spirit
η επιστροφή των
καλών πνευμάτων
Απ’ την εποχή του περιβόητου “βιβλίου ιστορίας της 6ης δημοτικού” η ακαδημαϊκή και ιστορικός Μ. Ρεπούση έχει γίνει ο σάκος του μποξ των κάθε είδους, δεξιών και αριστερών εθνικοφρόνων.
Δεν μας ενώνει τίποτα με την ιστορικό (και βουλευτή της δημ.αρ.). Αλλά εφόσον η “εθνική ιστορία” συνεχίζει να παράγει οχετούς “για ψύλλου πήδημα”, αυτό είναι ένα πολιτικό και ιδεολογικό γεγονός για σημερινή και αυριανή χρήση. Κι αυτό μας ενδιαφέρει και μας αφορά, αφού στρέφεται κατά της εργατικής συνείδησης.
Αναδημοσιεύουμε ένα σχετικό άρθρο του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, επίκουρου καθηγητήσύγχρονης πολιτικής ιστορίας στο τει Πελοποννήσου, που δημοσιεύτηκε στην εφ. συν. στις 18 Ιούνη του 2013.
Και εδώ, ένα μέρος των απόψεών μας...
Στις φωτογραφίες δίπλα, πίνακες της ναυμαχίας στο Ναυαρίνο, ή πως ένα κράτος - χωροφύλακας ξεκίνησε την καριέρα του σαν προτεκτοράτο... |
|
“αποδομιστές” και εθνικόφρονες
Υπάρχει “εθνική” ιστορία; Πως διαμορφώνεται το επίθετο “εθνικός” σε σχέση με την ιστορία που μπορεί να προσδιορίζεται και με άλλα, διαφορετικά έως πολύ διαφορετικά επίθετα; Υπάρχει περίπτωση να προσδιοριστεί μια οποιαδήποτε “εθνική” ιστορία με τρόπο λογικά ανεξάρτητο (κάποιος θα έλεγε: αντικειμενικό) απ’ την ιδεολογική, συναισθηματική, πολιτική συγκρότηση του οποιουδήποτε “έθνους”;
Δεν είμαστε “ειδικοί” της ιστορίας. Όμως η ίδια η συγκρότηση οποιουδήποτε “έθνους” είτε σαν κράτος είτε σαν μη κράτος (υπάρχουν και τέτοια, μη κρατικοποιημένα έθνη!) αποτελεί ιστορική διαδικασία. Σα να λέμε: οποιοδήποτε “έθνος” είναι προϊόν της ιστορίας· όλες μα όλες οι παράμετροι του ορισμού του χ ή του ψ έθνους είναι αμιγώς ιστορικές. Συνεπώς εάν το οποιοδήποτε έθνος είναι ταυτόχρονα προϊόν (αποτέλεσμα) και προσδιορισμός της ιστορίας (του εαυτού του), οι λέξεις “εθνική ιστορία” αφορούν μια κυκλική κατασκευή, μια κατασκευή με την αξίωση της αυτοεπιβεβαίωσης στα θεμέλιά της.
Το πλέον χαρακτηριστικό της αυτοαναφορικότητας (άρα, λέμε, της μυθολογίας) οποιασδήποτε “εθνικής ιστορίας” είναι η όπως - ο - διάολος - το - λιβάνι αποφυγή του να κρίνεται σαν κρατική ιστορία, σε κάθε περίπτωση που μιλάμε όχι για “έθνος” γενικά, αλλά για έθνος - κράτος. Γιατί, για παράδειγμα, η Κρήτη ή η Ζάκυνθος δεν έχουν “εθνική ιστορία” εντελώς δική τους; Η απάντηση είναι απλή: δεν είναι διακριτά κράτη· συνεπώς η Κρήτη ή η Ζάκυνθος έχουν την “εθνική ιστορία” του κράτους στο οποίο ανήκουν· ένα μερίδιο απ’ αυτήν την κρατική ιστορία, που μπορεί να τους είναι ακόμα και ξένη.
Κι ενώ το ονομάζεται μια ιστορία “εθνική” υπονοεί την αυτοφυή αλήθεια της, το να ονομαστεί η ίδια ιστορία κρατική υπάγει την οποιαδήποτε αλήθεια - της - ιστορίας, εντός ή εκτός εισαγωγικών, στα συμφέροντα και στις σκοπιμότητες του εν λόγω κράτους. Όλες οι ιστορίες (ακόμα και οι προσωπικές / ατομικές) μπορούν να αναδιαμορφώνονται, να τροποποιούνται, να αλλάζουν μέσα στον χρόνο· αλλά μόνο η κρατική ιστορία κατασκευάζεται έτσι ώστε να υπηρετεί τα συμφέροντα των ηγεμονικών κοινωνικών ομάδων (τάξεων) μέσα στο κράτος (ή και έξω απ’ αυτό), σε βάρος των συμφερόντων των ηγεμονευόμενων.
