Είναι μια εύκολη, κοινότοπη (και όπως θα δείξουμε πιο κάτω ρηχή) διαπίστωση της εποχής: η (ελληνική) οικογένεια είναι σημαντικό καταφύγιο για την κρίση.... αν δεν υπήρχε κι αυτή, τότε... Η μάλλον συνηθισμένη εξήγηση αυτής της βεβαιότητας αφορά την παροχή απ’ την “οικογένεια” (δηλαδή τους γονείς) στέγης, τροφής και προστασίας στα νεώτερα μέλη· νέωτερα μέλη που μπορεί να είναι 25, 30, 35 ή και 40 χρονών, και έχουν στριμωχτεί οικονομικά. Συνεπώς, και χωρίς να υποτιμάμε το θέμα, η καλοσύνη και η χρησιμότητα της ελληνικής οικογένειας, είναι άμεσα ή έμμεσα σαν πορτοφόλι. Όμως η οικογένεια δεν είναι μόνο (ή κυρίως) λεφτά. Και το οικογενειακό χρήμα είναι πολύ περισσότερα από απλά “λεφτά”.
η “γενιά καγκουρό” και το οικογενειακό parking
Πριν το ξέσπασμα της πιο πρόσφατης φάσης της κρίσης, στα μέσα της δεκαετίας του ‘00, οι κοινωνιολόγοι ή/και οι δημοσιογράφοι στην ευρώπη παρατηρούσαν τις πατημασιές μιας καινούργιας γενιάς που διατεινόταν ότι δεν μπορεί - να - φύγει - απ’ - το - σπίτι επειδή δεν βρίσκει καλοπληρωμένες δουλειές. Ο τονισμός δικός μας:
Νέος με πολύχρονη θητεία στα θρανία αναζητεί (μάταια) εργασία με αμοιβή στοιχειωδώς αξιοπρεπή, ώστε να εγκαταλείψει την οικογενειακή εστία προτού τριανταρίσει: δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία... Στην πραγματικότητα, οι αναλυτές απορούν που οι νέοι σε όλες αυτές τις χώρες δεν εξεγείρονται περισσότερο.
Στην Ελλάδα είναι η γενιά των 700 ευρώ, στην Ιταλία η γενιά των 1000 ευρώ, στην Ισπανία ονομάζονται “χιλιάρηδες”, στη Γαλλία είναι η γενιά του CPE, του “Συμφώνου Πρώτης Πρόσληψης”... Γενιά καγκουρό: αυτό είναι το προσωνύμιο που τους δίνουν οι κοινωνιολόγοι. Διότι, παρά τα διπλώματά τους και τις πολυετείς σπουδές τους, καταλήγουν να μένουν με την μαμά και τον μπαμπά μέχρι να κλείσουν τα 30. Τα 27 είναι ο μέσος όρος αποχώρησης από την οικογενειακή εστία στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, τα 30 έτη στην Ιταλία, όπου υπάρχει λαός ολόκληρος από bamboccioni, δηλαδή “μικρομέγαλους”... [1Από την εισήγηση νέες εργατικές φιγούρες, μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων, Τετάρτη 2 Μάρτη 2011, Αθήνα.]
Θα ήταν φρόνιμο να δεχτούμε την φυσικότητα της εξίσωσης “έλλειψη καλών μισθών = μακρόχρονη συγκατοίκηση με την μαμά και τον μπαμπά”, και μάλιστα προ κρίσης - ε; Εκείνο το “διότι, παρά τα διπλώματά τους και τις πολυετείς σπουδές τους...” είναι αποκαλυπτικό, μέσ’ την κοινοτοπία του. Διότι “διπλώματα και πολυετείς σπουδές” σημαίνουν, 9,9 φορές στις 10, οικογενειακή επένδυση. Κι αφού η οικογενειακή επένδυση (στον γυιό ή/και στην κόρη, στην εκπαίδευση, στα πτυχία, στα τυπικά προσόντα τους) είναι τόσο μακρόχρονη και τόσο δαπανηρή, δεν υπάρχει καμία αντινομία μεταξύ της οικογενειακής θερμοκοιτίδας ΠΡΙΝ τα πτυχία και ΜΕΤΑ απ’ αυτά. Απλά, συνεχίζεται. Τα δυστυχήματα αφορούν την περιβόητη “αγορά εργασίας”· όχι την οικογένεια.
