|
|
δημόσιο, δηλαδή κοινωνικό - αλλά πως;
(τίτλος): η ίδια “σφαγή” σε όλη την ε.ε.
(περιεχόμενο):
Μεγάλες περικοπές στις δαπάνες για την παιδεία, πάγωμα μισθών, κλείσιμο και συγχωνεύσεις σχολείων, μείωση βασικών δαπανών για τα σχολεία, μη ανανέωση προσωπικού, ειδικά μετά τις συνταξιοδοτήσεις. Πρόκειται για χαρακτηριστικά όχι μόνο του ελληνικού σχολείου αλλά και του σχολείου σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Είναι η βασική συνταγή περιοριστικής πολιτικής που δοκιμάζεται στις χώρες της Ε.Ε. αλλά και εκτός αυτής, όπως τουλάχιστον βεβαιώνουν 55 οργανώσεις της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Εκαπιδευτικών, στο πλαίσιο μιας μεγάλης έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε 33 χώρες της Ευρώπης.
Κι αν τα αρνητικά δεδομένα αποτελούν την κοινή συνισταμένη των σύγχρονων, νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην Ευρώπη, οι κοινές διαπιστώσεις και ανησυχίες καταδεικνύουν τον άξονα που μπορεί να προσδιορίσει τη συλλογική αντίσταση και αντίδραση. Εκτός από τα μέλη των 55 οργανώσεων σε όλη την Ευρώπη, πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στις εξής οκτώ χώρες: Γαλλία, Ελλάδα, Ιταλία, Πολωνία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο. Συμφώνησαν ομόφωνα ότι:
- Οι περικοπές επηρεάζουν τις εργασιακές συνθήκες αλλά και την ποιότητα της εκπαίδευσης.
- Αυξάνονται πολύ οι κινητοποιήσεις (διαδηλώσεις, απεργίες, εκστρατείες). Σε μπερικές περιπτώσεις είχαν αποτέλεσμα διαπραγματευτικές διαδικασίες. Γενικά οι δράσεις των σωματείων δεν σταμάτησαν μεν τις περικοπές, αλλά εμτρίασαν κάποιες από τις επιδράσεις τους.
- Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές δημιουργούν πρόβλημα, το οποίο όμως δεν θα αλλάξει εύκολα.
Όσο για τις περικοπές, εφαρμόζονται σε “μεγάλη” και “πολύ μεγάλη έκταση” απαντά το 70% των ερωτώμενων. Τα πιο “δημοφιλή” μέτρα: ελλιπής αντικατάσταση εργαζόμενων που συνταξιοδοτούνται, κλείσιμο και συγχωνεύσεις σχολείων, μείωση βασικών δαπανών, μη ανανέωση εργαζόμενων με σύμβαση, μικρότερη υποστήριξη στις ειδικές ανάγκες των μαθητών, αύξηση της αναλογίας μαθητών στις αίθουσες, αύξηση των ωρών εργασίας, υπερωριακή απασχόληση, απολύσεις κ.α.
Στους τρόπους επιδείνωσης των εργασιακών συνθηκών, πρώτο και καλύτερο το πάγωμα μισθών. Ακολουθούν: αύξηση αστάθειας, μείωση διαβούλευσης, αύξηση γεωγραφικής κινητικότητας, αύξηση ωραρίου κ.α. Μεταξύ των συνεπειών: αύξηση της ανισότητας των φύλων, μείωση επιδομάτων, αβεβαιότητα κ.α.
Αυτά έγραφε η “εφημερίδα των συντακτών” στις 22 Οκτώβρη, συμπληρωματικά σε ένα δισέλιδο ρεπορτάζ κάτω απ’ τον τίτλο συντρίμμια και θρύψαλα η παιδεία του μνημονίου. Το ρεπορτάζ στηρίζεται σε συνέντευξη τύπου της ολμε. Όμως ο τίτλος είναι παραπλανητικός, τουλάχιστον συγκρινόμενος με το περιεχόμενο της ευρωπαϊκής “κάτοψης” των ριζικών αλλαγών στα πρωτοκοσμικά εκπαιδευτικά συστήματα: το “μνημόνιο” δεν είναι (και δεν θα μπορούσε να είναι!) η “αιτία” αυτής της διεθνούς (στον πρώτο κόσμο) κατάστασης. Όμως αυτή η παραπλάνηση έχει έναν σκοπό, που θα φανεί στη συνέχεια αυτής εδώ της αναφοράς.
Στο περιθώριο του 3ήμερου φεστιβάλ του game over (18 - 20 Οκτώβρη), όπου η θεματολογία των εκδηλώσεων αφορούσε πλευρές της γενικής γνωσιολογικής αναδιάρθρωσης του καπιταλιστικού κόσμου, βρεθήκαμε μπροστά σ’ εκείνο που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν την “πιο τίμια άποψη της αριστεράς” (και, υποψιαζόμαστε, όχι μόνο της ελληνικής τέτοιας...) γι’ αυτές τις δραστικές και συχνά δραματικές αλλαγές στην “εκπαίδευση”. Βρίσκουμε ενδιαφέρον να κρίνουμε αυτήν την “πιο τίμια άποψη της αριστεράς”, επειδή εξηγεί την στάση που κρατούν οι αριστεροί (καθηγητές, δάσκαλοι, καθηγητές πανεπιστημίου, φοιτητές) εδώ και χρόνια, ακόμα και τώρα, στις διαδοχικές επιθέσεις σε βάρος του (παλιού) δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Αυτή η “πιο τίμια άποψη της αριστεράς” συμπυκνώνεται στα εξής:
α) Οι διαδοχικές μορφές αποδόμησης του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του ιστορικού εκπαιδευτικού συστήματος, δηλαδή οι διαδοχικές έφοδοι ιδιωτικοποιήσεων, είναι συνέπεια της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας (στην ελλάδα, ή στην ευρώπη, ή οπουδήποτε) και αποτελούν πολιτική επιλογή.
β) Αυτή η πολιτική επιλογή συνίσταται, ουσιαστικά, στην κατάφαση των (καπιταλιστικών) κρατών απέναντι στα ιδιωτικά / επιχειρηματικά συμφέροντα, που ανακάλυψαν πριν λίγες δεκαετίες την δυνατότητα μεγάλης κερδοφορίας εάν η εκπαίδευση ιδιωτικοποιηθεί.