Σε μια πολυθεματική έκδοση της λέσχης κατασκόπων του 21ου αιώνα, στις αρχές του 2007 [1] παρουσιάστηκε μια διάλεξη στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, με τίτλο “αναθεωρώντας την ιστορία του Ισραήλ”. Την διάλεξη έδωσε ο ισραηλινός ιστορικός Ilan Pappe, (πρώην) λέκτορας της πολιτικής επιστήμης στο πανεπιστήμιο της Χάιφα, καλεσμένος τον Μάρτη του 2007 σαν ομιλητής στο “πρόγραμμα ισλαμικών σπουδών” του πανεπιστημίου.
Για περίπου μια δεκαετία στα ‘90s, μια πολυμελής και ετερόκλητη ομάδα ισραηλινών ιστορικών, κοινωνιολόγων, και δημοσιογράφων είχε αφιερωθεί στον έλεγχο των βασικών θέσεων της ιστορικής αφήγησης του κράτους του ισραήλ. Το σωστό είναι “τους είχε επιτραπεί να κάνουν κάτι τέτοιο” απ’ το ίδιο το ισραηλινό κράτος, καθότι το Τελ Αβίβ, στη σκιά των “συμφωνιών του Όσλο”, περνούσε μια περίοδο υποτιθέμενης “ανοχής” των παλαιστινίων.
Το μεγαλύτερο μέρος του υλικού που μελέτησαν οι Νέοι Ιστορικοί (όπως τους ονόμασαν τότε) ήταν αποχαρακτηρισμένα απόρρητα αρχεία των ίδιων των ισραηλινών κυβερνήσεων· δεν υπήρχε περίπτωση να πέσουν θύματα οργανωμένης παραπληροφόρησης! Και τα συμπεράσματα (παρά τις κάποιες επιμέρους διαφορές) ήταν καταλυτικά για την ως τότε επίσημη κρατική ιστορία του ισραήλ, ειδικά σε ότι αφορούσε την “τύχη” των παλαιστινίων, και αυτό που (οι Νέοι Ιστορικοί απέδειξαν) ήταν μια οργανωμένη εθνοκάθαρση σε βάρος τους.
Όμως εκείνη η δεκαετία ήταν ένα σύντομο “καλοκαίρι” από την άποψη της ιδεολογικής ηγεμονίας μέσα στο ισραήλ. Όταν άλλαξε η γραμμή του κράτους (επανερχόμενη στην πάγια ανοικτή βαρβαρότητα του παρελθόντος) οι αποδείξεις των Νέων Ιστορικών θεωρήθηκαν προδοτικές· οι απόψεις τους άρχισαν να εξαφανίζονται απ’ την δημόσια ζωή· και οι ίδιοι “πιέστηκαν” με διάφορους τρόπους είτε να σιωπήσουν, είτε να φύγουν απ’ το ισραήλ.
Επειδή τα όσα είπε τότε ο Ilan Pappe έχουν ευρύτερη αξία, αναδημοσιεύουμε εκτενή αποσπάσματα απ’ την έκδοση του 2007.
...
Γεννήθηκα στο Ισραήλ, και είχα μια πολύ συμβατική, τυπική ισραηλινή εκπαίδευση και ζωή, μέχρις ότου τελείωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο πανεπιστήμιο της Χεβρώνας, πράγμα που έγινε πριν πολλά χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70. Όπως όλοι οι ισραηλινοί, ήξερα ελάχιστα πράγματα για τους παλαιστίνιους, και είχα συναντήσει ελάχιστους στη ζωή μου. Και παρότι ήμουν πολύ μελετηρός φοιτητής της ιστορίας, από τότε που ήμουν στο λύκειο “ήξερα πως θα γίνω ιστορικός”, ήμουν πολύ πειθαρχημένος μέσα στις κατευθύνσεις που διδάχτηκα στο σχολείο. Δεν είχα καμία αμφιβολία πως αυτά που διδάχτηκα στο σχολείο ήταν η μόνη αλήθεια για το παρελθόν.