Τι θα έλεγαν, λοιπόν, στους έλληνες, στους ιταλούς, στους ισπανούς, και γενικά στους πρωτοκοσμικούς νέους και νέες οι συχνά μικρότεροί τους μετανάστες απ’ το αφγανιστάν, το πακιστάν, την σομαλία ή την σενεγάλη, περί οικογένειας; Να έλεγαν ότι άλλοι / ες κουρνιάζουν μέσα στον μάρσιπο (καθότι... κλπ) και άλλοι /ες εκσφενδονίζονται στις άκρες του κόσμου, μεταξύ άλλων και για να στηρίξουν (οικονομικά) αυτήν την ρημάδα την οικογένεια; Να έλεγαν οτι ο πρωτοκοσμικός μακρόχρονος ομφάλιος λώρος δεν είναι παναθρώπινο χαρακτηριστικό και, κυρίως, δεν δικαιολογείται με βάση την οικονομική ανάγκη; Να έλεγαν ότι αν δουλεύεις με λίγα (πέρα απ’ το να απαιτήσεις τα περισσότερα) δεν συνεπάγεται καθόλου ότι θα σε ταΐζει, θα σε ποτίζει, θα σε πλένει, θα σε σιδερώνει και θα σε κοιμίζει “η μαμά και ο μπαμπάς” αφού, δεν είναι δα και αδιανόητο, μπορείς να μείνεις στο νοίκι με την παρέα σου, έστω σε ελαφρό στριμωξίδι;
Ό,τι και να έλεγαν οι νεαροί μετανάστες και μετανάστριες στον πρώτο κόσμο περί ανάγκης, οικογένειας και των σχέσεων μεταξύ τους, δεν θα έπιανε τόπο: είναι λίγο ή πολύ απολίτιστοι. Εκείνο που εξηγεί τα πολλά, είναι πως η μακρόχρονη εκπαίδευση, η κατάκτηση τίτλων, διπλωμάτων κλπ. απ’ τους πρωτοκοσμικούς γιούς και κόρες, υπόσχεται (και σίγουρα υποσχόταν ως πριν από λίγα χρόνια) έναν επαγγελματικό βίο (κι άρα μια ζωή συνολικά) τακτοποιημένο, χωρίς “πτώσεις”, χωρίς μεγάλα στριμώγματα· δηλαδή εξασφάλιση. Κι αυτή η ισχυρή ελπίδα της εξασφάλισης μαζί με την εξίσου ισχυρή πραγματικότητα της οικονομικής επένδυσης στην επιτυχία των υιών και των θυγατέρων (επένδυσης όχι μόνο οικονομικής, αλλά και συναισθηματικής) έκανε περίπου αυτονόητο ότι η οικογένεια θα παραμένει θερμοκοιτίδα έως ότου αυτή η (επαγγγελματική και όχι μόνο) εξασφάλιση επιτευχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία.
Συνεπώς, πριν την κρίση, ίσως πολύ πριν, όχι μόνο η ελληνική αλλά πολλές άλλες εθνικές οικογένειες είχαν πάρει θέση μέσα ή δίπλα στην αγορά εργασίας. Όχι υποχρεωτικά σαν “καταφύγιο” δύσκολων καιρών, αλλά μάλλον σαν “ζεστό parking”. Κι αυτή η ιδέα, ίσως απ’ την δύναμη της αδράνειας, ίσως επειδή είναι βολική, προεκτάθηκε στον δημόσιο λόγο και μετά την πρόσφατη όξυνση της κρίσης. Παρά το γεγονός ότι οι πραγματικότητες είναι πολύ σκληρότερες απ’ αυτές που υπονοείται στην αφηρημένη ιδέα του οικογενειακού καταφυγίου.
