Αφού (και) στα μέρη μας κέρδισε η άποψη ότι το “κακό” (ή “η πηγή του κακού”) της τρέχουσας κρίσης είναι, για άλλους μεν το δημόσιο χρέος, για άλλους δε οι Μέρκελ, Σόιμπλε, ευρωπαϊκή ένωση, και σια, είναι εξαιρετικά απίθανο οποιοσδήποτε απ’ τους μεγάλους και μικρούς φωστήρες (και τους πολυάριθμους οπαδούς τους) να ασχολούνται στα σοβαρά με την τωρινή πραγματική εξέλιξη της καπιταλιστικής κρίσης / αναδιάρθρωσης. Ποτέ δεν έκαναν κάτι τέτοιο, άλλωστε· γιατί να το κάνουν τώρα;
Πού βρίσκεται ο καπιταλιστικός κόσμος σχεδόν 6 χρόνια με την χρεωκοπία της Lehman Brothers· χρεωκοπία που πυροδότησε έναν παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό πανικό και, μέσω αυτού, έδειξε (σε όσους είχαν μάτια για να δουν) την πραγματική και μόνιμη “φονικότητα” των καπιταλιστικών αντινομιών; Πρέπει, σε κάποιο βαθμό, να αναζητήσει κανείς ειδικούς των αφεντικών, για να έχει μια κατ’ αρχήν γενική παράσταση.
Ο καινούργιος κεντρικός τραπεζίτης της ινδίας Raghuram Rajan θεωρεί ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση είχε 4 ταυτόχρονες αιτίες:
α) Την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα και την πίεση για στεγαστικά δάνεια στις ηπα. Σύμφωνα με τον Rajan προκειμένου να μην καταρρρεύσουν οι τιμές των εμπορευμάτων απ’ την μειωμένη ζήτηση που θα προκαλούσε η αυξανόμενη ανεργία και η μείωση των πραγματικών τιμών στις ηπα, οι πολιτικοί προώθησαν τα εύκολα δάνεια, έτσι ώστε ο κόσμος “να νοιώθει” πλουσιότερος.
β) Η εξάρτηση της αμερικανικής κατανάλωσης από εισαγωγές απ’ την κίνα, την ιαπωνία και την γερμανία. Η μέσω δανείων κατανάλωση θα προκαλούσε, τελικά, πληθωρισμό εάν δεν υπήρχαν φτηνές εισαγωγές στις ηπα.
γ) Οι συνέπειες της κρίσης του 1997. Τα κράτη της νοτιοανατολικής ασίας (οι περιβόητες “τίγρεις”) ανέκαμψαν μέσω της υποτίμησης των νομισμάτων τους (παρότι αυτή η υποτίμηση αύξησε τα δημόσια και ιδιωτικά χρέη τους) συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας παγκόσμιας πλημμύρας εμπορευμάτων.
δ) Η επιλογή της κεντρικής αμερικανικής τράπεζας για “φτηνό χρήμα”, δηλαδή πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού.
Κατά τον Rajan καμία απ’ αυτές τις αιτίες δεν έχει αντιμετωπιστεί. Σαν πολιτικός, και μάλιστα μιας “αναδυόμενης οικονομίας”, ο Rajan λέει βέβαια την μισή αλήθεια όταν αποδίδει τα πιο πάνω στις ηπα· παρότι ο ρόλος τους στην παγκόσμια κρίση και την εξέλιξή της ήταν και παραμένει σημαντικός. Αλλά η δομική αντινομία ανάμεσα στην μείωση των πραγματικών μισθών για την μεγάλη πλειονότητα των εργατών και στην αύξηση της παραγωγικότητας αυτών των ίδιων εργατών, δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του αμερικανικού καπιταλισμού. Είναι χαρακτηριστικό του καπιταλισμού γενικά· και διαχρονικά. Όταν αυτή η “απόσταση” (μεταξύ πραγματικών μισθών σαν βασικών παραγόντων της ζήτησης εμπορευμάτων και παραγωγικότητας της εργασίας σαν βασικού παράγοντα της προσφοράς εμπορευμάτων) μεγαλώνει, τα αφεντικά μπορούν να μηχανευτούν διάφορα. Και τα μηχανεύονται. Αλλά η αντινομία δεν ξεπερνιέται.