Η ζωή μου άλλαξε, σίγουρα κατ’ αρχήν η επαγγελματική μου ζωή, αλλά στη συνέχεια και η ίδια η δημόσια και η ιδιωτική μου ζωή, όταν αποφάσισα να αφήσω το ισραήλ και να κάνω το διδακτορικό μου εκτός της χώρας. Γιατί όταν βγαίνεις έξω απ’ το ισραήλ, βλέπεις πράγματα που θα ήταν πολύ δύσκολο να δεις όταν είσαι μέσα. Διάλεξα λοιπόν σα θέμα του διδακτορικού μου την χρονιά του 1948, γιατί ακόμα και χωρίς να ξέρω πολλά πράγματα για το παρελθόν, καταλάβαινα πως αυτή ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά. Ήξερα αρκετά για να καταλαβαίνω πως αυτό ήταν ένα αφετηριακό σημείο για την ιστορία, γιατί από την μια μεριά, την ισραηλινή, το 1948 ήταν ένα θαύμα, η καλύτερη χρονιά στην ισραηλινή ιστορία. Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια εξορίας οι εβραίοι τελικά δημιουργούσαν ένα κράτος, και γίνονταν ανεξάρτητοι. Και για τους παλαιστίνιους ήταν φυσικά το αντίθετο, η χειρότερη χρονιά της ιστορίας τους, μιας και την ονομάζουν “Η Καταστροφή”, “Η Νακμπά”, κάτι σαν το Ολοκαύτωμα, το χειρότερο είδος γεγονότων που θα μπορούσε να συμβεί σε ένα λαό.
...
Το γεγονός ότι βρέθηκα έξω από την πατρίδα μου μου επέτρεψε να έχω μεγαλύτερο σεβασμό και κατανόηση, έτσι νομίζω, στο γεγονός ότι μπορεί να υπάρχει κι άλλος τρόπος να καταλαβαίνει κανείς την ιστορία που ζούσα, πως δεν υπάρχει μόνο ο δικός μου κόσμος, οι ιδέες του λαού μου, οι ιδέες του κράτους μου. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να επανεξετάσεις την ιστορία.
...
Χρειάζεται κάποιο χρόνο στους ιστορικούς να μαζέψουν και να μελετήσουν το υλικό τους και να το κάνουν ένα άρθρο ή ένα βιβλίο, ή ένα διδακτορικό, όπως στην περίπτωσή μου. Έτσι, μετά από δύο χρόνια έρευνας, θεώρησα πως έχω μια καθαρή εικόνα για το τι συνέβη το 1948, και αυτή η εικόνα ήταν διαφορετική, δραματικά διαφορετική, απ’ την εικόνα με την οποία ανατράφηκα. Και δεν ήμουν ο μοναδικός που είχα αυτήν την εμπειρία. Δύο ή τρεις, μπορεί και τέσσερεις ιστορικοί, κάποιοι ιστορικοί και κάποιοι δημοσιογράφοι, στο ισραήλ, ερεύνησαν το ίδιο υλικό με μένα, και κατέληξαν σε ανάλογα συμπεράσματα: πως ο τρόπος που είχαμε καταλάβει την γέννηση του κράτους του Ισραήλ το 1948 ήταν λαθεμένος, και πως τα στοιχεία μας έδειχναν μια διαφορετική πραγματικότητα απ’ αυτήν που ξέραμε. Μας ονόμασαν “η ομάδα που βλέπει τα πράγματα διαφορετικά”, μας ονόμασαν “οι Νέοι Ιστορικοί”. Τώρα για το αν αυτός είναι σωστός ορισμός ή όχι, αυτό θα το κουβεντιάσουμε αργότερα, το γεγονός είναι πάντως ότι άρχισαν να μας αποκαλούν έτσι, Νέους Ιστορικούς, κι αυτό κανείς δεν το αρνείται.
Τώρα, τι ανακαλύψαμε σχετικά με το 1948; Νομίζω πως είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ποια ήταν η παλιά εικόνα, ποια είναι η νέα εικόνα, και ύστερα να πάμε παρακάτω. Η παλιά εικόνα ήταν πως, το 1948, ύστερα από 30 χρόνια Βρετανικής διοίκησης στην Παλαιστίνη, το Εβραϊκό Έθνος του Σιωνιστικού Κινήματος ήταν έτοιμο να αποδεχθεί μια διεθνή πρόταση ειρήνης με τους ντόποιους πληθυσμούς της Παλαιστίνης. Και πως όταν τα Ηνωμένα Έθνη πρότειναν να διαιρέσουν την Παλαιστίνη σε δύο κράτη, το σιωνιστικό κίνημα απάντησε ναι, και ο αραβικός κόσμος και οι παλαιστίνιοι απάντησαν όχι· οπότε, σα συνέπεια, ο αραβικός κόσμος ξεκίνησε έναν πόλεμο για να καταστρέψει το κράτος του ισραήλ, και κάλεσε τους παλαιστίνιους να φύγουν από τις περιοχές τους έτσι ώστε να μπορέσουν να δράσουν οι εισβάλοντες αραβικοί στρατοί· οι εβραίοι ηγέτες ζήτησαν από τους παλαιστίνιους να μείνουν αλλά αυτοί έφυγαν· κι έτσι δημιουργήθηκε το προσφυγικό πρόβλημα των παλαιστινίων. Το ισραήλ, σαν από θαύμα, κέρδισε τον πόλεμο, και το κράτος του ήταν πλέον γεγονός. Και από τότε ο αραβικός κόσμος και οι παλαιστίνιοι δεν θέλουν τίποτα άλλο από το να καταστρέψουν το κράτος του ισραήλ.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η εκδοχή της ιστορίας με την οποία μεγαλώσαμε. Ένα άλλο στοιχείο της μυθολογίας είναι πως το 1948 έγινε σημαντική εισβολή πολύ μεγάλου σε μέγεθος αραβικού στρατού στην παλαιστίνη, και πως ο ισραηλινός στρατός ήταν πολύ μικρός εναντίον τους. Είναι η επανάληψη της μυθολογίας του Δαβίδ και του Γολιάθ, όπου οι εβραίοι ήταν ο Δαβίδ, οι αραβικοί στρατοί ήταν ο Γολιάθ, και πάλι έγινε ένα θαύμα και ο Δαβίδ νίκησε τον Γολιάθ.