βία
Παρά την σχετική μυθολογία δεν ήταν (και δεν θα μπορούσε να είναι) η μικρο-μεσοαστική οικογένεια των εποχών του νεο-νεο-πλουτισμού (απ’ τα ‘90s και μετά) το μέρος διαμόρφωσης κοινωνικών σχέσεων τέτοιων που να είναι προετοιμασμένες για - μεγάλα - ζόρια. Η πιο συνηθισμένη πραγματικότητα, εκεί όπου το χρήμα έγινε ο βασιλιάς, ήταν οι σχέσεις κυριαρχίας και υποτέλειας μέσα στην τυπική οικογένεια (δηλαδή οι σχέσεις των συζύγων με όρους φύλου· οι σχέσεις των “μεγάλων” με τους “μικρούς”· και οι σχέσεις των σε “παραγωγική ηλικία” με τους “απόμαχους”) να εκχρηματιστούν. Η ευκολία του να χατζηλικώνεις / χατζηλικώνεσαι, του να δωροδοκείς / δωροδοκείσαι, και μια γενική “ανεμελιά” θεμελιωμένη πάνω στην πεποίθηση του πλούτου, της περιουσίας, της καριέρας κλπ, έκανε (ουσιαστικά) ακόμα πιο απάνθρωπες τις σχέσεις (για τις οικογενειακές μιλάμε) που είχαν μεγάλη ιστορία τυρρανικότητας, συμβιβασμών, μικρών και μεγάλων ψεμμάτων. Η σχετική (και συχνά προσδοκώμενη) ευδαιμονία φιλελευθεροποίησε μεν ορισμένα παραδοσιακά ήθη και έθιμα· αλλά αυτός ο φιλελευθερισμός ήταν μάλλον αμοιβαίες εξαγορές (χρήμα αντί συναισθημάτων και συναισθήματα αντί χρημάτων) παρά οτιδήποτε άλλο.
Κατά συνέπεια, όταν η “ωραία ατμόσφαιρα” άρχισε να ζαρώνει ή και να εξατμίζεται, κι όταν οι αγωνίες, οι φόβοι και οι ανασφάλειες ξεμασκαρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν ωμά στην καθημερινότητα, δεν υπήρχαν ούτε τρόποι, ούτε know how, ούτε βάθος σχέσεων τέτοιο που να μπορεί να σηκώσει τα ζόρια. Η ένταση, η βία, και συχνά η εγκατάλειψη (των “μικρών” απ’ τους “ μεγάλους”ή/και των “μεγάλων” μεταξύ τους) άρχισε να φυτρώνει απ’ όλες τις ρωγμές.
Το παρακάτω είναι ένα μικρό ενδεικτικό απόσπασμα, αρκετά ειλικρινές:
“Η ζωή της οικογένειας μου ήταν απόλυτα ήρεμη και φυσιολογική όλα αυτά τα χρόνια. Ήμασταν χαρούμενοι στο σπίτι, λείπαμε πολλές ώρες βέβαια λόγω δουλειάς αλλά όταν βρισκόμασταν όλοι μαζί, φροντίζαμε να περνάμε πολύ χρόνο με τα παιδιά αλλά και μόνοι μας. Είχαμε βρει τη χρυσή συνταγή. Όταν πριν 1,5 χρόνο ο σύζυγος μου έχασε τη δουλειά του ήρθαν τα πάνω κάτω. Στην αρχή ήταν αισιόδοξος ότι θα ξαναβρεί γρήγορα δουλειά λόγω των προσόντων του και όλα θα γίνουν όπως πριν. Όμως ο καιρός πέρασε και όλες οι πόρτες που χτύπαγε ήταν κλειστές. Η καλή του πίστη αντικαταστάθηκε από την απογοήτευση και τον εκνευρισμό, που σταδιακά μετατράπηκε σε θυμό και οργή, που δεν άργησε να ξεσπάσει πάνω μου. Άρχισε να μου φωνάζει και να χρησιμοποιεί υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς κάθε φορά που προσπαθούσα να τον παρηγορήσω και να του δώσω κουράγιο. Έχει κλειστεί εντελώς στον εαυτό του. Κάποιες φορές με σπρώχνει και κινείται απειλητικά προς το μέρος μου. Έχω αρχίσει να φοβάμαι τις αντιδράσεις του, τόσο για μένα αλλά κυρίως για τα παιδιά. Έχω απελπιστεί και φοβάμαι πως τίποτα δεν θα αλλάξει από δω και πέρα”.