|
|
το έγκλημα σαν εξουσία
Η ιστορική, “μοντέρνα” αντίληψη για το έγκλημα (αντίληψη επιστημονική ή και θεσμική) στηριζόταν σε ορισμένες παραδοχές:
- η εγκληματική πράξη είναι εξαίρεση, και όχι κάτι συνηθισμένο και αναμενόμενο·
- η εγκληματική πράξη είναι μια παθολογική μορφή, που προέρχεται και συναντιέται κυρίως στην περιθωριοποιημένη περίμετρο της κοινωνίας·
- η εγκληματική πράξη είναι μια διακοπή, συχνά βίαιη, σε κατά τα άλλα ομαλές κοινωνικές διαδικασίες·
- η εγκληματική πράξη είναι αντικείμενο (ή στόχος) πρόληψης, ελέγχου και τιμωρίας απ’ τους κρατικούς θεσμούς.
Αυτή η επίσημη αντίληψη δέχτηκε ένα μπαράζ κριτικής μέσα στην ευρύτερη αμφισβήτηση των “σταθερών” των μοντέρνων καπιταλιστικών κοινωνιών, στη δεκαετία κυρίως του ‘70. Όμως η μεγάλη μεταστροφή κάποιων ειδικών επί του θέματος δεν προέρχεται απ’ την κινηματική κριτική, που είναι πια παλιά (και ενσωματωμένη με διάφορους τρόπους). Προέρχεται απ’ την εντυπωσιακή παγκόσμια ανάπτυξη της οικονομίας του εγκλήματος. Και - έχει ενδιαφέρον - ότι μεταξύ αυτών των ειδικών (εγκληματολόγων) διατυπώνονται απόψεις που όχι μόνο είναι εμπειρικά επαληθεύσιμες, αλλά απομυθοποιούν την ιδέα της καπιταλιστικής νομιμότητας· για όσους ακόμα έχουν τέτοιες ιδέες στα κεφάλια τους.
Τα παρακάτω είναι αποσπάσματα από την άποψη του John Lea στο ετήσιο συνέδριο της γερμανικής ένωσης εγκληματολόγων, το 2001.
Ερχόμαστε τώρα στην δεύτερη πλευρά της μεταβαλόμενης φύσης του εγκλήματος. Πίσω απ’ την στατιστική και πολιτιστική νομιμοποίηση του εγκλήματος βρίσκεται μια διαδικασία δομικής κανονικοποίησης, όπου η εγκληματικότητα - ειδικά, αλλά όχι μόνο, η οικονομική εγκληματικότητα - λειτουργεί όλο και περισσότερο σαν μηχανισμός της αναπαραγωγής της κοινωνικής και οικονομικής ζωής αντί να λειτουργεί σαν εμπόδιο. Αυτό είχε προβλεφτεί πριν κάποια χρόνια απ’ τον ιταλό εγκληματολόγο Umberto Santino, ο οποίος περιέγραψε αυτήν την μετάβαση, κατά την οποία:
... πράξεις που πριν θεωρούνταν σαν “εγκληματικός δρόμος προς τον καπιταλισμό”, πράξεις που συνέβαιναν σε περιφερειακές ζώνες και δευτερεύουσες σφαίρες της κοινωνικής ζωής, έχουν μετατραπεί σε “εγκληματικές πράξεις του καπιταλισμού και της συμβατικής κοινωνίας”.
Έχουμε εισέλθει στην εποχή της “μικτής οικονομίας της εξουσίας”, όπου η εγκληματικότητα δεν είναι πια στόχος αλλά αποτελεί η ίδια μια μορφή της εξουσίας: στο επίπεδο των οικονομικών λειτουργιών σχετίζεται με την καπιταλιστική συσσώρευση, στις κοινωνικές λειτουργίες σχετίζεται με την κοινωνική αναπαραγωγή της ζωής στις κοινότητες, και στις πολιτικές λειτουργίες σχετίζεται με την δύναμη και την εξουσία. Καθώς γίνεται μια μορφή εξουσίας η εγκληματικότητα δεν παύει να είναι βίαιη και επιθετική απέναντι στην πολιτισμένη ζωή. Και δεν χρειάζεται να χάσει τα βίαια και απάνθρωπα χαρακτηριστικά της επειδή, απλά, βίαιη είναι γενικά η κατεύθυνση της ανάπτυξης των κοινωνικών και οικονομικών διαδικασιών. Η αυξανόμενη αστάθεια, η διακινδύνευση, ακόμα και ο εκβαρβαρισμός της κοινωνικής ζωής στον 21ο αιώνα, περικλείει από κάποιες απόψεις την επιστροφή σε κοινωνικές μορφές που προϋπήρχαν της ανάπτυξης του μοντέρνου βιομηχανικού καπιταλισμού.