Αυτή είναι λοιπόν η παλιά εικόνα. Τα ευρήματά μας αμφισβήτησαν έντονα αυτή τη μυθολογία. Πρώτ’ απ’ όλα βρήκαμε ότι η ηγεσία του σιωνιστικού κινήματος, η ηγεσία του ισραήλ, παρά τα ειρηνευτικά σχέδια του ΟΗΕ, σχεδίαζε πολύ πριν από το 1948 την εκδίωξη των παλαιστινίων. Κατά συνέπεια το γεγονός ότι οι παλαιστίνιοι έχασαν τα σπίτια τους δεν ήταν συνέπεια του πολέμου. Ήταν συνέπεια του εβραϊκού; σιωνιστικού; Ιισραηλινού; πείτε το όπως θέλετε, σχεδίου για την εθνική εκκαθάριση της Παλαιστίνης το 1948, του σχεδίου για την εκδίωξη όλου του ιθαγενούς πληθυσμού της.
...
Ένα άλλο σημείο που ανακαλύψαμε, είναι πως ελέγχαμε τον συσχετισμό στρατιωτικών δυνάμεων το 1948, και βρήκαμε πως η περιγραφή του αραβικού Γολιάθ και του εβραϊκού Δαβίδ δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Ο αραβικός κόσμος μίλαγε πολύ, το ίδιο κάνει και σήμερα, αλλά δεν έκανε ούτε και κάνει σπουδαία πράγματα στην πράξη σχετικά με το ζήτημα της Παλαιστίνης. Και τότε λοιπόν έστειλαν πολύ περιορισμένο αριθμό στρατιωτών εναντίον του ισραήλ, και βασικά, στη μεγαλύτερη διάρκεια των μαχών, ο εβραϊκός στρατός είχε το πάνω χέρι, τόσο ως προς τον αριθμό των στρατιωτών, όσο και ως προς την ποιότητα της εκπαίδευσής τους, καθώς και ως προς το επίπεδο του εξοπλισμού τους.
...
Λοιπόν η νέα προσέγγιση αποφάσισε να μελετήσει την μετακίνηση των εβραίων από την Ευρώπη προς τον αραβικό κόσμο σαν ένα τυπικό αποικιοκρατικό κίνημα. Δεν ήταν η Παλαιστίνη το μόνο μέρος του κόσμου που οι ευρωπαίοι, για οποιονδήποτε λόγο, ακόμα και για καλούς λόγους, κινήθηκαν εκτός Ευρώπης και εγκαταστάθηκαν στον μη ευρωπαϊκό κόσμο. Και η νέα προσέγγιση λέει πως ο σιωνισμός, απ’ αυτήν την άποψη, δεν ήταν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είχε γίνει κι αλλού. Το γεγονός πως οι εβραίοι διώκονταν βέβαια στην Ευρώπη εξηγεί το γιατί αναζητούσαν ένα ασφαλές καταφύγιο, αυτό είναι γνωστό και αποδεκτό. Αλλά το γεγονός πως αποφάσισαν ότι το μόνο ασφαλές καταφύγιο γι’ αυτούς βρισκόταν σε ένα μέρος όπου ήδη ζούσαν κάποιοι άλλοι, τους μετέτρεψε σε ένα σχεδίο αποικιοκρατίας. Έτσι οι Νέοι Ιστορικοί εισήγαγαν την λογική της αποικιοκρατίας μέσα στην μελέτη του πρώιμου σιωνισμού.
...
