Sarajevo
 

 

 

Sarajevo 83 - 4/2014

 

το στομάχι σαν πολιτική· και σαν ιδεολογία

Ποιός μπορεί να πάει ενάντια στην πείνα σαν επιχείρημα (ή απόδειξη) δυσπραγίας, φτώχιας; Κανείς· ακόμα κι αν, όπως εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς, υπάρχουν (και έχουν υπάρξει ιστορικά) είδη ευρείας φτώχιας που δεν ήταν κατ’ ανάγκην έλλειψη φαγητού (ή έλλειψη ποιοτικού φαγητού) αλλά πολλών άλλων.
Ωστόσο η ταύτιση της φτώχιας (εντός ή εκτός εισαγωγικών) με την διατροφική πείνα μπορεί και πρέπει να ελεγχθεί όχι μόνο στο παρελθόν αλλά (κυρίως) στη σημερινή καπιταλιστική ελλάδα. Επειδή μπορεί να περιλαμβάνει (αυτή η ταύτιση) επικίνδυνους πρωτογονισμούς.

Ένα πολιτιστικά ορισμένο δεδομένο που θα έπρεπε προκαταρκτικά να λάβει σοβαρά κάποιος υπ’ όψη του είναι η διατροφική κατάσταση των ελλήνων για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν απ’ το 2010 ή το 2011. Η στροφή προς το “έτοιμο φαγητό” και το “junk food”, και η εξαιρετικά ανερχόμενη τάση κατανάλωσης συμπληρωμάτων διατροφής είναι παλιά κοινοτοπία για τα μέρη μας. Σε κάθε περίπτωση τέτοια σαφώς πλειοψηφικά διατροφικά ήθη και έθιμα τοποθετούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην πραγματική του θέση: στην post modern καπιταλιστική φάση ενός είδους μετα-διατροφής (εάν μας επιτρέπεται ο νεολογισμός) όπου το μεν ζήτημα της “ποσότητας” (τροφής) είχε προσανατολιστεί στην εξωτερική εμφάνιση του καθενός / καθεμιάς, το δε ζήτημα της “ποιότητας” σε διάφορες υγιεινιστικές μανίες, μετρούμενες σε θερμίδες, βιταμίνες, κλπ. Στις εβδομαδιαίες λαϊκές, για παράδειγμα, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος όσων αγόραζαν λαχανικά και φρούτα ήταν (και εξακολουθεί...) μετανάστες, μετανάστριες, ή ηλικιωμένοι/ες (πιθανότατα “μανάδες” ή “γιαγιάδες”)· στα χασάπικα ήταν (και παραμένει...) εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι νεώτερες ηλικίες μπορούσαν να ξεχωρίσουν κρέατα διαφορετικής ζωϊκής προέλευσης ή κρέατα από διαφορετικά μέρη ενός ζώου· τα τυποποιημένα ή/και προμαγειρεμένα τρόφιμα κάθε είδους (με ετικέττες γεμάτες “στοιχείων”...) ήταν μια εξαιρετικά δυναμική υπο-αγορά στα ράφια των super market· τα ψαράδικα ήταν μόνο για περιορισμένο μέρος της κοινωνίας, όχι λόγω τιμών αλλά λόγω πλήρους άγνοιας του “είδους ψάρι”· κλπ κλπ. Εννοείται ότι το μαγείρεμα (και η ζαχαροπλαστική) σαν τέχνη της καθημερινής ζωής περιοριζόταν σταθερά σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες (για να είμαστε ακριβείς: σε γιαγιάδες), κάνοντας φανερό ότι ανήκει σε ένα προηγούμενο Παράδειγμα καθημερινότητας, που για πολλούς λόγους θεωρούνταν όχι απλά ξεπερασμένο αλλά απαράδεκτο. Να μαγειρεύεις; Ωχ... μπελάς χωρίς νόημα - πάρε τηλέφωνο να μας φέρουν... Να κάνεις λάτζα; Αααα... καταδίκη!! Απέμεναν σαν αισχρή μειοψηφία μικρές παρέες επίμονων, κάποτε εξεζητημένων πειραματισμών στις σπιτικές κουζίνες.

