|
το στομάχι σαν πολιτική· και σαν ιδεολογία Ποιός μπορεί να πάει ενάντια στην πείνα σαν επιχείρημα (ή απόδειξη) δυσπραγίας, φτώχιας; Κανείς· ακόμα κι αν, όπως εύκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς, υπάρχουν (και έχουν υπάρξει ιστορικά) είδη ευρείας φτώχιας που δεν ήταν κατ’ ανάγκην έλλειψη φαγητού (ή έλλειψη ποιοτικού φαγητού) αλλά πολλών άλλων. Ένα πολιτιστικά ορισμένο δεδομένο που θα έπρεπε προκαταρκτικά να λάβει σοβαρά κάποιος υπ’ όψη του είναι η διατροφική κατάσταση των ελλήνων για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν απ’ το 2010 ή το 2011. Η στροφή προς το “έτοιμο φαγητό” και το “junk food”, και η εξαιρετικά ανερχόμενη τάση κατανάλωσης συμπληρωμάτων διατροφής είναι παλιά κοινοτοπία για τα μέρη μας. Σε κάθε περίπτωση τέτοια σαφώς πλειοψηφικά διατροφικά ήθη και έθιμα τοποθετούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην πραγματική του θέση: στην post modern καπιταλιστική φάση ενός είδους μετα-διατροφής (εάν μας επιτρέπεται ο νεολογισμός) όπου το μεν ζήτημα της “ποσότητας” (τροφής) είχε προσανατολιστεί στην εξωτερική εμφάνιση του καθενός / καθεμιάς, το δε ζήτημα της “ποιότητας” σε διάφορες υγιεινιστικές μανίες, μετρούμενες σε θερμίδες, βιταμίνες, κλπ. Στις εβδομαδιαίες λαϊκές, για παράδειγμα, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος όσων αγόραζαν λαχανικά και φρούτα ήταν (και εξακολουθεί...) μετανάστες, μετανάστριες, ή ηλικιωμένοι/ες (πιθανότατα “μανάδες” ή “γιαγιάδες”)· στα χασάπικα ήταν (και παραμένει...) εξαιρετικά αμφίβολο εάν οι νεώτερες ηλικίες μπορούσαν να ξεχωρίσουν κρέατα διαφορετικής ζωϊκής προέλευσης ή κρέατα από διαφορετικά μέρη ενός ζώου· τα τυποποιημένα ή/και προμαγειρεμένα τρόφιμα κάθε είδους (με ετικέττες γεμάτες “στοιχείων”...) ήταν μια εξαιρετικά δυναμική υπο-αγορά στα ράφια των super market· τα ψαράδικα ήταν μόνο για περιορισμένο μέρος της κοινωνίας, όχι λόγω τιμών αλλά λόγω πλήρους άγνοιας του “είδους ψάρι”· κλπ κλπ. Εννοείται ότι το μαγείρεμα (και η ζαχαροπλαστική) σαν τέχνη της καθημερινής ζωής περιοριζόταν σταθερά σε όλο και μεγαλύτερες ηλικίες (για να είμαστε ακριβείς: σε γιαγιάδες), κάνοντας φανερό ότι ανήκει σε ένα προηγούμενο Παράδειγμα καθημερινότητας, που για πολλούς λόγους θεωρούνταν όχι απλά ξεπερασμένο αλλά απαράδεκτο. Να μαγειρεύεις; Ωχ... μπελάς χωρίς νόημα - πάρε τηλέφωνο να μας φέρουν... Να κάνεις λάτζα; Αααα... καταδίκη!! Απέμεναν σαν αισχρή μειοψηφία μικρές παρέες επίμονων, κάποτε εξεζητημένων πειραματισμών στις σπιτικές κουζίνες. Αν τα θυμίζουμε αυτά είναι για πολύ σοβαρούς λόγους. Η “τροφή” δεν είναι αυτή η μεταμοντέρνα ιδέα που εξακολουθεί να ισχύει ντυμένη με τα (πραγματικά ή υποθετικά) κουρέλια της κρίσης: κάτι για να γεμίσει το στομάχι. Η “τροφή” είναι πολλά περισσότερα. Είναι πρώτες ύλες, αναγνώρισή τους, αναγνώριση της ποιότητάς τους, γνώση του πως μπορούν να αξιοποιηθούν. Είναι μαγείρεμα. Είναι λάτζα. Είναι οργάνωση της κουζίνας, είναι καθαριότητα της κουζίνας, είναι εξοπλισμός της κουζίνας, είναι συντήρηση του εξοπλισμού της κουζίνας. Είναι εργασία, είναι καταμερισμός εργασίας, είναι αγγαρεία, είναι κέφι και δημιουργικότητα, είναι μαγειρικά ατυχήματα και λάθη, είναι έμπνευση, είναι γούστο και συνήθεια. Είναι μοναξιά, είναι καλή παρέα. Με δυο λόγια: αυτό που λέγεται “τροφή” είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένο με πολλούς τρόπους, από πολλές μεριές.