Μετά το 2000 έγινα εχθρός του πανεπιστημίου. Όχι μόνο το υπουργείο εξωτερικών σταμάτησε να στέλνει ανθρώπους σε μένα, αλλά και το πανεπιστήμιο το ίδιο άρχισε να ψάχνει τρόπους για να με ξεφορτωθεί, να με στείλει κάπου στο εξωτερικό, για να μην μιλάω με άλλους ισραηλινούς, πράγμα που το κατάφερε το 2002. Επρόκειτο να γίνει μια μεγάλη δίκη, η οποία δεν έγινε τελικά, όπου θα ήμουν κατηγορούμενος για όλα αυτά που θα έλεγε κανείς ότι δεν στέκουν σε μια δημοκρατία, δηλαδή να κατηγορούνται πανεπιστημιακοί για προδοσία και ότι δεν είναι νομοταγείς στη χώρα τους, και τέτοια.
...
Δεν είμαι δικαστής, και δεν θέλω να πηγαίνω τους ανθρωπους στα δικαστήρια. Αλλά στο τελευταίο βιβλίο μου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, αποφάσισα να μην γράψω απλά και γενικά “το ισραήλ έκανε εθνοκάθαρση στην παλαιστίνη”. Έδωσα τα ονόματα, έδωσα τα ονόματα των ανθρώπων που αποφάσισαν ότι 1,3 εκατομμύρια παλαιστίνιοι δεν έχουν το δικαίωμα να συνεχίσουν να ζουν εκεί που ζούσαν για πάνω από χίλια χρόνια. Αποφάσισα να δώσω τα ονόματα. Επιπλέον βρήκα τα μέρη στα οποία πάρθηκε η απόφαση.
Νομίζω ότι το πιο σημαντικό για εμένα δεν είναι το τι έγινε το 1948. Πολύ πιο σημαντικό θεωρώ το γεγονός πως η διεθνής κοινότητα ήξερε τι γινόταν, και αποφάσισε να μην το εμποδίσει, και έστειλε ένα ισχυρό μήνυμα στο κράτος του ισραήλ ότι είναι ο.κ. να ξεφορτωθεί τους παλαιστίνιους. Και νομίζω πως αυτή είναι η αιτία που η εθνοκάθαρση των παλαιστίνιων συνεχίζεται μέχρι σήμερα, τώρα που μιλάμε. Γιατί το μήνυμα της διεθνούς κοινότητας ήταν πως άμα θέλετε να φτιάξετε ένα εβραϊκό κράτος ξεσπιτώνοντας όσο περισσότερους παλαιστίνιους· και καταστρέφοντας όσο περισσότερα παλαιστινιακά χωριά και πόλεις, είστε εντάξει. Αυτό είναι εντάξει.
...
Αλλά το γεγονός είναι πως ο κόσμος ήξερε τι γινόταν, και συγχώρεσε το ισραήλ. Αυτό είχε το αποτέλεσμα ότι το ισραηλινό κράτος, το νέος κράτος που ιδρύθηκε το 1948, εσωτερίκευσε σαν ιδεολογική υποδομή την ιδέα πως το να φροντίζει για την εθνική καθαρότητα του κράτους σου είναι εντάξει.
...
Λοιπόν, σήμερα έδωσα μια συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο, εδώ στην ιαπωνία, και μου μίλησε για κάποιον, δεν θα πω το ονομά του, αλλά είναι ένας πολύ γνωστός ισραηλινός πολιτικός της αριστεράς, που του είπε: “το όνειρό μου είναι να ξυπνήσω ένα πρωΐ και να μην υπάρχουν άραβες στο Ισραήλ”. Και αυτός, προσέξτε το, είναι μια ηγετική φυσιογνωμία των φιλελεύθερων σιωνιστών, είναι αριστερός, ανήκει στην πλευρά των ειρηνόφιλων.
..
Αν λοιπόν κάποιος που είναι ειρηνόφιλος στο ισραήλ, και σε μεγάλο βαθμό αριστερός, έχει όνειρο να δει όλους τους άραβες να εξαφανίζονται από το ισραήλ, καταλαβαίνετε τι συμβαίνει με τους δεξιούς. Δεν ονειρεύονται, κάνουν έργα. Και δεν χρειάζεται να είναι κανείς ακροδεξιός, αρκεί να είναι στο κέντρο. Πρέπει να θυμηθούμε ότι η εθνική εκκαθάριση των Παλαιστινίων το 1948 έγινε από το Εργατικό Κόμμα, όχι από το Λικούντ, στη βάση της mainstream ιδεολογίας.
...
Είμαστε βέβαιοι πως όλοι οι (νέοι και παλιοί) εθνικόφρονες στα μέρη μας θα χαίρονταν με την απομυθοποιητική ιστορική προσέγγιση των “νέων ιστορικών” του ισραήλ. Γιατί την φιλία Αθήνας - Τελ Αβίβ το πόπολο την αντιλαμβάνεται σαν τακτική ανάγκη κι όχι σαν ψυχικό δεσμό· αυτός είναι αφιερωμένος στους “ορθόδοξους αδελφούς”, ειδικά σέρβους και ρώσους...
