή “σκληρών, αντρίκιων ανθρώπων που δεν είχαν ούτε λούσα ούτε μαλθακότητα”.
Ο Smith ανησυχούσε καταλαβαίνοντας ότι η αναπτυσσόμενη εμπορική κοινωνία την οποία καλωσόριζε ήταν αφιλόξενη για τις στρατιωτικές αρετές. Οι ατομικές ικανότητες που διαμορφώνουν έναν δυνατό στρατό είναι διαφορετικές απ’ αυτές που ταιριάζουν σε μια πετυχημένη εμπορική κοινωνία. Προς τιμήν του ο Smith καταλάβαινε ότι οι συνθήκες εργασίας ήταν επίσης μέρος του ζητήματος. Κατά συνέπεια ο Smith επέστρεψε στο ζήτημα του καταμερισμού εργασίας, προειδοποιώντας ότι “είναι αναγκαία μια κάποια προσοχή απ’ την κυβέρνηση έτσι ώστε να αποφευχθεί η πλήρης διαφθορά και ο εκφυλισμός του κυρίως σώματος του λαού”.
Ο Smith δεν εννοούσε μ’ αυτήν την έκκληση ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι επιχειρήσεις μεταχειρίζονταν τους εργάτες, αλλά μάλλον ότι είχε την ευθύνη να βρει έναν τρόπο ώστε να αποκαταστήσει την ζωτικότητα των εργατών, έτσι ώστε να είναι ικανοί για στρατιωτική θητεία:
Ο άνθρωπος που σ’ όλη του τη ζωή κάνει μερικές απλές κινήσεις, των οποίων τα αποτελέσματα είναι, ίσως, πάντα τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια, δεν έχει την ευκαιρία να ασκήσει την κατανόησή του, ή να ασκήσει την εφευρετικότητά του στο να βρίσκει λύσεις σε δυσκολίες που ποτέ δεν θα συμβούν. Φυσιολογικά χάνει την δυνατόπτητα μιας τέτοιας άσκησης και γίνεται γενικά τόσο βλάκας και άσχετος όσο είναι δυνατόν να γίνει ένα ανθρώπινο πλάσμα. Η ακινησία του μυαλού του τον κάνει όχι μόνο ανίκανο να πάρει μέρος σε οποιαδήποτε λογική συζήτηση, αλλά ανίκανο ακόμα και να κατανοήσει οποιαδήποτε μεγαλοψυχία ή ευγένεια, και κατά συνέπεια ανίκανο να έχει ορθή κρίση σε σχέση με τα περισσότερα απ’ τα ζητήματα της καθημερινής ζωής. Σ’ ότι αφορά τα μεγάλα και δύσκολα συμφέροντα της χώρας του, είναι επίσης ανίκανος να έχει γνώμη· κι εκτός απ’ την περίπτωση που θα του ασκηθούν συγκεκριμένα είδη πίεσης, είναι ανίκανος να υπερασπίσει την χώρα του σε περίπτωση πολέμου. Η τυποποίηση της στατικής ζωής του φυσιολογικά διαφθείρει την σκέψη του, και τον κάνει ακατάλληλο για την παράλογη, αβέβαιη και περιπετειώδη ζωή του στρατιώτη. Διαφθείρει ακόμα και την ικμάδα του σώματός του, και τον κάνει ανίκανο να ασκήσει δύναμη με θάρρος και επιμονή, σε οποιοδήποτε άλλο καθήκον εκτός απ’ αυτό που έμαθε να κάνει.... Δυστυχώς σε κάθε αναπτυγμένη και πολιτισμένη κοινωνία αυτή είναι η κατάσταση που οι εργαζόμενοι φτωχοί, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του λαού, πέφτει υποχρεωτικά· εκτός εάν η κυβέρνηση πάρει κάποια μέτρα για να το εμποδίσει.