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το πως πολλές πλευρές των διανθρώπινων σχέσεων “κινούνται πίσω απ’ την πλάτη” των ίδιων ενδιαφερόμενων. Όταν η απόλυση - απ’ - τη - δουλειά εσωτερικεύεται σαν προσωπική αποτυχία, είναι επειδή νωρίτερα η δουλειά - και - οι - προοπτικές - της είχαν εσωτερικευτεί / επενδυθεί σαν μεγάλη προσωπική επιτυχία. Όταν η ανεργία εσωτερικεύεται σαν (κοινωνική) απόρριψη, είναι επειδή νωρίτερα η καλοπληρωμένη δουλειά είχε εσωτερικευτεί σαν σπουδαία (κοινωνική) αναγνώριση. Όταν η ατομική οικονομική δυσπραγία / πτώση εκδηλώνεται σαν ζηλόφθονος θυμός, και μάλιστα στους πιο κοντινούς, είναι επειδή νωρίτερα η οικονομική επιτυχία εκδηλωνόταν σαν “υπεροχή” και “ανωτερότητα χαρακτήρα”. Όταν η απογοήτευση γίνεται θυμός προς τον διπλανό είναι επειδή νωρίτερα η επαγγελματική επιτυχία ήταν έως και αφροδισιακή. Κι όταν αυτός που νοιώθει “αποτυχημένος” προσπαθεί (με λεκτική ή και με φυσική βία) να υποτιμήσει την γυναίκα δίπλα του, είναι επειδή νωρίτερα η “επιτυχία” του (οικονομική απ’ την αρχή ως το τέλος) ήταν ο κρίσιμος έως ο μοναδικός όρος εκείνου που ο ίδιος απολάμβανε σαν δική του ανατίμηση... Χάνοντας αυτό το χαρτί προσπαθεί να κρατηθεί κατεβάζοντας την άλλη χαμηλότερα, και στρέφεται στα “παραδοσιακά” μέσα: την έμφυλη βία.
Κι έτσι, εκεί που πριν βασίλευε μια επίκτητη και, κυρίως, στηριγμένη στο χρήμα ευφορία, γεννιούνται θύτες και θύματα, σ’ ένα λίγο ως πολύ τυφλό κουβάρι εντάσεων και αδιεξόδων. Κατά την ταπεινή μας γνώμη δεν υπάρχει τίποτα “ψυχολογικό”. Απ’ την αρχή ως το τέλος (και η “αρχή” είναι πολύ πριν τους κακούς καιρούς) όλα είναι κοινωνικά. Πρότυπα, ελπίδες, βεβαιότητες· και τα ανάποδα. Όταν “πιστεύεις” στα μεν, θα χαντακωθείς απ’ την απώλειά τους. Αυτό έχει όνομα: αλλοτρίωση.
κοινωνική αναπαραγωγή
Θα έλεγε κανείς ότι όταν οι κοινωνικές σχέσεις στο σύνολό τους (ερωτικές, οικογενειακές, φιλικές) συγκροτούνται σαν σχέσεις “ήπιων ανταγωνισμών” (ή και άγριων...) ανάμεσα στα Εγώ και στις εγωπάθειες, στη φάση του εκχρηματισμού και της όποιας κοινωνικής κίνησης “προς τα πάνω”, είναι σχεδόν αδύνατο αυτά τα υποκείμενα να πέσουν ομαλά, χωρίς να τσακιστούν ή/και να τσακίσουν τους γύρω τους. Η οικογένεια, στο βαθμό που ήταν πολύ περισσότερο μια “στενή οικονομική διαδικασία” χρηματικών, συναισθηματικών, σεξουαλικών και συμβολικών ανταλλαγών και πολύ λιγότερο ένα πεδίο άσκησης αξιών χρήσης, δεν έγινε, και δεν θα μπορούσε να γίνει “καταφύγιο”. Έγινε και γίνεται υποχρεωτικά υποδοχέας των εκπτώσεων· ακόμα και parking “τρακαρισμένων” οχημάτων. Αλλά αυτό, σε γενικές, γραμμές, αυξάνει την ένταση· δεν την μειώνει.
