|
|
replay:
commentaires sur la société du spectacle
Σε κάτι άλλους καιρούς ο Debord είχε πολλούς φίλους (εντός ή εκτός εισαγωγικών) στα μέρη μας. Όχι κατ’ ανάγκη τους καλύτερους, ούτε κατ’ ανάγκη επειδή καταλάβαιναν (όλοι αυτοί) τι έγραφε. Όμως οι καιροί άλλαξαν. Μεταξύ άλλων η ανάγνωση δεν είναι πια μόδα ούτε σαν πόζα. Και η κοινωνία του θεάματος (η ανάλυση) έγινε πολύ ντεμοντέ ακριβώς επειδή η κοινωνία του θεάματος έγινε κοινότοπη πραγματικότητα.
Στα σχόλια πάνω στην κοινωνία του θεάματος (το 1988) ο Debord πιθανόν να έγραψε (μεταξύ άλλων) και το recviem του. Εν τω μεταξύ, ακόμα και σαν φαινομενολογία, υπήρχαν σ’ εκείνες τις σελίδες κάμποσες ιδιαίτερα εύστοχες προγνώσεις... Εννοείται πως εκείνο που σπανίζει πλέον είναι τα μυαλά (και οι συνειδήσεις) που χαμπαριάζουν. Ποιά πραγματικότητα;
...
3
Τώρα που κανείς δεν μπορεί λογικά ν’ αμφιβάλλει για την ύπαρξη και την ισχύ του θεάματος, μπορεί εντούτοις ν’ αμφιβάλλει αν είναι εύλογο να προστεθεί οτιδήποτε σ’ ένα ζήτημα για το οποίο η εμπειρία έχει αποφανθεί με τόσο κατηγορηματικό τρόπο.
Η εφημερίδα Le Monde της 19ης Σεπτεμβρίου 1987 σχολίαζε περιχαρής τη διατύπωση: “Δεν είναι πια ανάγκη να μιλάμε γι’ αυτό που υπάρχει”, πραγματικό θεμελιώδη νόμο των θεαματικών καιρών οι οποίοι, ως προς αυτό τουλάχιστον, δεν άφησαν καθυστερημένη καμιά χώρα: “Το ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι θεαματική, εξυπακούεται. Σε λίγο, όσοι περνούν απαρατήρητοι θα είναι άξιοι παρατήρησης. Είναι πλέον αμέτρητα τα έργα που περιγράφουν το φαινόμενο που κατέληξε να χαρακτηρίζει τα βιομηχανικά έθνη δίχως να εξαιρεί τις χώρες που είναι καθυστερημένες ως προς την εποχή του. Αλλά παρατηρείται το φαιδρό ότι τα βιβλία που αναλύουν αυτό το φαινόμενο, συνήθως για να το οικτείρουν, οφείλουν κι αυτά επίσης να θυσιαστούν στο θέαμα προκειμένου να γίνουν γνωστά”.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η θεαματική κριτική του θεάματος, που ήρθε αργά και που σε επίμετρο ήθελε “να γίνει γνωστή” στο ίδιο πεδίο, περιορίζεται αναγκαστικά σε ασήμαντες γενικότητες ή κροκοδείλια δάκρυα· όπως επίσης φαντάζει ασήμαντη η επιφυλακτική σύνεση που φιγουράρει με γελοίο τρόπο σε μερικές εφημερίδες.
...
4
...
Το ενσωματωμένο θεαματικό εκδηλώνεται ταυτόχρονα σαν συγκεντρωμένο και σαν διάχυτο, και μετά απ’ αυτή την καρποφόρο ενοποίηση μπόρεσε να χρησιμοποιήσει σε μεγαλύτερη έκταση τόσο τη μία όσο και την άλλη ιδιότητα...