γ) Τα εκπαιδευτικά συστήματα στον αναπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο έγιναν “δημόσια” εξαιτίας κοινωνικών αγώνων.
δ) Αυτή η πολιτική επιλογή [β] ΔΕΝ συνδέεται με οποιουδήποτε είδους γνωσιολογική αναδιάρθρωση. Για την “πιο τίμια άποψη της αριστεράς” δεν υφίσταται καν και καν τέτοιο ζήτημα ριζικών γνωσιολογικών αλλαγών που να προσδιορίζει την χρησιμότητα ή μη, την εξελιξιμότητα ή μη του μαζικού εκπαιδευτικού συστήματος του 20ου αιώνα· ή, αν υπάρχει, είναι εντελώς άσχετο με την “νεοφιλελευθεροποίηση / ιδιωτικοποίηση” του.
ε) Ακριβώς εξαιτίας του [δ] ΔΕΝ είναι καθόλου αναγκαίο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η διαδικασία, να δημιουργηθεί / συντεθεί κοινωνικά (ταξικά λέμε εμείς...) ένα καινούργιο “σώμα γνώσης”, το οποίο να είναι η σταθερή βάση για την επαναδιεκδίκηση (με δυνατότητες επιτυχίας) του δημόσιου και δωρεάν σχολείου του 21ου αιώνα.
στ) Αντίθετα, εκείνο που είναι αναγκαίο και ικανό (για να σταματήσει η “νεοφιλελευθεροποίηση / ιδιωτικοποίηση” της εκπαίδευσης) είναι μια ριζική αλλαγή κρατικής πολιτικής· άρα η αλλαγή κυβέρνησης. Ένας συ.ριζ.α. ή οποιαδήποτε παρόμοιου τύπου “αριστερή κυβέρνηση” μπορεί να αντιστρέψει την τάση, διατηρώντας το εκπαιδευτικό σύστημα όπως το γνωρίσαμε στον 20ο αιώνα: μαζικό, τυπικά εξισωτικό, με κρατική χρηματοδότηση.
Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε, επειδή (κατά την ταπεινή μας άποψη) βγάζει μάτι, είναι η “πιο τίμια αριστερή” ιδέα περί “πολιτικής” (κρατικής, κυβερνητικής, της κεντρικής εξουσίας, όπως τέλος πάντων ορίζεται) είτε αφορά την εκπαίδευση είτε αφορά παρόμοιους στρατηγικής σημασίας τομείς της “αναπαραγωγής” των κοινωνικών σχέσεων (όπως η υγεία, η πρόνοια, κλπ). Εφόσον αυτή η “πολιτική” ΔΕΝ σχετίζεται άμεσα και ενεργητικά με τις ανάγκες, τις προτεραιότητες, τους προσανατολισμούς της συνολικής καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης (της εκμετάλλευσης της εργασίας και της ζωής δηλαδή), αυτή η “πολιτική” είναι ανεξάρτητη απ’ τη γενική βάση και τις γενικές ανάγκες (του κεφάλαιου), και αρθρωμένη μόνο με επιμέρους επιχειρηματικά συμφέροντα. Που σημαίνει ότι η διαδικασία ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης γίνεται “πολιτική επιλογή του κράτους” μόνο επειδή βρέθηκαν επιχειρηματίες που σκοπεύουν να βγάλουν κέρδη απ’ αυτήν. Έτσι, η “πιο τίμια αριστερή” ιδέα περί “κρατικής / κυβερνητικής πολιτικής” είναι συνεπής με την ελπίδα ότι μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί, μόνο και μόνο επειδή έχει αντινεοφιλελεύθερες προθέσεις (οπότε θα στριμώξει τους φιλόδοξους εμπόρους εκπαίδευσης), να κρατήσει το εκπαιδευτικό σύστημα όπως ήταν πριν 20 ή 30 χρόνια.
Αυτή η προσέγγιση μοιάζει πειστική επειδή είναι κυκλική. Ο νεοφιλευθερισμός και οι ιδιωτικοποιήσεις οφείλονται στην πολιτική επιλογή του να παραχωρηθούν στην αγορά και στην κερδοφορία τομείς της άλλοτε κρατικής ευθύνης· όμως μια “άλλη πολιτική επιλογή” μπορεί να αντιστρέψει την προηγούμενη· δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από μια σωστή (αριστερή) κυβέρνηση.
Ωστόσο όλο αυτό το σχήμα βασίζεται σε δύο εντελώς λαθεμένα (ή και επι τούτου διαστρεβλωμένα) δεδομένα:
α) Δυνατότητες και know how αγοραίας εκμετάλλευσης της εκπαίδευσης, όπως και οι αντίστοιχοι επιχειρηματίες, υπήρχαν πάντα στις καπιταλιστικές κοινωνίες, σ’ όλον τον 20ο αιώνα, για να μείνουμε μόνο στα πιο πρόσφατα· δεν εμφανίστηκαν ξαφνικά πριν λίγα χρόνια! [1] Για ποιούς λόγους, λοιπόν, επί πολλές δεκαετίες, τα πρωτοκοσμικά κράτη, με κυβερνήσεις “δεξιές” ή “σοσιαλίζουσες”, αγνοούσαν αυτά τα συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα κάνοντας την “πολιτική επιλογή” οργάνωσης και επέκτασης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος;
β) Το μαζικό και με έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού εκπαιδευτικό σύστημα ΔΕΝ διαμορφώθηκε σαν τέτοιο, πουθενά στον καπιταλιστικό κόσμο, κάτω απ’ την ισχυρή πίεση των εργατών ή των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Θα ήταν προκλητικά ανιστόρητο να απαντήσει κανείς στο ερωτηματικό του πιο πάνω σημείου [α] υποστηρίζοντας ότι τα καπιταλιστικά κράτη διαμόρφωσαν εκπαιδευτικά συστήματα έξω απ’ την αγορά (αλλά για λογαριασμό της σαν αγορά εργασίας) επειδή αυτό ήταν υποχρεωμένα να κάνουν λόγω του ταξικού ανταγωνισμού!