Αυτό το απόσπασμα αναφέρεται συνήθως σαν απόδειξη των ανθρωπιστικών ανησυχιών του Smith, αλλά εάν το εννοήσουμε σωστά μέσα στα συμφραζόμενα περί καταμερισμού εργασίας, αποκτάει διαφορετικό νόημα. Η εμπορική κοινωνία και η εθνική ασφάλεια φαίνεται να συγκρούονται. Σύμφωνα με την θεωρία των τεσσάρων σταδίων του Smith, η αγορά θα έπρεπε να κάνει τον καθένα έμπορο. Ειδικά η τάξη των εμπόρων είχε χαρακτηριστικά που ο Smith θεωρούσε επιθυμητά:
Η τακτικότητα, η τάξη και η γρήγορη υπακοή στις διαταγές είναι ποιότητες που, στους σύγχρονους στρατούς, είναι οι πιο σημαντικές στον καθορισμό της έμβασης των μαχών σε σχέση με την επιδεξιότητα και την ικανότητα των στρατιωτών στη χρήση των όπλων τους.
Στο βαθμό που η αγορά εξάπλωνε τα χαρακτηριστικά της, η εθνική άμυνα ήταν σίγουρο ότι θα είχε προβλήματα. Ακόμα και οι άνθρωποι με μέτρια επιτυχία στην οικονομική τους ζωή, θα θεωρούσαν τον χρόνο τους ιδιαίτερα σημαντικό για να τον χαλαλίσουν γινόμενοι στρατιώτες. Με τα λόγια του Smith:
Σε άλλες πλευρές ο καταμερισμός της εργασίας προάγεται φυσιολογικά απ’ τις επιλογές των ατόμων, που κρίνουν ότι υπηρετούν το ιδιωτικό τους συμφέρον καλύτερα με το να αφιερώνονται σε ένα συγκεκριμένο είδος εμπορίου παρά με το να ανακατεύονται με πολλά. Αλλά είναι μόνο η σοφία του κράτους που μπορεί να κατευθύνει έναν στρατιώτη προς κάτι, σαφώς διακριτό από άλλα. Ένας ιδιώτης που, σε καιρούς σταθερής ειρήνης, και χωρίς κάποια ιδιαίτερη ενθάρυνση απ’ τον δημόσιο, θα δαπανούσε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του σε στρατιωτικές ασκήσεις θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολία, και να βελτιώσει τον εαυτό του μ’ αυτές, και να περάσει καλά· όμως δεν θα προωθούσε έτσι το προσωπικό του συμφέρον.
Πώς μπορεί “η σοφία του κράτους” να φτιάξει έναν ικανό στρατό εάν τα ατομικά συμφέροντα των ανθρώπων δεν περιλαμβάνουν την στρατιωτική θητεία; Ο Smith είχε καταλάβει ότι οι εργασιακές απαιτήσεις της βιομηχανίας του καιρού του απαιτούσαν επίσης πειθαρχια· αλλά όχι την υγιή αυτοπειθαρχία που θαύμαζε ο ίδιος. Οι εργάτες, που ήταν υποχρεωμένοι να υιοθετήσουν τους ασταμάτητοπυς ρυθμούς των μηχανών, ζούσαν σε μια αφύσικη μορφή πειθαρχίας· μια μορφή που κατέστρεφε τον πνεύμα μερικών και εξαγρίωνε άλλους κάνοντας τους αντάρτες. Τίποτα απ’ τα δύο δεν ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο για την εθελοντική δημιουργία κρέατος για κανόνια. Έτσι, για τον Smith, κανένας απ’ όλα τα είδη των κατοίκων των πόλεων δεν φαινόταν κατάλληλος από μόνος του να προσφέρει στην εθνική άμυνα.
Οι φτωχοί θα μπορούσαν να είναι υποψήφιοι για στρατιωτική θητεία, αλλά οι απαιτήσεις της βιομηχανίας ήταν τέτοιες που απέμενε πολύς λίγος χρόνος εκτός δουλειάς. Οι μάζες των φτωχών αποτελούσαν, για τον Smith, ένα διανοητικό πρόβλημα επιπλέον, καθώς ο Smith συσχέτιζε την υποβαθμισμένη θέση των εργατών με την δειλία. Ταυτόχρονα όμως ο Smith φοβόταν ότι τελικά αυτοί οι δειλοί μπορεί να ξεσηκωθούν και να απειλήσουν τον πλούτο των πλουσίων.
Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, ο Smith καλούσε το κράτος να αναλάβει τον μετασχηματισμό των ανθρώπων, διορθώνοντας τα ατομικά τους μειονεκτήματα, και μετατρέποντάς τους σε αξιόπιστους πολίτες. Προς τιμήν του, ο Smith ζητούσε να εκπαιδεύονται οι φτωχοί, την ίδια εποχή που άλλοι φοβούνταν ότι αν επεκταθεί η εγγραματοσύνη θα κάνει τους φτωχούς πιο επικίνδυνους. Εντούτοις, ο αξιοσέβαστος φιλελεύθερος Smith, πρότεινε ότι η εκπαίδευση θα πρέπει να περιλαμβάνει και εξαναγκασμούς:
Το δημόσιο μπορεί να επιβάλλει στο σύνολο του λαού την υποχρέωση να έχει ο καθένας τις βασικές γνώσεις, υποχρεώνοντας τον καθένα να δίνει εξετάσεις σ’ αυτές τις γνώσεις πριν εγκριθεί το να δημιουργήσει μια επιχείρηση ή πριν του επιτραπεί να ασχοληθεί με οποιοδήποτε εμπόριο στην πόλη ή το χωριό.
Ο εξαναγκασμός θα έπρωχνε τους φτωχούς στην εκπαίδευση. Ωστόσο ο Smith δεν ήταν της άποψης ότι η εκπαίδευσή τους θα έπρεπε να είναι η ίδια εκπαίδευση στην κλασσική φιλολοφία που είχαν τα παιδιά των πλουσίων. Αντίθετα προτιμούσε την δημιουργία στρατιωτικού πνεύματος, το οποίο ο ίδιος συσχέτιζε με τα αρχαία ιμπεριαλιστικά κράτη της Ελλάδας και της Ρώμης.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, οργανώνοντας τις στρατιωτικές και γυμναστικές τους ασκήσεις, ενθαρύνοντας τους νέους να τις κάνουν και ακόμα επιβάλλοντάς πάνω στο σύνολο του λαού την αναγκαιότητα να κάνει τέτοιες ασκήσεις, οι δημοκρατίες της Ελλάδας και της Ρώμης διαμόρφωσαν το πολεμικό πνεύμα των πολιτών τους.
Εν τέλει, η εκπαιδευτική πρόταση του Smith δεν είχε στόχο να βελτιώσει τη ζωή των εργατών αλλά μόνο το στρατιωτικό τους πνεύμα. Αυτή η εκπαίδευση ήταν σχεδιασμένη, τουλάχιστον ως ένα σημείο, για να βελτιώσει την ικανότητα της ανθρώπινης ταπείνωσης και όχι την δυνατότητα της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Οι υπερασπιστές του Smith υποστηρίζουν ότι στα λεγόμενά του περί εκπαίδευσης, αναφέρει το πως η εξοικίωση με την γεωμετρία και την μηχανική θα μπορούσε να κάνει τους εργάτες πιο παραγωγικούς. Ωστόσο μια τέτοια αναφορά έχει μικρό βάρος αν συγκριθεί με τις 6 αναφορές στο “στρατιωτικό πνεύμα”.
Ο Smith ήταν επίσης ένθερμος υποστηρικτής των πολιτοφυλακών. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Poker Club, του οποίου σκοπός ήταν η ανάπτυξη πολιτοφυλακών παρά ενός τακτικού στρατού. Την εποχή που κυκλοφόρησε ο Πλούτος των Εθνών, ο Smith προωθούσε σαν τακτικό στρατό κάτι “όπου οι πολίτες έχουν αντρίκιες αξίες, μια κοινότητα που χειροκροτά το κουράγιο, μια χώρα που ευνοεί την καθολική αξία του κουράγιου”.
