Sarajevo
 

   

μια εποχή στην κόλαση

Σίγουρα θα πρέπει να υπάρξει μια ιστορία των αλόγων. Θα είναι μια μεγάλη ιστορία. Θα περιλαμβάνει την ζωή της ειρήνης και την ζωή του πολέμου - ανθρώπων και αλόγων. Θα περιλαμβάνει γοητευτικούς μύθους απ’ όλον τον κόσμο, όπως εκείνος για τον Πήγασο ή ο άλλος για τις Αμαζόνες και τους έφιππους Ινδιάνους - ακόμα και τον Δούρειο Ίππο. Θα έχει μεγάλα κεφάλαια για τις μεταφορές αλλά και τις φυλές των νομάδων (και των νομάδων πολεμιστών), μαζί με τις αλλαγές που έφεραν οι ιππείς στον πόλεμο. Θα έχει κεφάλαια για την τέχνη και τις αναπαραστάσεις των αλόγων. Θα έχει άλλα κεφάλαια για τον συναισθηματισμό των αλόγων. Για λόγους τακτ δεν θα πρέπει να έχει συνταγές μαγειρικής: γιατί το άλογο τρώγεται, αυτό δεν είναι μυστικό - αλλά δεν είναι το ανθρώπινο στομάχι το βασικό πεδίο της ιστορικής σχέσης ανθρώπου και αλόγου. Τρώγεται το άλογο, αλλού σαν delicatessen (π.χ. στην ιταλία), και αλλού από ανάγκη (σε φάσεις μεγάλης πείνας των στρατιωτών στη διάρκεια πολέμων του παρελθόντος τα πιο “γέρικα” άλογα του ιππικού κατέληγαν στο καζάνι).
Εν τέλει, ως γνωστόν, το άλογο σερβίρεται λαθραία - ας πούμε με την μορφή κεφτέδων. Αυτό λέγεται “διατροφικό σκάνδαλο” - όμως μπορεί να υπάρχει και κάτι ακόμα χειρότερο: πόσοι, άραγε, απ’ τους σύγχρονους υπηκόους του καπιταλισμού, μπορούν να ξεχωρίσουν ένα ζωντανό άλογο από ένα μουλάρι; Πόσοι ξέρουν το όνομα της φωνής του αλόγου; Για το κρέας, ούτε λόγος: η αμετάκλητη τάση των σύγχρονων στομαχιών είναι πως τρώγεται ό,τι η ετικέτα της συσκευασίας του λέει ότι τρώγεται. Κι όλο το θέμα (των ανθρώπινων στομαχιών αλλά και των ιστορικών σχέσεων του είδους μας με άλλα είδη, συμπεριλαμβανομένων των αλόγων) έγκειται, εδώ και πολύ καιρό, στην ειλικρίνεια των ετικετών.

Γράφονται, εν τω μεταξύ, ακόμα τραγούδια.

Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του / Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του; / Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι, στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο / κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο. / Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω, / αστρίτης στραβογάμησε και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες / ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες. / “Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις; / Ας δώσουμε όρκο. Με καιρούς θα σ' εύρω ή θα μ' εύρεις”.

Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει, / καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν / το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.

Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα / να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια. / Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια, / την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.

Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι / την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι. / Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια / ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
“Γεια και χαρά στου βιολιτζή. Χρήμα πολύ θα δώσω. / Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω”.
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι, / ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι, / και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω, / τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.

Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει / ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.

Η ουρά δεν τρώγεται· το πένθος έχει σάρκα και οστά... Άραγε πόσοι απ’ αυτούς που ξέρουν (και γουστάρουν) το τραγούδι ξέρουν τι είναι οι λαγώνες, τι είναι ο όρκος του καβαλλάρη στο άλογό του, πως χλιμιντρίζουν τα δοξάρια - και πως ζυμώνονται οι κεφτέδες - χωρίς ετικέτα;
Το μυαλό, οι αισθήσεις, τα αισθήματα είναι που έγιναν κρέας...

(Η “ουρά του αλόγου”: μουσική και στίχοι του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πρώτη ερμηνεία από την Φένια Παπαδόδημα, περισσότερο γνωστή από τον Γιάννη Χαρούλη).

 
       

Sarajevo