το έγκλημα ως κεφάλαιο
Η όλο και μεγαλύτερη ασάφεια των ορίων ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα, το επιχειρηματικό έγκλημα και τις νόμιμες επιχειρήσεις είναι ήδη γνωστή. Το οργανωμένο έγκλημα είναι ένας κλάδος των μεγάλων επιχειρήσεων: είναι απλά ο παράνομος τομέας του κεφάλαιου. Έχει υπολογιστεί ότι στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 το “ακαθάριστο εγκληματικό προϊόν” του οργανωμένου εγκλήματος διεθνώς έφερνε (το οργανωμένο έγκλημα) στην 20η θέση κατάταξης των πλουσιότερων οργανισμών του κόσμου· το οργανωμένο έγκλημα ήταν πλουσιότερο από 150 κυρίαρχα κράτη μαζί. Την δεδομένη ιστορική στιγμή υπολογιζόταν ότι το ακαθάριστο εγκληματικό προϊόν ήταν το 20% του παγκόσμιου εμπορίου.
Οι δομές των εγκληματικών επιχειρήσεων δεν έχουν πια την αρχαϊκή μορφή της “φαμίλιας”, που χαρακτήρισε την παλιά σικελική μαφία. Αντίθετα, νεώτερες ευέλικτες μορφές “επιχειρηματικού στυλ” με ανάλογες μεθόδους δράσης, και η γρήγορη ενσωμάτωση της παγκόσμιας δικτύωσης στις παράνομες δραστηριότητες, οδηγούν σε αυξανόμενη ενσωμάτωση του εγκλήματος στη νόμιμη οικονομία, μέσω ευφάνταστων τεχνικών ξεπλήματος χρήματος. Η χρήση κρυπτογραφημένης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, ανώνυμων sites και οι δυνατότητες μεταφοράς χρήματος που χαρακτηρίζουν το internet γενικά και τις χρηματοπιστωτικές αγορές ειδικά, βελτιώνουν την αμοιβαία όσμωση νόμιμων και παράνομων δραστηριοτήτων, πέρα και μακριά από εκεί που μπορεί να φτάσει το χέρι κάθε εθνικής νομοθεσίας και αστυνομίας.
Εν τω μεταξύ οι νόμιμες επιχειρήσεις απ’ την μια επιδιώκουν σχέσεις με τα συνδικάτα του οργανωμένου εγκλήματος και απ’ την άλλη υιοθετούν μεθόδους προσφιλείς στο οργανωμένο έγκλημα. Η εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών λύνει τα προβλήματα έλλειψης εργατικών χεριών σε διάφορους βιομηχανικούς τομείς όπως η ένδυση και το φαγητό, η οικοδομή και η γεωργία, αλλά και οι “βρώμικες οικονομικές δραστηριότητες” όπου η ημινόμιμη εργασία διαχέεται στην απασχόληση σε σαφώς εγκληματικές δραστηριότητες. Η παγκόσμια ακτίνα δράσης των πολυεθνικών (τους) επιτρέπει την εξαγωγή των πιο βίαιων πλευρών εκμετάλλευσης της φτηνής εργασίας σε βολικές θέσεις στο νότιο ημισφαίριο, όπου
... οι εργάτες υφίστανται την βία συμμοριών που νοικιάζει το αφεντικό, τις προδοσίες συνδικάτων, το σπάσιμο απεργιών, τις ιδιωτικές αστυνομίες και ομάδες δολοφόνων...