Μια έστω και στοιχειώδης γνώση της ιστορίας των εκπαιδευτικών συστημάτων στην ευρώπη (και αργότερα στη λευκή / χριστιανική βόρεια αμερική) δείχνει ότι η μήτρα της δημόσιας - και - δωρεάν - εκπαίδευσης είναι τα σχολεία των μοναστηριών. Αυτή η μορφή πάει χρονικά πίσω, ακόμα και στο 1000 μ.χ. Για τα χριστιανικά μοναστήρια και τα μοναστικά τάγματα η εκπαίδευση νέων, που ξεκινούσε απ’ την εκμάθηση γραφής και ανάγνωσης, ήταν όρος της φυσικής και ιδεολογικής αναπαραγωγής ή/και επέκτασής τους, σε έναν κόσμο κατά βάση αγροτικό, αγράμματο και επιρρεπή στη “λόγια” μεταφυσική. Τα κατώτερα, και ακόμα πιο έντονα τα μεσαία ή ανώτερα στελέχη της χριστιανικής εκκλησίας θα έπρεπε να ξέρουν να διαβάζουν, εφόσον η ιδεολογική πρώτη ύλη για την επιχειρηματολογία τους ήταν κείμενα.
Και πάλι η στοιχειώδης γνώση της ιστορίας δείχνει ότι ακόμα και απ’ τον 18ο αιώνα (αν όχι νωρίτερα), δηλαδή πριν την γαλλική επανάσταση, δημιουργήθηκαν οι όροι για μια κρίσιμη αντιπαράθεση σχετική με την εκπαίδευση, μεταξύ των χριστιανικών κυκλωμάτων απ’ την μια και της ανερχόμενης αστικής τάξης απ’ την άλλη. Η κόντρα αφορούσε την ιδεολογική ηγεμονία. Και η εκπαίδευση ήταν κρίσιμο εργαλείο, τουλάχιστον για την δημιουργία στελεχών ιδεολογικά επαρκών· για να μη μιλήσουμε για την σημασία της ανάπτυξης της υλιστικής (αστικής) επιστήμης, της οποίας τα πρώτα βήματα σε διάφορους τομείς έγιναν επίσης σε μοναστήρια (θυμάστε τον καλόγερο Μέντελ;).
Συνεπώς, ο 19ος αιώνας, με μικρές και όχι ουσιαστικές παραλλαγές από χώρα σε χώρα, ήταν ένας αιώνας κατά τον οποίο οι αστικές τάξεις, είτε κυβερνούσαν άμεσα είτε ηγεμόνευαν ιδεολογικά, προώθησαν τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ειδικά σε ότι αφορά τους “φτωχούς”, έχοντας απ’ την μια μεριά μέτωπο απέναντι στα εκκλησιαστικά / χριστιανικά σχολεία / “κατηχητικά”, και αφ’ ετέρου την πεποίθηση ότι μια κάποια βασική μόρφωση κάνει τους υπηκόους “σωστούς πολίτες”, δηλαδή με αρμονικές σχέσεις με τα υπό διαρκή διαμόρφωση και εξέλιξη αστικά κράτη. Και, φυσικά, την αστική τάξη δεν την ένοιαζε μόνο η “βασική” εκπαίδευση και η επέκτασή της. Την ενδιέφερε και η “ανώτερη” εκπαίδευση, που σχετιζόταν με την δική της ταξική, ιδεολογική και γνωσιοθεωρητική αναπαραγωγή. Σ’ αυτό το ζήτημα δεν λάθευε την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο: αυτή η “ανώτερη” εκπαίδευση είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να χωρέσει και τους “φτωχούς”· συνεπώς ήταν σωστό να γίνεται επί χρήμασι (με δίδακτρα). Μιλάμε πάντα για τον 19ο αιώνα. [2]
Με τέτοιες αφετηρίες θα γίνει η κατά κύματα μαζικοποίηση, οργάνωση και εξέλιξη των παιδαγωγικών μεθόδων και των περιεχομένων του δημόσιου / δωρεάν εκπαιδευτικού συστήματος απ’ τα τέλη του 19ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου: η διεύρυνσή του παρακολουθεί κατά πόδας αφενός τις ανάγκες της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας και αφετέρου τις ανάγκες της (κρατικής) διοίκησης και γραφειοκρατίας. Υπάρχει ένα αδιάψευστο σημάδι του γεγονότος ότι η υιοθέτηση μαζικών εκπαιδευτικών συστημάτων απ’ τα καπιταλιστικά κράτη ΔΕΝ είναι απαίτηση των από κάτω, εργατών ή αγροτών: αυτό που κατά περιόδους θα ορισθεί σαν βασική εκπαίδευση, και θα περιλαμβάνει εκείνα τα γνωσιολογικά περιεχόμενα, τα ιδεολογικά προτάγματα και τις κανονικοποιημένες συμπεριφορές που θεωρούνται απόλυτα απαραίτητες για τις ισορροπίες του καπιταλιστικού συστήματος, θα γίνει υποχρεωτικό! Δια νόμου. Οι κατώτερες κοινωνικά τάξεις ΔΕΝ ήθελαν να στείλουν τα παιδιά τους στο σχολείο· κι ακόμα λιγότερο ήθελαν τα ίδια τα παιδιά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Το μαζικό δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται βασανιστήριο για τα παιδιά (και είναι ακόμα...) και απώλεια χεριών για τα οικογενειακά εισοδήματα των αγροτικών και εργατικών οικογενειών.
Υπήρχαν φυσικά, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου, οι οργανωμένοι ριζοσπάστες, σοσιαλιστές, αναρχικοί, κομμουνιστές, που αξιολογούσαν ιδιαίτερα την μόρφωση. Ωστόσο οι δικές τους εκπαιδευτικές διαδικασίες ήταν εθελοντικές και όχι υποχρεωτικές, και απευθύνονταν σε γενικές γραμμές σε ενήλικους και όχι σε παιδιά. Σε κάθε περίπτωση το υποχρεωτικό καθημερινό σχολείο και η διαμόρφωση των προγραμμάτων, της ιδεολογίας και της ηθικής του ΔΕΝ μπορεί να αποδοθεί ούτε στην “πίεση” της εργατικής τάξης (οπωσδήποτε ως τα μέσα του 20ου αιώνα...) ούτε στην ιεράρχηση των δικών της αναγκών. [3] Το δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα, με τα καλά του και τα κακά του, υπήρξε προϊόν της ιστορικής αστικής τάξης, των αναγκών της (σε σχέση με την οργάνωση, τον καταμερισμό και την ιεράρχηση της εργασίας) - και, τελικά, του κράτους της.
