|
οι προδότες... Μεσάνυχτα και κάτι της Τετάρτης στην ΕΡΤ. Το μουσικό πρόγραμμα έχει μόλις τελειώσει, όλοι μοιάζουν κάπως πιο ήρεμοι: ο εισαγγελέας και τα ΜΑΤ δεν εμφανίστηκαν τελικά στο καυτό “ραντεβού” του Δεκαπενταύγουστου, που πολλοί το είχαν προεξοφλήσει μετά τη νιοστή εμφάνιση Καψή στο Mega αλλά και την επίμονη παρουσία δύο βαν αναμετάδοσης ιδιωτικών καναλιών στη Μεσογείων. Τζάμπα το κάλεσμα μέσω SMS, τα λουκέτα και τα χιαστί φορτηγάκια στην καγκελόφρακτη είσοδο και οι “σκοπιές” στα αδύναμα σημεία της περίφραξης… Η επιφυλακή, μοιραία, χαλαρώνει. Οι περισσότεροι επισκέπτες και αλληλέγγυοι έχουν ήδη αποχωρήσει και στον αύλειο χώρο αλλά και στα γραφεία του Ραδιομέγαρου έχουν μείνει οι συνήθεις ύποπτοι – οι λιγοστοί συνάδελφοι δημοσιογράφοι, τεχνικοί και διοικητικοί που εδώ και δύο μήνες τραβούν αγόγγυστα όλο το κουπί. Οι καρδιές τους όμως είναι πιο βαριές από τις προηγούμενες φορές: νιώθουν πολλαπλά προδομένοι. Τα “πηγαδάκια” παίρνουν φωτιά. Μία κοπέλα, έξαλλη, ξεσπά στον διερχόμενο Καλφαγιάννη: “Το ξέρεις ότι ένας δηλωσίας είναι αυτή τη στιγμή στον αέρα; Τι θα κάνεις γι’ αυτό; Τουμπεκί; Να πάμε να τον βγάλουμε σηκωτό από το στούντιο!”. Οι φωνές της ακούγονται σε όλο το ισόγειο. Προσπαθώ, με μισή καρδιά κι εγώ, να τον καθησυχάσω: οι αγώνες μπορεί να προδίδονται πάντα εκ των έσω, αλλά ποτέ, κανένας αγώνας δεν πήγε χαμένος. Του θυμίζω το Σύνταγμα, όπου από το ένα εκατομμύριο κόσμο όταν μπήκε τελικά η αστυνομία έπιασε 12 σκηνίτες – αλλά ο ΓΑΠ έπεσε. Κι ο Παπαδήμος έπεσε. Και η αντίσταση στο μαύρο της ΕΡΤ, ό,τι κι αν γίνει, θα στοιχειώνει πάντα τον ύπνο των Σαμαράδων. Αυτά τα πικρά - ψευτοεπικά (στο τέλος) έγραφε ο ρεπόρτερ της “εφημερίδα των συντακτών” στις 16 του περασμένου Αύγουστου σε σχέση με την ερτ. Κι αξίζουν αναδημοσίευση και ζωή παραπάνω από αυτήν των λίγων ωρών μιας καθημερινής εφημερίδας. Γιατί αποτελούν ένα ακόμα, μικρό αλλά χαρακτηριστικό, κομμάτι της μεγάλης (ελληνικής) συλλογής, όπου η ήττα πάντα οφείλεται σε προδοσία. Διαφορετικά, χωρίς προδοσία, οι έλληνες (όποιοι και νάναι, όπου κι αν αγωνίζονται) είναι αήττητοι. “Εκ φύσεως”. Όμως, πάλι, και την προδοσία την έχουν στο αίμα τους... Και, τελευταίοι, οι “συνάδελφοι”. Εδώ το θέμα είναι για γέλια και για κλάματα ταυτόχρονα. Πόσες, άραγε, πύρινες συζητήσεις, συνελεύσεις, πηγαδάκια, διαφωνίες, συμφωνίες (και ένοχες σιωπές...) έγιναν με θέμα ότι το ένα και μοναδικό ζητούμενο του κλεισίματος και του ξανα-ανοίγματος της κρατικής τηλεόρασης ήταν οι αλλαγές (επί τα χείρω...) των εργασιακών σχέσεων εκεί; Πόσες, άραγε, πύρινες συζητήσεις κλπ έγιναν με θέμα ότι αυτό είναι το ένα και μοναδικό ζητούμενο σε όλον τον λεγόμενο “δημόσιο τομέα”; Πόσες, άραγε, κολασμένες διαπιστώσεις έγιναν με θέμα ότι αυτό (η άγρια επιδείνωση όλων των πλευρών των σχέσεων εργασίας, σε βάρος των εργατών και των εργατριών φυσικά) είναι που συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου “ιδιωτικού τομέα”; Τι είδους ηθική, συναισθηματική οχύρωση παράχθηκε συλλογικά και πότε απέναντι σ’ αυτό το μόνο δεδομένο, το μόνο πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή και οι μισθωτοί της ερτ (όχι βέβαια οι διευθυντές, οι προσωπάρχες, οι περσόνες ή οι φυτευτοί) βρίσκονταν πια μπροστά στο δίλημμα ή άνεργος ή δουλειά με σκατά όρους (όπως, άλλωστε, στα ιδιωτικά μμε) - ε; Τελικά, πράγματι, κι εδώ (όπως κι αλλού, ας πούμε στο μετρό ή με την επιστράτευση των καθηγητών...) ένα αισχρό τέλος μοιάζει προτιμότερο από ένα αίσχος δίχως τέλος: οι μπάτσοι. Όμως ούτε σαν αστείο, ούτε σαν έκφραση απελπισίας, ούτε σαν σχήμα λόγου δεν θα έπρεπε να επικαλείται κανείς, σαν “καθαρτήρια”, την δράση του υπουργείου δημόσιας τάξης. Το πολυεργαλείο του κράτους - κρίση / αναδιάρθρωση, το σύμπλεγμα της ασφάλειας σε όλες τις εκδοχές του, δεν εμφανίζεται για να σώσει (σκόπιμα ή κατα λάθος) την αξιοπρέπεια κανενός. Αντίθετα είναι η επανάληψη (και η συντήρηση) της αρρωστημένης θυματοποίησης που επιπλέει ακόμα, στον βούρκο των ημερών, σαν σωτηρία (εντός ή εκτός εισαγωγικών): “να φάμε καμία”, να γίνει νταβαντούρι για την καταστολή, να έχουμε κάτι να λέμε... |
||
Sarajevo