Αντίστοιχη είναι η λειτουργία της οικογένειας σε ότι αφορά τα “έξοδα κοινωνικής αναπαραγωγής”: φαγητό, ύπνο, καθαριότητα, υγιεινή, ντύσιμο, κλπ. Είναι κοινότοπο, αλλά μια τραγικά βίαιη αλήθεια. Στη θέση του ελεύθερου μισθωτού, εκείνου / εκείνης δηλαδή που διαπραγματευόμενος / η την τιμή του “εμπορεύματος εργατική δύναμη” που διαθέτει, μπορεί να ζήσει αυτοτελώς, η ακόμα πιο σκληρή υποτίμηση της εργασίας δημιουργεί μια τεράστια μάζα ενήλικων ανθρώπων που είναι οικονομικά εξαρτημένοι (απ’ την οικογένεια) ακόμα κι αν δουλεύουν. Η υποχρεωτική συγκατοίκηση με τους γονείς (και μάλιστα για μισθωτούς που νωρίτερα είχαν στήσει για χρόνια την καθημερινή ζωή τους μακριά απ’ το “παιδικό δωμάτιό” τους) είναι μια μορφή αυτής της εξάρτησης. Που κουβαλάει, αναπόφευκτα, και συναισθηματικές τριβές. Ή η επ’ αόριστον αναβολή μης οικονομικά, χωροτακτικά και συναισθηματικά ανεξάρτητης απ’ τους γονείς ζωής (για τους νεώτερους / νεώτερες) ενισχύει γενικευμένες τάσεις που προϋπήρχαν (“γενιά καγκουρώ”)· τον ανομολόγητο παλιμπαιδισμό και την ψυχοσυναισθηματική ανωριμότητα, που με την σειρά τους παράγουν άλλα προβλήματα σχέσεων.
Τα αφεντικά, βέβαια, αξιοποιούν στο μέγιστο δυνατό βαθμό αυτές τις καταστάσεις. Εάν “προσφέρονται” μαζικά “θέσεις εργασίας” των 400, των 300, ή και των 0 ευρώ το μήνα, είναι επειδή τα αφεντικά ξέρουν πως την “διαφορά” κάποιοι, κάπως την καλύπτουν, μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει, με όποιο ζόρι. Είναι αυτό που απ’ το 2010 ονομάζεται “λίπος”. Οι ελληνικές οικογένειες έχουν “λίπος” (κάποια είδη “συσσώρευσης” απ’ τις καλές εποχές...), είναι δηλαδή αρκούδες, που ακόμα κι αν πέσουν σε χειμέρια νάρκη την βγάζουν... Αντίστροφα όμως - κι αυτό είναι ο υπολογισμός των αφεντικών που είναι πολύ fitness, ειδικά όταν σκέφτονται την κερδοφορία τους - τα καθημερινά έξοδα που έχουν τα εργατικά αρκουδάκια (άσχετα από ηλικία) που πρέπει να καλύψουν δουλεύοντας με τον μισθό που παίρνουν, δεν είναι μεγάλα· λένε τα αφεντικά. Τα εργατικά αρκουδάκια ας συνεχίσουν να θηλάζουν· αν μας επιτρέπεται μια τέτοια παρομοίωση...
το “καταφύγιο” σαν οικονομική μονάδα
Είναι τόσο μεγάλη η χαρά των αφεντικών που η οικογένεια γίνεται ο υπομονετικός υποδοχέας κάθε συναισθηματικής, ηθικής και ψυχολογικής υποτίμησης, το “απο μέσα πανούκλα” της πετυχημένης διαχείρισης της κρίσης / μαζικής υποτίμησης της εργασίας, ώστε στις οικονομετρικές αναλύσεις και μετρήσεις τους, έχουν εγκαταλείψει προ πολλού την φιγούρα του ατόμου μισθωτού. Τώρα στο κέντρο βρίσκεται το “οικογενειακό εισόδημα”, σα να λέμε το πως την βγάζετε ανά σπίτι, ακόμα κι αν τρώτε ο ένας τα συκώτια του άλλου.