πέρα απ’ το έντερο Δεν αρχίζουν, όμως, οι κοινωνικοί / ιστορικοί / πολιτιστικοί προσδιορισμοί απ’ το στομάχι, ούτε τελειώνουν σ’ αυτό. Αν πρέπει να μιλήσουμε για ανάγκες (κι εμείς, σαν αυτόνομοι εργάτες, δεν νοιώθουμε καμία ντροπή να μιλήσουμε για τέτοιες!) το σύνολο των σύγχρονων αναγκών είναι κοινωνικά και ιστορικά προσδιορισμένο! Κι αυτές οι ανάγκες, έτσι προσδιορισμένες, δεν περιορίζονται καθόλου στην “τροφή”! Χωρίς να είναι καθόλου οξύμωρο ο σύγχρονος υπήκοος του καπιταλισμού (και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: οι σύγχρονοι εργάτες και εργάτριες) είναι εξαιρετικά πλούσιος σε ανάγκες· σε σύγκριση με, ας πούμε, έναν ή δύο αιώνες πίσω. Κι όχι, απλά, “είμαστε πλούσιοι σε ανάγκες”: πρώτον, την ικανοποιήση αυτών των πολλών και διαφορετικών αναγκών την πετυχαίνουμε εμείς οι ίδιοι, σαν εργάτες και εργάτριες, μέσα απ’ την καπιταλιστική συνθετότητα της οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας· και, δεύτερο, αυτές οι πολλές και διαφορετικές ανάγκες μας είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης (έως και διαστροφής) μέσα απ’ τον εμπορευματικό φετιχισμό. Κι όταν τα αφεντικά αποφασίζουν να σφίξουν ακόμα πιο πολύ τις βίδες της εκμετάλλευσής μας, τότε η ικανοποίηση αυτών των πολλών και διαφορετικών αναγκών μας βιάζεται και εκβιάζεται.