Αν τα θυμίζουμε αυτά είναι για πολύ σοβαρούς λόγους. Η “τροφή” δεν είναι αυτή η μεταμοντέρνα ιδέα που εξακολουθεί να ισχύει ντυμένη με τα (πραγματικά ή υποθετικά) κουρέλια της κρίσης: κάτι για να γεμίσει το στομάχι. Η “τροφή” είναι πολλά περισσότερα. Είναι πρώτες ύλες, αναγνώρισή τους, αναγνώριση της ποιότητάς τους, γνώση του πως μπορούν να αξιοποιηθούν. Είναι μαγείρεμα. Είναι λάτζα. Είναι οργάνωση της κουζίνας, είναι καθαριότητα της κουζίνας, είναι εξοπλισμός της κουζίνας, είναι συντήρηση του εξοπλισμού της κουζίνας. Είναι εργασία, είναι καταμερισμός εργασίας, είναι αγγαρεία, είναι κέφι και δημιουργικότητα, είναι μαγειρικά ατυχήματα και λάθη, είναι έμπνευση, είναι γούστο και συνήθεια. Είναι μοναξιά, είναι καλή παρέα. Με δυο λόγια: αυτό που λέγεται “τροφή” είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένο με πολλούς τρόπους, από πολλές μεριές.
Στα χρόνια της ευδαιμονίας λοιπόν, εκείνες οι αισχρές μειοψηφίες που επέμεναν να μαγειρεύουν σπίτι ήξεραν ότι ενώ η δημιουργία και η διατήρηση μιας κουζίνας (όχι μόνο με τα εργαλεία της αλλά και με τις πρώτες ύλες της) είναι μια διαδικασία διαρκής και “χρονοβόρα”, στην πραγματικότητα, ακόμα κι αν αντιμετώπιζε κάποιος το ζήτημα της “τροφής” μόνο με κριτήρια “κόστους”, το καθημερινή μαγείρεμα και άρα η λειτουργική κουζίνα ήταν πολύ φτηνότερη “λύση” απ’ ότι το “έτοιμο φαγητό”, το “junk” και τα υπόλοιπα· αφήνοντας στην άκρη ζητήματα ποιότητας. Για την κοινωνική πλειοψηφία ίσχυε το αντίθετο: ο κόπος, η μέριμνα, η ενασχόληση με την κουζίνα ήταν χαμένος χρόνος, χαμένος κόπος· η αγορά μαγειρεμένου φαγητού δεν “κοστολογούνταν” αποκλειστικά και μόνο με όρους τιμής, αλλά σε συνδυασμό με την υπόλοιπη “δυναμική” καθημερινότητα. Ας το επαναλάβουμε λοιπόν: ο “ύστερος καπιταλισμός” περνούσε επί πολλά χρόνια και απ’ το στομάχι των ελλήνων, πράγμα που επιβεβαιώνεται στα γυμναστήρια, στις εταιρείες “διαιτητικού φαγητού”, στους διατροφολόγους, στα συμπληρώματα διατροφής, κλπ κλπ. Ή, για να το πούμε διαφορετικά: το στομάχι των ελλήνων και των ελληνίδων δεν ήταν απλά ένα όργανο που πεινάει ή δεν πεινάει, διψάει ή δεν διψάει, αλλά όργανο του ενσωματωμένου καπιταλιστικού παραδείγματος της γενικευμένης μεσολάβησης / εξάρτησης. Δεν είναι υπερβολικό...

 