Ο Νόμος για τις Πολιτοφυλακές μπήκε σε εφαρμογή τον Μάη του 1757. Η νομοθεσία επέτρεπε επίσης την εκπαίδευση της Κυριακές, αλλά δεν είχε καμία πρόνοια για πληρωμή των μελών. Το Αύγουστο εκείνης της χρονιάς μια μικρή ομάδα χωριατών πολιτοφυλάκων απαίτησε ένα βαρέλι μπύρα από έναν γέρο παπά. Αργότερα έκαναν διαδήλωση απαιτώντας να πληρώνονται. Σύμφωνα με ένα άρθρο του Scots Magazine, αυτοί που συμμετείχαν σ’ εκείνη την ιστορία δήλωσαν ότι θα θυσίαζαν με την θέλησή τους τη ζωή τους για τον βασιλιά και τη χώρα, αλλά “δεν νοιώθουν υποχρεωμένοι να φεύγουν απ’ το σπίτι τους για έξι πέννες την ημέρα, προκειμένου να υπηρετήσουν την πολιτοφυλακή”.
Αν και θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος το εμπορικό πνεύμα αυτών των πολιτοφυλάκων, η αντίδραση του Smith ήταν σκληρή. Έγραψε σ’ ένα φίλο του “οι αλήτες του Lincolnshire προκαλούν την μεγαλύτερη καταδίκη εκ μέρους μας επειδή είναι αντίθετοι με την πολιτοφυλακή, και εύχομαι να ακούσω ότι όλοι οι πρωτεργάτες αυτής της ιστορίας θα κρεμαστούν”.
Οι στρατιωτικές ανησυχίες του Smith τον έκανε έναν οπαδό της σκληρής πειθαρχίας, σε μεγάλο βαθμό κόντρα στη φήμη του σαν φιλόσοφου της ελευθερίας. Οι θαυμαστές του τείνουν να υπερτονίζουν τον εθελοντισμό που παρουσιάζει στο πρώτο μέρος του βιβλίου του. Αλλά η πιο σκοτεινή πλευρά της άποψης του Smith για την κοινωνικοποίηση απαιτεί μεγαλύτερη προσοχή.
...
ταξικός πόλεμος
Πώς κατάφερε ο Smith να γράψει τόσο εμφατικά υπέρ μιας αταξικής οικονομίας ευκαιριών και δυνατοτήτων στον Πλούτο των Εθνών, και ύστερα να κάνει μια στροφή 180 μοιρών και να εξηγήσει πως πρέπει να οργανωθεί ο ταξικός πόλεμος των πλουσίων; Το κλειδί σ’ αυτήν την αντίφαση του Smith βρίσκεται στο ότι έγραψε το βιβλίο του για δύο διαφορετικούς - ακόμα και αντίθετους μεταξύ τους - σκοπούς.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου πανηγυρίζει για την ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς. Σ’ αυτές τις έξυπνα σχεδιασμένες ιδεολογικές σελίδες, ο Smith φωτίζει την ανάπτυξη της αγοράς με το πιο φιλικό φως που θα μπορούσε. Εδώ, τα γεγονότα και οι λεπτομέρειες δεν χρειάζονται, εκτός εάν πρόκειται να ενισχύσουν μια ιδεολογική θέση. Η συζήτηση για την Carron Works θα μπορούσε να είναι εξαίρεση. Αντίθετα, χαριτωμένα ανέκδοτα, όπως η εμπειρία του απ’ το εργοστάσιο καρφιτσών, προσφέρουν αποδείξεις για να στηρίξει την ιδεολογία του, κάνοντας ταυτόχρονα την ανάγνωση απολαυστική.
Στο δεύτερο μέρος ο Smith διαμορφώνει οδηγίες για την πρακτική διοίκηση. Κι εδώ λέει ιστορίες, μόνο που τώρα πρέπει να καταπιαστεί με πραγματικά γεγονότα, ακόμα κι αν αυτά είναι δυσάρεστα. Κατά συνέπεια, αυτά τα δύο τμήματα του βιβλίου είναι ασύνδετα, όπως δείχνει η περίπτωση των αρνητικών του σχολίων για τον καταμερισμό της εργασίας όταν το θέμα του ήταν ο στρατός.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου του ο Smith δίνει έμφαση στον εθελοντισμό. Ύστερα, ξαφνικά, στο δεύτερο μέρος, το κράτος, που έχει χαρακτηριστεί ήδη ο εχθρός κάθε οικονομικής προόδου, γίνεται κρίσιμο για τον έλεγχο των εργατών. Εδώ είναι το κράτος και όχι η αγορά που πρέπει να διευθύνει στο κρεβάτι του Προκρούστη.