Τέτοιες περιοχές βίαιης εκμετάλλευσης της εργασίας στον τρίτο κόσμο μπορούν να θεωρηθούν σαν χαρακτηριστικές της “έλλειψης εξουσίας” σ’ αυτές τις κοινωνίες, και άρα σαν εντελώς άσχετες με την δυναμική του παγκόσμιου καπιταλισμού. Αλλά στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός και η ανάγκη ελαχιστοποίησης του κόστους παραγωγής δημιουργούν μια κατάσταση στην οποία οι επιχειρήσεις βρίσκουν όλο και λιγότερο πιθανό να είναι κερδοφόρες χωρίς να εμπλακούν σε εγκληματικές δραστηριότητες. Η σύνδεση των πολυεθνικών με διάφορες οργανωμένες δομές βίας φέρνουν στη μνήμη καταστάσεις των πρώτων φάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως την περίοδο που είναι γνωστή στις ηπα σαν “οι βαρώνοι του καουτσούκ”.
Ο νόμιμος χρηματοπιστωτικός τομέας επιπλέον, παρακολουθώντας τον αυξανόμενο πλούτο του οργανωμένου εγκλήματος, είναι πιθανό να στραφεί προς τα εκεί για να τραβήξει επενδυτές. Το κλείσιμο της Bank of Credit and Commerce International το 1991 έδωσε μια εικόνα της κορυφής του παγόβουνου, όπου νόμιμες ιδιωτικές τράπεζες και μεσολαβητές επενδύσεων έψαχναν ανοικτά τόσο για νόμιμα όσο και για παράνομα κεφάλαια, χωρίς να δίνουν δεκάρα στη διάκριση ανάμεσα στα δύο. Ένας ακόμα δείκτης αυτής της τάσης είναι το γεγονός ότι το νόμιμο κεφάλαιο στρέφεται στις ίδιες τακτικές που χρησιμοποιεί το οργανωμένο έγκλημα. Τα ποσά που τα καρτέλ των ναρκωτικών ξεπλένουν μέσω των off shore τραπεζών ωχριούν μπροστά στα ποσά που φεύγουν νόμιμα από διάφορες καπιταλιστικές οικονομίες για τους ίδιους off shore προορισμούς. Κατ’ αυτήν την έννοια το νόμιμο κεφάλαιο ασκεί την εξουσία του πάνω στις κυβερνήσεις για να μειώσουν την φορολόγηση, όχι μόνο απειλώντας ότι θα μεταφέρει αλλού τις επιχειρήσεις του, αλλά επίσης υιοθετώντας μερικές απ’ τις τακτικές και την επιμελητεία του οργανωμένου εγκλήματος. Στην πραγματικότητα το εγκληματικό κεφάλαιο “πιέζει” το νόμιμο κεφάλαιο έτσι ώστε να αποφεύγει (αυτό το δεύτερο) έστω και την ελάχιστη φορολόγηση.
...
έγκλημα και εξουσία
Η τελική διάσταση της “μικτής οικονομίας της εξουσίας” είναι η αντικατάσταση της νόμιμης κρατικής δραστηριότητας σε σχέση με την επιβολή του νόμου, απ’ την εξουσία του εγκλήματος. Διάφορες εγκληματικές οργανώσεις, χωρίς να περιορίζουν έστω και ελάχιστα την δική τους βίαιη δράση, εμφανίζονται στη θέση αδύναμων τοπικών αρχών σαν η πραγματική εξουσία που μπορεί να επιβάλλει τιμωρίες, να μεσολαβήσει ή να επιβάλει την τάξη μεταξύ διάφορων κοινωνικών ομάδων, κυρίως φτωχών. Στην ευρώπη ξέραμε αυτό το φαινόμενο με την μορφή της παλιάς σικελικής μαφίας, και στις ηπα σε πιο τοπικό επίπεδο στις περιοχές της παλιάς cosa nostra στη Ν. Υόρκη και στο Σικάγο, στη διάρκεια των δεκαετιών του ‘20 και του ‘30. Στη δεκαετία του ‘50 υπήρχε γενικά η εντύπωση ότι η οικονομική και κοινωνική σταθεροποίηση του Κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας θα υπονόμευε την εξουσία αυτών των εγκληματικών οργανισμών, και ότι θα τους έριχνε στο επίπεδο του απλού μικρού εγκλήματος.