πέρα απ’ το έντερο

Δεν αρχίζουν, όμως, οι κοινωνικοί / ιστορικοί / πολιτιστικοί προσδιορισμοί απ’ το στομάχι, ούτε τελειώνουν σ’ αυτό. Αν πρέπει να μιλήσουμε για ανάγκες (κι εμείς, σαν αυτόνομοι εργάτες, δεν νοιώθουμε καμία ντροπή να μιλήσουμε για τέτοιες!) το σύνολο των σύγχρονων αναγκών είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένο! Κι αυτές οι ανάγκες, έτσι προσδιορισμένες, δεν περιορίζονται καθόλου στην “τροφή”! Χωρίς να είναι καθόλου οξύμωρο ο σύγχρονος υπήκοος του καπιταλισμού (και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: οι σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες) είναι εξαιρετικά πλούσιος σε ανάγκες· σε σύγκριση με, ας πούμε, έναν ή δύο αιώνες πίσω. Κι όχι, απλά, “είμαστε πλούσιοι σε ανάγκες”: πρώτον, την ικανοποιήση αυτών των πολλών και διαφορετικών αναγκών την πετυχαίνουμε εμείς οι ίδιοι, σαν εργάτες και εργάτριες, μέσα απ’ την καπιταλιστική συνθετότητα της οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας· και, δεύτερο, αυτές οι πολλές και διαφορετικές ανάγκες μας είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης (έως και διαστροφής) μέσα απ’ τον εμπορευματικό φετιχισμό. Κι όταν τα αφεντικά αποφασίζουν να σφίξουν ακόμα πιο πολύ τις βίδες της εκμετάλλευσής μας, τότε η ικανοποίηση αυτών των πολλών και διαφορετικών αναγκών μας βιάζεται και εκβιάζεται.
Τι είναι, λοιπόν, η “πείνα” και η “δίψα” σήμερα, εάν πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε τέτοιες λέξεις, σ’ όλες τις πραγματικές τους διαστάσεις; Και, αντίστροφα, τι είναι η στέρηση, οι εκβιασμοί; Δεν είναι εύλογο και νόμιμο από κάθε ιστορική άποψη να “πεινάμε” σαν σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες, για παράδειγμα, για ταξίδια σ’ όλο τον κόσμο, για δημιουργικό ρεμπέλεμα, για ανεξαρτησία στην καθημερινή ζωή ή για ηθελημένες δεσμεύσεις αληθινής φιλίας και έρωτα; Δεν είναι εύλογο και νόμιμο από κάθε ιστορική άποψη να “διψάμε” για καλής ποιότητας γνώση (αντί για την junk σαβούρα...) όχι προορισμένη για “επαγγελματική αξιοποίηση”, ή να κάνουμε δώρα, ή να κερνάμε την παρέα; Κι αν είναι έτσι, αφού είτε πρόκειται να μαγειρέψει κανείς για την παρέα του είτε πρόκειται να κάνει μαζί της μια εκδρομή ή ένα ταξίδι, χρειάζονται λεφτά, δεν είναι εύλογο και νόμιμο από κάθε ιστορική άποψη να προσδιορίζουμε τις στερήσεις στις οποίες προσπαθούν να μας καταδικάσουν τα αφεντικά όχι απλά και μόνο “σε ένα πιάτο φαΐ” (ή στην χρήση του ηλεκτρισμού, άλλη μια ιστορικά προσδιορισμένη ανάγκη!) αλλά σε όλη την πλούσια γκάμα των σύγχρονων αναγκών μας, οι οποίες μάλιστα είναι άμεσα ή έμμεσα αλληλένδετες; Αφού εμείς, δουλεύοντας, είμαστε οι πραγματικοί δημιουργοί του πλούτου σ’ όλον τον πλανήτη, γιατί θα έπρεπε να ανακηρύξουμε μόνο την “τροφή” σα ζήτημα “πείνας”;
Εάν αντιληφθούμε όλες τις ανάγκες μας στο ίδιο επίπεδο υψηλής προτεραιότητας αντί να ιεραρχήσουμε μία ή δύο σαν ιδιαίτερες, τότε οι θεραπείες του εναλλακτισμού χάνουν οποιαδήποτε αξία. Όταν όλες οι εργατικές / κοινωνικές ανάγκες και επιθυμίες μπουν στην πρώτη γραμμή, μία είναι η επαναστατική απάντηση για την ικανοποίησή τους: ο κομμουνισμός! Κάτι ανάλογο ισχύει εάν, κρατώντας όλες τις ανάγκες στην ίδια θέση, αναζητήσει κανείς την “ρεφορμιστική” απάντηση: αυτή βρίσκεται στον μισθό, στον χρόνο εργασίας, στις εργασιακές σχέσεις, αφού η “διευρυμένη (κοινωνική) αναπαραγωγή” μας σχετίζεται άμεσα με την μισθωτή σκλαβιά.
Καταλαβαίνει κανείς κι απ’ αυτή τη μεριά τι σημαίνει η “προτεραιότητα του στομαχιού”: μετατρέπει ένα ζήτημα με πολύ συγκεκριμένους, πολύ αυστηρούς και πολύ ευρύτερους ταξικούς προσδιορισμούς σε ανθρωπιστικό θέμα.

 

από το “μαζί τα φάγαμε” στο “μαζί θα τους φάμε”...