Όλα αυτά δεν είναι ιστοριογραφία!... Το καπιταλιστικό κράτος, ειδικά στην βιομηχανική φάση του καπιταλισμού, ανέλαβε την οργάνωση και την χρηματοδότηση της εκπαίδευσης (όπως και της υγείας, της πρόνοιας, της πολεοδομίας / χωροταξίας και άλλων τομέων της “αναπαραγωγής”) όχι επειδή δεν υπήρχαν επιχειρηματίες και ιδιωτικά συμφέροντα να βγάλουν κέρδη (!!), αλλά επειδή όφειλε να λειτουργήσει σαν το “συλλογικό κόμμα” των αφεντικών υπέρ της γενικής κερδοφορίας, της συνολικής ιδεολογικής ηγεμονίας και της γενικής πειθαρχικής ρύθμισης στις συγκεκριμμένες φάσεις της καπιταλιστικής εξέλιξης. Που σημαίνει ότι η “πολιτική επιλογή” στις περισσότερες δεκαετίες του ‘20ου αιώνα, υπέρ του δημόσιου και δωρεάν εκπαιδευτικού συστήματος, δεν οφειλόταν στην έλλειψη ιδιωτικού ενδιαφέροντος εκμετάλλευσής του, αλλά στο ότι αυτή η “πολιτική επιλογή” του “κράτους πρόνοιας” ήταν η πιο συνεπής και κατάλληλη για την οργάνωση της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης “βιομηχανικού” τύπου. Κι εδώ υπάρχουν αδιάψευστα στοιχεία: το μαζικό σχολείο (όπως το μαζικό νοσοκομείο, ο μαζικός στρατός και οι μαζικές φυλακές) διαμορφώθηκε στα πρότυπα του μαζικού εργοστάσιου: η διδασκαλία οργανώθηκε γραμμικά και οι γνώσεις “συναρμολογούνται” σε ένα σώμα σαν σε εργοστασιακή αλυσίδα συναρμολόγης· οι “εκπαιδευτικές εξετάσεις” ήταν (και είναι) αδιαφοροποίητες, ίδιες για όλους· κλπ κλπ... Και όταν ξέσπασε η κριτική στα περιεχόμενα και στις μεθόδους του δημόσιου και δωρεάν εκπαιδευτικού συστήματος (απ’ την δεκαετία του ‘60 και μετά), αυτή ήταν τμήμα της ευρύτερης κριτικής / αντιπαλότητας στον βιομηχανικό καπιταλισμό!
Υποθέτουμε πως θυμίσαμε (ή, αν χρειάζεται, αποδείξαμε) ότι κανένα απ’ τα δύο βασικά δεδομένα “της πιο τίμιας αριστερής” άποψης για την τωρινή κατάσταση δεν ισχύει. Ούτε το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα υπήρξε προϊόν αιτημάτων των πληβείων, ούτε ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας του οφειλόταν στην έλλειψη ενδιαφέροντος επιχειρηματιών. Κατά συνέπεια δεν ισχύει (και δεν θα μπορούσε να ισχύει!) η άποψη ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να είναι δημόσιο και αποτελεσματικό (με καπιταλιστικούς όρους· όμως για ποιόν άλλο λόγο υπάρχει ως τώρα το εκπαιδευτικό σύστημα; μήπως για να παράγει “επαναστάτες”;) άσχετα απ’ τις γενικές ανάγκες, τις γενικές προτεραιότητες και τους γενικούς προσανατολισμούς του κεφάλαιου. Δεν ισχύει (και δεν θα μπορούσε να ισχύει!) άρα ότι μια αριστερή κυβέρνηση θα πισωγυρίσει το κράτος σαν “γενικό εκφραστή” των καπιταλιστικών ισορροπιών α λα μαζική βιομηχανική φάση· για να συντηρεί το εκπαιδευτικό σύστημα όπως ήταν πριν 30 ή 20 χρόνια, με μικρές μόνο διαφοροποιήσεις εδώ κι εκεί. Η “σχετική ανεξαρτησία” του κράτους, των κυβερνήσεων και των “πολιτικών” τους σε στρατηγικούς τομείς της “αναπαραγωγής” (και η εκπαίδευση / “παιδεία” είναι τέτοιος τομέας, ακόμα περισσότερο στην επονομαζόμενη “οικονομία της γνώσης”!) απ’ την γενική καπιταλιστική φάση και τάση, και η υποτιθέμενη “εξάρτησή” όλων αυτών μόνο από επιμέρους συμφέροντα, αυτή η τόσο βολική για την κυβερνοαριστερά ιδέα, είναι τελικά μια καθόλου τίμια από-γνωση.
Η συνέλευση του game over υποστηρίζει ότι η εξελισσόμενη διεθνώς ιδιωτικοποίηση του άλλοτε δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος [4], σαν συγκεκριμένη αλλαγή παραδείγματος, αποτελεί, κατά κύριο λόγο, πολιτική διαχείρισης του ξεπεράσματος των γνωσιολογικών, μεθοδολογικών, ιδεολογικών και πειθαρχικών παραμέτρων του παλιού (και δημόσιου) εκπαιδευτικού συστήματος. Το ξεπέρασμα αυτό (άρα και η πολιτική της διαχείρισής του), με τη σειρά του, έχει άμεση σχέση με την γενική καπιταλιστική αλλαγή παραδείγματος.