Η μηχανή “το χρήμα γεννάει χρήμα”, ο χρηματοπιστωτισμός και ο τόκος στις διάφορες μορφές του, ήταν μια τέτοια μηχανή, ήδη απ’ τα ‘80s. Όχι “ήταν” - εξακολουθεί να είναι πρέπει να λέμε. Τα είχε αναλύσει (και) ο κυρ Κάρολος αυτά τα κόλπα. Είναι παλιά. Όταν η πραγμοποίηση της υπεραξίας [1Πραγμοποίηση (ή πραγματοποίηση) της υπεραξίας σημαίνει την μετατροπή των εμπορευμάτων που έχουν παραχθεί σε χρήμα• την πώλησή τους δηλαδή. Μέχρι να πουληθούν, η υπεραξία έχει μεν κλαπεί, αλλά είναι ακόμα “ενσωματωμένη” στα εμπορεύματα τα ίδια. Μόνο η πώληση των εμπορευμάτων επιτρέπει την μετατροπή της υπεραξίας σε χρήμα, και αυτή η μετατροπή λέγεται πραγμοποίηση της υπεραξίας. Εάν, αντίθετα, τα εμπορεύματα μείνουν στα ράφια, η υπεραξία έχει υπεξαιρεθεί μεν, αλλά το αφεντικό αποτυγχάνει να την “τσεπώσει”. ] δεν γίνεται (ή γίνεται δύσκολα) μέσω των εμπορευμάτων (πραγμάτων και υπηρεσιών) τα αφεντικά αναζητούν την κερδοφορία τους στο μόνο εμπόρευμα που μοιάζει να μην χρειάζεται να μετατραπεί σε άλλα εμπορεύματα για να έχει αξία: το χρήμα. Αυτή η ιδέα (της “αυταξίας του χρήματος”) είναι φετιχιστική. Ωστόσο μπορεί να δουλεύει κατά διαστήματα.
Δούλεψε σχεδόν για 2 δεκαετίες, ως το 2007 ή 2008. Τα “κέρδη” του χρηματοπιστωτικού τομέα παγκόσμια (κέρδη λογιστικά που ωστόσο θεωρούνταν πραγματικά απ’ τους επαγγελματίες φετιχιστές· όσοι απ’ αυτούς μπορούσαν να τα μετατρέψουν σε βίλες, κότερα, ιδιόκτητα αεροπλάνα και πανάκριβα βίτσια τα απολάμβαναν πάντως) ήταν εξωφρενικά μεγάλα. Ακολούθησε το κραχ. Και η διαχείριση της κρίσης με την ίδια βασική συνταγή όπως τα προηγούμενα χρόνια: υποτίμηση της εργασίας [2Το πραγματικό βασικό ωρομίσθιο στις ηπα, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, η τιμή, δηλαδή, του εμπορεύματος “εργατική δύναμη” όταν αυτή θεωρείται “ανειδίκευτη”, είναι 7,25 δολάρια. Έχει σημασία ότι το 1968 το βασικό ωρομίσθιο στις ηπα ήταν 9,25 δολάρια (σε σταθερή αξία του νομίσματος) - που σημαίνει ότι από τότε ως τώρα η (απ τα αφεντικά χαρακτηριζόμενη) “ανειδίκευτη εργασία”, που αφορά εκατομμύρια μισθωτούς, έχει υποτιμηθεί σχεδόν 20%. Αλλά αυτή δεν είναι όλη η αλήθεια. Εάν το ωρομίσθιο αυξανόταν ανάλογα με την αύξηση της παραγωγικότητας αυτής της “ανειδίκευτης” δουλειάς, υπολογίζεται ότι θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 18,75 δολάρια. Αυτό επειδή αυτή η καταραμένη παραγωγικότητα έχει διπλασιαστεί απ’ την δεκαετία του ‘60 ως σήμερα. Πόση είναι λοιπόν η πραγματική υποτίμηση; Πάνω από 60%.]. Tα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά: μέσα στην τελευταία 5ετία ο μέσος πραγματικός μισθός των βιομηχανικών εργατών στις ηπα έπεσε άλλο ένα 2,5%· αλλά το 2013 τα κέρδη των 6 μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών (Bank of America, Citigroup, Goldman Sachs, JP Morgan Chase, Morgan Stanley and Wells Fargo) ήταν 74,1 δισ. δολάρια, τα μεγαλύτερα απ’ το 2006. Πως τα πέτυχαν αυτά τα κέρδη; Με τους ίδιους τρόπους (τις ίδιες αγοραπωλησίες “χαρτιών”, “παραγώγων”, “δανείων”) όπως πριν, αλλά με μια τουλάχιστον σημαντική διαφοροποίηση. Τώρα δεν είναι η μαζική δανειοδότηση των “εργαζόμενων φτωχών” (και όχι μόνο) βασικό μοτέρ του χρηματοπιστωτισμού.Τι σημαίνει αυτό;
Κατ’ αρχήν σημαίνει ότι τα αφεντικά του παγκόσμιου καπιταλισμού (και των εθνικών φραξιών του) διαχειρίζονται την “υγεία” του συστήματος, και (στην τωρινή φάση) του χρηματοπιστωτισμού, μικραίνοντας την ήδη σμικρυμένη βάση της “πραγματικής οικονομίας”, μικραίνοντας την επικράτεια της πραγμοποίησης της υπεραξίας με τυπικούς εμπορευματικούς όρους. Αυτό πρακτικά σημαίνει υψηλή ανεργία διαρκείας (που μπορεί να κρύβεται με διάφορους “δημιουργικούς υπολογισμούς”) αλλά συνιστά, από καπιταλιστική άποψη, σταθερή απαξίωση εκμεταλλεύσιμου “ανθρώπινου κεφαλαίου”. Το δεύτερο που συνεπάγεται η συρρίκνωση της “πραγματικής ζήτησης” (σε παγκόσμια κλίμακα) είναι η ακόμα μεγαλύτερη ένταση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, για την κατάκτηση ή/και μεγέθυνση των “μεριδίων” σ’ αυτήν την (ακόμα) “πραγματική αγορά” εμπορευμάτων.