Όταν η γνωστή πολιτική περσόνα δήλωσε “μαζί τα φάγαμε” το αιώνια αθώο πανελλήνιο ενοχλήθηκε για την υπονοούμενη συνενοχή. Όμως η γλώσσα του πολιτικού και η γλώσσα του λαού συμφωνούσαν σε κάτι ουσιαστικό, αν και πίσω - απ’ - την - σκηνή: το φαγητό και το χέσιμο, το στομάχι και το έντερο, αποτελούν την πιο κατάλληλη γενική αναπαράσταση των κοινωνικών και ατομικών σχέσεων, διεργασιών, διαδικασιών. Το φαγητό και το χέσιμο, το στομάχι και το έντερο (συμφώνησαν σιωπηλά όλοι...) είναι οι πλέον αυτονόητες και αποδεκτές “μορφές” της απόλαυσης... της λαιμαργίας... ακόμα και της ανηθικότητας ή της παρανομίας (π.χ.: “του έφαγε τα λεφτά” ή “τον έφαγαν”). Δεν θα έλεγε, ούτε θα μπορούσε να πει η περσόνα “μαζί τα χορέψαμε” ή “μαζί τα τηλεφωνήσαμε” ή “μαζί τα γαμήσαμε”. Αντίθετα, παρεπέμποντας στο “φαγοπότι”, υπονοούσε τη συνενοχή των στομαχιών, την ύπαρξη ενός τεράστιου εθνικού πεπτικού σύστηματος, με ακόρεστη όρεξη.
Ο παραλληλισμός ανάμεσα στο “φαΐ” και στο “δημόσιο χρέος” με ή χωρίς γενική συμμετοχή - στο - τραπέζι, έπιασε. Και έπιασε επειδή ήταν (και είναι) έκφραση ενός ιδεολογικού πρωτογονισμού που ταιριάζει γάντι στον ελληνικό (και όχι μόνο υποθέτουμε) μικροαστισμό. Σύμφωνα μ’ αυτόν τον πρωτογονισμό, που θέλει να εννοεί τις κοινωνικές σχέσεις με όρους 19ου αιώνα, το στομάχι και το έντερο, το φαγητό και το χέσιμο, όχι μόνο είναι το ένα σκέλος του γενικού κοινωνικού ισοδύναμου της ζωής [1] αλλά, επιπλέον, σε συνθήκες στερήσεων ή διαψεύσεων των προσδοκιών για το μέλλον, είναι το έσχατο - σημείο - άμυνας. Πεινάμε! Δεν έχουμε να φάμε!!! Θυμάται άραγε κανείς τις “διαδηλώσεις της κατσαρόλας”, το από ποιούς γίνονταν και το τι σήμαιναν; [2]

Το νοούμενο ή το υπονοούμενο της μαζικής στομαχικής πείνας, και αντίστοιχα η ανάδειξη της “τροφής” (και της “εξασφάλισής της”) σε πρώτης γραμμής πολιτικό ζήτημα δεν είναι, λοιπόν, τόσο “αυτονόητο” ζήτημα για μια κοινωνία σαν την ελληνική, το 2012, το 2013 ή το 2014. Όσο πραγματικές κι αν είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που, ζώντας σε απόλυτη ένδοια, δεν μπορούν να βρουν καν και καν τα πιο στοιχειώδη για να βάλουν κάτι στο στόμα τους σήμερα και αύριο και μεθαύριο, δεν ζούμε ούτε κατά προσέγγιση σε συνθήκες επαπειλούμενου λοιμού - έχουν το νου τους τ’ αφεντικά, κι έχουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για να το αποφύγουν πολύ πριν φτάσουν τα πράγματα εκεί. Ζούμε όμως σε συνθήκες μαζικής συναισθηματικής και ψυχολογικής εξαθλίωσης, που παίρνει διάφορες μορφές (απ’ την εξαιρετικά αυξημένη πελατεία των ψυχολόγων και των ψυχοθεραπευτών ως την όξυνση της “ενδοοικογενειακής βίας”). Τηρουμένων των αναλογιών, το να στήνονται οι τελετές της αντιμετώπισης των συνεπειών της διαχείρισης της κρίσης γύρω απ’ το στομάχι και το έντερο (των ελλήνων) έχει την ίδια μικροαστική μεροληψία σα να στήνονταν αντίστοιχες τελετές γύρω απ’ την υπόδηση. Υπάρχουν χιλιάδες ξυπόλητοι γύρω μας, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να αγοράσουν παπούτσια για τους εαυτούς τους ή τα παιδιά τους· εμπρός λοιπόν! Ας οργανωθούμε. Αντιγράφοντας μια παράγραφο περί “τροφής” μ’ αυτή την μικρή αλλαγή, θα μπορούσατε να διαβάσετε:

...
Παίρνουμε το ζήτημα της εξασφάλισης παπουτσιών στα χέρια μας.
Η πρόσβαση στην υπόδηση είναι δικαίωμα και όχι προνόμιο. Όσοι ήδη αντιμετωπιζουμε το πρόβλημα και αυτοί που βλέπουμε ότι μπορεί να είμαστε οι επόμενοι που θα μας αγγίξει, άμεσα ή έμμεσα, αντιπαραθέτουμε την άμεση δράση μας. Δημιουργούμε μια αυτοοργανωμένη δομή για να απαντήσουμε στο κοινωνικό πρόβλημα της εξασφάλισης της υπόδησης, όλοι μαζί, με όρους συμμετοχής και αγώνα, μέσα από την συλλογική δράση. [3]
...