Είμαστε βέβαιοι πως όλοι αυτοί οι ελαφρά ή βαριά εθνο(παρα)φρονες, δεξιοί και αριστεροί, θα πανηγύριζαν εάν υπήρχαν “νέοι ιστορικοί” και στην τουρκία, να ντοκουμεντάρουν την εθνική εκκαθάριση σε βάρος των ποντίων ή/και των αρμενίων. Και είμαστε σίγουροι ότι θα χειροκροτούσαν με χέρια και πόδια εάν κάποιοι “νέοι ιστορικοί” στη γερμανία υπολόγιζαν μέχρι τελευταίο σεντς πόσα λεφτά χρωστάει το 4ο ράιχ στην φτωχή ελλάδα απ’ την κατοχή.
Όμως σε ότι αφορά το ελληνικό κράτος και την δική του “εθνική ιστορία” απαγορεύονται οι απομυθοποιήσεις, απαγορεύονται οι “νέοι ιστορικοί”! Απαγορεύεται να αμφισβητούνται τεκμηριωμένα τα ιερά και όσια παραμύθια. Η πανπιστημιακή Ρεπούση έχει συγκεντρώσει παραδειγματικά πάνω της όλη την καφρίλα των οπαδών των “εθνικών ιστορικών αληθειών”, κι ακόμα περισσότερα. Είναι ο ιδανικός στόχος επειδή είναι γυναίκα, και επειδή είχε παρτίδες με τον τρισκατάρατο Παπανδρέου τον Γ: αίσχος στους “αποδομιστές” ουρλιάζουν οι εθνικόφρονες, δεξιοί και αριστεροί. [2]
Μια μορφή της απαγόρευσης υπάρχει στο άρθρο του Σωτηρόπουλου. Που ξεκινώντας απ’ την παραδοχή της “εμμονοληπτικής προσήλωσης σε εθνικούς μύθους” προτείνει καινούργιους τέτοιους, στη θέση των παλιών: ήταν “εντελώς μόνοι τους αρχικά, ενάντια σε μια αυτοκρατορία” - και ο Υψηλάντης “εντελώς μόνος”; και ο “μεγάλος ασθενής” ποιον αφορούσε και που διακινούνταν σαν ορολογία άραγε; Ή “η επανάσταση σώθηκε απ’ τις ευφυείς πολιτικές συμμαχίες με τις Μεγάλες Δυνάμεις”, των ηττημένων τις ευφυείς πολιτικές... - ώστε έτσι έστελναν τότε οι μεγάλες δυνάμεις το ναυτικό τους και τον στρατό τους κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1827 και το 1828; επειδή οι έλληνες οπλαρχηγοί (και κατσαπλιάδες...) ήταν “τέρατα ευφυίας”;
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επαγγελματίας ιστορικός για να ξέρει ότι οι μύθοι (κάθε είδους) κι ακόμα περισσότερο οι μύθοι που βρίσκονται υπό τον έλεγχο μορφών εξουσίας, είτε είναι η μορφή / κράτος είτε είναι η μορφή / εκκλησία, είτε η μορφή / κόμμα, δεν είναι επιλεγμένοι τυχαία! Σε κάθε ιστορική περίοδο και φάση υπάρχουν πολλά γεγονότα και πολλά πρόσωπα που, θεωρητικά, “έχουν τα προσόντα” να μυθοποιηθούν. Αλλά η οργανική μυθοποίηση, η μυθο-κατασκευή δηλαδή που έχει αποστολή να στηρίζει τα συμφέροντα εξουσιαστικών δομών, δεν γίνεται ούτε εν θερμώ ούτε στην τύχη. Γίνεται αργότερα, με προσεκτική επιλογή και με μεγάλη επιμέλεια. Δεν μυθοποιήθηκε, για παράδειγμα, ο εκσυγχρονιστής Καποδίστριας, γιατί η περίπτωσή του δεν συνέφερε τις προσοδικές δομές εξουσίας που ανασχηματίστηκαν με την μορφή του ελληνικού κράτους. Μυθοποιήθηκε ο “γέρος του Μωριά”, επειδή πέρα απ’ τα υπόλοιπα, είχε παίξει οργανικό ρόλο στην καταστολή πληβειακών (ακόμα και ένοπλων) αμφισβητήσεων ενάντια στους “προύχοντες” και τους “προεστούς”.
Η ιδέα, λοιπόν, ότι οι “παλαιο-εθνικιστές” έχουν εμμονές με παραμύθια δεύτερης κατηγορίας που θα έπρεπε να αντικατασταθούν από καλύτερα (για λογαριασμό του νεο-εθνικισμού;) είναι το λιγότερο ανόητη. Και αποφεύγει το γιατί τα κράτη (το ελληνικό, το ισραηλινό, το τουρκικό, το γαλλικό, το αμερικανικό) φτιάχνουν και πουλάνε τους συγκεκριμένους (κάθε φορά) μύθους.