Η επιμονή του Smith στη σκληρή πειθαρχία αντανακλούσε ένα σημαντικό στοιχείο στην κοινωνική του ανάλυση. Η έλλειψη πειθαρχίας δεν περιορίζει μόνο τα εν δυνάμει κέρδη, αλλά αυξάνει και την ανασφάλεια. Ο Smith ζούσε σε μια εποχή όπου η αγγλική κυρίαρχη τάξη είχε λόγους να νοιώθει ανασφάλεια.
Η Αγγλία αντιμετώπιζε τρεις απειλές εκείνη την εποχή: περιφερειακές συγκρούσεις, εκτός συνόρων πολέμους, και τον ταξικό πόλεμο. Ο κίνδυνος των περιφερειακών αναταραχών φαινόταν να μειώνεται δραστικά, μιας και η Αγγλία είχε καταστείλει την ως τότε τελευταία επικίνδυνη ανταρσία, στη Σκωτία. Παράλληλα βρισκόταν στη μέση μακρόχρονων και δύσκολων πολέμων. Όμως, το πιο ανησυχητικό ήταν ότι η Αγγλία φαινόταν να βρίσκεται στο χείλος μιας επαναστατικής αντίδρασης εκ μέρους των εργατών.
Ο Smith δεν ήταν φίλος των εργατών. Ωστόσο, μέχρι ενός σημείου στην συγγραφή του Πλούτου των Εθνών, υιοθετούσε την ανάλυση σύμφωνα με την οποία η εργασία είναι που διαμορφώνει την αξία μιας ορισμένης παραγωγής. Αυτή η προσέγγιση (που αργότερα την άλλαξε) δεν οφειλόταν στον φιλεργατισμό του· ήταν μια θέση που εξασφάλιζε την θέση του εμπόρου, εφόσον αυτός θα έπρεπε να αμείβεται πάνω απ’ τα έξοδά του, αφού δούλευε.
Η αναγνώριση, λοιπόν, ότι δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε παραγωγή χωρίς εργασία, έφερνε νοερά τον Smith ενώπιον αυτής της τάξης που δεν συμπαθούσε. Αν η ελευθερία και ο εθελοντισμός, σαν αξίες, περνούσαν μέσα στην παραγωγική πραγματικότητα, τότε το φυσιολογικό θα ήταν να αναγνωριστεί το γεγονός ότι ο κάθε εργάτης έχει ατομικό συμφέρον να κουραστεί όσο το δυνατόν λιγότερο· να λουφάρει. Όμως η αναγνώριση ενός τέτοιου ατομικού συμφέροντος ερχόταν σε κατευθείαν αντίθεση με το κέρδος που ανέμενε ο εργοδότης.
Συνεπώς ο Smith ήταν υποχρεωμένος να αφήσει την ελευθερία έξω απ’ τις κάθε φορά συγκεκριμένες δουλειές. Εκεί θα έπρεπε να εγκατασταθεί η δυσάρεστη για τους εργάτες επιστασία. Η επίβλεψη του εργοδότη, και μάλιστα αρκετά ενεργητική ώστε φοβίζοντας να έχει αποτελέσματα. Το ιδανικό θα ήταν η “διάθεση για δουλειά” να είναι εσωτερικευμένη απ’ τους εργάτες· να έχουν ένα πνεύμα αυτοθυσίας αντίθετο απ’ τα λογικά ατομικά τους συμφέροντα να εξοικονομούν χρόνο, διάθεση και δυνάμεις όσο δουλεύουν. Αυτό το πνεύμα αυτοθυσίας (η ενσωμάτωση της καπιταλιστικής προσταγής θα λέγαμε σήμερα) θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί μαγαζί μαγαζί και επιχείρηση επιχειρήση. Συνεπώς ο Smith ήταν υποχρεωμένος να στραφεί στον θεσμό που είχε αποκλείσει στους δοξαστικούς ύμνους του για την εμπορική αρμονία: στο κράτος. Το κράτος, και μάλιστα με εξαναγκασμούς, του φαινόταν ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να εμφυσηθεί το πνεύμα της αυτοθυσίας στο μεγαλύτερο μέρος του λαού, και ειδικά στους εργάτες.