Τι σημαίνει “πολιτική διαχείρισης του ξεπεράσματος...”; Όχι μόνο έναν ακόμα τομέα κερδοφορίας - και αυτό, αλλά όχι μόνο (ή όχι κυρίως) αυτό. Σημαίνει ότι το κράτος, σαν εκφραστής του γενικού συμφέροντος της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, ΔΕΝ ενδιαφέρεται πια να στηρίζει λειτουργίες (πειθαρχικές, ιδεολογικές, γνωσιολογικές) που ήδη έχουν αναληφθεί, και μάλιστα αποτελεσματικά, απ’ την εκτός εκπαιδευτικού συστήματος αγορά. Σημαίνει ότι το κράτος, σαν εκφραστής των γενικών τάσεων εκμετάλλευσης της εργασίας, ΔΕΝ θέλει να στηρίζει συστήματα με υψηλό βαθμό αδράνειας σε σχέση με την ευελιξία της αγοράς εργασίας. Σημαίνει ότι το κράτος, σαν κόμμα των αφεντικών, ΔΕΝ μπορεί πλέον να διευθύνει θεσμικά τον γνωσιολογικό “πλουραλισμό” (και την αβεβαιότητα...) της “οικονομίας της γνώσης”. Σημαίνει ότι το κράτος, σαν οφθαλμάτη του γενικού καλού, ΔΕΝ μπορεί να εγγυηθεί πια την “αξία των γνώσεων”. Σημαίνει, τέλος, ότι κανένα συλλογικό “απο κάτω” ΔΕΝ αναγκάζει κανένα ατομικό ή συλλογικό “απο πάνω” να πληρώσει για κάτι που δεν θεωρεί απόλυτα και άμεσα χρησιμοποιήσιμο: ένα δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης. Όλα αυτά τα “ΔΕΝ” συγκλίνουν στο εξής: εκτός από σχετικά ιδιαίτερες περιπτώσεις, όποιος θέλει να εκπαιδευτεί (επειδή νομίζει ότι έτσι θα βρει καλύτερη θέση στην αγορά εργασίας) από χθες ήδη, και προοπτικά όλο και περισσότερο, θα πρέπει να πληρώνει γι’ αυτό. Εν τω μεταξύ, το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα, δεν είναι μια απλή επιχείρηση στην οποία βάζει το αφεντικό της λουκέτο, αφήνοντας όσους / όσες δουλεύουν εκεί στο μηδέν. Αυτή άλλωστε είναι η διαφορά των από κοινωνική και ταξική άποψη στρατηγικών τομέων του άλλοτε “κράτους πρόνοιας” σε σχέση με τους όχι στρατηγικούς: εμπέκουν ένα μεγάλο φάσμα (κοινωνικών) σχέσεων, προσδοκιών, φαντασιώσεων, αναγκών. Έτσι ώστε η τακτική του “μαρασμού” και όχι αυτή του “ξαφνικού θανάτου” είναι εκείνη που μπορεί να δουλέψει μεσοπρόθεσμα.
Σε ότι αφορά την εκπαίδευση σαν μια ακόμα αγορά, σαν έναν ακόμα τομέα εκμετάλλευσης και κερδοφορίας, για εμάς τα πράγματα είναι σαφή. Εκεί όπου (και όποτε) υπήρχαν (ή υπάρξουν) περιοχές του κοινωνικού εργοστάσιου όπου η αγορά είναι ενάντια στα γενικά καπιταλιστικά συμφέροντα (πάντα για πολύ συγκεκριμένους λόγους) απλά αυτές οι περιοχές τοποθετούνται εκτός αγοράς - ακόμα και ενάντια σε ειδικά καπιταλιστικά συμφέροντα. Αίφνης, εάν ορισμένες τράπεζες είναι κρίσιμες για αυτά τα γενικά συμφέροντα, ονομάζονται “στρατηγικής σημασίας”, ονομάζονται “too big to fail”, και κρατικοποιούνται ουσιαστικά επειδή με όρους αγοράς θα έπρεπε, απλά, να χρεωκοπήσουν. Τι άλλο σύγχρονο παράδειγμα χρειάζεται για να γίνει κατανοητό ότι σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα (για τη γενική λειτουργία του συστήματος) τα καπιταλιστικά κράτη κινούνται με κριτήρια συνολικού (καπιταλιστικού) συμφέροντος και όχι ειδικών “κλαδικών” συμφερόντων;
Στην εισήγηση της 3 ημέρας του φεστιβάλ του game over, με θέμα την ανάγκη ενός γνωσιολογικού συστήματος, μνημονεύτηκε ένα απόσπασμα απ’ την περιβόητη “διακήρυξη της Μπολώνια” (Prague Communiqué του 2001). Το αναπαράγουμε με δικό μας τονισμό:
...
Η δια βίου μάθηση είναι κρίσιμο στοιχείο για την περιοχή της ευρωπαϊκής ανώτατης εκπαίδευσης. Στην μελλοντική Ευρώπη, που θα στηρίζεται στην κοινωνία και την οικονομία της γνώσης, οι στρατηγικές της δια βίου μάθησης είναι αναγκαίες για να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της ανταγωνιστικότητας και της χρήσης νέων τεχνολογιών, για να βελτιωθεί η κοινωνική συνοχή, για να υπάρχουν ίσες ευκαιρίες για όλους, και για να βελτιωθεί η ποιότητα της ζωής.
...
Η διακήρυξη της Μπολώνια, με τις διαδοχικές συμπληρώσεις της, αποτελεί ένα είδος “οδικού χάρτη” για την αναδιάρθρωση των συστημάτων εκπαίδευσης στην ε.ε. Δεν εξαντλείται στη “δια βίου μάθηση”. [5] Όμως ρητά συνδέει αυτά που τα ευρωπαϊκά αφεντικά θεωρούν επείγουσες αλλαγές με εκείνο που ονομάζει “οικονομία της γνώσης” και τις νέες τεχνολογίες.