από το “μαζί τα φάγαμε” στο “μαζί θα τους φάμε”... Όταν η γνωστή πολιτική περσόνα δήλωσε “μαζί τα φάγαμε” το αιώνια αθώο πανελλήνιο ενοχλήθηκε για την υπονοούμενη συνενοχή. Όμως η γλώσσα του πολιτικού και η γλώσσα του λαού συμφωνούσαν σε κάτι ουσιαστικό, αν και πίσω - απ’ - την - σκηνή: το φαγητό και το χέσιμο, το στομάχι και το έντερο, αποτελούν την πιο κατάλληλη γενική αναπαράσταση των κοινωνικών και ατομικών σχέσεων, διεργασιών, διαδικασιών. Το φαγητό και το χέσιμο, το στομάχι και το έντερο (συμφώνησαν σιωπηλά όλοι...) είναι οι πλέον αυτονόητες και αποδεκτές “μορφές” της απόλαυσης... της λαιμαργίας... ακόμα και της ανηθικότητας ή της παρανομίας (π.χ.: “του έφαγε τα λεφτά” ή “τον έφαγαν”). Δεν θα έλεγε, ούτε θα μπορούσε να πει η περσόνα “μαζί τα χορέψαμε” ή “μαζί τα τηλεφωνήσαμε” ή “μαζί τα γαμήσαμε”. Αντίθετα, παρεπέμποντας στο “φαγοπότι”, υπονοούσε τη συνενοχή των στομαχιών, την ύπαρξη ενός τεράστιου εθνικού πεπτικού σύστηματος, με ακόρεστη όρεξη. Το νοούμενο ή το υπονοούμενο της μαζικής στομαχικής πείνας, και αντίστοιχα η ανάδειξη της “τροφής” (και της “εξασφάλισής της”) σε πρώτης γραμμής πολιτικό ζήτημα δεν είναι, λοιπόν, τόσο “αυτονόητο” ζήτημα για μια κοινωνία σαν την ελληνική, το 2012, το 2013 ή το 2014. Όσο πραγματικές κι αν είναι οι περιπτώσεις ανθρώπων που, ζώντας σε απόλυτη ένδοια, δεν μπορούν να βρουν καν και καν τα πιο στοιχειώδη για να βάλουν κάτι στο στόμα τους σήμερα και αύριο και μεθαύριο, δεν ζούμε ούτε κατά προσέγγιση σε συνθήκες επαπειλούμενου λοιμού - έχουν το νου τους τ’ αφεντικά, κι έχουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για να το αποφύγουν πολύ πριν φτάσουν τα πράγματα εκεί. Ζούμε όμως σε συνθήκες μαζικής συναισθηματικής και ψυχολογικής εξαθλίωσης, που παίρνει διάφορες μορφές (απ’ την εξαιρετικά αυξημένη πελατεία των ψυχολόγων και των ψυχοθεραπευτών ως την όξυνση της “ενδοοικογενειακής βίας”). Τηρουμένων των αναλογιών, το να στήνονται οι τελετές της αντιμετώπισης των συνεπειών της διαχείρισης της κρίσης γύρω απ’ το στομάχι και το έντερο (των ελλήνων) έχει την ίδια μικροαστική μεροληψία σα να στήνονταν αντίστοιχες τελετές γύρω απ’ την υπόδηση. Υπάρχουν χιλιάδες ξυπόλητοι γύρω μας, υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν να αγοράσουν παπούτσια για τους εαυτούς τους ή τα παιδιά τους· εμπρός λοιπόν! Ας οργανωθούμε. Αντιγράφοντας μια παράγραφο περί “τροφής” μ’ αυτή την μικρή αλλαγή, θα μπορούσατε να διαβάσετε: ... Όχι όμως. Στο πάνθεον της εικονογραφούμενης ένδοιας η βασική έλλειψη είναι στο φαγητό και όχι στα παπούτσια, στη βενζίνη, στον ανοικτό ορίζοντα ή στον ήρεμο “ελεύθερο χρόνο”... Το βασικό “υποκείμενο αναφοράς” είναι ο πεινασμένος και όχι ο ξυπόλυτος, ή ο συμπιεσμένος συναισθηματικά. Επιμένουμε ότι πρόκειται για μια ιδεολογική αναπαράσταση που επιλέγεται για τη γενική και αφηρημένη διεισδυτηκότητά της· κάνοντας, εντέλει, ανάγκες εργατικές που είναι καίριες και σύγχρονες να δείχνουν τριτεύουσας σημασίας. Η διεισδυτικότητα έγκειται στον πρωτογονισμό που έχει η εξίσωση “φτώχεια = πείνα”.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1 - Το άλλο σκέλος είναι φυσικά “τα αρχίδια”, “τα μουνιά”, “τα γαμήσια”, κλπ... 2 - Δεν ξέρουμε, πλέον, ποιοί θυμούνται και τι καταλαβαίνουν, αλλά για χάρη της ιστορίας: μια τέτοια “διαδήλωση κατσαρόλας” έγινε και στην Αθήνα, το 1982 ή το 1983, τα πρώτα χρόνια του “λαού στην εξουσία”... [ επιστροφή ] |
||
Sarajevo