Επιμένουμε σ’ αυτά τα δύο. Πρώτον, ότι η κάθε φορά “εθνική” μυθοπαραγωγή είναι κρατική δουλειά, η οποία επιβλήθηκε και συντηρείται μέσω συγκεκριμένων μηχανισμών: εκπαίδευση, έλεγχος άλλων ιδεολογικών μηχανισμών μεγάλης εμβέλειας (όπως τα μήντια), κ.α. Και δεύτερον, ότι η αποδοχή της κάθε φορά “εθνικής” μυθολογίας απ’ τους υπηκόους είναι υπολογισμένη σχέση υποτέλειας, και μάλιστα όχι μόνο απ’ την μεριά του αφέντη αλλά και απ’ την μεριά του “εθνικού” δούλου. Τόσο σαν άτομα χωριστά όσο και σαν πλήθος.
Για το πρώτο δεν χρειάζονται, προφανώς, ιδιαίτερες αποδείξεις. Η “μεγάλη ιδέα”, η πολιτική ιδέα, δηλαδή, ότι το μικρό ελληνικό κράτος του 1844 έχει σα λόγο ύπαρξης την διαρκή επέκτασή του προς τα βόρεια και τα ανατολικά, δεν γεννήθηκε στα μυαλά των πληβείων εκείνης της εποχής· γεννήθηκε στα μυαλά των πολιτικών αφεντικών τους, και προωθήθηκε σταθερά επί δεκαετίες. [3] Η περιβόητη “ιστορική συνέχεια” του “ελληνικού έθνους” απ’ τις πόλεις κράτη στην αλεξανδρινή αυτοκρατορία και εκείνες των διαδόχων του μεγΑλέκου· από εκεί, “με ένα μικρό κενό λίγων αιώνων” στον χριστιανισμό, ύστερα στη ανατολική ρωμαϊκή / βυζαντινή αυτοκρατορία, και τελικά “με άλλο ένα μικρό κενό τεσσάρων αιώνων” στο νέο ελληνικό κράτος, ήταν αρχικά και εν μέρει γερμανικό διανοητικό προϊόν· κι ύστερα ανέλαβαν την γερμανική ιδέα της “εθνικής ουσίας” ο Ζαμπέλιος και, κυρίως, ο Παπαρρηγόπουλος, για να γίνει εν περιλήψει διδακτέα ύλη (: προπαγάνδα) σ’ όλα τα σχολεία απ’ τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως σήμερα.
Το γεγονός ότι στην ελληνική “εθνική ιστορία” δεν χωράνε, και δεν χώρεσαν ποτέ, ούτε αρβανίτες, ούτε βλάχοι, ούτε σλάβοι, δεν είναι συμπτωματικό. Είναι λογικό, με την έννοια ότι καμμία εθνική μυθολογία δεν παίζει ζάρια! Αυτή η “εθνική ιστορία” έπρεπε να είναι ρατσιστική, ομογενοποιητική, με δύο λόγια να συμβάλλει αποτελεσματικά στην κατασκευή ενός “έθνους / ιδιοκτήτη” με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και σχέσεις εξουσίας, εκεί όπου δεν υπήρχε πριν σαν τέτοιο.
Έστω ότι τα κίνητρα, οι μεθοδεύσεις και οι στοχεύσεις κάθε μορφής κυριαρχίας (και άρα του έθνους / κράτους) είναι σαφείς στην κατασκευή της “εθνικής ιστορίας” που του αναλογεί. Γιατί όμως οι υποτελείς την δέχονται; Κι αν δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά στα μαθητικά τους χρόνια, γιατί συνεχίζουν να την “πιστεύουν” στην ενήλικη ζωή τους; Είναι μόνο από συνήθεια;
Υποπτευόμαστε ότι δεν υπάρχει γενική απάντηση, για όλες τις “εθνικές ιστορίες” όλων των εθνών / κρατών του πλανήτη. Γιατί η ιδεολογική ταύτιση / εξάρτηση του υπηκόου από μορφές εξουσίας, είτε κοσμικές σαν το έθνος / κράτος είτε μεταφυσικές σαν την εκκλησία / θρησκεία, δεν είναι πάντα και παντού η ίδια. Ορίζεται κι αυτή από πιο απτά και καθημερινά ζητήματα, ανάμεσα στα οποία ο ανταγωνισμός μεταξύ κοινωνικών ομάδων (τάξεων αλλά και όχι μόνο) και η έντασή του παίζει σοβαρό ρόλο.