Δύο τινά θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς απ’ αυτήν την συσχέτιση:
- είτε ότι πρόκειται για ένα δελεαστικό ψέμα, μια μάσκα του νεοφιλελευθερισμού και των σχεδιασμών κερδοφορίας μέσω της ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, άρα η “οικονομία της γνώσης” και οι “νέες τεχνολογίες” είναι άσχετες με την ριζική αναδιάρθρωση (και ιδιωτικοποίηση) των εκπαιδευτικών συστημάτων·
- είτε ότι αυτή η συσχέτιση είναι αληθινή, που σημαίνει μεταξύ άλλων κι αυτά:
- - η γνωσιολογική διαφοροποίηση, οι γνωσιολογικές αλλαγές, η διαρκής υποτίμηση εδώ και ανατίμηση εκεί (γνώσεων), στοιχεία οργανικά για την εξέλιξη του βιοπληροφορικού καπιταλισμού δημιουργούν μια ευρύτερη αγορά (“οικονομία”) της γνώσης· εδώ οι γνώσεις γίνονται όλο και περισσότερο “αυτοτελή εμπορεύματα”·
- - η “ιδιωτικοποίηση” είναι η πολιτική στρατηγική η πλέον κατάλληλη όχι μόνο για την αγορά αλλά και για το συστηματικό πέρασμα προς αυτήν·
- - φυσικά και θα υπάρχει κερδοφορία μέσα στην “αγορά / οικονομία της γνώσης” - όπως θα υπάρχουν και ζημιές. [6]
Είναι νομίζουμε φανερές οι διαφορές ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο ενδεχόμενα. Στην πρώτη περίπτωση αρκεί κανείς να βρεθεί σε μια θέση εξουσίας (να γίνει κυβέρνηση) για να διασώσει το ιστορικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στην δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, το συμπέρασμα είναι ότι το ιστορικό εκπαιδευτικό σύστημα ΔΕΝ διασώζεται, με κανέναν τρόπο. Και, κατά συνέπεια, οποιοσδήποτε αντι-καπιταλιστικός προσανατολισμός σκοπεύει να καταλήξει στην (κοινωνική ή και ταξική) ανάγκη ενός εντελώς καινούργιου δημόσιου / δωρεάν εκπαιδευτικού συστήματος οφείλει υποχρεωτικά να προσδιορίσει τα καινούργια γνωσιολογικά “κοινά”. Αυτό δεν είναι καθόλου ζήτημα “αριστερής κυβέρνησης” ή “αριστερής πολιτικής”. Είναι ζήτημα (ταξικού) ανταγωνιστικού κινήματος.
Θα παρατηρήσει κάποιος ότι το δεύτερο χρειάζεται πολύ χρόνο· και εν τω μεταξύ; Ναι, είναι αλήθεια, ότι χρειάζεται χρόνος για να προσδιοριστούν, και μάλιστα κοινωνικά / ταξικά και ενάντια στην αγορά, τα γνωσιολογικά “κοινά” στις κοινωνίες του βιοπληροφορικού καπιταλισμού, και πάνω σ’ αυτά να θεμελιωθεί η δυναμική απαίτηση ενός καιμούργιου δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος. Όμως απ’ την μεριά μας είμαστε εντάξει: την περιγραφή την εκπαιδευτικής κρίσης και των αιτίων της την πρωτοπαρουσιάσαμε δημόσια, όσο μας επέτρεπαν οι τσέπες μας, τον Μάρτιο του 2007! [7] Απ’ τον Μάρτη του 2007 ως τώρα έχει περάσει “πολύς χρόνος”, πάρα πολύς... Αρκετός για ύπνο, αρκετός για βλαστήμιες· αρκετός όμως και για την πρόοδο της κριτικής. Εάν χτες ή σήμερα οι δυναμικές επεξεργασίες της συνέλευσης του game over αντιμετωπίζονται είτε σαν “ufo” είτε σαν “κουραστική και αντιηρωϊκή δουλειά”, αυτό δεν οφείλεται στο ότι είναι λάθος. Αλλά στο ότι κυριαρχεί ακόμα η αριστερή ιδέα περί πολιτικής, όπου “τη λύση θα δώσει ο πρωθυπουργός”... Αρκεί να είναι αριστερός...
Η ιδέα της κατάληψης της κυβέρνησης από “αντι-νεοφιλελεύθερες” απόψεις φαίνεται πιο οικονομική - από άποψη χρόνου. Όπου νάναι θα γίνουν εκλογές. Κι αν η αριστερή νίκη δεν έρθει σ’ αυτές, θα έρθει στις επόμενες αναμφίβολα... Τι κρίμα όμως εάν τότε διαπιστωθεί ότι η διατήρηση του εκπαιδευτικού συστήματος (και όχι μόνο του δημόσιου χαρακτήρα του αλλά και των γνωσιολογικών περιεχομένων του, των προγραμμάτων του, των μεθόδων του) δεν κάνει ούτε για τον “καπιταλισμό της γνώσης” ούτε για τον “καπιταλισμό της ντομάτας” που διάφοροι ονειρεύονται σα λύση... Τι κρίμα...
Και εν τω μεταξύ; Υπάρχει απάντηση και σ’ αυτό - απ’ την οπτική της ιστορικής αναγκαιότητας ενός ριζοσπαστικού γνωσιολογικού κινήματος, τέτοιου που θα ξαναπροσδιορίσει τα “κοινά”, κλπ κλπ. Αντί να προσπαθεί κανείς να πείσει το κράτος σαν ειδική μορφή των καπιταλιστικών συμφερόντων να μην εγκαταλείψει το εκπαιδευτικό σύστημα, θα ήταν δυνατόν (με τα σημερινά δεδομένα αυτό το “θα ήταν δυνατόν” κινείται στα όρια της φαντασίωσης φυσικά...) να απαλλοτριωθούν όλες οι υποδομές του ιστορικού εκπαιδευτικού συστήματος, σ’ όλο το μήκος της γραμμής του, απ’ τα δημοτικά έως τα πανεπιστήμια, να καταληφθούν αυτές οι υποδομές, αυτά τα κτίρια, επ’ αόριστον· κι όλα τα υποκείμενα, μαθητές, διδάσκοντες όλων των βαθμίδων, φοιτητές, να αφιερωθούν (χρησιμοποιώντας τες σαν τόπους κριτικής έρευνας και συζήτησης) στο ποιές γνώσεις μας χρειάζονται, όχι για λογαριασμό της (καταστροφικής) αγοράς, αλλά για λογαριασμό της ζωής μας. Γιατί αυτές οι γνώσεις είναι που μπορούν να συγκροτήσουν τα καινούργια “κοινά”.
Ναι, το αναγνωρίζουμε: με τέτοιες απόψεις είμαστε “εκτός τόπου”... Οπότε το μόνο που απομένει είναι να ευχηθούμε σ’ όσους κι όσες θεωρούν ότι είναι “εντός τόπου” να νικήσουν...
Υ.Γ. Οι απεργοί διοικητικοί υπάλληλοι διάφορων πανεπιστημίων συνδέθηκαν πρόσφατα (τέλη Οκτώβρη), σε μια κοινή συνέντευξη τύπου, με τα σωματεία των εργαζομένων στις εταιρίες Wind και Vodafone, τον σύλλογο δανειζομένου προσωπικού του τραπεζικού τομέα και τον σύλλογο εργαζομένων στην Ethnodata. Το κοινό τους σημείο ήταν (και είναι) η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων...