Όχι όμως. Στο πάνθεον της εικονογραφούμενης ένδοιας η βασική έλλειψη είναι στο φαγητό και όχι στα παπούτσια, στη βενζίνη, στον ανοικτό ορίζοντα ή στον ήρεμο “ελεύθερο χρόνο”... Το βασικό “υποκείμενο αναφοράς” είναι ο πεινασμένος και όχι ο ξυπόλυτος, ή ο συμπιεσμένος συναισθηματικά.

Sarajevo 83 - 4/2014

Επιμένουμε ότι πρόκειται για μια ιδεολογική αναπαράσταση που επιλέγεται για τη γενική και αφηρημένη διεισδυτηκότητά της· κάνοντας, εντέλει, ανάγκες εργατικές που είναι καίριες και σύγχρονες να δείχνουν τριτεύουσας σημασίας. Η διεισδυτικότητα έγκειται στον πρωτογονισμό που έχει η εξίσωση “φτώχεια = πείνα”.
Και η απόδειξη της ορθότητας των πιο πάνω έρχεται αναπόφευκτα απ’ τους ίδιους που (ελαφρά τη καρδία;) κάνουν παιχνίδι πάνω σ’ αυτήν την εξίσωση. Μαζί θα (τους) φάμε ονόμασαν “82 δίκτυα αλληλεγγύης” (της άμεσης ή έμμεσης επιρροής της κυβερνοαριστεράς υποθέτουμε...) την διήμερη πρώτη συνάντηση τροφής... Ακριβώς όσο το “μαζί τα φάγαμε” παρέπεμπε σε στομαχική συνενοχή, τόσο το “μαζί θα τους φάμε” παραπέμπει σε κανιβαλισμό. Σε έναν κανιβαλισμό ιδεατά δημοφιλή - στη μεγάλη μικροαστική σαβούρα.
Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να αναρωτηθεί το εξής: κι αν κάποιος πάρει την παρότρυνση στα σοβαρά κι αρχίσει να “τους τρώει”; Χμμμ... Τότε θα έχει γίνει κακιά παρεξήγηση...
Αλλά όχι, δεν είναι εκεί το θέμα! Όπως οι διατροφικές ανάγκες και πρακτικές είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένες, όπως οι σύγχρονες εργατικές ανάγκες είναι ιστορικά προσδιορισμένες, όπως οι αναπαραστάσεις της ένδοιας είναι επίσης ιδεολογικά προσδιορισμένες, το ίδιο συμβαίνει και με τους διαχειριστές αυτών των αναπαραστάσεων. Παιδιά κι εγγόνια της “ατάκας” και του εξυπνακισμού, ανήκουν (είτε το έχουν συνείδηση είτε τους διαφεύγει) στον καπιταλιστικό 21ο αιώνα...
Κι εκεί είναι το σοβαρότερο πολιτικό πρόβλημα: να ζεις στον 21ο αιώνα και να “μαγειρεύεις” την πολιτική και την ιδεολογία σου μιμούμενος τον 19ο... Έχει όνομα αυτό: οπισθοδρόμηση λέγεται. Κι όταν απ’ την αναπαραγωγή της γενικής οπισθοδρόμησης επωφελούνται τα πιο “καθυστερημένα” στοιχεία της κοινωνίας, πάλι για κακιά παρεξήγηση πρόκειται...

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

1 - Το άλλο σκέλος είναι φυσικά “τα αρχίδια”, “τα μουνιά”, “τα γαμήσια”, κλπ...
[ επιστροφή ]

2 - Δεν ξέρουμε, πλέον, ποιοί θυμούνται και τι καταλαβαίνουν, αλλά για χάρη της ιστορίας: μια τέτοια “διαδήλωση κατσαρόλας” έγινε και στην Αθήνα, το 1982 ή το 1983, τα πρώτα χρόνια του “λαού στην εξουσία”...
[ επιστροφή ]

3 - Το πρωτότυπο είναι από προκήρυξη μιας σχετικής “αλληλέγγυας δομής αξιοπρέπειας για την τροφή”.
[ επιστροφή ]
 
       

Sarajevo