Αντίστροφα όμως, η εντατική επιστράτευση ιδεολογικών στερεοτύπων ομογενοποίησης και υπακοής σε ιστορικές περιόδους που η “κοινωνική συνοχή” κινδυνεύει, έχει επίσης να παίξει σοβαρό ρόλο. Η περιγραφή του Ilan Pappe είναι αποκαλυπτική και διδακτική: το ίδιο κράτος που, σε μια ορισμένη ιστορική φάση, κρίνει ότι “δεν κινδυνεύει να απονομιμοποιηθεί”, μαζεύει τα ιδεολογικά σκυλιά του, και επιτρέπει στους αμφισβητίες της εθνικής του μυθολογίας να υπάρξουν σαν τέτοιοι, το ίδιο λίγο μετά, κάνοντας νέωτερους υπολογισμούς, τα αμολάει.
Παρόμοιοι, αν και από διαφορετική θέση, είναι οι υπολογισμοί του εθελόδουλου στην εθνική (ή στην θρησκευτική, ή στην κομματική, ή σε όποια άλλη) μυθολογία. Για όσο διάστημα κρίνει ότι οι δεσμοί του με την εξουσία και οι απολαβές του δεν κινδυνεύουν, ότι έχουν σταθεροποιηθεί, μπορεί να γίνει ελαστικότερος στα “ιδεολογικά ζητήματα”. Όταν όμως δει αυτούς τους δεσμούς να χαλαρώνουν ή να διαλύονται, τότε η ιδεολογία / μυθολογία τροφοδοτεί την λύσσα του να δείξει πόσο απαραίτητος είναι στην εξουσία, και η λύσσα του ανανεώνει την ιδεολογία / μυθολογία. Είναι κάτι που αποτελεί κοινότοπη αλήθεια για τους μετανοιωμένους / προδότες της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς: γίνονται ακόμα δεξιότεροι απ’ τους δεξιούς, ακόμα πιο φανατικοί, για να καλύψουν ενστικτώδικα ή/και υπολογισμένα το “χαμένο έδαφος” ως την κρατική εξουσία, τις προσόδους, τις απολαβές.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι η μόνιμη, ξεφτιλισμένη, εθνο(παρα)νοϊκή επιθετικότητα απέναντι σε μια “ειδική διανοούμενη” του ελληνικού κράτους (η οποία, σε τελευταία ανάλυση, λέει πολύ λίγα απομυθοποιητικά...), είναι απλά μια απ’ τις σημαδούρες της άρρητης αλλά πολύ σοβαρής ανησυχίας για την “κοινωνική συνοχή”, τόσο απ’ την μεριά διάφορων μηχανισμών, όσο και απ’ την μεριά πολλών υπηκόων / υπηρετών του κράτους. Επειδή η ιδεολογία, η “εθνική ιδεολογία” είναι (θεωρούν ότι είναι) η μόνη ασφαλής “κόλλα” για την υπερταξική “υπόσταση” του πληθυσμού, την μαστορεύουν και την συντηρούν από κάθε μεριά και με κάθε τρόπο. Κυρίως την φροντίζουν συγκυριακά, στην τρέχουσα θεαματική επικαιρότητα, όπου δεξιά κι αριστερά του κράτους και του κεφάλαιου κάνουν ό,τι μπορούν για να “βιώνεται” η διαχείριση της κρίσης σαν “εθνικό ζήτημα”. Όμως ούτε την ιστορία μπορούν να αφήσουν σαν πεδίο κυριαρχίας· ειδικά εάν η τρέχουσα αποδοτική ιμπεριαλιστική εκστρατεία των αφεντικών “εντός των συνόρων τους” γίνει κάποια στιγμή στο μέλλον ανανεωμένες ιμπεριαλιστικές στοχεύσεις εκτός συνόρων.
Το είπαμε. Η ελληνική “εθνική ιστορία” λέγεται με δύο λέξεις: μεγάλη ιδέα. Και τα σκυλιά δεν είναι δεμένα: τα αφεντικά δεν αντέχουν ούτε την παραμικρή γρατζουνιά σε δαύτη, τέτοιους καιρούς.
(Όμως από εργατική σκοπιά η ιστορία, με όποιο επίθετο κι αν δένεται, είναι μόνιμο πεδίο μάχης...)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 - Monitor 2007.
[ επιστροφή ]
2 - Είναι τόσο πολύ νομιμοποιημένος στόχος η Ρεπούση ώστε εάν ασκηθεί όχι λεκτική αλλά φυσική βία εναντίον της, πολλοί θα πανηγυρίσουν, και μάλιστα ανοικτά και δημόσια...
[ επιστροφή ]
3 - Sarajevo νο 37, Φεβρουάριος 2010, αλλά και συλλογή κειμένων back to the (boot) roots, επιλεγμένα θέματα από τον ιμπεριαλιστικό 19ο αιώνα του ελληνικού κράτους, Β τόμος της σειράς anti-imp, εκδ. αντισχολείο, Ιούνιος 2010.
[ επιστροφή ] |
|