Το θέαμα εισχώρησε σε κάθε πραγματικότητα, ακτινοβολώντας την. Όπως εύκολα μπορούσε κανείς να προβλέψει στη θεωρία, η πρακτική εμπειρία της ξέφρενης ικανοποίησης των επιθυμιών του εμπορευματικού Λόγου απέδειξε γρήγορα και δίχως καμιά εξαίρεση ότι το γίγνεσθαι - κόσμος της πλαστοποίησης ήταν επίσης γίγνεσθαι - πλαστοποίηση του κόσμου. Εκτός από μια κληρονομιά - που παραμένει σημαντική, αλλά είναι καταδικασμένη να φθίνει συνέχεια - από βιβλία και παλιά κτίρια, τα οποία άλλωστε όλο και συχνότερα επιλέγονται και τοποθετούνται σε προοπτική ανάλογη με τα οφέλη του θεάματος, δεν υπάρχει πια τίποτα, τόσο στην κουλτουρα όσο και στη φύση, που να μην έχει αλλοιωθεί και μολυνθεί, σύμφωνα με τα μέσα και τα συμφέροντα της σύγχρονης βιομηχανίας. Ακόμα κι η γενετική έχει γίνει απόλυτα προσιτή στις κυρίαρχες δυνάμεις.
Η διακυβέρνηση του θεάματος, η οποία κατέχει στις μέρες μας όλα τα μέσα πλαστοποίησης του συνόλου τόσο της παραγωγής όσο και της αντίληψης, είναι απόλυτος κύριος των αναμνήσεων, όπως είναι ανεξέλεγκτος κύριος των σχεδίων που διαμορφώνουν το απώτερο μέλλον. Κυριαρχεί απόλυτα παντού· εκτελεί τις ετυμηγορίες στις οποίες καταλήγει έπειτα από συνοπτική διαδικασία.
Σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να δεις να ξεπροβάλλει ξαφνικά, με μια καρναβαλίστικη ιλαρότητα, μια παρωδία του τέλους της διαίρεσης της εργασίας, και μάλιστα πάνω στην καταλληλότερη στιγμή, μιας και συμπίπτει με τη γενική κίνηση εξαφάνισης κάθε αληθινής αυθεντίας. Έτσι μπορείς να δεις ένα χρηματιστή να τραγουδάει, ένα δικηγόρο να γίνεται καταδότης της αστυνομίας, ένα φούρναρη να εκθέτει τις λογοτεχνικές του προτιμήσεις, έναν ηθοποιό να κυβερνά, ένα μάγειρο να φιλοσοφεί πάνω στις στιγμές ψησίματος σαν ορόσημα στην παγκόσμια ιστορία. Καθένας μπορεί να ξεπροβάλλει μέσα στο θέαμα προκειμένου να επιδοθεί δημόσια, ή καμιά φορά να αφοσιωθεί κρυφά, σε μια εντελώς διαφορετική δραστηριότητα σε σχέση με την ειδικότητα εκείνη στην οποία είχε γίνει αρχικά γνωστός. Εκεί όπου η κατοχή “κύρους στο χώρο των μέσων επικοινωνίας” έχει λάβει απείρως μεγαλύτερη σπουδαιότητα απ’ την αξία αυτού που είσαι ικανός να κάνεις πραγματικά, είναι φυσικό αυτό το κύρος να μεταβιβάζεται εύκολα και να παρέχει το δικαίωμα να λάμψεις, με τον ίδιο τρόπο, οπουδήποτε αλλού. Το πιο σύνηθες είναι τα επιταχυνόμενα σωματίδια, στο χώρο των μέσων επικοινωνίας, να συνεχίζουν την απλή τροχιά τους μέσα στα πλαίσια του επίσημα εγγυημένου αξιοθαύμαστου.
Αλλά συμβαίνει επίσης αυτή η μετάβαση από θέση σε θέση στο χώρο των μέσων επικοινωνίας ν’ αποτελεί το προκάλυμμα πολλών επιχειρήσεων, επισήμως ανεξάρτητων, αλλά στην πραγματικότητα κρυφά συνδεδεμένων διαμέσου διαφόρων δικτύων επί τούτου. Έτσι ώστε, μερικές φορές, η κοινωνική διαίρεση της εργασίας, καθώς κι η αλληλεγγύη που μπορεί εύκολα να προβλεφτεί απ’ τη λειτουργία της, επανεμφανίζονται κάτω από εντελώς νέες μορφές. Λόγου χάρη, προκειμένου να προετοιμάσεις μια δολοφονία μπορείς πλέον να δημοσιεύσεις ένα μυθιστόρημα.
Τα χαριτωμένα αυτά παραδείγματα υπονοούν επίσης ότι δεν μπορείς πια έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν όσον αφορά το επάγγελμά του.