Μήπως έγινε η urban οικογένεια εργασιακή, παραγωγική ενότητα όπως ήταν κάποτε η αγροτική οικογένεια; Όχι. Τα αφεντικά, μοιάζουν να οπισθοδρομούν απ’ το μοντέλο της γενικευμένης φυσικής εμπορευματοποίησης των πάντων, αφού πλέον δεν μπορούν να κουκουλώσουν την υποτίμηση της εργασίας και την μείωση των μισθών με “δάνεια για όλο το λαό”, σπρώχνοντας τμήματα της διευρυμένης κοινωνικής αναπαραγωγής πίσω στους τοίχους των διαμερισμάτων. Στο σπίτι. Κι αν η “μαμά” δυσκολεύεται να ξαναγίνει “καθαρίστρια, μαγείρισσα” και τα υπόλοιπα, ίσως τα καταφέρει καλύτερα η “γιαγιά”. Κυρίως όμως μπορεί να καταφέρει (και καταφέρνει) πολλά ο κυβερνοχώρος, σε ότι αφορά αυτό που έχει ονομαστεί κοινωνικότητα, διασκέδαση, ακόμα και ερωτικές σχέσεις. Το internet (για όσους έχουν βαρεθεί ή ξεπεράσει την tv) είναι ο τέλειος μεσολαβητής αυτού του μέρους της κοινωνικής αναπαραγωγής, και επιπλέον είναι πάμφτηνος και οικιακός. Δεν έχετε έξοδα για βιβλία ή μουσικές (λένε τ’ αφεντικά)· ασχοληθείτε μ’ ότι βρείτε στις οθόνες σας. Δεν έχετε έξοδα για βόλτες, γνωριμίες, παρέες, έρωτες, δώρα (λένε τ’ αφεντικά)· αυτο-ικανοποιηθείτε όπως μπορείτε μπροστά στις οθόνες σας. Δεν έχετε έξοδα για εκδρομές, ταξίδια, διακοπές (λένε τ’ αφεντικά)· χαζέψτε ό,τι βρείτε στις οθόνες σας. Ε, δεν είναι και τόσο χάλια να την βγάζεις “μέσα”! Κι αφού μπορείτε να γλυτώσετε τόσα έξοδα, σιγά μην και σαν πληρώνουμε ανθρώπινους μισθούς (λένε και κάνουν τ’ αφεντικά) [2Φυσικά υπάρχουν και διάφορες “εναλλακτικές” ευκαιρίες, για το ένα ή το άλλο....].
Η ανακατασκευή της οικογένειας, σε συνθήκες postmodern καπιταλισμού και Αλλαγής Παραδείγματος, σαν βασικής οικονομικής μονάδας, συγκροτούμενης από ένα μέρος “φυσικών, παραδοσιακών” σχέσεων / μεσολαβήσεων (και των αντίστοιχων εντάσεων) και από ένα μέρος “ηλεκτρονικών, ψηφιακών” σχέσεων / μεσολαβήσεων (με τους καινούργιους ακρωτηριασμούς), δεν αποτελεί καθαρή πολιτιστική οπισθοχώρηση, που σαν τέτοια θα ήταν αδύνατη. Συνιστά ένα σπουδαίο (σε όφελος, για τα αφεντικά) “πάντρεμα” ανάμεσα σε οπισθοδρομήσεις και προωθήσεις σε βασικά στοιχεία του Νέου Παραδείγματος. Αρκεί να προσθέσει κανείς το (κατ’ οίκον) ηλεκτρονικό εμπόριο (δεν χρειάζεται να βγεις στην φυσική αγορά, ψωνίζεις ιντερνετικά και παραλαμβάνεις στην εξώπορτα), και την εν δυνάμει ηλεκτρονική εκπαίδευση, για να έχει μια σχετικά ολοκληρωμένη ιδέα για το πως το “νέο οικογενειακό περιβάλλον” είναι δυνατόν να χωρέσει περισσότερα απ’ την κοινωνική αναπαραγωγή, χωρίς απ’ την άλλη μεριά να καταστρέφεται κάθε εμπορευματοποίησή της.