Αλλά αυτό αποδείχθηκε μια έωλη υπόθεση, επειδή δεν έλαβε υπόψη της της καινούργιες μορφές της πιο “επιχειρηματικής” εγκληματικότητας που μνημονεύτηκαν νωρίτερα. Αυτές οι καινούργιες μορφές δείχνουν, σε σχέση με τις παλιότερες, μικρότερο ενδιαφέρον στην άσκηση πολιτικού ελέγχου σε μια περιοχή. Το βασικό τους ενδιαφέρον είναι να κάνουν λεφτά, και δεν έχουν σκοπό να αναμετρηθούν μετωπικά με το μοντέρνο κράτος. Επιδιώκουν μάλλον να το αδρανοποιήσουν, είτε μέσω της διαφθοράς διάφορων ομάδων μέσω των οποίων λειτουργεί το κράτος - δικαστών, αστυνομικών, πολιτικών - είτε διαφεύγοντας σε περιοχές πέρα απ’ τα κρατικά όρια. Τέτοιες περιοχές δεν είναι μόνο γεωγραφικά προσδιορισμένες. Μπορούν να έχουν την ριζοσπαστικά καινούργια μορφή των παγκόσμιων ηλεκτρονικών δικτύων, των ευφάνταστων μορφών ξεπλύματος, και των σύνθετων λειτουργιών του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Ωστόσο οι πιο παραδοσιακές μορφές των εγκληματικών καταφυγίων αποκτούν διαρκώς μεγαλύτερη σημασία. Η δυναμική της παγκόσμιας καπιταλιτικής ανάπτυξης οδηγεί στην επανεμφάνιση μεγάλων περιοχών, που περιλαμβάνουν μεγάλα τμήματα πόλεων και μερικές φορές ολόκληρες περιοχές, όπου η εξουσία των νόμιμων πολιτικών ή και οικονομικών θεσμών είναι περιστασιακή ή ανύπαρκτη, και όπου οι εγκληματικοί οργανισμοί βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο. Στην καλύτερη φάση του Κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας, στα ‘50s και ‘60s, τέτοιες περιοχές θεωρούνταν σαν εκδηλώσεις “οπισθοδρόμησης”, αντίστασης στον εκμοντερνισμό και στις κυρίαρχες πολιτιστικές τάσεις της εποχής, που θα μπορούσαν τελικά να ενταχθούν στο mainstream μέσω προσεκτικού κοινωνικού και οικονομικού σχεδιασμού. Όμως τώρα αυτές οι περιοχές μεγαλώνουν αντί να μικραίνουν. Η επέκταση αυτών των “άγριων ζωνών” στις πόλεις είναι πρόβλημα τόσο στην ευρώπη όσο και στην βόρεια αμερική ή τον τρίτο κόσμο. Έχουμε ήδη σημειώσει ότι η παγκοσμιοποίηση των σημαντικότερων οικονομικών δυνάμεων και τομέων του κεφάλαιου σημαίνει ότι δεν έχουν πλέον κίνητρο για να χρηματοδοτούν την κοινωνική ενσωμάτωση. Μια ειδική εκδήλωση αυτής της διαδικασίας είναι η εγκατάλειψη των πόλεων σαν χώρων ενσωμάτωσης. Ο γεωγράφος David Harvey σημειώνει επ’ αυτού:
“Στο παρελθόν το κεφάλαιο θεωρούσε τις πόλεις σαν σημαντικές περιοχές που θα έπρεπε να οργανωθούν αποτελεσματικά, και όπου θα έπρεπε να ασκούνται οι μορφές κοινωνικού ελέγχου με κάποιο έλλογο τρόπο. Τώρα ανακαλύπτουμε ότι το κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τις πόλεις. Το κεφάλαιο χρειάζεται λιγότερους εργάτες και σε μεγάλο μέρος του μπορεί να μετακινηθεί σε διάφορα σημεία του κόσμου, καταστρέφοντας τις προβληματικές περιοχές μαζί με τους πληθυσμούς τους. Κατά συνέπεια η συμμαχία μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων και των αστών μεταρρυθμιστών έχει χαθεί”.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες οι εγκληματικές οργανώσεις, έχοντας πρωταρχικό τους στόχο το να βγάλουν λεφτά, στις περιοχές που βρίσκουν καταφύγιο επειδή αυτές βρίσκονται εκτός νόμιμου κρατικού ελέγχου, πρέπει να κάνουν και τις δουλειές που έκαναν παλιότερες μορφές εγκλήματος, να μεσολαβούν δηλαδή στις τοπικές συγκρούσεις και να ηρεμούν τους πληθυσμούς.