Να φωνάξουμε με χαρά “επιτέλους!” ή μήπως να παρατηρήσουμε μελαγχολικά “too late”; Αυτή η “αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων” αφορά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των μισθωτών (επιμένουμε: της νέας εργατικής τάξης), απ’ τους υπάλληλους της ερτ μέχρι τους δασκάλους και τους καθηγητές, απ’ αυτούς που προσλαμβάνονται στα διάφορα “προγράμματα καταπολέμησης της ανεργίας” μέχρι τους / τις περιστασιακά ή μόνιμα άνεργους / άνεργες. Κι όμως: πόσα πολλά έχουν πει οι ίδιοι οι θιγόμενοι για να κρύψουν αυτήν την πραγματικότητα, για να την εκτρέψουν σε “κάτι άλλο”, πιο “πιασάρικο”; Απ’ το “μαύρο στην ερτ” μέχρι το “θα κλείσουν τα πανεπιστήμια”... Φυσικά και δεν θα κλείσουν τα πανεπιστήμια με τις 1.600 απολύσεις!!! Απλά θα προσληφθούν (οι ίδιοι ή άλλοι) κάτω από διαφορετικές εργασιακές σχέσεις, ώστε να είναι “φτηνότεροι”!
Λοιπόν: πόση παραπλάνηση έχει δεχτεί και έχει αναπαράγει εδώ και 3 χρόνια, το ένα τμήμα μετά το άλλο, της σύγχρονης εργατικής τάξης, με την ελπίδα ότι “θα σωθεί μόνο του”, ε; Πόση εργατική αυτοκαταστροφή έχει χρειαστεί για να φτάσουμε εδώ που είμαστε σήμερα;
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Η περιβόητη “παραπαιδεία”, δηλαδή η ιδιωτική εκπαίδευση, κι όχι απλά τα ιδιωτικά δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια αλλά κυρίως η μεγάλη μηχανή των “φροντιστηρίων”, θα πρέπει να είναι γνωστή ακόμα και στους πιο έντιμους αριστερούς...
[ επιστροφή ]
2 - Και πάλι θα έπρεπε όσοι υποστηρίζουν ότι το δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα διαμορφώθηκε σαν τέτοιο επειδή το απαιτούσαν οι “απο κάτω” να ρίξουν μια ματιά στην ελληνική περίπτωση. Δεκαετίες πριν την επανάσταση υπάρχει ήδη μια διπλή (και ανταγωνιστική) διαδικασία: απ’ την μια μεριά τα εκκλησιαστικά σχολεία (καθόλου “κρυφά”!) και απ’ την άλλη μεριά η εκπαίδευση των νεαρών ελλήνων αστών σε ιδιωτικά σχολεία, σχολές και πανεπιστήμια της ήδη αστικής ευρώπης.
Δεν ήταν καθόλου απαίτηση των πληβείων του μετέπειτα ελληνικού κράτους ότι ο αστός εκσυγχρονιστής Καποδίστριας φροντίσε να δημιουργηθούν εκπαιδευτικές βάσεις (μεταξύ των οποίων και σχολή δασκάλων - το “Κεντρικό Σχολείο”) ή το ότι οραματίστηκε τη δημιουργία πανεπιστημίου. Ούτε ήταν απαίτητη των “απο κάτω” το ότι πολλοί εθνικοί ευεργέτες (αστοί εκτός των τότε ελληνικών συνόρων) χρηματοδότησαν γενναία την δημιουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (ακόμα και για κορίτσια), υποδομών (κτιρίων, κλπ), υποτροφίες για τους “φτωχούς” κλπ. Σε κάθε περίπτωση το “επτατάξιο δημοτικό” (το “σχολείο του λαού”) το νομοθέτησε / ίδρυσε ο γερμανός αντιβασιλιάς Όθωνας... Με βασιλικό διάταγμα θα δημιουργηθεί εξάλλου, το 1837, το σχολείο τεχνικής εκπαίδευσης (για μαστόρους, οικοδόμους, κλπ) που μετά από 35 χρόνια θα εξελιχθεί στο γνωστό “εθνικό μετσόβειο πολυτεχνείο” χάρη στην ισχυρή χρηματοδότηση απ’ τους μετσοβίτες πλούσιους εμπόρους Αβέρωφ, Στουρνάρη και Τοσίτσα...
[ επιστροφή ]
3 - Πίεση “απ’ τα κάτω”, και μάλιστα ισχυρή, δέχτηκε το δημόσιο / δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα μόλις τις τελευταίες δεκαετίες, όταν είχε προχωρήσει η μικροστατικοποίηση της εργατικής τάξης, οπότε η ανώτατη εκπαίδευση των παιδιών της (μαζί με την υποσχόμενη κοινωνική άνοδό τους) έγινε ένα καινούργιο “ιδανικό”.
[ επιστροφή ]
4 - Επειδή οι έλληνες είναι αφάνταστα επαρχιώτες, όταν έβλεπαν ή μάθαιναν για διάφορες φάσεις αυτής της διαδικασίας στην ευρώπη, νόμιζαν ότι εδώ είναι αλλιώς. Τελικά σε διάφορους τομείς γίνονται στην ελλάδα μαζεμένα τα 3 τελευταία χρόνια διάφορα που στας ευρώπας γίνονται “πιο αργά” εδώ και χρόνια. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι τα νομιμοποιούμε! Αντίθετα σημαίνει ότι υποδεικνύουν την γενική καπιταλιστική τάση - κι όχι μόνο τα ειδικά συμφέροντα των εμπόρων εκπαίδευσης.