Κι αν προστεθεί και η κατ’ οίκον ηλεκτρονική εργασία, τότε...
η κρίση σαν βάση μετασχηματισμών
Μετά απ’ αυτά θα ήταν αφελές να αντιμετωπίζει κανείς την οικογένεια σαν σωσίβιο. Υπάρχει, σε εξέλιξη, μέσα στην κρίση και την διαχείρισή της, μια πολλαπλότητα διαδικασιών, που ξεκινούν απ’ την ανανέωση της όποιας οικογενειακής καταπίεσης και την ενίσχυση των εντάσεων και της ενδοοικογενειακής βίας, και φτάνουν ως τον εμπλουτισμό, την διεύρυνση και την εντατικοποίηση της οικιακής έδρασης των ηλεκτρονικών / ψηφιακών μεσολαβήσεων. Θα μπορούσαμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι το δεύτερο (τμήμα του Νέου Παραδείγματος) μπορεί να λειτουργεί και καταπραϋντικά σε σχέση με το πρώτο: αν κάποιος καταφέρνει να “χάνεται” στον κυβερνοχώρο, είναι πολύ ευκολότερο να γλυτώνει απ’ την οικογενειακή γκρίνια, να υποβαθμίζει ή και να καταργεί την (επιβεβλημένη) οικογενειακή συνάφεια και τις τριβές της.
Τέτοιου είδους μίξεις ανάμεσα σε οπισθοδρομήσεις σε “παλιές” (από ιστορική άποψη) καταστάσεις και ταυτόχρονα σε κατακτήσεις περιοχών του Νέου καπιταλιστικού παραδείγματος, που μπορούν να εντοπιστούν και σε άλλες κοινωνικές περιοχές (π.χ.: εργασιακές σχέσεις του τέλους του 19ου αιώνα για high tech εργασιακά αντικείμενα), έχουν, πέρα απ’ την στενά εννοημένη οικονομική διάσταση, διάφορες (κακές) συναισθηματικές και ψυχολογικές συνέπειες. Υπάρχει βία όταν αναγκάζεται κανείς να “γυρίσει στους δικούς του” επειδή πληρώνεται σκατά λεφτά δουλεύοντας, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν ενδοοικογενειακές εντάσεις. Υπάρχει βία εάν θέλει να ζήσει μια στοιχειωδώς ανεξάρτητη ζωή αλλά δεν μπορεί επειδή είναι άνεργος. Όπως υπάρχει βία όταν αναγκάζεται κανείς να σκοτώνει την ώρα του στο internet, χωρίς να το έχει διαλέξει, για να μην αναγκαστεί να την σκοτώνει στην τηλεόραση, ξερνώντας.
Το ζήτημα (πολιτικό λέμε) είναι πως αντί αυτή η βία να εντοπιστεί και να αναλυθεί στην πραγματικότητά της, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί και να απαντηθεί, εσωτερικεύεται. Η εσωτερίκευση είναι το λάδι για τη λειτουργία των μηχανών του συστήματος· είναι, όμως, ταυτόχρονα μια διαδικασία αυτοκαταστροφής. Κάποιοι αναρωτιούνται (;) που είναι τα σύγχρονα στρατόπεδα εξόντωσης... Θα χρειαζόταν τόλμη και καθαρό μυαλό για να εντοπιστούν και στα οικογενειακά διαμερίσματα. Στο κάτω κάτω, εκτός απ’ τον “φυσικό” θάνατο, υπάρχει και ο ηθικός, συναισθηματικός, ψυχολογικός θάνατος· που δεν πρέπει να προσπερνιέται επειδή είναι “αναίμακτος”...
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Από την εισήγηση νέες εργατικές φιγούρες, μητροπολιτικά συμβούλια αυτόνομων, Τετάρτη 2 Μάρτη 2011, Αθήνα.
[ επιστροφή ]
[ επιστροφή ]