...
Σε κάθε περίπτωση ένα χαρακτηριστικό αυτών των περιοχών είναι η μικτή οικονομία της εξουσίας, όπου διαμορφώνονται συμμαχίες και μορφές “πολιτικών συμβιβασμών”. Οι τοπικές κοινωνικές υπηρεσίες, οι εμπορικές επιχειρήσεις, τα πολιτικά κόμματα, και οι αστυνομικές υπηρεσίες, ακόμα κι αν είναι αδύναμες σε τέτοιες περιοχές, είναι πάντα σημαντικές πηγές χρηματοδοτήσεων. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό την εξάρτηση των πιο φτωχών κοινοτήτων απ’ τα προϊόντα της εγκληματικής δραστηριότητας - όπως τα κλοπιμαία για παράδειγμα - προκύπτει ο συνδυασμός εκείνος που διαμορφώνει την “μικτή δυναμική” της εξουσίας πάνω σ’ αυτούς τους πληθυσμούς.
Αλλά αυτή η δυναμική επαναλαμβάνεται σε παγκόσμια κλίμακα, όπου πολύ μεγάλες περιοχές του κόσμου βρίσκονται εκτός δικαιοδοσίας οποιουδήποτε κράτους, και προσφέρουν καταφύγιο σε γερές εγκληματικές οργανώσεις, πολέμαρχους και τρομοκράτες. Τέτοιες “ακυβέρνητες περιοχές” υπάρχουν σε πολλά σημεία της αφρικής, της νότιας ασίας, σε περιοχές της πρώην σοβιετικής ένωσης και της ανατολικής ευρώπης.
...
Εάν αυτές οι τάσεις δεν αναχαιτιστούν, τότε το αποτέλεσμα θα είναι η πλήρης διαμόρφωση ενός νέου τύπου βαρβαρότητας, τον οποίο η Susan George ονόμαστε γκαγκστερικό καπιταλισμό...
Αυτά λέγονταν το 2001. Έχει περάσει μια γεμάτη δεκαετία, και κυρίως έχει προστεθεί η όξυνση της καπιταλιστικής κρίσης, παγκόσμια. Στην ευρώπη (την άλλοτε κοινωνική ευρώπη) η υποτίμηση της εργασίας αναφέρεται ανοικτά και καθαρά σαν ο μείζον στόχος για να ξαναβρουν διάφορα κράτη / κεφάλαια (το ελληνικό και όχι μόνο) την χαμένη διεθνή “ανταγωνιστικότητά” τους.
Εν τω μεταξύ όλος ο ευρωπαϊκός νότος είχε, αρκετά πριν το 2007 και το 2008, στη φάση της “ανάπτυξης”, εκτεταμένους οικονομικούς τομείς ελεγχόμενους απ’ το οργανωμένο έγκλημα. Ο συνδυασμός χρηματοπιστωτισμού, real estate, και “νόμιμων επιχειρήσεων” για την “λεύκανση” της εγκληματικής κερδοφορίας είχε στεριώσει ήδη.
Έκτοτε η καπιταλιστική συσσώρευση έγινε ακόμα πιο άγρια, ακόμα πιο βίαιη. Οπότε... |
|