Αλλά η υπέρτατη φιλοδοξία του ενσωματωμένου θεαματικού είναι επιπλέον να γίνουν οι μυστικοί πράκτορες επεναστάτες κι οι επαναστάτες μυστικοί πράκτορες.
...
6
Η πρωταρχική επιδίωξη της θεαματικής κυριαρχίας ήταν να εξαλείψει την ιστορική γνώση εν γένει και καταρχήν σχεδόν όλες τις πληροφορίες και τα εύλογα σχόλια σχετικά με το πιο πρόσφατο παρελθόν. Ένα τόσο κατάφωρο κι αυταπόδεικτο γεγονός δε χρειάζεται εξηγήσεις. Το θέαμα οργανώνει με μαεστρία την άγνοια για όσα συμβαίνουν και, αμέσως μετά, τη λήθη όσων μολαταύτα κατόρθωσαν να γίνουν γνωστά.
...
Στη Γαλλία δέκα χρόνια νωρίτερα, ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που κατόπιν ξεχάστηκε αλλά τότε ξεχώριζε στην επιφάνεια του θεάματος, εξέφραζε αφελώς τη χαρά που ένοιωθε, “γνωρίζοντας ότι στο εξής θα ζήσουμε σ’ ένα κόσμο δίχως μνήμη όπου, όπως στην επιφάνεια του νερού, η μία εικόνα κυνηγάει ακατάπαυστα την άλλη”. Είναι πράγματι χρήσιμο για τους ανθρώπους των υποθέσεων που ξέρουν να διατηρούν τη θέση τους. Το τέλος της ιστορίας είναι μια ευχάριστη ανάπαυλα για κάθε υφιστάμενη εξουσία. Της εγγυάται την απόλυτη επιτυχία του συνόλου των επιχειρήσεών της, ή η τουλάχιστον τη φήμη της επιτυχίας.
...
Το πεδίο της ιστορίας ήταν το αξιομνημόνευτο, η ολότητα των συμβάντων οι συνέπιες των οποίων εκδηλώνονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης αξεχώριστα η γνώση έπρεπε να διαρκεί και να βοηθάει στην κατανόηση, τουλάχιστον εν μέρει, όσως θα συνέβαιναν εκ νέου: “κτήμα ες αεί” λέει ο Θουκυδίδης. Μ’ αυτό τον τρόπο η ιστορία ήταν το μέτρο μιας πραγματικής καινοτομίας. Και όποιος πουλάει την καινοτομία, έχει κάθε συμφέρον να εξαλείψει το μέσο αποτίμησής της. Όταν το σημαντικό αναγνωρίζεται κοινωνικά σαν αυτό που είναι στιγμιαίο, και πρόκειται να είναι τέτοιο και την επόμενη στιγμή, όντας άλλο και το αυτό, και να αντικαθιστά πάντοτε μιαν άλλη στιγμιαία σημασία, μπορούμε κάλιστα να προσθέσουνε ότι το χρησιμοποιούμενο μέσο εξασφαλίζει ένα είδος αιωνιότητας σ’ αυτή την ασημαντότητα που μιλάει τόσο μεγαλοφώνως.
Το πολύτιμο όφελος που καρπώθηκε το θέαμα απ’ αυτή την κήρυξη εκτός νόμου της ιστορίας, ότι δηλαδή καταδίκασε ήδη όλη την πρόσφατη ιστορία να περάσει στην παρανομία και κατάφερε να ξεχαστεί εν γένει το ιστορικό πνεύμα στην κοινωνία, είναι κατ’ αρχήν η συγκάλυψη της δικής του ιστορίας: η ίδια η κίνηση της από μέρους του πρόσφατης κατάκτησης του κόσμου. Η εξουσία του φαίνεται ήδη οικεία, σα να υπήρχε ανέκαθεν. Όλοι οι σφετεριστές θέλησαν να κάνουν να ξεχαστεί ότι μόλις είχαν έρθει.
...
8
...
Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ο Μαρξ περιγράφει τον αρπακτικό ρόλο του Κράτους στη Γαλλία της Β Αυτοκρατορίας, που αριθμούσε τότε μισό εκατομμύριο δημόσιους υπαλλήλους: “Τα πάντα έγιναν έτσι αντικείμενο της κυβερνητικής δραστηριότητας, απ’ το γεφύρι, το σχολείο, την κοινοτική ιδιοκτησία ενός χωριού μέχρι τους σιδηροδρόμους, την εθνική ιδιοκτησία και τα επαρχιακά πανεπιστήμια”. Το περιβόητο ζήτημα της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων είχε τεθεί ήδη από εκείνη την εποχή, εφόσον ο Μαρξ παρατηρεί ότι “τα κόμματα τα οποία, καθένα με τη σειρά του, πάλευαν για την υπεροχή, έβλεπαν στην κατάληψη αυτού του τεράστιου οικοδομήματος το σπουδαιότερο λάφυρο του νικητή”.
Όλα αυτά ηχούν ωστόσο κάπως βουκολικά, και καθώς λένε ξεπερασμένα, μιας κι οι κερδοσκοπικές δραστηριότητες του κράτους σήμερα αφορούν περισσότερο τις καινούργιες πόλεις και τους αυτοκινητόδρομους, την υπόγεια κυκλοφορία και την παραγωγή πυρηνικής και ηλεκτρικής ενέργειας, την πετρελαϊκή έρευνα και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τη διοίκηση τραπεζών και τα κοινωνικοπολιτιστικά κέντρα, τις αλλαγές στην “οπτικοακουστική σφαίρα” και τις παράνομες εξαγωγές όπλων, την προώθηση ακινήτων και τη φαρμακοβιομηχανία, την αγροτική παραγωγή και προμήθεια τροφίμων καθώς και τη διαχείριση νοσοκομείων, τις στρατιωτικές πιστώσεις και τα μυστικά κονδύλια του διαρκώς επεκτεινόμενου τομέα που οφείλει να διευθύνει τις πολυάριθμες υπηρεσίες “προστασίας της κοινωνίας”.
Παρόλα αυτά, ο Μαρξ παραμένει δυστυχώς για πάρα πολύ καιρό επίκαιρος, αναφέροντας στο ίδιο βιβλίο την κυβέρνηση “η οποία δεν παίρνει τη νύχτα τις αποφάσεις που θέλει να εκτελέσει τη μέρα, αλλά αποφασίσει τη μέρα κι εκτελεί τη νύχτα”.
9
Αυτή η τόσο τέλεια δημοκρατία κατασκευάζει η ίδια τον μυστηριώδη εχθρό της, την τρομοκρατία. Στην πραγματικότητα, προτιμάει να κριθεί σε σχέση με τους εχθρούς της παρά σε σχέση με τ’ αποτελέσματά της. Η ιστορία της τρομοκρατίας είναι γραμμένη απ’ το κράτος. Επομένως είναι διδακτική. Οι πληθυσμοί - θεατές δεν είναι βέβαια σε θέση να ξέρουν τα πάντα για την τρομοκρατία, αλλά πάντοτε ξέρουν αρκετά ώστε να έχουν πεισθεί ότι, σε σχέση με την τρομοκρατία, όλα τ’ άλλα θα πρέπει να τους φαίνονται μάλλον αποδεκτά, ή εν πάσει περιπτώσει πιο εύλογα και πιο δημοκρατικά.
...
Μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η εξήγηση των μυστηρίων της τρομοκρατίας φαίνεται να έχει επιφέρει μια συμμετρία ανάμεσα σε αντιτιθέμενες απόψεις, σα να επρόκειτο για δύο φιλοσοφικές σχολές που πρεσβεύουν απολύτως αντιμαχόμενα μεταφυσικά κατασκευάσματα. Ορισμένοι δεν βλέπουν στην τρομοκρατία τίποτα περισσότερο από κάποιες οφθαλμοφανείς μηχανορραφίες των μυστικών υπηρεσιών. Άλλοι εκτιμούν αντίθετα ότι δεν πρέπει να προσάπτουμε στους τρομοκράτες παρά μόνο την πλήρη έλλειψη ιστορικού νοήματος.