Κατ’ αρχήν για το πρώτο. Μεταξύ της ανατίμησης της εργασίας (η κεϋνσιανή συνταγή) και του ταξικού τους ένστικτου, τα αφεντικά ξαναπροτίμησαν να ακολουθήσουν το δεύτερο. Κατά την εργατική μας άποψη “έπραξαν το σωστό” απ’ την μεριά τους. Γιατί ποτέ οι κεϋνσιανές ιδέες και προτάσεις δεν ήταν κάτι άλλο από πολιτικές απαντήσεις απέναντι σε έναν πολιτικά επικίνδυνο (τότε, στην προηγούμενη Μεγάλη Κρίση / Αλλαγή Παραδείγματος) αντίπαλο. Κι αφού αυτός ο αντίπαλος, η τάξη μας δηλαδή, δεν υπήρξε απειλητική στην έκταση και με τον τρόπο που έπρεπε ούτε στα ‘90s, ούτε στα ‘00s, ούτε και μέσα στην όξυνση της κρίσης, τα αφεντικά δεν έχουν κανένα λόγο να μην τραβήξουν στα όριά της την μαζική υποτίμηση της εργασίας. Ακόμα κι αν έχει (σε ότι αφορά την λεγόμενη “πραγματική οικονομία” τις παρενέργειες που έχει, δηλαδή την “υπο-απασχόληση κεφαλαίου”.
Τι σημαίνει όμως διαχείριση της κρίσης με διατήρηση ενός όχι αμελητέου τμήματος του κεφαλαίου, είτε αφορά την εργασία είτε τις γενικές παραγωγικές δυνατότητες, “εκτός λειτουργίας”; Σύμφωνα με τις παραδοσιακές αντιλήψεις των οικονομολόγων, κάτι τέτοιο είναι μόνο μια προσωρινή κατάσταση, μέχρι να “ξαναπάρει μπροστά” η εκμετάλλευση της εργασίας· ξεκινώντας φυσικά από πολύ χαμηλότερα μεροκάματα και μισθούς. Τέτοια ήταν η φιλελεύθερη σοφία του 19ου αιώνα, που επανήλθε σα νεοφιλελευθερισμός τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Κέυνς είχε απαντήσει στην πρώτη ότι δεν ισχύει πια εφόσον η εργατική τάξη οργανώνεται σε μαχητικά συνδικάτα και κομμουνιστικά κόμματα, εφόσον δηλαδή είναι σε θέση να αρνηθεί πολεμικά την υποτίμησή της· και, αντίθετα, είναι ικανή για την πολιτική ανατίμησή της, ως το σημείο να κατακτήσει επαναστατικά την εξουσία. Ο νεοφιλελευθερισμός φρόντισε λοιπόν να ξεμπερδέψει πρώτα πρώτα απ’ έναν τέτοιο κίνδυνο (την οργανωμένη εργατική τάξη που αρνείται μαχητικά την υποτίμησή της.... ας σας θυμίζει τίποτα κάτι τέτοιο...).
Όμως αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ο “κλασσικός κύκλος ύφεσης ανάπτυξης” θα λειτουργήσει. Γιατί βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και μια ριζική Αλλαγή Παραδείγματος. Κι όπως συμβαίνει σε κάθε τέτοια ριζική Αλλαγή Παραδείγματος οργάνωσης, εκμετάλλευσης, καπιταλιστικής αξιοποίησης της εργασίας, της ζωής, των φυσικών πόρων (η ιστορία του καπιταλισμού μετράει ως τώρα 3 τέτοιες, η τωρινή είναι η τέταρτη) η “απαξίωση κεφαλαίου” δεν είναι μόνο όρος των τεχνολογικών αλλαγών, αλλά συστατικό στοιχείο των αλλαγών στους ενδοκαπιταλιστικούς συσχετισμούς δύναμης. Συνολικά. Όχι μόνο στους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης. Αλλά και τους διακρατικούς... Γιατί αυτοί οι τελευταίοι (συσχετισμοί δύναμης) είναι η σημαία της κάθε φορά ξαναμοιρασιάς του κόσμου.