[ επιστροφή ]
5 - Αξίζει να αναδημοσιεύσουμε απ’ την εισήγηση του game over, και να σχολιάσουμε, έναν ορισμό της “δια βίου εκπαίδευσης”:
Ο όρος “δια βίου μάθηση” αναγνωρίζει ότι η μάθηση δεν περιορίζεται στην παιδική ηλικία ή στην σχολική αίθουσα, αλλά συμβαίνει σ’ όλη τη ζωή και σε μια γκάμα καταστάσεων. Τα τελευταία 50 χρόνια, η διαρκής επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη και οι συνακόλουθες αλλαγές έχουν προφανή αποτελέσματα στις ανάγκες και στους τρόπους μάθησης. Η μάθηση δεν μπορεί πλέον να χωρίζεται σε χώρους και χρόνους απόκτησης γνώσεων (σχολείο) και χώρους και χρόνους εφαρμογής των γνώσεων που αποκτήθηκαν (ο τόπος εργασίας). Αντίθετα, η μάθηση μπορεί να ειδωθεί σαν κάτι που συμβαίνει σε διαρκή βάση, απ’ τις καθημερινές μας σχέσεις με τους άλλους και τον κόσμο γύρω μας.
Χώρια απ’ το προφανές, ότι δηλαδή η “δια βίου μάθηση” ξεπερνάει και υπερφαλαγγίζει τη λογική του ιστορικού εκπαιδευτικού συστήματος, υπάρχει και μια ακόμα ομολογία / αναγνώριση εδώ: ότι προς καπιταλιστική χρήση (δηλαδή εκμετάλλευση) δεν είναι πια μόνο εκείνες οι γνώσεις που εννοούνται σαν αυστηρά προσανατολισμένες στην εργασιακή / επαγγελματική χρήση τους, αλλά και κάθε άλλη κοινωνική γνώση, γνώση σχέσεων, γνώση ζωής!
Είναι απορίας άξιο ποια “αριστερή πολιτική” και ποια “αριστερή κυβέρνηση” μπορεί να σταματήσει αυτό το προτσές πλήρους και ουσιαστικής υπαγωγής της ζωής μας στο κεφάλαιο ενόσω “εμείς” (οι όποιοι “εμείς”) δεν έχουμε καν συναίσθηση τι σημαίνει αυτή η εξέλιξη...
[ επιστροφή ]
6 - Η άλλοτε διάσημη φινλανδική εταιρεία κινητών τηλεφώνων nokia βούλιαξε σε ζημιές και ήδη την τιμή της μετοχής της να καταβαραθρώνεται μέσα σε 1 ή 2 χρόνια. Η άνοδος και η πτώση της nokia έγινε σε σύντομο ιστορικό χρόνο, ασυνήθιστα σύντομο για εταιρεία αληθινά “παραγωγική”. Κι όμως: η nokia έχασε μια ή δυο κρίσιμες μάχες “καινοτομίας”, κι αυτό ήταν όλο...
[ επιστροφή ]
7 - Αναφερόμαστε στην 80σέλιδη μπροσούρα οδηγός επιβίωσης στην εκπαιδευτική κρίση. Υπάρχει σε ηελκτρνοική μορφή και στην βιβλιοθήκη του site του sarajevo.
Αξίζει, με παιχνιώδη διάθεση, να αναδημοσιεύσουμε εδώ ένα μικρό απόσπασμα (σελ. 32):
...
Παραφράζοντας [τον Μαρξ του “κομμουνιστικού μανιφέστου”] και προσαρμόζοντας τα εμπειρικά δεδομένα ... θα λέγαμε:
... Μπροστά στα μάτια μας ... οι αστικές συνθήκες της παραγωγής και της ανταλλαγής των γνώσεων, οι αστικές σχέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας και διδασκαλίας, η νεώτερη αστική κοινωνία ... μοιάζει με τον μάγο που δεν μπορεί να υποτάξει τις καταχθόνιες δυνάμεις που κάλεσε ο ίδιος να τον βοηθήσουν. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες η ιστορία της εκπαίδευσης και της γνώσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά αντεστραμένη η ιστορία της ανταρσίας των νεώτερων κοινωνικών γνωσιολογικών δυνατοτήτων ενάντια στις σχέσεις ιδιοκτησίας και ιεραρχημένης διανομής τους, που είναι οι ζωτικοί όροι της αστικής τάξης και της κυριαρχίας της... Τον καιρό που ξεσπούν τα επεισόδια της εκπαιδευτικής κρίσης... μια κοινωνική επιδημία ξεσπά, που σε όλες τις περασμένες εποχές θα φαινότανε παραλογισμός - η επιδημία της διανοητικής χρεωκοπίας. Νομίζει κανείς πως κόπηκαν όλα τα μέσα της δημιουργικής και κριτικής σκέψης από κάποια μαζική τύφλωση ή κάποιον εξολοθρευτικό ψυχολογικό πόλεμο... Και γιατί; Γιατί η κοινωνία έχει πάρα πολλές γνωσιολογικές δυνατότητες, πολύ εύκολα προσβάσιμες γνώσεις, πάρα πολύ μεγάλη κυκλοφορία και ανταλλαγή σκέψεων... Αλλά αυτή η κοινωνική παραγωγικότητα δεν ευνοεί τις σχέσεις της πνευματικής ιδιοκτησίας... Με ποιόν τρόπο θα ξεπεράσουν τα αφεντικά την κρίση; Απ’ την μια μεριά καταστρέφοντας ένα σωρό γνωσιολογικές δυνατότητες και απ’ την άλλη αποικιοποιώντας νέες περιοχές της σκέψης και αποστραγγίζοντας ακόμα πιο έντονα τις παλιές...
Η “πρόοδος” της γενικής αναδιάρθρωσης γίνεται χέρι χέρι με την όξυνση της κρίσης σε όλους τους θεσμούς του προηγούμενου καπιταλιστικού σχεδίου. Η μαζική φορντική εκπαίδευση έχει χρεωκοπήσει σαν μοντέλο. Όμως το γεγονός ότι εμπλέκει, σε διαφορετικές θέσεις, το σύνολο των κοινωνιών δεν επιτρέπει να ανακηρυχθεί επίσημα η χρεωκοπία - πολύ περισσότερο που δεν υπάρχει κάτι άλλο να πάρει την θέση της.
Το μόνο πρόχειρο “παυσίπονο” στη διαχείριση της κρίσης είναι να μεταφέρεται όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος απ’ το κόστος της εκπαίδευσης στην “κοινωνία των ιδιωτών”. Είτε στους πελάτες της εκπαίδευσης, είτε στους ατομικούς καπιταλιστές, είτε και στους δύο.
[ επιστροφή ] |
|