Η χρήση έστω κι ελάχιστης ιστορικής λογικής θα μας επέτρεπε να συμπεράνουμε γρήγορα ότι δεν υπάρχει τίποτα αντιφατικό στο να θεωρείς ότι οι άνθρωποι που στερούνται κάθε ίχνος ιστορικού νοήματος μπορούν εξίσου να χειραγωγηθούν, και μάλιστα ακόμη ευκολότερα απ’ τους άλλους. Επίσης είναι ευκολότερο να πεισθεί “να ανανήψει” κάποιος στον οποίο μπορείς ν’ αποδείξεις ότι γνώριζες εξαρχής τα πάντα σε σχέση με όσα νόμιζε ότι διέπραττε ανενόχλητα. Είναι αναπόφευκτη συνέπεια των παράνομων οργανωτικών μορφών στρατιωτικού τύπου το ότι αρκεί να διεισδύσουν λίγοι άνθρωποι σ’ ορισμένες θέσεις του δικτύου για να εξαπατήσουν, και να εξουδετερώσουν, πολλούς.
...
23
Τον Ιανουάριο του 1988, η κολομβιανή μαφία ναρκωτικών εξέδωσε ένα ανακοινωθέν με σκοπό ν’ ανασκευάσει τη γνώμη του κοινού όσον αφορά την υποτιθέμενη ύπαρξή της. Η σημαντικότερη επιδίωξη μιας μαφίας, οπουδήποτε υφίσταται, είναι φυσικά να εδραιώσει την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει, ή ότι έχει πέσει θύμα ελάχιστα επιστημονικών συκοφαντιών, κι αυτό είναι το κύριο σημείο ομοιότητάς της με τον καπιταλισμό.
Αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή η μαφία, που είναι εξοργισμένη με το γεγονός ότι συγκεντρώνεται η προσοχή αποκλειστικά σ’ αυτή, έφθασε μέχρι το σημείο να επικαλεστεί τις άλλες μαφίες που θα ήθελαν να ξεχαστούν θεωρώντας την καταχρηστικά σαν αποδιοπομπαίο τράγο. Διακηρύσει: “Εμείς δεν ανήκουμε στη γραφειοκρατική και πολιτική μαφία, ούτε στη μαφία των τραπεζιτών και των χρηματιστών, των εκατομμυριούχων, των παράνομων συναλλαγών, των μονοπωλίων, του πετρελαίου, των τραστ των μέσων επικοινωνίας”.
Δίχως αμφιβολία μπορούμε να θεωρήσουμε ότι οι συντάκτες της παραπάνω διακήρυξης έχουν συμφέρον να διοχετεύσουν, όπως ακριβώς και οι άλλοι, τις δικές τους πρακτικές στον απέραντο ποταμό των θολών νερών της εγκληματικότητας, και των πιο κοινών παρανομιών, που ποτίσει σ’ όλη της την έκταση τη σημερινή κοινωνία· αλλά επίσης πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι άνθρωποι που ξέρουν καλύτερα από άλλους, λόγω επαγγέλματος, για τι μιλάνε. Η μαφία ευδοκιμεί σ’ όλο το έδαφος της σύγχρονης κοινωνίας. Αναπτύσσεται εξίσου γοργά με τα άλλα προϊόντα της εργασίας διαμέσου της οποίας διαπλάθει τον κόσμο της η κοινωνία του ενσωματωμένου θεαματικού. Η μαφία εξαπλώνεται μαζί με τις τεράστιες προόδους στον τομέα των ηλεκτρονικών υπολογιστών και των βιομηχανοποιημένων τροφίμων, της πλήρους αστεακής ανοικοδόμησης και των φτωχογειτονιών, των ειδικών υπηρεσιών και του αναλφαβητισμού.
24
...
Κάνουν λάθος όσοι θέλουν κάθε φορά να εξηγήσουν κάτι αντιπαραθέτοντας τη μαφία στο κράτος: ποτέ δεν βρίσκονται σε ανταγωνισμό. Η θεωρία επαληθεύει με ευκολία όσα είχαν αποδειξει όλες οι φήμες της πρακτικής ζωής. Η μαφία δεν είναι ξένη σ’ αυτό τον κόσμο· νιωθει ακριβώς σαν στο σπίτι της. Τη στιγμή του ενσωματωμένου θεαματικού, στην πραγματικότητα κυριαρχεί σαν το πρότυπο όλων των προωθημένων εμπορικών επιχειρήσεων.
... |
|